Κεφάλαιο Έκτο - Θυσιάζεις την αγάπη ;
Αφιερωμένο εξαιρετικά με αγάπη σε όλους σας καθένα σας ξεχωριστά χωρίς να παραλείψω να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τις αγαπημένες μου @Rose_17 DianaRay1 ElliPam91 SunWithoutRain _Sumela_01 dimfil Feggari70 Dionysia1980 TinaMoizou18
Αισθανόμουν την καυτή ανάσα του στην βάση του παγωμένου λαιμού μου δημιουργώντας μια γλυκιά αντίθεση με τον παγωμένο αέρα που λυσομανούσε αδιάκοπα απο το προηγούμενο βράδυ ομοιάζοντας στην ανταριασμένη καρδιά μου.
Ο ουρανός πενθούσε κι αυτός μαζί με την ψυχή μου έχοντας χρωματίσει απ άκρη σ άκρη τον απέραντο θόλο του γκρίζο και μουντό συγκινημένος απο το δράμα που βιώνα για δέυτερη φορά στην ζωή μου.
Θεωρούσα πως έπειτα απο την κινηματογραφική σχεδόν απαγωγή του Κρίστιαν η ζωή μας είχε περιέλθει σε ρυθμούς νηνεμίας και πως παρόμοια φορτούνα δεν θα δηλητηρίαζε τις ψυχές μας ξανά .
Όμως η άσπλαχνη μοίρα μας βλέπεις δεν χόρταινε να μας κερνά πόνο ολοένα και γι αυτό είχε υφάνει περίτεχνα και μυστικά στον ιστό της ύπαρξης μας άλλο ένα δράμα που κανείς δεν ήξερε πως θα τελείωνε κυρίως για την αθώα μου Κριστίνα.
"Το κοριτσάκι μου που να βρίσκεται τώρα άραγε σε τι συνθήκες επιβιώνει ;
Άραγε απλώνουν τα μολυσμένα με αμαρτία χέρια τους στην σάρκα της όπως χτυπούσαν εμένα ; Τι να σκέφτεται μήπως θεωρεί πως την εγκατέλειψα;" αναλογιζόμουν με τα σενάρια να γιγαντώνονται στο γρανάζι του μυαλού.
Στράφηκα προς το μέρος του αναζητώντας να ξεκλέψω λιγοστή πυγμή απ την δική του για να αντέξω τα ατελείωτα σκαμπανεβάσματα.
Στεκόταν ανυπόμονος λίγα μέτρα πιο πίσω με τα χέρια του σταυρωμένα στο στέρνο κινούνταν σπασμωδικά με τα μάτια του καρφωμένα συνεχώς στο πρόσωπο μου σαν να προσπαθούσε να βεβαιωθεί αν είμαι αληθινή.
《Τι συμβαίνει αστυνόμε μπορώ να μάθω κι εγώ ..;》ρώτησε αυστηρά με την βαθειά μπάσα φωνή του σπασμένη απο την ανησυχία.
"Αχ και να μπορούσα να μιλήσω Κρίστιαν ίσως μοιραζόμασταν την ίδια αγωνία τούτη την ώρα..! Θα σε είχα σύμμαχο μου να μου δίνεις κουράγιο αλλα βλέπεις δυστυχώς πρέπει να προσποιούμε πως είμαι ξένη .." διαπίστωνα ενδόμυχα πικραμένη έχοντας κυριολεκτικά χάσει την μιλιά μου λες και μου είχε κοπεί η γλώσσα.
Ο εγκέφαλος μου αρνούνταν πεισματικά να δώσει εντολή στα χείλη να κινηθούν παράγοντας μια πρόταση έστω ένα μικρό επιφώνημα αφού όσο κι αν προσπαθούσα η φωνή μου είχε σβήσει στα βάθυ του λαιμού κι συνάμα η γλώσσα είχε μουδιάσει.
《Μαρίνα είναι μαζί σου ο κύριος ; Μήπως είναι ο πατέρας της μικρής ;》με ρώτησε εύλογα η Αντιγόνη αποκαλύπτοντας άθελα της το μεγάλο μυστικό μου πολύ σύντομα και άδοξα.
《Τι πράγμα ; Μίλα Μαρίνα τι συνέβει ;》φώναξε εκνευρισμένος στρεφοντας εκ νέου το βλέμμα του σοκαρισμένος προς το άχρωμο πρόσωπο μου , στενέυοντας καχύποπτα τα υπέροχα σμαραγδένια μάτια του αναζητώντας μιαν απάντηση που δεν ήταν δυνατό να δώσω την δεδομένη στιγμή .
《Μαρίνα μίλα να σε πάρει ως εδώ πιά η μυστικοπάθεια ! Πως τόλμησες να μου κρύψεις πως η Άρτεμις με το που πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα έμπλεξε σε μπελάδες ; Τώρα καταλαβαίνω τα πάντα ώστε γι αυτό μου τηλεφώνησες τις προάλλες έτσι ; Έπειτα δείλιασες και κρύφτηκες όπως πάντα στο καβούκι σου..》πέρασε απευθείας στην επίθεση υπενθυμίζοντας μου πόσο σκληρός μπορούσε να γίνει όταν τον αγνοούσες.
Κούνησα αργά το κεφάλι μου γνέφοντας αρνητικά πασχίζοντας να μιλήσω να αρθρώσω έστω ένα όχι όμως δυστυχώς το σώμα μου αρνούνταν να ανταποκριθεί ανησυχητικά.
Η Αντιγόνη που στεκόταν μπροστά μου συγκράτησε ανήσυχη την τελευταία στιγμή το σώμα μου διακρίνοντας πως τα γόνατα μου είχαν λυγίσει και το σώμα μου σταδιακά έγερνε ανεπαίσθητα προς τα εμπρός.
《Μαρίνα κορίτσι μου για το θεό έλα μέσα να καθίσεις τα χείλη σου έχουν μελανιάσει ..》 πρόφερε ανήσυχη γυρίζοντας προς το μέρος του θυμωμένη.
《Κύριε μου αντι να ζητάτε εξηγήσεις μια τέτοια στιγμή βοηθήστε την παρακαλώ δεν βλέπετε πως δεν δύναται να συνέλθει ακόμη απο το σοκ..;》σχολίασε βαστώντας δυνατά το μπράτσο μου ανάμεσα στα ζεστά της χέρια προτού καταρρέυσω.
Χρειάστηκε μονάχα μια ματιά για να διακρίνω εκείνο το ζεστό στοργικό και συνάμα προστατευτικό του ύφος που με γοήτευε απίστευτα εξαρχής να επανέρχεται στο αγριεμένο πρόσωπο του σαν νηνεμία μετά απο σφοδρή καταιγίδα.
《Έχετε δίκιο αστυνόμε παρασύρθηκα απο την αγωνία μου ..έλα στηρίξου πάνω μου μα ..εσύ είσαι έτοιμη να λιποθυμήσεις γλυκιά μου..》πρόφερε μελιστάλαχτα παρατηρώντας εξεταστικά και την παραμικρή μου κίνηση ανήσυχος διαπιστώνοντας για πολοστή φορά πόσα συναισθήματα διασκόρπισα στον άνεμο σαν τον εγκατέλειψα με πολύ επώδυνο τρόπο.
Πέρασε το άψυχο χέρι μου γύρω απο τον λαιμό του στηρίζοντας με το άλλο την λυγισμένη μέση μου δίνοντας ώθηση ελαφρά προς τα μπρός ώστε να με βοηθήσει να σύρω τα βήματα μου στο εσωτερικό .
Η αίσθηση των πουπουλένιων χεριών του γύρω απ το κορμί μου με μετέφερε μαγικά απο την πύρινη κόλαση που βίωνα σε έναν όμορφο παραδεισένιο κόσμο πλασμένο μονάχα απο αγάπη που χωρούσε μοναχά εμάς τους δύο μια αίσθηση ξεχασμένη αυτά τα πέτρινα χρόνια του αποχωρισμού.
Χαμογέλασα στοργικά απολαμβάνοντας το άγγιγμα του με μια γλυκιά νοσταλγία να απλώνεται απ άκρη σε άκρη της ψυχής επουλώνοντας ελαφρά την βαθειά πληγή που είχε αφήσει ανεξίτηλη σαν τατουάζ η βάναυση απουσία του.
Περάσαμε στο ζεστό εσωτερικό του τμήματος οπου πλήθος εργαζομένων πηγαινοερχόταν απο γραφείο σε γραφείο συζητώντας νευρικά για διάφορες υποθέσεις που ερευνούσαν.
Οι δύο αστυνομικοί που τον συνόδευαν εισήλθαν μαζί μας στο κτίριο δίνοντας αναφορά στην Αντιγόνη για το συμβάν στο αεροδρόμιο που τον είχε οδηγήσει απρόσμενα σαν απο μηχανής θεός στο ίδιο τμήμα με εμένα απο τα τόσα της πόλης.
《Γιατί βρίσκεται εδώ ο κύριος παιδιά τι κατηγορία αντιμετωπίζει ..;》ρώτουσε η Αντιγόνη με αυστηρό αφοπλιστικό τόνο βαστώντας ένα μεγάλο ντοσιέ με διάφορα κενά έγγραφα που προφανώς κρατούσαν το αρχείο των καθημερινών υποθέσεων .
《Ο κύριος Μπάλτον μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο τμήμα καθώς κατά τον έλεγχο διαβατηριών στο αεροδρόμιο εισηγήθηκε πως δεν το είχε μαζί του ! Οπότε θα χρειαστεί περαιτέρω εξακρίβωση στοιχείων..》αποκρίθηκαν με επαγγελματισμό και οι δύο άνδρες πλησιάζοντας εκ νέου κοντά μας .
《Λυπάμαι που σας χαλάμε το κλίμα κύριε αλλα εκρεμμεί η εξακρίβωση πρέπει να μας ακολουθήσετε στον δέυτερο όροφο..》τον ενημέρωσαν αυστηρά τραβώντας ελαφρά το μανίκι του μπέζ ακριβού παλτού όπου φορούσε μια κίνηση που γνώριζα εκ πείρας πως θα ενοχλούσε αφάνταστα τον Κρίστιαν.
Στράφηκε ξεφυσώντας νευρικά προς το μέρος τους μορφάζοντας ενοχλημένος σφίγγοντας ταυτόχρονα με το ελέυθερο χέρι του το δικό μου προκαλώντας μου ένα γλυκό ρίγος που διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρέυμα την ραχοκοκκαλιά μου φτάνοντας στην καρδιά σαν φιλί της ζωής.
《Ακούστε κύριοι όπως ήδη διακρίνατε στο τμήμα σας δίχως να το ξέρω πληροφορήθηκα πως διερευνάτε η υπόθεση της κόρης μου και σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε η κυρία είναι η γυναίκα μου. Γι αυτό ακριβώς τον λόγο οφείλω να ενημερωθώ για την παρούσα κατάσταση...! Οσο για την επιβεβαίωση των στοιχείων μου θα καλέσω αμέσως την βοηθό μου στην Αμερική ώστε να σας αποστείλει μέσω μέιλ όσα έγγραφα χρειάζονται ..! Λυπάμαι αλλα θα παραμείνω δίπλα στην σύζυγο μου που κοντέυει να καταρρέυσει..》πρόφερε αυστηρά δίχως να αφήσει περιθώρια αμφισβήτησης ισιώνοντας θυμωμένος το μανίκι του καθώς ψαχούλευε στην τσέπη για το κινητό του.
Η Αντιγόνη επενέβει δυναμικά ενημερώνοντας τους συναδέλφους της για την δύσκολη υπόθεση που διερευνούσε υπερασπιζόμενη το δικαίωμα του να είναι παρόν.
《Παιδιά αφήστε τον κύριο Μπάλτον για λίγο μονάχο με την σύζυγο του δεν είναι δά και εγκληματίας ..ακολουθήστε για λίγο στο γραφείο μου θέλω να σας μιλήσω..》σχόλιασε γνέφοντας προς το μέρος μου με κατανόηση.
Οι άνδρες ένευσαν καταφατικά διακρίνοντας την ταραχή που όριζε το κορμί μου κι επέλεξαν να φερθούν με ανθρωπιά στην παρούσα περίσταση.
《Πολύ καλά κύριε ...Μπάλτον ας γίνει προς το παρόν έτσι ! Όμως δυστυχώς δεν θα αποφύγεται το πρόστιμο το οποίο ορίζει ο νόμος για παρόμοια περιστατικά..!》μας ενημέρωσαν ευγενικά παραμένοντας βέβαια στο σημείο παρά την εντολή της .
"Τι θα κάνω θεε μου πως θα διαχειριστώ το κοφτερό σαν ξυράφι μυαλό που διαθέτει αν δεν προσέξω σύντομα θα ανακαλύψει πως δεν είμαι άλλη απο την γυναίκα που τον εγκατέλειψε.." αναρωτιόμουν όση ώρα τον διέκρινα με την άκρη του ματιού μου να πληκτρολογεί τον άριθμο στο κινητό του.
Έπρεπε παρά την ταραχή μου να πάρω γρήγορα θέση προτού οι αστυνομικοί διεξάγουν περαιτέρω έρευνες σχετικά με όσα ισχυριζόταν αποκαλύπτοντας την αληθινή μου ταυτότητα.
Πετάχτηκα με δυσκολία απο την θέση μου υψώνοντας αγέρωχα το κεφάλι ξεχνώντας για λίγο την αδυναμία που αισθανόμουν.
《Γυναίκα σας είπατε ;.. Σας εξήγησα κύριε μου πως δεν σας γνωρίζω πρόκειται για παρεξήγηση..!》απέκτησα ξανά την μιλιά μου απρόσμενα θέλοντας πάση θυσία να διαφυλάξω την ταυτότητα μου για όσο περισσότερο γινόταν.
Μου έριξε ένα βλέμμα φωτιά που πάγωσε ως δια μαγείας κάθε κύτταρο του κορμιού μου διακρίνοντας ολοκάθαρα έντονο θυμό και αγανάκτηση αναμειγμένα στον καμβά του προσώπου του προτού ξεσπάσει.
《Μαρίνα αρκετά τράβηξε το αστείο ! Απαιτώ να μάθω επιτέλους τι δουλειά έχεις εσύ στο τμήμα ; Για ποιό αναθεματισμένο λόγο αντέδρασες τόσο υπερβολικά όσο μιλούσες με την αστυνόμο και εν τέλει που είναι η κόρη μας..;》φώναζε εξαγριωμένος σφίγγοντας ανεπαίσθητα πάνω στην ένταση τον καρπό μου παραπάνω απο όσο άντεχα προκαλώντας μου άθελα του πόνο.
《Άφησε το χέρι μου αγροίκε με πονάς ! Σου είπα χίλιες φορές πως δεν είμαι η γυναίκα σου όσο για την κόρη σου προφανώς είναι μια χαρά ασφαλής στο σπίτι της όσο εγώ αγωνιώ για την δικιά μου που έχουν απαγάγει απο χθές το μεσημέρι ικανοποιήθηκες ;》αποκρίθηκα στον ίδιο τόνο υψώνοντας το ανάστημα μου εμπρός του με σκοπό να τον ατενίζω κατα πρόσωπο.
Διέκρινα αυτομάτως τον ανεξέλεγκτο θυμό να διαδέχεται η πικρία κι την ακραία αγανάκτηση να μετατρέπεται σε οδύνη στις οθόνες των ματιών του μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Άφησε το χέρι μου να πέσει απαλά στα πλευρά μου σκύβοντας μπερδεμένος το κεφάλι παλέυοντας ενδόμυχα με συναισθήματα και σκέψεις που τον βασάνιζαν.
"Λυπάμαι αγάπη μου που σε πληγώνω για ακόμη μια φορά ..όμως απαγορέυεται να σου αποκαλύψω την αλήθεια που αποκρύπτω πεισματικά εδώ και χρόνια αν μάθαινες ίσως πενθούσα ήδη την απώλεια σας.." παρηγορούσα μάταια τον εαυτό μου διακρίνοντας τον κόσμο του να κομματιάζεται ενώπιον μου σιωπηρά δίχως απόηχο.
Μίσουσα τον εαυτό μου για το κακό που προκάλεσα τόσο σε εκείνον όσο και στην γλυκιά μου Άρτεμις που πίστευε ακράδαντα πως θα έπαιρνε επιτέλους τις απαντήσεις που επιθυμούσε απο τα χείλη μου .
Έπειτα απο μερικά αμήχανα λεπτά περισυλλογής στράφηκε προς το μέρος μου ξανά αγνοώντας το επίμαχο τηλεφώνημα που χρωστούσε στους αστυνομικούς δοκιμάζοντας την υπομονή τους.
Με παρατηρούσε εξεταστικά ακριβώς όπως η κόρη μας την προηγούμενη ημέρα αναζητώντας ένα αναγνωριστικό σημάδι που μονάχα η δική του Μαρίνα διέθετε.
《Με συγχωρείς αλλα δεν καταλαβαίνω.. είσαι ολόιδια εκείνη δεν είναι δυνατόν να είσαι άλλη έχετε ακόμη και το ίδιο όνομα . Μιλάς με σωστή προφορά τα αγγλικά σαν να είναι μητρική σου γλώσσα άσε επιτέλους το ανούσιο θέατρο και πες μου καθαρά για ποιό λόγο με αρνήσε Μαρίνα ;》ψέλλισε ικετευτικά φανερώνοντας μου πόσο συντετριμένος αισθανόταν σαν μια ύστατη έκκληση για φώς καθώς το σκοτάδι που καταπλάκωνε τις ψυχές μας ήταν πυκνό.
Κάλυψε το σκυθρωπό πρόσωπο με τα δύο του χέρια αποκαλύπτοντας ευθύς μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου τα κενά του δάκτυλα συνειδητοποιώντας αυτόματα σοκαρισμένη πως δεν φορούσε πλέον την ολόχρυση βέρα του γάμου μας που η ίδια στιγμή δεν είχα αφαιρέσει απο το δάκτυλο μου κι ας ζούσαμε χωριστά.
Ένα σκίρτημα σαν καρφί εισέβαλε στα σωθικά μου καθώς συνειδητοποίησα με πόση ευκολία ξέχασε όσα του προσέφερε η απέραντη αγάπη που του χάρισα απλόχερα ποδοπατώντας άπειρες φορές τον εγωισμό μου για το δικό του όφελος.
Τα μάτια μου βούρκωσαν μα δεν θα έκλαιγα εμπρός του δεν θα ξεσκέπαζα την κατεδαφισμένη καρδιά μου αφήνοντας να περπατήσει περιχαρής στα συντρίμια που είχε διασκορπίσει το παλιροικό κύμα του έρωτα του.
Παρόλα αυτά η καρδιά μου δεν βαστούσε να τον βλέπει να υποφέρει κι ας μην ήξερα την αιτία , έμοιαζε πελαγωμένος σαν παιδί που αναζητά να χαράξει δικό του μονοπάτι ανάμεσα στους δρόμους της αρετής και της κακίας κι κάπου στα μισά της διαδρομής είχε χάσει τα χνάρια.
Απομάκρυνα δειλά με τα τρεμάμενα χέρια μου τα δάκτυλα που έκρυβαν τα λατρεμένα του μάτια που είχα ανάγκη να ατενίσω έστω και για τελευταία φορά διακρίνοντας αβάσταχτη πικρία στην όψη του.
《Τι σου συμβαίνει ..φαίνεται πως πονάς πολύ γι αυτή την γυναίκα..》ψιθύρισα βραχνά θέλοντας απεγνωσμένα να επιβεβαιώσω αν ..ακόμη αισθανόταν το παραμικρό για μένα.
Διψούσα βλέπεις για ένα ακόμη σ αγαπώ κι ας γνώριζα πως δεν θα άκουγα ξανά απο τα χείλη του αυτή την μικρή μαγική λέξη που μονομιάς ζέσταινε την ψυχή μου.
Τα παραπονεμένα μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπο μου ιχνηλατόντας αργά μια προς μια τις αντιδράσεις μου αρνούμενος να πιστέψει πως ήμουν απλά μια ξένη λες και μπορούσε να συναισθανθεί όσα μας ένωναν να πλανιούνται στην ατμόσφαιρα ολόγυρα μας.
《Κάποτε πόνεσα πράγματι αφάνταστα για εκείνη μα ξέρεις με τα χρόνια μετατράπηκε μονάχα σε σκιά που καταδυναστεύει τις ζωές μας !》αποκρίθηκε χαμηλόφωνα με οργή πρωτόγνωρη που καταπιέζε ανάμεσα στα σφιγμένα του χείλη.
《Ζωές σας.. είπες ;》ρώτησα δειλά αν και γνώριζα καλά την απόκριση που θα λάμβανα κι ας μάτωνε η καρδιά μου κι ας λιποψυχούσα έπρεπε να ακούσω την αλήθεια που τόσο πολύ φοβόμουν.
《Μάλιστα τις ζωές μας ..την δική μου όσο και των παιδιών μου που την αποζητούν ακόμη θέτοντας εμπόδια στο να προχωρήσω μπροστά κάνοντας μια νέα σχέση..! Βλέπεις όλα περιστρέφονται ακόμη γύρω απο την ανώριμη εγωπαθή που παντρεύτηκα..!》πρόσθεσε σκληρά εκτελώντας την αγάπη μας στο ένα μέτρο εν ψυχρώ.
Καθάρισα σαστισμένη το λαιμό μου κοιτάζοντας αμήχανα δεξιά και αριστερά πνίγοντας ταυτόχρονα τον λυγμό που απειλούσε να ξεπηδήσει απο τα βάθυ του φάρυγγα προδίδοντας όσα πάσχιζα περίτεχνα να κρύψω με θανάσιμο τίμημα.
《Μιλάς με απίστευτη σκληρότητα για την γυναίκα που σου χάρισε παιδιά και που προφανώς ερωτεύτηκες με πάθος για να φθάσεις στο σημείο να την παντρευτείς..πως μπορείς να είσαι τόσο κυνικός ;》
《Κυνικός ; Σοβαρά σου φαίνεται λογικό να συνεχίζω να αγαπάω ένα φάντασμα που επέλεξε χωρίς ενοχές να φτιάξει εγωιστικά την ζωή της μακριά καταστρέφοντας τις δικές μας ; Όχι οχι καλή μου κανένα έλεος δεν αξίζει σε μια.. του είδους της !》συνέχισε το ξέσπασμα του μίσους του ακάθεκτος δίχως να παίρνει στιγμή το βλέμμα του απ το δικό μου εκτοξεύοντας με μανία το ένα πίσω απο το άλλο τα βέλη που κρατούσε φυλαγμένα στην φαρέτρα του.
《Του..του είδους της ; Δηλαδή σε ποιά κατηγορία ανήκει ;》τράυλισα εξαγριωμένη καθώς αντίκριζα ενώπιον μου να αναγεννάτε σταδιακά το αγρίμι που πάσχισα με την στοργή μου να εξημερώσω μα τελικά απέτυχα παταγωδώς .
Γέλασε λοξά υψώνοντας το δεξί του φρύδι ειρωνικά καθώς με κοιτούσε έντονα και βαθειά λες και έπαιζε μαζί μου ενώ ταυτόχρονα πέρασε τον αντίχειρα του πάνω απο την επιφάνεια των σκασμένων χειλιών μου ερωτικά.
《Θα αφήσω σε εσένα την τελική κρίση..πάντως δεν θα την ονόμαζα σε καμία περίπτωση έντιμη ούτε βέβαια και ..αγία μυαλουδάκι έχεις μάντεψε..》πρόφερε ψιθυριστά στο αυτί μου εισπνέοντας το μεθυστικό άρωμα μου .

Έσφιξα γροθιές τα δύο μου χέρια προτού τα προσγειώσω με δύναμη στο αλαζονικό προσωπείο που είχε φορέσει αφότου έφυγα μεμφόμενη τον εαυτό μου που ακόμη υπέφερε.
《Είσαι ένας κρετίνος και μισός να ευχαριστείς τον θεό που δεν σε χαστουκίζω εδώ ενώπιον όλων !》
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια απολαμβάνοντας να σκοτώνει πόρο πόρο την αγάπη που αισθανόμουν θέλοντας να με αναγκάσει δια της βίας να ξεχάσω κι ας μην γνώριζε με σιγουριά πως ήμουν εγώ εκείνη η φθηνή εγωπαθής που αναφερόταν.
Είχε χάσει κάθε έννοια ευγενείας τον ενδιέφερε μονάχα να εκφράσει τα σκοτεινά απωθημένα που τον έπνιγαν ακόμη και σε μια άγνωστη σωσία και πλέον η μανία του να προκαλέσει πόνο φάνταζε άσβεστη .
《Γιατί εξίστασαι εσύ γλυκιά μου ; Στην πρώην γυναίκα μου αναφέρθηκα δεν προσέβαλα δα και ..εσένα》πρόφερε κοροϊδευτικά με νόημα διαλύοντας τα τεταμένα νέυρα μου ολοσχερώς.
《Κόφτο εντάξει ! Κανείς δεν σου έδωσε το δικαίωμα να μειώνεις κατ αυτόν τον άνανδρο σιχαμερό τρόπο μια μητέρα διότι σου χάρισε παιδιά αυτή η μήτρα ! Να πάρει δεν έχεις ίχνος τσίπα ; Αυτή η γυναίκα προσέφερε θυσία το κορμί της στο βωμό της αγάπη σας το οποίο μετατράπηκε μετέπειτα σε ναός που προετοίμαζε ευλαβικά την έλευση του παιδιού σου . Κι εσύ τολμάς σήμερα να την μειώνεις τόσο άθλια ; Τι να πώ απλά σε λυπάμαι ..》πρόφερα αηδιασμένη προσπερνώντας τον βιαστικά ορμώντας ευθύς έξω στον κρύο αέρα που ζητούσα ενδόμυχα να με παρασύρει κάπου μακριά σβήνοντας τον πόνο που με μάστιζε.
Στήριξα τα χέρια μου στα σιδερένια κικλιδώματα αναπνέοντας γοργά καθώς ο νούς μου ξεφύλλιζε τις σελίδες του σκονισμένου άλμπουμ ενός έρωτα καταδικασμένου εξαρχής σε ακαριαίο θάνατο.
Κατάπια στοικά τα δάκρυα μου ξεχνώντας άμεσα όσα με υπερηφάνεια μου είχε πετάξει κατάμουτρα επικεντρώθηκα εκ νέου στην έυρεση του παιδιού μου που είχα τόση ανάγκη να σφίξω στην αγκαλιά μου.
Μα η περισυλλογή μου δεν κράτησε για πολύ καθώς ο Κρίστιαν δεν είχε προφανώς πει την τελευταία του κουβέντα.
《Ναί σου λέω γλυκιά μου ..Βικτώρια θα γυρίσω σύντομα στο υπόσχομαι μόλις καταφέρω να πείσω την κόρη μου να παρατήσει το πανεπιστήμιο ..》άκουσα την μελιστάλαχτη φωνή του πίσω μου δίχως να μπώ στον κόπο να στρέψω την προσοχή μου ξανά σε εκείνον.
Παρέμεινα να ατενίζω τον συννεφιασμένο ουρανό παραμερίζοντας την παρουσία του λες και δεν υπήρχε κι ας επέμενε να μου το υπενθυμίζει το γάργαρο γέλιο του λίγα μέτρα ξοπίσω καθώς έδειχνε να απολαμβάνει πραγματικά την συνομιλία μαζί της προκαλώντας μου ένα ανεπαίσθητο τσίμπημα στην καρδιά.
《Πάντα έχεις έναν τρόπο να με ηρεμείς πες μου πως το κάνεις ; Μόνο που καλή η πλάκα αλλα χρειάζομαι την βοήθεια σου στείλε μου σε παρακαλώ τα χαρτιά που σου ζήτησα με μέιλ σε αυτό τον λογαριασμό που σου έχω αποστήλει βαρέθηκα να χάνω τον χρόνο μου για ένα άψυχο διαβατήριο.. 》διαμαρτυρόταν στην εκλεκτή της καρδιάς του προφανώς ερεθίζοντας περισσότερο τα ήδη εύθραυστα νέυρα μου όσο κι αν προσπαθούσα να τον αγνοήσω.
Μπορούσα να αφουγκραστώ ολοκάθαρα την γλοιώδη χροιά της φωνής της να διαπερνά το ακουστικό φθάνοντας στα αυτιά μου όμοιος με ήχο απο κεραυνό που σκίζει στα δύο τα ουράνια.
《Κρίστιαν αστα αυτά απαιτώ εξηγήσεις τι δουλειά έχεις στην Ελλάδα ; Δεν άντεξες έτσι πήγες να βρείς την πρώην σου ; Αλλα μην ανησυχείς άυριο κιόλας θα ταξιδέψω και εγώ με προορισμό την Αθήνα δεν έχω σκοπό να σε παραδόσω αμαχητί σε αυτό το αρπακτικό ! Είσαι μονάχα δικός μου !》του φώναξε κτητικά προκαλώντας μούδιασμα σε ολόκληρο το κορμί μου σαν να βούλιαζα σε μια γεμάτη μπανιέρα παγάκια αργά και βασανιστικά.
Μα την τελική σπρωξιά προς τον πάτο μου την έδωσε η αμέσως επόμενη απόκριση του.《Μην ανησυχείς..έχει τελειώσει πία ! Δεν υπάρχει λόγος να τρέξεις εδώ για χάρη μου θα επιστρέψω σύντομα κοντά σου..》πρόφερε αδιάφορα γελώντας με κάποιο αστείο που του έλεγε προφανώς .
" Κοίτα τον με πόση ζέση απολαμβάνει την πρωτοφανή διεκδίκηση που λαμβάνει απο αυτή την..τσούλα !!! Είμαι βέβαιη πως προσποείται πως τον θέλει μονάχα για τα αναρίθμητα χρήματα που έχει να της προσφέρει..αχ πόσο αφελής είσαι τελικά Κρίστιαν..!" Διαπίστωσα πικραμένη παλέυοντας με το τέρας της ζήλειας που είχε ξυπνήσει απο τον λήθαργο εσωτερικά όπως την πρώτη μέρα.
Οι λυγμοί που πάσχιζα να συγκρατήσω ξεχύθηκαν απο μέσα μου αναγκάζοντας με να καταπίνω τα δάκρυα μου σιωπηρά με ένα γιατί να μου πλακώνει σαν βράχος τα στήθια.
Γιατί έπρεπε να τον συναντήσω ξανά ; Με τι ψυχή ανέχτηκα να με προσβάλει κατ αυτόν τον άναδρο τρόπο μπροστά στα ίδια μου τα μάτια ; Μα το κυριότερο ζήτημα που τσουρούφλιζε την καρδιά μου γιατί δεν είχα κοντά μου την Κριστίνα ;
Στο μεταξύ πνιγηρή σιωπή με περικυκλώσε ξανά σαν διάφανο πέπλο προστασίας απο τα βέλη που δεχόμουν συνεχώς απ την μεριά του .
Φάνταζε πλέον ένας αθέατος σιωπηρός πόλεμος που μαίνονταν ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ η μήπως όχι ;
Ένας κεραυνός έκοψε τον ουρανό στα δύο κηρύσσοντας την έναρξη της καταιγίδας που πλησίαζε απο ώρα με την βοήθεια του ανέμου που σφυροκοπούσε αδιάκοπα την πλάση.
Άφησα την βροχή να κυλήσει στα μάγουλα μου αντικαθιστώντας τα δάκρυα δίχως να κουνηθώ απο την θέση μου απολαμβάνοντας το δροσιστικό της χάδι στην σάρκα μου αφού δεν είχα πια τα δικά του.
《Μαρίνα τρελάθηκες..μην κάθεσαι στην βροχή κάνει πολύ κρύο σήμερα θα αρρωστήσεις ..》ψιθύρισε στο αυτί μου ερχόμενος απο πίσω μου αιφνιδιαστικά σαν τον κλέφτη κι έπειτα με μια κίνηση άπλωσε τα χέρια του ακουμπώντας τρυφερά τα μουσκεμένα μαλλιά μου .
Γύρισα απότομα εκνευρισμένη ερχόμενη σε απόσταση αναπνοής απο το αρρενωπό πρόσωπο του κι αυτά τα μάτια του που συνέχιζαν να με ξεμυαλίζουν .
Η αναπνοή του μύριζε μέντα σε συνδυασμό με την έντονη κολώνια του που επανέφερε στην θύμηση μου νοσταλγικές διαδρομές που κάποτε είχα διαγράψει επάνω στο ρωμαλέο κορμί του με τα χείλη μου γευόμενη το άρωμα της.
Έσβησα απο τις οθόνες του μυαλού και την παραμικρή ευτυχισμένη ανάμνηση του ορθώνοντας τις άμυνες μου για το καλό μου.
《Τι θέλετε επιτέλους κύριε Μπάλτον γιατί με ενοχλείτε ;》του επιτέθηκα εκνευρισμένη έχοντας ξάφνου την αίσθηση πως ξαναζούσα την πρώτη γνωριμία μας απ την αρχή.
Χαμογέλασε λοξά μα συνάμα τόσο αληθινά που ένιωσα ξανά την παρόρμηση να ξεχυθώ στην αγκαλιά του σαν ξαναμμένη παιδούλα γοητευμένη απο τα κάλλη του άνδρα μυστήριο.
《Έχεις δίκιο κάτι θέλω απο εσένα..》μουρμούρισε κοιτάζοντας επίμονα τα χείλη μου που είχαν ξεραθεί απο προσμονή καθώς το σώμα μου αντιδρούσε ακόμη στην παρουσία του εκνευριστικά.
《Αφήστε με ήσυχη παρακαλώ αγνοείτε το παιδί μου δεν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος για τα καπρίτσια ενός κάφρου δυστυχώς..》πρόφερα προσπαθώντας να ξεφύγω απο την αναταραχή που μου προκαλούσε προτού να είναι αργά.
Βιάστικα να πιστέψω πως τα είχα καταφέρει επιτυχώς να τον απομακρύνω απο το φλεγόμενο κορμί μου αφού το χέρι του στον αγκώνα μου φρέναρε άτσαλα την προσπάθεια μου.
Το τράβηξα πεισματικά με αποτέλεσμα να καταλήξω παραπατώντας στα νερά κατευθείαν στην ζεστή αγκαλιά του όπου έκλεισε γύρω μου κτητικά όπως ποτέ άλλοτε.
Πλησιάσε το πρόσωπο του απειλητικά κοντά στο δικό μου ενεργοποιώντας συναγερμούς που ούρλιαζαν πως είναι λάθος να τον φιλήσω σε δημόσιο χώρο αφού οι απαγωγείς σίγουρα με παρακολουθούσαν.
《Είστε γελοίος !》
《Κι εσύ ακαταμάχητη..》μουρμούρισε ζαλισμένος ακουμπώντας με δύναμη τα χείλη του στα δικά μου φιλώντας με κτητικά σφίγγοντας το σώμα μου κοντά στο δικό του με θέρμη.
Η ψυχή μου απελευθερώθηκε άξαφνα απο τα χρόνια δεσμά της πετώντας μακριά σαν πουλί που αναζητούσε ένα μέρος να φωλιάσει ευτυχισμένο αυτή την αίσθηση μου χάρισε .
Σύντομα απαιτούσε περισσότερα παίζοντας με την γλώσσα μου πιασμένος απο τα υγρά μαλλιά μου που έσταζαν στο λευκό πουκάμισο του.
Η βροχή έλουζε τα σώματα μα η φλόγα δεν έπαυε να καίει εκείνη η πρώτη φωτιά που γρήγορα εξαπλώθηκε στις καρδιές μας κάποτε .
Άραγε με είχε αναγνωρίσει ; η μήπως αυτό προσπαθούσε να πετύχει με το φίλι του ;
Άνοιξα ευθύς τα μάτια μου τρομαγμένη σπρώχνοντας το σώμα του μακριά θυμωμένη την ίδια στιγμή που η παλάμη μου προσγειώθηκε στο μάγουλο του με δύναμη .
《Μην αναζητάς σε ξένα χείλη την πρώην γυναίκα σου ..την φθηνή !》ψέλλισα θυμωμένη αποχωρόντας τρέχοντας με προορισμό το γραφείο της Αντιγόνης.
Εισέβαλα ξεχνώντας να χτυπήσω την πόρτα λαχανιασμένη μα διέκρινα την κατανόηση να ζωγραφίζεται στο συμπαθητικό οβάλ πρόσωπο της.
《Πέρασε Μαρίνα ελεύθερα σε εσένα θα ερχόμουν εντός ολίγου..》σχολίασε φιλικά χαμογελώντας ενθαρρυντικά.
《Έχουμε νέα ;》
《Ναί γλυκιά μου επιτέλους σου έχω κάποια καλά νέα !》
《Βρέθηκε..;》
《Όχι ακριβώς κάθισε και θα σου εξηγήσω..》μου ζήτησε για δέυτερη φορά τραβώντας την μάυρη πολυθρόνα μπροστά απο το γραφείο της .
Μηχανικά ανακάθισα στην επιφάνεια της περιμένοντας να πάρει θέση η ντελικάτη φιγούρα της απέναντι μου ώστε να μου εξηγήσει με σαφήνεια τι ακριβώς είχαν ανακαλύψει.
《Άκουσε γλυκιά μου οι άνδρες μου διενεργούν εκτενείς έρευνες στο αεροδρόμιο οι οποίες διέψευσαν για καλή μας τύχη την ανώνυμη καταγγελία μου δεχθήκαμε προ ολίγου.. ! Με χαρά σου ανακοινώνω πως η κορούλα σου δεν έχει περάσει τα σύνορα ..!》
Τινάχτηκα σαν ελατήριο απο την χαρά μου απο την θέση μου ευγνωμονώντας τον θεό μέσα απο την καρδιά μου που τουλάχιστον υπήρχαν ελπίδες ακόμη να την ξαναβρώ.
《Σε ευχαριστώ τόσο πολύ Αντιγόνη μου έδιωξες ενα φορτίο απο πάνω μου όμως η ρημάδα η αγωνία δεν λέει να φύγει..》σχολίασα σκεπτική ακούγοντας το κινητό στην τσάντα μου να κουδουνίζει.
"Κι αλλα καλά νέα άραγε ; Αν είναι οι απαγωγείς πως θα μιλήσω ελεύθερα μπροστά στην Αντιγόνη όταν έχει καρφώσει τα κατάμαυρα μάτια της επάνω μου..;" αναρωτιόμουν ψαχουλέυοντας αγχωμένη στο εσωτερικό της καφέ μου δερμάτινης τσάντας.
《Με συγχωρείς μια στιγμή..》
《Ελεύθερα Μαρίνα απλά μην απομακρυνθείς πολύ διότι ίσως σε καλούν για λύτρα συνήθως ένα εικοσιτετράωρο αργότερα επικοινωνούν ..》με συμβούλευσε γοργά όσο εγώ πλησίαζα αργά την πόρτα γνέφοντας θετικά.
Το νούμερο στην οθόνη ήταν απόρρητο σημάδι πως καλούσαν πράγματι οι απαγωγείς ίσως απο κάποιο καρτοτηλέφωνο που θα βρισκόταν στο διάβα τους.
《Παρακαλώ ..》πρόφερα με συστολή ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς την μεριά της αστυνόμου που με παρακολουθούσε διακριτικά.
《Μαρίνα μου παιδί μου τι κακό μας βρήκε πάλι !》ακούστηκε η γνώριμη σπασμένη απ την αγωνία φωνή της μητέρας μου διαλύοντας μονομιάς τις ελπίδες μου σαν δυνατός βοριάς .
Ξεφύσιξα φοβισμένη καθότι η μητέρα μου ουδέποτε έχανε την ψυχραιμία της μονάχα σε πολύ σοβαρές περιστάσεις πανικοβάλονταν .
《Μαμά τι συνέβει ηρέμησε και μίλησε μου καθαρά..》ψέλλισα μέ ένα φρικτό προαίσθημα να πλακώνει την καρδιά μου αφού η υγεία του πατέρα μου τελευταία είχε κλονιστεί.
《Κορίτσι μου γιατί δεν μας είπες τίποτα ; Ο πατέρας σου μόλις είδε την ανακοίνωση που εξέδωσε η ιντερπόλ στο ίντερνετ για την Κριστίνα ..ποιός πήρε το παιδί ;》ρωτούσε αγχωμένη με τον Νίκολας να φωνάζει απο μέσα. 《Μαρίνα μου ετοιμάζουμε αμέσως βαλίτσες και ερχόμαστε κοντά σου ξέρω οτι θα αρνηθείς αλλα δεν γίνεται να το περάσεις κι αυτό μονάχη σου !》
《Όχι ! Πες του όχι μαμά σας παρακαλώ περνάω ήδη τόσα πολλά μην μου δημιουργείται περαιτέρω προβλήματα..!》
《Για πρώτη φορά μετά απο τόσα χρόνια θα παρακούσω την έκκληση σου μας έχεις ανάγκη είσαι ολομόναχη στην Ελλάδα γλυκιά μου..αυτό το παιδί σε κρατούσε στην ζωή..!》
《Δεν είμαι πλέον μόνη μαμά μην τολμήσετε να πατήσετε εδώ θα τα καταλάβει όλα ο Κρίστιαν και έπειτα κινδυνεύουμε όλοι σας παρακαλώ σκεφτείτε τον Έκτορα την Άρτεμις..!》πάσχισα να τους μεταπείσω με υπομονή που σταδιακά εξαντλούνταν καθώς η αυπνία σε συνδυασμό με την αγωνία που με κατέτρωγε ροκάνιζαν τις άμυνες μου .
《Καλά κορίτσι μου έχεις δίκιο για τα παιδιά κάνουμε υπομονή ..ο Κρίστιαν είπες ; Άκουσα καλά μα εμείς δεν μιλάμε πια μαζί του πως θα το μάθει..;》
《Μαμά τι να σου εξηγώ τώρα ! Ήρθε στην Ελλάδα σήμερα τον συνάντησα τυχαία στο αστυνομικό τμήμα δεν ξέρω περισσότερα..!》
Σιωπή απλώθηκε στην γραμμή προτού ένα επιφώνημα έκπληξης την διασαλέυσει .《Έμαθε για το παιδί γι αυτό ήρθε στην Ελλάδα να σου ζητήσει τα ρέστα ;》
《Μιράντα ποτέ σου δεν θα αλλάξεις ; Την αγαπάει ακόμη γι αυτό έψαξε να την βρεί τώρα θα τον μάθεις τον γαμπρό μας..! Βρείτε τα Μαρίνα μου καιρός είναι άφησε τους ανόητους εκβιασμούς στην άκρη..!》σχολίασε ενθουσιασμένος ο Νίκολας δίχως να φαντάζεται πόσο μακριά θα έφθαναν οι απαγωγείς.
《Δυστυχώς μπαμπά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα..το ξέρετε..κι εσείς..!》πρόφερα πικραμένη βρίσκοντας καταφύγιο εξαρχής στην στοργή των γονιών μου .
《Πάψε Νίκολας μην κάνεις πως δεν ξέρεις θα μας δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα ετούτος μην του αποκαλύψεις ποιά είσαι ! Το επίθετο του βιολογικού σου πατέρα σε καλύπτει..》με συμβούλευσε πανικόβλητη η μητέρα μου η οποία αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο που γιγαντώνονταν ολοένα με την παρουσία του.
Ξεφύσιξα αγχωμένη σκεπτόμενη για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου την γλυκιά φατσούλα της κορούλας μου που πλήρωνε εξαιτίας της απροσεξίας μου το τίμημα.
《Μητέρα είμαι στο τμήμα πρέπει να κλείσω μόλις βρώ μια άκρη θα σας τηλεφωνήσω εως τότε κάντε λίγο υπομονή κι ξεχάστε τις παράτολμες ιδέες..》πρόφερα νευρικά τερματίζοντας το τηλεφώνημα γοργά .
《Όλα καλά Μαρίνα ; Με συγχωρείς που επεμβαίνω αλλα μήπως η απρόσμενη απαγωγή του παιδιού σου συνδέεται με την επιστροφή του μυστηριώδη συζύγου σου ..;》ρώτησε άξαφνα η Αντιγόνη τραβώντας σαν μαγνήτης την προσοχή μου.
Στράφηκα αργά προς το μέρος της παρατηρώντας την αγέρωχη κορμοστασιά της όση ώρα εκείνη μελετούσε κάποια σημαντικά προφανώς για την ζωή μου έγγραφα.
《Πως ξέρεις..;》τράυλισα δειλά κι ας φάνηκα ανόητη που ρώτουσα μια αστυνομικό τα αυτονόητα.
Με κοίταξε κατάματα χαμογελώντας ευγενικά σαν να γνώριζε όλοκληρη την ιστορία που κουβαλούσα στις πλάτες χρόνια τώρα.
《Μια καλή αστυνομικός γλυκιά μου διερευνά σε βάθος τις υποθέσεις της ειδικά όταν έχουν σχέση με παιδιά. Κρατώ στα χέρια μου αυτή την στιγμή τα έγγραφα που πιστοποιούν τον γάμο σου με τον Κρίστιαν Μπάλτον στο Μανχάταν επίσης γνωρίζω πως το αληθινό επίθετο σου είναι Άστον και πως μετέπειτα το άλλαξες σε Αδαμίδου..》πρόφερε αυστηρά παρατηρώντας με εξεταστικά με ένα ψίγμα καχυποψίας στην όψη της.
Κάθισα ευθύς στην πολυθρόνα φοβισμένη καθώς τα οχυρά που έχτιζα για χρόνια γύρω απο τους δικούς μου ανθρώπους ξάφνου φάνταζαν με πύργους στην άμμο που αργά η γρήγορα θα παρέσυρε το κύμα .
《Σε παρακαλώ μην του αποκαλύψεις ποιά είμαι..υπάρχει λόγος..》ψέλλισα τρομοκρατημένη πλέκοντας νευρικά τα ιδρωμένα δάκτυλα μου.
《Τι συμβαίνει Μαρίνα ; Για ποιό λόγο κρύβεσαι ; Μα το κυριότερο ποιοί σας κυνηγούν;》ρωτούσε ακατάπαυστα χιλιάδες ερωτήσεις που στο θολωμένο μυαλό μου φάνταζαν επίθεση με πολυβόλα.
Η ψυχραιμία μου κρεμόταν απο ένα τόσο δά σχοινάκι που τα λόγια της ροκάνιζαν αναγκάζοντας με να προβώ σε αποκαλύψεις που θα οδηγούσαν στον θάνατο ίσως και όλους μας.
《Δεν είμαστε πουθενά μπλεγμένοι απλώς χωρίσαμε άσχημα πριν χρόνια και έκτοτε θέλω να ξεχάσω..δεν ξέρω τι γυρέυει στην Ελλάδα..!》σχολίασα επιστρατεύοντας ολόκληρο το υποκριτικό μου ταλέντο για να την πείσω.
Έσκυψε προς το μέρος μου τοποθετώντας τα δύο της χέρια επάνω στην επιφάνεια του ξύλινου γραφείου αποφασισμένη να ξεσκεπάσει την υπόθεση θεωρώντας προφανώς κι εμάς ως υπόπτους.
《Μαρίνα ξέρεις πως μπορώ να μάθω την αλήθεια γι αυτό μην δοκιμάζεις την υπομονή μου ..! Το μυαλό μου έχει αρχίσει να πλάθει διόλου κολακευτικά σενάρια για σας τους δύο..》
《Δεν το πιστεύω οτι μας υποπτέυεσαι για όνομα του θεού ! Δεν θα έκανα ποτέ κακό στην κόρη μου !》ξέσπασα τοποθετώντας άτσαλα την τσάντα μου στον ώμο έτοιμη να αποχωρήσω.
《Κάθισε κάτω ειδάλλως θα αναγκαστώ να ανακατέψω εισαγγελέα ανηλίκων στην υπόθεση ! Σε παρακαλώ συνεργάσου μαζί μου μπορείς να με εμπιστευτείς ! Πες μου η κόρη σου κινδυνέυει απο τον ίδιο τον πατέρα της..;》με ρώτησε για πολοστή φορά έχοντας χάσει την υπομονή της.
《Όχι βέβαια δεν υφίσταται τέτοιο σενάριο ..!》
《Γιατί το παιδί δεν πήρε το επίθετο του τότε ; Τι κρύβεις Μαρίνα μίλα μου επιτέλους..!》
《Άφησε με πια ! Δεν είμαι εγκληματίας για να ανέχομαι αυτού του είδους την μεταχέιριση ! Ούτε επιτρέπω να σκαλίζουν την προσωπική μου ζωή με τόσο άκομψο τρόπο αφού τίποτα απο οσα υποψιάζεσαι δεν ισχύει. Η κόρη μου απήχθει απο αγνώστους και αυτό χωνεψέ το !》φώναξα κατάμουτρα αδιαφορώντας για τα γαλόνια που κοσμούσαν τους ώμους της.
Έπειτα άνοιξα την πόρτα θυμωμένη και έτρεξα να κρυφτώ προτού η χιονοστιβάδα που πλησίαζε γοργά με καταπλακώσει ολοσχερώς.
Προσπέρασα βιαστικά τον Κρίστιαν που περίμενε καθισμένος σε μια γωνιά αναμένοντας υπομονετικά να ολοκληρωθεί η ταυτοποίηση των στοιχείων του.
Δίχως να του ρίξω ούτε βλέμμα έτρεξα προς την έξοδο αναζητώντας απεγνωσμένα ένα ταξί προτού περιέλθουμε σε άβολες συζητήσεις μεταξύ μας ξανά.
Διέκρινα για καλή μου τύχη ένα σταματημένο απέναντι απο το αστυνομικό τμήμα και δίχως δέυτερη σκέψη όρμησα στο εσωτερικό του ξαφνιάζοντας ακόμη και τον οδηγό.
Σε ολόκληρη την διαδρομή έως το γραφικό άδειο διαμέρισμα μου στο Θησείο αναλογιζόμουν πως θα αντιδρούσαν οι απαγωγείς απέναντι στην εμπλοκή της αστυνομίας στην υπόθεση όσο και την ξαφνική εμφάνιση του.
Άραγε θα δοκίμαζαν να βλάψουν το παιδί ; η με κάποιο τρόπο θα με εκβίαζαν εως ότου καταφέρουν να με εξουθενώσουν ψυχικά.
Έκλεισα σφικτά τα μάτια καθώς η νύστα με κατέβαλε σταδιακά και μια γλυκιά ζάλη άρχισε να με παρασύρει στην δίνη της αργά αδιαφορώντας για το μέρος όπου βρισκόμουν.
Μπροστά μου διέκρινα μονάχα το πρόσωπο του Κρίστιαν όσο και των τριών παιδιών μας περπατούσαμε πιασμένοι χέρι χέρι σε μια ερημική καταπράσινη παραλία.
Χαμογελούσαμε τρισευτυχισμένοι ο ένας στον άλλο παίζοντας με τα λευκά κύματα που έσκαγαν ορμητικά στους βράχους ολόγυρα ενώ χιλιάδες γλάροι έκραζαν χαρούμενοι στον καθάριο κυανό ουρανό.
Με κοίταζε με προσδοκία στα μάτια που φεγγοβολούσαν ξανά πληρότητα και ευτυχία όπως στις αρχές όσο και τα δικά μου.
Το χέρι του χάιδευε τρυφερά τα καστανά όπως άλλοτε μαλλιά μου προκαλώντας ανατριχίλα σε κάθε πόρο του σώματος που ανήκε μονάχα σε εκείνον.
《Σε αγαπάω Μαρίνα τόσο πολύ σήμερα όσο και χθές και μιαν ολόκληρη αιωνιότητα θα στο φωνάζω !》ψιθύριζε τρυφερά στο αυτί μου προτού μας διακόψει η αυθόρμητη ενθουσιασμένη Κριστίνα που ορμούσε με φόρα στην αγκαλιά του πατέρα της γελώντας.
《Μπαμπάκα έλα να σου δείξω του νέους φίλους μου..》ζητούσε επίμονα τραβώντας τον απο το χέρι ναζιάρικα μοιάζοντας πολύ στην αδερφή της.
Έσκυψε κοντά της με σκοπό για να την σηκώσει στα χέρια του μια κίνηση που λάτρευαν και οι δύο πασχίζοντας να αναπληρώσουν κενά ετών και απουσίας .
《Να τολμήσω να σου φέρω αντίρρηση νεράιδα μου..;》ρωτούσε παιχνιδιάρικα κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι του σε εμένα με μια υπόσχεση να πλανιέται στο καταπράσινο λειβάδι των ματιών του.
《Δεν μπορείς ανόητε μπαμπά να αρνηθείς να εκτελέσεις την εντολή μιας νεράιδας διότι αν θυμώσει θα σε μεταμορφώσει σε βάτραχο με το μαγικό ραβδί της όπως στο παραμύθι..》σχολίασε με ύφος αυστηρό η μικρή προκαλώντας μας νευρικό γέλιο.
《Ωχ..όχι τρόμαξα πολύ τωρα καλύτερα να σε ακολουθήσω ώστε να γλιτώσω την φρικτή μου τιμωρία..》
《Ακριβώς μπαμπά έλα..πάμε να σου δείξω τα καβουράκια που μάζεψα στο κουβαδάκι μου..》φώναζε τρέχοντας ξέγνοιαστη μαζί του στην λευκή ζεστή άμμο.
Η Άρτεμις φορώντας ένα υπέροχο λευκό μακρύ καλοκαιρινό φουστάνι με τα ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν αγέρωχα στον θαλασσινό άνεμο περπατούσε χαμογελαστή στην ακροθαλασσιά κοιτάζοντας ενθουσιασμένη προς το μέρος μου .
《Είμαστε ξανά οικογένεια..!》μου φώναζε με την γαλήνη ζωγραφισμένη στο όμορφο πρόσωπο της αφήνοντας πίσω την συννεφιά.
《Είμαστε αχώριστοι πλέον γλυκιά μου !》της απαντούσε ο Κριστιάν κι ας ήταν απασχολημένος αφότου η νεράιδα του είχε ζητήσει να της χτίσει ένα παλάτι για να την φιλοξενήσει.
Καθισμένος στην άμμο πλάι της έπλαθε διάφορα σχήματα με άμμο παρατηρώνταςβστα κρυφά πλημμυρίζομτας περηφάνεια το πλάσματακι που είχε πλάι του σαν να ρουφούσε κάθε λεπτό που βρισκόταν στο πλευρό της σαν να ήταν τελευταίο.
Η έλευση της στην ζωή του σηματοδοτούσε την επανέναρξη της ιστορίας μας που είχε μείνει μισή και συνάμα την ολοκλήρωση του κύκλου μιας αγάπης οπου διαπέρασε σαν βέλος τις καρδιές μας παντοτινά.
Καθώς απολάμβανα την ηλιοθεραπεία μου κάτω απο τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο της Ελλάδας που τόσο αγαπούσα διέκρινα κάτω απο τα μάυρα γυαλιά μου τον γιό μου να πλησιάζει.
Ήταν πανύψηλος πλέον με σκούρα καστανά μαλλιά και λίγα γένια να κοσμούν το πηγούνι και τα μάγουλα του ενώ το σώμα του είχε αρχίσει να φαρδαίνει σαν αποτέλεσμα της ατελείωτης γυμναστικής .
Έβγαλα το κίτρινο ψάθινο καπέλο μου χαμογελώντας τρυφερά για να τον καλωσορίσω κοντά μου καθότι παρέμενε διστακτικός απέναντι μου.
《Έλα αγάπη μου κάθισε ..》τον προέτρεψα τρυφερά διαβάζοντας αμέσως στο πρόσωπο του την θλίψη που τον κατέτρωγε ενδόμυχα χωρίς να την μοιράζεται με κανέναν.
《Μαμά.. ήθελα να σου επισημάνω κάτι μην προσποιείσαι πως δεν συνέβει τίποτα απολύτως ! Μπορεί βέβαια να είμαι χαρούμενος που βρίσκεσαι ξανά εδώ όμως είναι ανάγκη να ξέρεις πως ποτέ δεν θα σου συγχωρήσω όσο πόνο βιώσαμε εξαιτίας σου !》σχολίασε τρυπώντας σαν αδράχτι την παροδική ευτυχία μου όπου σαν μπαλόνι γεμάτο αέρα έσκασε με κρότο .
Η ανάσα μου σταδιακά κοβόταν η καρδιά ξάφνου κάλπαζε προς το άγνωστο αντί να πάλλεται ρυθμικά στα βάθυ του στέρνου μου ενώ κρύος ιδρώτας έλουζε σταδιακά το μέτωπο μου .
《Ξύπνα ανόητη επιτέλους..!》άκουγα μια άγρια αντρική φωνή να με προστάζει δίχως να διακρίνω απο που προερχόταν.
Ξάφνου η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που με περιέβαλε άρχισε σαν πίνακας ζωγραφικής βαμμένος με νερομπογιές να ξεθωριάζει.
Τα δυνατά γέλια του Κρίστιαν και της μικρής Κριστίνα σώπασαν , οι γλάροι δεν έκραζαν πια σταμάτησαν να πετούν , η άμμος κρύωσε , ο ήλιος έσβησε και η θάλασσα φούσκωσε παρασύροντας σαν άψυχο το κορμί μου μακριά τους.
Τινάχτηκα τρομαγμένη απο άλλο ένα παράξενο όνειρο απο εκείνα που δεν έλεγαν να πάψουν να με βασανίζουν εδώ και μέρες .
Κοίταξα γύρω μου έκπληκτη διαπιστώνοντας με τρόμο πως είχα αποκοιμηθεί στο ταξί μα το χειρότερο απ όλα ήταν πως διέκρινα δειλά δύο πελώριους άνδρες να με έχουν περικυκλώσει.
Οι μνήμες ξύπνησαν εσωτερικά προκαλώντας πανικό στην ψυχή μου που ακόμη νοσούσε απο την βία που έζησα σε εκείνη την βάναυση αποθήκη που με κρατούσαν αιχμάλωτη.
Κοίταξα ολόγυρα ξαφνιασμένη πασχίζοντας να αναγνωρίσω το σημείο μα ουδέποτε το είχα επισκεφτεί στην ζωή μου.
Έμοιαζε με αχανή αλάνα το πεδίο γύρω μου με έναν μικρό χωματόδρομο εμπρός μας που έκοβε στην μέση την άσφαλτο.
Στο πλάι υπήρχαν διάφορα μισογκρεμισμένα εγκαταλειμμένα εργοστάσια με τα σπασμένα παράθυρα τους να κρέμονται απο τα παλιά ξύλινα κουφώματα ζωγραφισμένα απο πάνω μεχρι κάτω με γκράφιτι στα αδειανά κουφάρια τους.
Ανασήκωσα τον κορμό μου καταπίνοντας αργά πασχίζοντας να κερδίσω χρόνο ώστε να καταφέρω με κάποιο τρόπο να αποδράσω .
Άκουγα πνικτούς ήχους απο το πίσω μέρος του αυτοκινήτου δίχως να είμαι σε θέση να προσδιορίσω την ακριβή προέλευση τους μα με μια πρόχειρη ματιά στο άδειο κάθισμα του οδηγού η ανάσα κόπηκε.
《Τι..τι θέλετε...;》ψιθύρισα με φωνή απαλή σαν χάδι .
《Καλώς την ωραία κοιμωμένη ! Τι έγινε κουκλίτσα ονειρευόσουν το πριγκιπόπουλο τον Μπάλτον ; Πρέπει να συγκινήθηκες πολύ που τον ξαναείδες στο τμήμα έπειτα απο τόσα χρόνια έ..;》σχολίασε αγριωπά ο ψηλότερος απο τους τρείς γελώντας εις βάρος μου μαζί τους.
《Που είναι η κόρη μου ..;》
Ακούμπησε με τα βρωμερά του χέρια την άκρη απο το πηγούνι μου απολαμβάνοντας στο έπακρο την αγωνία που μου προκαλούσε.
《Ηρέμησε ομορφούλα αμα συνεργαστείς θα την πάρεις πίσω σύντομα..》ψιθύρισε κατηφορίζοντας προς το ανοιχτό ντεκολτέ του μάυρου φορέματος μου με αναίδεια.
《Πάρε τώρα τα βρωμερά σου χέρια απο πάνω μου προτού σου τα κόψω..!》προειδοποίησα γενναία χωρίς να φοβάμαι κι ας γνώριζα που μπορούσαν να φθάσουν απο πρώτο χέρι.
Το αναιδές χάδι μετατράπηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου σε δυνατό ράπισμα στο μάγουλο μου που μου προκάλεσε αφόρητη ζάλη υπενθυμίζοντας με τον χειρότερο τρόπο με τι είδους κτήνοι συνδιαλεγόμουν.
《Την επόμενη φορά αντί για χαστούκι θα νιώσεις στο λαιμουδάκι σου αφόρητο πόνο καθώς θα σε χαρακώνω με το σουγιά μου κατάλαβες μαλακισμένη ..;》γρύλισε επιθετικά επιδεικνύοντας μου περιχαρής τον μυτερό μάυρο σουγιά που κουβαλούσε στην κάλτσα του.
Ένευσα καταφατικά δίχως να μιλήσω αφού ο πόνος απο το χτύπημα κατέκλυζε κάθε σημείο του κρανίου μου ενώ απ την μύτη μου έσταζαν ήδη οι πρώτες κόκκινες κηλίδες.
《Θέλω το παιδί..αυτό μονάχα..μην με βασανίζεται άλλο έχω πράξει όπως ζητήσατε ..》ψέλλισα κλαίγοντας απελπισμένη ευχόμενη τα δάκρυα μου να καθάριζαν την μολυσμένη τους καρδιά απ την αμαρτία.
《Έλα ρε συ ξεκόλλα μην αργείς και πλακώσουν οι μπάτσοι πες της ότι έχουμε συμφωνήσει..》σχολίασε απηυδισμένος ο συνεργάτης του απομακρύνοντας τον απο εμένα προτού με χτυπήσει για δέυτερη φορά.
《Άσε ρε συ να την βασανίσω λίγο αμέσως στο ψητό να μπούμε αφού υπάρχει χρόνος..》
《Σας παρακαλώ πείτε μου είναι καλά ; Πως αντιδρά κλαίει φωνάζει μήπως το κοριτσάκι μου μιλήστε να σας πάρει..!》φώναξα αγανακτισμένη σφίγγοντας οσο δυνατότερα μπορούσα τις γροθιές μου προτού πράξω ασυλλόγιστα .
Ο αγροίκος πλησίασε ξανά κολλώντας την κοφτερή λεπίδα στο τρυφερό δέρμα του λαιμού μου πιέζοντας με δύναμη προς τα μέσα με σκοπό να πραγματοποιήσει την απειλή του.
《Τι κάνεις ρε συ θα την σκοτώσεις..》φώναζε ο συνεργάτης του έντρομος τραβώντας μετα βίας το βαρύ σώμα του για ακόμη μια φορά μακριά μου .
Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα κατέληξε στο έδαφος χτυπημένος με τα χείλη και την μύτη του να στάζουν αίμα καθώς ο αγριάνθρωπος που είχα εμπρός μου είχε ξεχάσει τους φραγμούς.
Βρήκα τον χρόνο όσο πάλευαν να αποβιβαστώ απο το όχημα αναζητώντας σε ένα απο τα ερείπια ίχνη της κόρης μου φωνάζοντας απελπισμένη το όνομα της.
《Κριστίνα μωρό μου..είσαι εδώ..;》μα η φωνή επέστρεφε στα αυτιά μου σαν αντίλαλος επιβεβαιώνοντας με τον χείριστο τρόπο πως ήμουν ολομόναχη και απελπισμένη.
《Τώρα θα δείς βρώμα τι θα πάθεις θα πεθάνεις !》φώναζε ο άνδρας ξοπίσω μου καλύπτοντας με δύο δρασκελιές την απόσταση που μας χώριζε όσο εγώ ανέβαινα τρέχοντας τα μισοκατεδαφισμένα σκαλοπάτια .
Αναζητούσα μια γωνιά για να κρυφτώ μα όλα γύρω φάνταζαν διάτρητα παράθυρα πόρτες όλα ήταν γκρεμισμένα με λιγοστά ερείπια να κοσμούν το τσιμεντένιο δάπεδο.
Κρύος αέρας φυσούσε με μανία το πρόσωπο μου που ακόμη πονούσε απ το σφοδρό πλήγμα που είχε υποστεί μα φάνταζε δευτερέυον καθώς αφουγκραζόμουν τα βαριά του βήματα στο τσιμέντο σαν απόηχους θανάτου.
Παρά τον ανεξέλεγκτο πανικό μου παρατήρησα ένα μικρό άνοιγμα στο δάπεδο σκεπασμένο απο ένα βαρύ σιδερένιο κάλυμμα και κοιτάζοντας βιαστικά προς τα πίσω διέκρινα με τρόμο την σκιά του να διαγράφεται πεντακάθαρα στον μισογκρεμισμένο τοίχο απέναντι .
Δίχως δέυτερη σκέψη ξέχασα κάθε δισταγμό και βάλθηκα με όλη μου την δύναμη να σηκώσω το βαρύ σιδερένιο καπάκι αναζητώντας απεγνωσμένα μια κρυψώνα απο τα νύχια του θανάτου που γραντζόυνιζαν σταδιακά το σώμα μου.
《Που είσαι ηλίθια ; Νομίζεις θα κρυφτείς σε ένα ερείπιο σαν ετούτο ; Τόσο ανόητη είσαι πια ; Αν σε πίασω στα χέρια μου ορκίζομαι θα σε σκοτώσω..!》φώναζε με όλο του το μένος πετώντας δεξιά κι αριστερά μπάζα και πέτρες .
Έπειτα απο αρκετή προσπάθεια κατόρθωσα να σηκώσω ελαφρά το καπάκι ξεσκεπάζοντας μια μικρή ξεχασμένη καταπακτή με μια σκονισμένη τσιμεντένια σκάλα να οδηγεί προς τον κάτω όροφο σαν κρυψώνα.
Έσυρα το κορμί μου αθόρυβα προς το στενό πέρασμα της τραβώντας εκ νέου το καπάκι να με καλύψει αφήνοντας μια λεπτή σχισμή μονάχα με σκοπό να τον παρακολουθώ.
Ανέβηκε έξαλλος στον τελευταίο όροφο του παλαιού εργοστασίου χτενίζοντας σπιθαμή προς σπιθαμή κάθε γωνιά αναζητώντας μανιωδώς ακόμη και στο δάπεδο πατημασιές απο τις μπότες μου.
Κάλυψα την μύτη μου λαχανιασμένη πασχίζοντας να αναπνέυσω ρυθμικά προτού με ανακαλύψει όσο εκείνος περπατούσε βαριά πέρα δώθε ψάχνοντας θυμωμένος ακόμη και κάτω απο χαλασμένα μηχανήματα.
Το σώμα μου έτρεμε σύγκορμο και συνάμα πονούσε φρικτά καθώς το σημείο οπου κρυβόμουν παραήταν στενό όμως υπέμενα σιωπηρά .
Ξάφνου τα βήματα σταμάτησαν μπροστά απο το σημείο οπου βρισκόμουν διακρίνοντας ολοκάθαρα τις μάυρες λασπωμένες μπότες του λίγα μέτρα απο το πρόσωπο μου.
Έκλεισα τα μάτια ψελλίζοντας αθόρυβα μια προσευχή γνωρίζοντας πως με είχε ανακαλύψει και αργά η γρήγορα θα μαρτυρούσα στα χέρια του.
Κοίταξα γύρω τρομαγμένη κάτω απο τα πόδια μου στα σκοτεινά μισογκρεμισμένα σκαλοπάτια αποφασίζοντας βιαστικά και με μεγάλο ρίσκο να τρέξω προς το βάθος της καταπακτής .
Πάτησα δειλά στο πρώτο σκαλοπάτι νιώθοντας την γή να καταρρέει και ένα λευκό σύννεφο σκόνης να με τυλίγει στην αγκάλη του καθώς κατέληγα στο κράσπεδο του επόμενο πιο στέρεου σκαλοπατιού.
Το σώμα μου πονούσε παντού μα το χειρότερο απο όλα η πτώση μου δεν πέρασε απαρατήρητη κι έπειτα απο τον εκκωφαντικό ήχο της με είχε ανακαλύψει με απίστευτη ευκολία αφού η γκάφα που σκαρφίστηκα κατέληξε στο κενό.
Μέτρησα έως το τρία με μάτια κλειστά εως ότου το σκοτάδι που με κύκλωνε προστατευτικά καλυφθεί με άπλετο φώς που θα με έθετε ως βορά ξανά στα χέρια του καθώς το καπάκι της καταπακτής θα άνοιγε αποκαλύπτοντας την πρόχειρη κρυψώνα μου .
《Α..ώστε λούφαξες σαν ποντίκι στην σκοτεινή σου φάκα έτσι ; 》σχόλιασε με την βαριά αγριωπή φωνή του ο αγριάνθρωπος που με κυνηγούσε καθώς σήκωνε με φόρα το καπάκι γελώντας κοροϊδευτικά.
Με άρπαξε απο τα μαλλιά σέρνοντας το σώμα μου προς τα επάνω ξεριζώνοντας ολόκληρες τούφες που έπεφταν στο έδαφος ολόγυρα μου.
《Πονάω άφησε με επιτέλους τι θέλεις απο εμένα..;》κραύγασα αγανακτισμένη έχοντας ξεπεράσει πλέον τα όρια της λογικής μου.
Το σώμα μου φάνταζε διαλυμένο ολοσχερώς δεν υπήρχε σημείο που να μην πονάω όσο για τους μύες μου είχαν πετρώσει αρνούμενοι να παράξουν κίνηση.
Άφησε απότομα τα μαλλιά μου αφότου με ξέβρασε σαν ψάρι έξω απ το νερό στο βρώμικο τσιμεντένιο δάπεδο τυλίγοντας εκ νέου τα χέρια του γύρω απο το λαιμό μου σφικτά σαν πλοκάμια.
《Δεν έχω όλη την ημέρα διαθέσιμη να σε κυνηγάω ηλίθια ! Αλλα μάλλον αυτά τα παιχνιδάκια αρέσουν στον Μπάλτον έτσι ;》
《Να μην σε ενδιαφέρει τι αρέσει στον Κρίστιαν και τι όχι σταμάτα να ασχολείσαι μαζί του ! Έκανα οτι ακριβώς μου είχατε ζητήσει μας διαλύσατε κατάντησα εχθρός και ξένη για τα παιδιά μου τι άλλο θέλετε πια ;》ξέσπασα βαστώντας μετα βίας το παράπονο που βούλιαζε την ψυχή μου προτού ξεχειλίσει απ τις κόγχες των ματιών.
《Σκάσε επιτέλους ! Δεν παίζεις σε σαπουνόπερα κοπέλα μου η ζωή είναι σκληρή και τα μελό δεν με συγκινούν στο ελάχιστο .! Στο δια τάυτα λοιπόν με κούρασες έχουμε την κόρη σου τι προτίθεσαι να πράξεις για να την λάβεις πίσω ζωντανή..;》
《Τα πάντα !》αποκρίθηκα με σιγουριά ζητώντας απεγνωσμένα να μπεί ένα τέλος σε αυτή την ιστορία που τόσο με βασάνιζε .
《Έτσι σε θέλω τώρα μιλάς σωστά και συνετά..! Λοιπόν δεν ξέρω πως θα το καταφέρεις αλλα θέλω το πτώμα του Μπάλτον κάτω απο την μπότα μου και σύντομα..!》πρόφερε αδίστακτα γελώντας σατανικά καθώς μου επεδείκνυε για ακόμη μια φορά τα λασπωμένα του παπούτσια.
Παρα τον πόνο που αισθανόμουν σηκώθηκα ευθύς απο το έδαφος σοκαρισμένη βαστώντας το στόμα μου προτού κραυγάσω απο φρίκη.
《Τι πράγμα ; Αφήστε τον ήσυχο για τον θεό αποκλείεται να κάνω κακό στον μοναδικό άνθρωπο που αγαπάω είναι ο πατέρας των παιδιών μου ! Εμπρός σκοτώστε εμένα για πολοστή φορά σας το ζητάω !》 Ούρλιαξα σαν τρελή προτάσσοντας τα στήθια μου ασπίδα μπροστά απο τους αγαπημένους μου .
《Άκουσες τι σου είπαμε ; Εσύ μας είσαι άχρηστη σου το έχω ξαναπεί ! Αρα διαλέγεις εσύ ποιόν θα θυσιάσεις προτιμάς τον Κρίστιαν που ήδη πηδιέται με άλλη και σε έχει ξεχάσει η την αθώα δεκάχρονη κορούλα σου..;》με εκβίασε για πολοστή φορά θέτοντας στην ψυχή μου ένα δίλημμα που θα τίναζε ολόκληρη την ζωή μου στον αέρα.
《Αφού με βάζεις να διαλέξω κάθαρμα θα σου βροντοφωνάξω για τελευταία φορά πως δεν θέλω να πειράξεις ούτε τρίχα απο τα μαλλιά τους !》κράυγασα υστερικά έχοντας ξεπεράσει ακόμη και τα σύνορα της τρέλας εαν αυτά πράγματι υφίστανται.
《Πολλά λες μια είναι η ουσία ! Θέλουμε να σκοτώσεις τον Μπάλτον κι προτού το πράξεις να φροντίσεις ολόκληρη η περιουσία του να ανήκει σε εσένα την οποία μετέπειτα θα μεταβιβάσεις σε εμάς..!》
《Τι λέτε μωρέ έχετε χάσει τα λογικά σας ; Τον Κρίστιαν τον αγαπάω σαν τρελή δεν θα του έκανα ποτέ κακό ! Οπότε διαλέξτε η θα μου δώσετε το παιδί μου με το καλό είτε με το άγριο διότι αργά η γρήγορα η σκοτεινή οργάνωση σας θα ανακαλυφθεί απο την αστυνομία..!》
Ξέσπασε σε δυνατά γέλια βαστώντας το στομάχι του διασκεδάζοντας κυριολεκτικά με τον πόνο που προκαλούσε χωρίς έλεος.
《Χα..όσο γι αυτό να είσαι σίγουρη ! Μπρός φύγε απο εδώ γύναιο διάλεξε μόνο γρήγορα τον τρόπο που θα τον καθαρίσεις γιατί δεν έχουμε όλο το χρόνο δικό μας ! Τι θα έλεγες να του τινάξεις τα μυαλά στον αέρα ; Η μήπως με χιλιάδες μαχαιρίες στην σάρκα του ξεσπάσεις και τα απωθημένα σου καλύτερο ακούγεται.. !》πρόφερε κοροϊδευτικά σπρώχνοντας το διαλυμένο σώμα μου βίαια για να προχωρήσω.
Μες την παραζάλη μου βρήκα το κουράγιο να υψώσω αργά τα μάτια μου προς το βλεδυρό πρόσωπο του αντικρίζοντας κατάματα έναν απεχθή εγκληματία.
《Μισό λεπτό ..αν ..δεν..το πράξω τι συνέπειες θα έχει στην Κριστίνα μου..;》τράυλισα σοκαρισμένη αναμένοντας μια ισοπεδωτική απάντηση.
Γύρισε το κεφάλι του αργά κοιτώντας με απαξιωτικά απο πάνω εως κάτω έτοιμος να φτύσει τις αδυσώπητες λέξεις του προς το πρόσωπο μου δίχως ενοχή έστω λιγοστή ανθρωπιά.
《Θα υποφέρει πολύ πριν πεθάνει..!》αποκρίθηκε τρέχοντας ευθύς στα σκαλοπάτια ικανοποιημένος αφότου είχε εκτελέσει με επιτυχία την φονική αποστολή του.
Έπεσα με τα γόνατα στο σκληρό έδαφος καλύπτοντας τα αυτιά μου με τις δύο μου παλάμες θέλοντας να σβήσω όσες λέξεις εισήλθαν απ τις λεπτές μεμβράνες τους βάζοντας φωτιά στα περισσεύματα λογικής που μου είχαν απομείνει για να επιβιώσω.
《Θεέ μου θα τρελαθώ πραγματικά αυτή την φορά..πως θα γλιτώσω το σπλάχνο μου απο τα αιματοβαμμένα χέρια τους χωρίς να χρειαστεί η θυσία του ανθρώπου που αγαπάω περισσότερο στον κόσμο ;》προσευχήθηκα ψιθυριστά σκουπίζοντας τα παγερά σαν κρύσταλλα δάκρυα που έσταζαν ασταμάτητα στα μάγουλα μου.
Αφουγκράστηκα δυνατά ποδοβολητά στην σκάλα απ όπου είχε αποχωρήσει προ ολίγου ο σιχαμένος εκβιαστής μου προετοιμάζοντας ενδόμυχα την καρδιά μου για μια ακόμη επίθεση.
Στήλωσα αργά τα πόδια μου στο έδαφος θέλοντας να τον αντιμετωπίσω κατα πρόσωπο επιτέλους χωρίς τον φόβο που ροκάνιζε τις άμυνες μου προηγουμένως.
Κάθε κύτταρο μου ετοιμαζόταν να αντικρούσει μια πιθανή επίθεση καθώς και οι μύες του σώματος μου είχαν σφικτεί όμοιοι με βράχους μα αντί για τον αδίσταχτο εγκληματία μπροστά μου αντίκρισα με ανακούφιση τον ταξιτζή έντρομο να τρέχει προς το μέρος μου.
《Κοπέλα μου έλα μαζί μου πάμε να φύγουμε απο εδώ αμέσως φοβήθηκα πως σε είχαν σκοτώσει..》 φώναζε λαχανιασμένος τραβώντας ελαφρά το χέρι μου .
Τον ακολούθησα σιωπηλή βυθισμένη σε σκέψεις ζοφερές και πένθιμες με εικόνες καταστροφής και θανάτου να τις διακοσμούν.
Με βοήθησε να καθίσω στο κάθισμα σχεδόν μηχανικά αφού δεν ανταποκρινόμουν πλέον στα ερεθίσματα τα μάτια είχαν τυφλωθεί , τα αυτιά μου είχαν βουλώσει όσο για τα χείλη μου είχαν σφραγιστεί αιώνια.
《Μίλησε μου σε παρακαλώ που χρειάζεσαι να σε πάω στην αρχική διεύθυνση που μου έδωσες η μήπως σε κάποιο νοσοκομείο..;》με ρωτούσε ξανά και ξανά υπομονετικά κι με απίστευτο ενδιαφέρον ο εξίσου χτυπημένος άσχημα άνδρας.
《Σε..μια παραλία..στο Σούνιο εκεί να με αφήσεις..》ψέλλισα επιθυμώντας όσο τίποτα στον κόσμο να βαδίσω ξανά στα χνάρια της αγαπημένης μας παραλίας πλάθοντας με το νού την αόρατη παρουσία του πλάι μου.
《Φαντάζομαι σε ποιά παραλία αναφέρεσαι πήγαινα εκεί με την γυναίκα μου κάποτε..》σχόλιασε με πικρία ακουμπώντας στο τιμόνι σαν να πονούσε πολύ.
《Μην στεναχωριέσαι σε καταλαβαίνω κι εγώ με τον Κρίστιαν τον σύζυγο μου εκεί λάτρευα να πηγαίνω μας ηρεμούσε εκείνο το μέρος..κάποτε σε ένα παρελθόν ξεχασμένο..》πρόφερα φέρνωντας στο νού εικόνες απο εμάς πιασμένους χέρι χέρι τα καλοκαίρια που επισκεπτόμασταν την Ελλάδα για διακοπές.
Πολλές φορές ξεκλέβαμε λίγο χρόνο αφήνοντας τα παιδιά στην Πολυξένη και τον Πάυλο και πηγαίναμε σε εκείνο το ειδυλλιακό σημείο που μας αναζωογονούσε.
Οι παφλασμοί των κυμάτων σε συνδυασμό με τον απόηχο που δημιουργούσαν καθώς έσκαγαν στα βράχια δημιουργούσαν μια σαγηνευτική μελωδία που διαδέχονταν τους παλμούς των καρδιών μας που πάλλονταν αντάμα.
Περνούσαμε ώρες καθισμένοι στην καυτή λευκή της άμμο αγκαλιασμένοι με τα δάκτυλα μας πλεγμένα σφικτά ατενίζοντας το ηλιοβασίλεμα ονειροπωλόντας .
Το ταξί σταμάτησε πλάι στην ακροθαλασσιά δίχως να δεχτεί το γενναίο χρηματικό ποσό που του προσέφερα σαν ένα σιωπηρό ευχαριστώ για το ενδιαφέρον που υπέδειξε .
Έπειτα βύθισα τα πέλματα μου στην άμμο ατενίζοντας τον συννεφιασμένο ουρανό που δεν είχε σταματήσει να δροσίζει το διψασμένο χώμα και συνάμα να αναταράσει την ησυχία της θεάς θάλασσας .
Τοποθέτησα τα χέρια μου γύρω απ το κορμί μου προστατευτικά δίνοντας κουράγιο η ίδια στον εαυτό μου αφού δεν υπήρχε κανένας άλλος πρόθυμος τριγύρω να το πράξει.
Ξάπλωσα στην βρεγμένη άμμο έκλεισα σφικτά τα μάτια πλάθοντας με την δύναμη της φαντασίας την παρουσία του στο πλευρό μου .
Μύριζα την αρρενωπή κολώνια του ξανά αισθανόμουν το κορμί του να εφάπτεται στο δικό μου και τα δάκτυλα του να πλέκονται με τα δικά μου όπως άλλοτε.
Να πάρει η αίσθηση φάνταζε τόσο αληθινή που μπορούσα να ψιλαφίσω την απαλή υφή του φρεσκοπλυμένου δέρματος του να διαπερνά σαν πούπουλο τα δάκτυλα μου.
《Είσαι εδώ κι αυτό μου φτάνει έστω και στην φαντασία μου...》 ψέλλισα μονολογώντας πικραμένη με τον φόβο να φωλιάζει εκ νέου στην καρδιά αφού το δίλημμα που μου τέθηκε φάνταζε ανυπέρβλητο .
"Πως θα μπορούσα να σώσω το παιδί μου χωρίς να θυσιάσω την αγάπης της ζωής μου ; Με τι καρδιά θα πατούσα ποτέ την σκανδάλη με τα δύο του μάτια θεατές ; Οχι σε καμιά περίπτωση και μόνο στην σκέψη το στομάχι μου ανακατέυοταν !"
《Δεν είμαι αποκύημα της φαντασίας σου Μαρίνα είμαι πράγματι εδώ..》άκουσα ολοκάθαρα ανάμεσα στους διάχυτους παφλασμούς των κυμάτων που έσκαγαν με φόρα στους βράχους ολόγυρα .
Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα αντικρίζοντας την φιγούρα του ολοζώντανη απο πάνω μου με εκείνα τα καταπράσινα μάτια του να φωσφορίζουν στο σκοτάδι καθώς τα είχε καρφώσει επάνω μου.
《Εσύ ..τι κάνεις εδώ ; Με παρακολουθείς ;》τραύλισα ξαφνιασμένη ορθώνοντας με τα βίας τον κορμό που πονούσε αφόρητα .
Οπως έκανε πάντοτε διάβασε τον
μορφασμό πόνου στο πρόσωπο μου κι ευθύς γονάτισε μπροστά μου ανήσυχος. 《Πονάς κάπου ..; Για να σε δώ ..κοριτσι μου για το θεό ποιός σε χτύπησε ;》αναφώνησε εκνευρισμένος σφίγγοντας τις γροθιές του με δύναμη αφου δεν μπορούσε να τις προσγειώσει στο πρόσωπο του θύτη.
《Μην..ανησυχείς είμαι καλά είχα χθες ενα τροχαίο ατύχημα κι εξού και τα χτυπήματα ..》
《Τροχαίο ; Τι σου συμβαίνει πραγματικά..και μην προσπαθήσεις να με πείσεις μάταια πως είσαι άλλη ! Δεν θα βρίσκοσουν εδώ σε τούτη την ερημική παραλία που λατρέυαμε να περπατάμε μαζί ! Φτάνει το θέατρο !》μου φώναξε περνώντας με δύναμη τα χέρια του ανάμεσα στα πυκνά μαλλιά του δείχνοντας μου πόσο πολύ πονούσε.
《Έχεις ακουστά τις συμπτώσεις..; Ακριβώς αυτό συμβαίνει ανάμεσα μας ετούτη την ώρα ! Σου εξήγησα πως δεν είμαι η γυναίκα που αναζητάς..》
《Είσαι ..και το ξέρεις καλά ..δεν γίνεται να ξέχασες όσα περάσαμε μαζί τις νύχτες που ξαγρυπνούσαμε εξερευνώντας ο ένας το κορμί του άλλου τα φιλιά μου που έκαιγαν ..τα δάκρυα Μαρίνα για το θεό κοντέυω να τα χάσω !》
Ακούμπησα το πρόσωπο του στοργικά αφήνοντας στην άκρη για λίγο τις σκέψεις που με βασάνιζαν 《Σε καταλάβαινω ..όμως πίστεψε με είναι απλώς μια ομοιότητα και τίποτε παραπάνω..》ψέλλισα καθώς με έκλεινε με φόρα στην ζεστή αγκάλη του.
《Ακόμη κι αν είσαι ξένη άφησε με δύο λεπτά να νιώσω την ψευδαίσθηση πως την κρατώ ανάμεσα στα χέρια μου όπως παλιά με τον απόηχο των κυμάτων για μουσική μας ..》ψιθύρισε συγκινημένος προκαλώντας ρίγος στην σάρκα μου που πανηγύριζε για το άγγιγμα του.
Αφέθηκα στην ζεστασιά του ξεχνώντας τα πάντα σφίγγοντας το κορμί του ανάμεσα στα χέρια μου χωρίς να φοβαμαι πια μήπως ξεσκεπάσει την άσβεστη αγάπη που έτρεφα για εκείνον.
Τα σώματα μας άρχισαν να λικνίζονται αρμονικά στον ρυθμό του ανέμου και της θάλασσας ενώ παράλληλα η βροχή που δυνάμωνε φάνταζε το πιάνο στην μελωδία της αγάπης μας.
《Την αγαπάς ακόμη όσο κι αν το αρνήσε ..》ψιθύρισα με την ελπίδα να γεννιέται αργά στα σωθικά μου σαν μικρόσκοπικός ανθός απο λουλούδι.
《Όχι πάει καιρός απο τότε που έχω να την δώ..απλά κάθε τόσο με πιάνει αυτή η ακατανίκητη ανάγκη να χωθώ στην τρυφερή αγκαλιά της ..μονάχα εκείνη με παρηγορούσε..》ψέλλισε αργόσυρτα στο αυτί μου θανατώνοντας επι τόπου όσα πάλευα να νιώσω.
Τον απομάκρυνα κοιτώντας τον βαθειά μέσα στα μάτια πασχίζοντας να διακρίνω πίσω απο την πυκνή ομίχλη αν πράγματι εννούσε όσα είχε ξεστομίσει και δεν τα έλεγε ασυνάρτητα απλά για να με πικάρει.
《Λένε πως αν μια φορά δώσεις κάπου την καρδιά σου δεν δύνασαι να την χαρίσεις πουθενά αλλού ! Ανήκει πάντοτινα στον ένα και μοναδικό κάτοχο !》σχολίασα αναφερόμενη στον εαυτό μου καθώς όσο κι αν προσπάθησα αυτά τα αδυσώπητα χρόνια απουσίας να τον ξεχάσω η καρδιά αμπάρωνε γερά τις κερκόπορτες γέμιζε επι τόπου τα κενά απαγορεύοντας μου ρητώς να το πράξω.
《Έτσι πίστευα κάποτε τότε που η αγάπη βασίλευε στην ψυχή μου όταν την είχα δίπλα μου και ζούσαμε το όνειρο. Όμως μεγάλωσα πλέον και αναθεώρησα ! Όταν μια καρδιά στην κομματιάζουν χωρίς αιτία κρατάς πάντοτε ένα μικρό ενθύμιο του μεγαλείου της που μετέπειτα το προσφέρεις σε πιο καρπερό έδαφος...》με αντέκρουσε για ακόμη μια φορά υπενθυμίζοντας πόσο δραματικά τον άλλαξε η φυγή μου.
Έσκυψα το κεφάλι βαδίζοντας στην ακροθαλασσιά σκεπτική επιθυμώντας μερικά λεπτά απομόνωσης και περισυλλογής να μαζέψω τα κομμάτια μου.
Πάνω στην ώρα άλλο ένα επίμονο τηλεφώνημα αναστάτωσε την ευαίσθητη λογική μου θέτοντας σε θέση άμυνας για ακόμη μια φορά το σώμα μου που αμέσως σφίκτηκε απο αδημονία και φόβο.
Έτρεξα προς την παρατημένη στην άμμο τσάντα μου έντρομη παρατηρώντας παράλληλα με την άκρη του ματιού μου κι την δική του αντίδραση .
Καλούσαν ξανά χωρίς αριθμό μα το ένστικτο μου αυτή την φορά ούρλιαζε να προσέξω διότι δεν καλούσαν για καλό το προσαισθανόμουν.
《Ναι..》ψέλλισα φοβισμένη τρέμοντας για την φωνή που θα αφουγκραζόμουν στην άλλη άκρη της γραμμής.
《Μαμάκα που είσαι ; Έλα πάρε με απο εδώ με κρατάνε κάτι κακοί άνθρωποι φυλακισμένη..》με ικέτευε με σπασμένη φωνή η κόρη μου.
《Κριστίνα ..κοριτσάκι μου χίλια συγνώμη μωρό μου θα σε βρώ στο ορκίζομαι ..κι στο τέλος της υδρόγειου να κρύβονται αυτοί που σε κρατούν θα τους ανακαλύψω ! Μονάχα σε παρακαλώ να είσαι δυνατή..!》φώναζα με θέρμη γονατίζοντας στην άμμο νικημένη απο το βάρος της ψυχής που κουβαλούσα.
《Μαρίνα είσαι καλά ; Θέλεις να σε πάω στο νοσοκομείο..;》τινάχτηκε ευθύς σαν ελατήριο καλύπτοντας με γοργές δρασκελιές την απόσταση που μας χώριζε προσπαθώντας να με βοηθήσει να σηκωθώ.
《Ποιός είναι ο άνδρας που σου μιλά μαμά ήρθε ο μπαμπάς μήπως ;》ρώτησε ενθουσιασμένη παρά τα όσα βίωνε στα χέρια των αδίστακτων κακοποιών η γλυκιά μου.
《Ναι καρδιά μου..είναι κι εκείνος εδώ περιμένει να επιστρέψεις σώα και αβλαβής κοντά μας..για να σε γνωρίσει..》της αποκάλυψα δειλά επιθυμώντας μονάχα να την ενδυναμώσω με όποιο τρόπο μπορούσα.
Την άκουσα ολοκάθαρα να γελά κι η καρδιά μου σκίρτησε απο αγαλλίαση που τουλάχιστον δεν την βασάνιζαν όπως εγώ φανταζόμουν.
《 Μανούλα θέλω να του μιλήσω..》
《Όχι τώρα καρδιά μου θα τα πείτε απο κοντά..》
《Λίγο μανούλα..》με ικέτευσε πεισματικά καθιστώντας αδύνατο να της αρνηθώ μια ευκαιρία να ακούσει τον βιολογικό της πατέρα έστω κι απο ένα άψυχο τηλέφωνο.
《Σε παρακαλώ μίλησε για μερικά δευτερόλεπτα στην κόρη μου της είπα πως ο πατέρας της περιμένει να γυρίσει για να της δώσω κουράγιο..》ζήτησα ψιθυριστά απο τον σαστισμένο σύζυγο μου που για πρώτη φορά τα είχε παντελώς χαμένα.
Δίχως να μίλησει σαν απο ένστικτο άρπαξε το κινητό απο τα χέρια μου πατώντας το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης .
《Γλυκιά μου..είμαι εδώ κρατήσου δυνατή θα σε βρούμε θα δείς κανένας δεν θα σε πειράξει..》πρόφερε τρυφερά όπως θα μιλούσε και στην Άρτεμις αν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση με ένα ελαφρύ γρέζι στην φωνή του σαν κόμπος που του έφραζε το λαιμό.
Ένα δάκρυ έσταξε στα βρεγμένα απ την βροχή μάγουλα μου αφού για χρόνια ονειρευόμουν την στιγμή που ο Κρίστιαν θα συναντούσε το κρυφό παιδί μας ένα ακόμη δώρο της αγάπης μας.
《Μπαμπά ! Το ήξερα πως ήσουν ζωντανός ποτέ δεν πέθανες ήμουν βέβαιη ! Έλα να με πάρεις απο εδώ μπαμπάκα..》ικέτευσε κι τον ίδιο με την γλυκιά φωνούλα της που λύγιζε την καρδιά ακόμη και του πιο απάνθρωπου.
《Έλα μικρό τέρμα η κουβέντα δώσε μου το τηλέφωνο..!》
《Όχι μιλάω με τον μπαμπά ..》
《Δώστο ηλίθιο κατασκέυασμα ..!》
《Μην μιλάς έτσι στο παιδί ρε αγροίκε γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα στο ορκίζομαι ..!》αναφώνησε μέσα απ τα σφιγμένα δόντια του ο Κρίστιαν έξαλλος .
《Μην τους εξαγριώνεις σε παρακαλώ μπορεί να την βλάψουν..》
《Δώσε μας την μάνα της..!》πρόσταζε αυστηρά ο απαγωγέας ενώ στο βάθος η Κριστίνα έκλαιγε ζητώντας να μιλήσει λίγο ακόμη μαζί του.
Χωρίς δέυτερη σκέψη τοποθέτησα εκ νέου την παγωμένη συσκευή στο αυτί μου πασχίζοντας να ημερέψω τις χύμαιρες που κατασπάραζαν τα σωθικά μου.
《Μην την πειράξετε σας παρακαλώ..》
《Στο χέρι σου είναι ! Μπροστά σου τον έχεις σε ερημική παραλία τι περιμένεις για να τον καθαρίσεις ; Στο είπα και πριν διάλεξε τον τρόπο !》
《Μαμά..!》
《Κριστίνα..》ψέλλισα κλείνοντας το τηλέφωνο κοιτάζοντας τον άνδρα που λάτρευα απέναντι μου όπως ένας κυνηγός το θήραμα για πρώτη φορά.
《Κρίστιαν θα θυσίαζες ποτέ τον εαυτό σου για κάποιον που αγαπάς..;》...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro