Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Τριάντα Οκτώ - Οριστικό Αντίο ;

Μαζί με την επιστροφή της στο σπίτι του επανήλθαν κι οι εφιάλτες που κατά καιρούς την τρομοκρατούσαν διαταράσοντας τα όνειρα της .

Έτρεχε ανάμεσα σε λάσπες με βροχή να μαστιγώνει το πρόσωπο της σε ένα μέρος που η πυκνή σαν πάχνη ομίχλη κάλυπτε κάθε ορατότητα .

Έκλαιγε απελπισμένη αναζητούσε το μωρό της που δεν φαίνονταν πουθενά αστραπές φώτιζαν κάθε τόσο τον συννεφιασμένο κοκκινωπό ουρανό .

Δεν έβλεπε τίποτα παρα μόνον αφουγκραζόταν από κάπου μακριά μια φωνή κάποιος καλούσε σε βοήθεια .
«Ποιός είναι εκεί ; » ρωτούσε να μάθει αγωνιώντας δίχως να παίρνει απάντηση .

Λίγα βήματα πιο πέρα το τοπίο καθάρισε επιτέλους κατάφερε να διακρίνει μια σκοτεινή ανδρική φιγούρα πισω απ τις σκιές να κρατά κατι στα χέρια του .

Πλησίασε αγωνιώντας κι όμως απομακρυνόταν ολο κι πιο μακριά η μορφή του .

«Μην φεύγεις περίμενε ποιός είσαι !»φώναζε λαχανιασμένη ξάφνου ο άγνωστος άνδρας που φορούσε μια μαύρη κάπα με κουκούλα σαν τον θάνατο .

Στάθηκε στην άκρη ενός απόκρυμνου γκρεμού ενω σοκαρισμένη συνειδητοποίησε πως δεν διέθετε πρόσωπο.

Ένα μάυρο σαν έβενος πέπλο σκέπαζε το στρογγυλό κρανίο του παράξενου πλάσματος που μήτε μάτια είχε μήτε χείλη.

Ενα κλάμα μωρού έσπασε την τρομερή σίγη καθώς ο άνδρας πήρε ξάφνου την μορφή του Κρίστιαν την ώρα που βουτούσε στο κενό μαζί με την κόρη τους .

Σκοτώθηκαν κι οι δύο ακαριαία αίμα έσταζε από τα χέρια της ποτάμι που απειλούσε να την πνίξει .

Ακολούθησε κι εκείνη απελπισμένη το τραγικό φινάλε πέφτωντας σαν οπτασία από το βράχο .

Ξύπνησε χωρίς ανάσα ίδρωμενη εως το κόκκαλο τρέμοντας σύγκορμη ενω παράλληλα κρύωνε άνεπνεε βαριά καθώς επανερχόταν σταδιακά στην πραγματικότητα .

Αστραπιαία σηκώθηκε όρθια βηματίζοντας νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο δίχως να καταφέρει να εξηγήσει με την λογική τον απαίσιο εφιάλτη που την τρόμαξε απίστευτα πολύ .

Ενα προαίσθημα έσφιγγε το στήθος της σαν μέγκενη αναμφίβολα κάτι κακό προμηνύονταν για τους τρείς τους αν και δεν πίστευε σε προλήψεις και ιδίως στα όνειρα.

Πλησίασε το σωματάκι της αθόρυβα ακουμπώντας με τα χείλη το μέτωπο της ευτυχώς έπειτα απο την βραδυνή αντιβίωση παρέμεινε απύρετη διαπίστωσε ανακουφισμένη.

Αφήνοντας την πριγκίπισσα της να κοιμάται ανακτώντας δυνάμεις αποφάσισε να κάνει ενα γρήγορο ντούς έτοιμη να ξεκινήσει την ημέρα της .

Μπήκε βιαστικά κάτω από το τρεχούμενο χλιαρό νερο με σκοπό να συνέλθει μα οσο κι αν πάσχιζε να ξεχαστεί το μυαλό της ολοένα εκει γυρνούσε .

Μα την σήμερον ημέρα ποιος πίστευε ακόμη στα όνειρα ; Χιλιάδες άνθρωποι ανα τακτά διαστήματα βλέπουν καθημερινά τόσα κι τόσα γιατί ντε κι καλά το δικό της έπρεπε να επαληθευτεί ; αναρωτιόταν σκεπτική λούζοντας τα πλούσια μαλλία της .

Μα η ρημάδα η διαίσθηση γιατί επέμενε να την προειδοποιεί για κάτι ;
Θα τρελαινόταν στο τέλος αν δεν έβαζε ένα φρένο στις ζοφερές τις σκέψεις κατέληξε.

Έπελεξε βιαστικά το κρουαζέ μπλέ φόρεμα που θα φορούσε στέγνωσε με επιμέλεια τα μεταξένια μαλλιά και βάφτηκε ελαφρά.

Πάνω στην ώρα καλημέρισε την κόρη της η οποία μόλις είχε ανοίξει τα καταπράσινα αγγελικά της ματάκια κοιτάζοντας την.

《Καλημέρα καρδούλα μου γλυκιά έλα εδω για να δω εγω ενα πανέμορφο κοριτσάκι..!》 Πρόφερε χαρούμενη σηκώνοντας το σωματάκι στα χέρια της που ολοένα και βάραινε.

Κάθισε στην λευκή πολυθρόνα απέναντι της με σκοπό να την θηλάσει παρατηρώντας τις καθημερινές αλλαγές στην μορφή της .

Έφερε στο νου τα λόγια μιας μητέρας ενος απο τους μαθητές της στο νησί που την είχε συμβουλεύσει να χαίρεται την κάθε μέρα με το πλασματάκι διότι μεταλλάσσονται ταχύτατα.

Πόσο δίκιο είχε τελικά στα λεγόμενα της διαπίστωσε πλέον που βίωνε την μια αλλαγή πίσω απ την άλλη.

Μαζί με τις όμορφες αναμνήσεις επανήλθε και η γνώριμη νοσταλγία για τον τόπο που φιλοξένησε καημούς και αναστεναγμούς χαρές της μα και λύπες.

Άραγε θα γυρίσω σύντομα στο νησί; Αναρωτήθηκε σκεπτόμενη τους μαθητές της έναν έναν νιώθοντας ένοχη που διέκοψε το νήμα της μάθησης απότομα .

Μα εμπρός στην δύναμη της οικογένειας καμία άλλη δεν αντιπαρατίθεται οσο σημαντική κι είναι.

《Ελπίζω τουλάχιστον η αναπληρώτρια διδάσκαλος που σας έφερα να σας διδάξει οσα εγώ δεν πρόλαβα..》ψέλλισε ατενίζοντας τον γαλανό ωκεανό με νοσταλγία .

Αφου βεβαιώθηκε πως το μωρό είναι απύρετο κατέβηκε στην τραπεζαρία δίχως να την ενδιαφέρει εάν θα τον συναντούσε να παίρνει το πρωινό του .

Λίγες άλλωστε ώρες απέμειναν εως ότου να φύγει οριστικά από εκεί μέσα άντεχε έναν ακόμη διαπληκτισμό .

Προς ανακούφιση μονάχα η γιαγιά της έπινε το χυμό της ξέγνοιαστη καθισμένη πλέον σαν μέλος της οικογένειας στην τραπεζαρία όπως άλλωστε της άρμοζε .

Εισέβαλλε με θάρρος στην αίθουσα χαμογελαστή με την μικρούλα αγκαλιά «Τι ομορφιές είναι αυτές μητέρα κι κόρη !»σχολίασε καμαρώνοντας απ τα βαθύ της καρδιάς μα συνάμα έκπληκτη που η εγγονή της βγήκε άξαφνα απο την κρυψώνα της να γευματίσει όπως παλιά .

«Ενώ η γιαγιά μας δεν πάει πίσω στο νάζι και την καλοσύνη της καλημέρα θα βγω κι σήμερα για λίγο.
Ήθελα να σου αφήσω το αγγελούδι μου..» ζήτησε αφήνοντας ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο της .

Κι έπειτα κάθισε αφου πρώτα τοποθέτησε την μικρούλα στο ειδικό καρεκλάκι παρατηρώντας με θαυμασμό πως τα είχε φροντίσει όλα το σωστό όφειλε να το αναγνωρίσει .

«Λοιπόν είσαι τελικά αποφασισμένη να φύγουμε από αυτό το σπίτι ; » ρώτησε αν κι γνώριζε ήδη την απάντηση το είχαν συζητήσει άλλωστε κι στην πρόσφατη βόλτα τους .

Μα η ίδια ακόμη ήλπιζε σε εκείνον πως ίσως με τις κινήσεις που θα έκανε της άλλαζε εν τέλει γνώμη .

Σερβιρίστηκε φρέσκο γάλα αντί για καφέ πίνοντας μια γουλιά σκεπτική .
«Ευελπιστώ από σήμερα να αποκτήσουμε δικό μας σπίτι !» απάντησε λακωνικά προσποιούμενη πως δεν την νοιάζει .

«Μακάρι κόρη μου όλα να έρθουν όπως τα ονειρεύεσαι..» σχολίασε με εμφανή την απογοήτευση στο ύφος και τον τόνο της φωνής της.

Ακόμη βλέπεις πίστευε σαν τρελή πως κάτι θα άλλαζε ως δια μαγείας πως κάπου μια νεράιδα θα κουνούσε το ραβδάκι της κι ω του θαύματος θα ζούσαν ευτυχισμένοι οι τρείς τους σαν οικογένεια κι όχι διάσπαρτα .

Μα βλέπεις τέτοιου είδους μαγικές μεταστροφές της ιστορίας συμβαίνουν μονάχα στα παραμύθια και ουδέποτε στην πραγματικότητα.

«Γιαγιά μου σταμάτα σε παρακαλώ να έχεις αυτό το ύφος όλα θα πάνε καλά από δω κι στο εξής !» την διαβεβαίωσε μα πιο πολύ τον εαυτό της που κλυδωνιζόταν ακόμη στις αμφιβολίες.

«Καλημέρα !» ακούστηκε πίσω τους η βαριά βροντερή φωνή του που αντήχησε κατα μήκος της αίθουσας .

Έστρεψε αργά το πρόσωπο της σαν μαγεμένη προς το μέρος του κι έμεινε για λίγο να τον παρατηρεί .

Φορούσε ενα γαλάζιο πουκάμισο που του πήγαινε απίστευτα σε συνδυασμό ένα λευκό υφασμάτινο παντελόνι και στα άκρα του υποδήματα χρώματος μπλέ σκούρο .

Άν κι πρώτη φορά παρέμενε αξύριστος φάνταζε απίστευτα ακαταμάχητος και με αυτό το στύλ παραδέχτηκε ενδόμυχα .

Η κολώνια του έφτασε ευχάριστα στα ρουθούνια της κάτι μεταξύ σανδαλόξυλου κι μέντας που σαγηνεύε τις πέντε αισθήσεις.

Μα προτού παρασυρθεί απο την αρρενωπότητα και την ακαταμάχητη γοητεία του υπενθύμισε προειδοποιητικά στον εαυτό της να κρατηθεί μακριά .

Φίλησε πρωτίστως την κορούλα του λίγο προτού πάρει την θέση του δίπλα της με απίστευτη άνεση λες κι το έπραττε καθημερινά .

Σαν τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν προς στιγμήν της έκλεισε το μάτι χαμογελαστός δίχως να μιλήσει.

Μα εκείνη σαν πρωτάρα κοίταξε απότομα αλλού αμήχανη ενώ συνέχισε να τρώει το πρωινό σχεδόν με το ζόρι αφου το στομάχι δέθηκε κόμπος μπρός στην παρουσία του .

«Λοιπον Κρίστιαν δεν θα ταΐσεις την κόρη σου όπως κάθε μέρα ; » ρώτησε παιχνιδιάρικα η Αφροδίτη ρίχνοντας ένα βλέμμα ολο νόημα στην εγγονή της .

«Μα φυσικά θα την φροντίσω ! Ξέρεις άλλωστε απο πρώτο χέρι πόσο το απολαμβάνω !» απάντησε με ενθουσιασμό προσφέροντας το μπιμπερό στην ήσυχη μπέμπα του .

Ξάφνου το ολο σκηνικό θύμιζε ευτυχισμένη οικογένεια πράγμα που δυστυχώς χάριν περιστάσεων δεν θα κατάφερναν ποτέ να γίνουν αναλογίστικε παριστάνοντας την άνετη .

Η μικρή στα χέρια του αφήνονταν χαλάρωνε με πρωτόγνωρο τρόπο τα χεράκια της τυλίγονταν γύρω απο τα δάκτυλα του με ευλάβεια .

Όσο δε για τα μάτια της δεν έλεγε να τα πάρει απ τα δικά του σαν μαγνητισμένη παρατηρούσε τον μπαμπά της σαν ήρωα βγαλμένο απο παραμύθι όφειλε να παραδεχτεί.

Η πηγαία τρυφερότητα μεταξύ τους ήταν έκδηλη απο την πρώτη κιόλας στιγμή που την κράτησε στα χέρια του διαπίστωσε πασχίζοντας να κρύψει την συγκίνηση.

Αφου τελείωσε βιαστικά το ελαφρύ πρωινό της σκούπισε ανάλαφρα τα χείλη της με το λευκό μαντήλι κι σηκώθηκε φουριόζα .

Σύντομα αντελήφθη πως την περιεργαζόταν με μια απροσδιόριστη έκφραση σαν να διάβαζε τις σκέψεις της .

«Εμένα με συγχωρείτε αλλα πρέπει να φύγω !» ανακοίνωσε αποφεύγοντας να τον κοιτάζει καθώς ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα κυριολεκτικά επάνω της ενώ προχωρούσε με χάρη προς την έξοδο .

«Έτοιμο το διαμέρισμα..; » ρώτησε αυστηρά αναγκάζοντας την να στραφεί ξαφνιασμένη προς το μέρος του .

«Σχεδόν !» αντέτεινε κοφτά τρέχοντας να ξεφύγει απ τα συναισθήματα που την κατέκλυσαν κι όφειλε να καταπνίξει.

Δεν την ακολούθησε αυτήν την φορά άλλωστε δεν είχε νόημα πια μοναχά ήπιε μια γουλιά από τον σκέτο δυνατό καφέ του σκυθρωπός.

Κοιτάζοντας παράλληλα την Αφροδίτη απέναντι του μουδιασμένη να περιμενει κάποια κίνηση από μέρους του .
«Ειν ελεύθερη να ζήσει όπως επιθυμεί εγω δεν θα αποτελέσω πλέον εμπόδιο !» μουρμούρισε καθώς αποχωρούσε σκυφτός .

Σήκωσε στα χέρια την μικρή αποφασισμένος να απολαύσει τουλάχιστον την παρουσία της κοντά του για οσο διέμεναν εκει .

Έκλεισε τα μάτια της πικραμένη με την στάση τους αφου με το μωρό πίστευε ειλικρινά πως θα ανατρέπονταν όλα ο θεός άλλωστε τους έστελνε ένα μήνυμα που κι οι δύο αγνοούσαν άς γινόταν τελικώς το θέλημα του κατέληξε στεναχωρημένη .

《Μπορούσατε να προσπαθήσετε γιε μου..》ψιθύρισε αντικρίζοντας ολοκάθαρα την απογοήτευση κι πλήθος άλλων συναισθημάτων να καθρεφτίζεται στην όψη του .

《Ας μην πιέζουμε καταστάσεις Αφροδίτη μου..άλλωστε την βλέπεις είναι εξαρχής φευγάτη..》

《Προλαβαίνεις να το σώσεις αυτή την φορά πληγωμένη και φοβισμένη είναι με την αγάπη σου μπορείς να τα ανατρέψεις όλα !》μίλησε με σιγουριά αφήνοντας τον έκπληκτο να την περιεργάζεται.

《Αγάπη ; Κι ποιός μίλησε γι αυτήν ;》αποκρίθηκε αινιγματικά αποχωρώντας αστραπιαία συντροφιά με τον άγγελο του.

《Αχ.. κρίμα κρίμα..ο εγωισμός σας κατέστρεψε τα πάντα..!》κατέληξε πετώντας στα σκουπίδια το υπόλοιπο φαγητό της μιας και έχασε την όρεξη.

«Θα το νοικιάσω !»ανακοίνωσε ενθουσιασμένη με το μικρό ευρύχωρο διαμερισματάκι στην άκρη της πόλης που μόλις την ξενάγησε ο μεσίτης.

Η θέα του κι μόνο άξιζε όλα τα χρήματα που κόστισε μια και ήταν ακριβώς όπως το επιθυμούσε.

Πρόσφατα ανακαινισμένο , επιπλωμένο με μοντέρνα άποψη με μεγάλη βεράντα με θέα που αλλού την αγαπημένη της θάλασσα.

Ο μεσίτης ετοίμασε δίχως να χάσει χρόνο τα έγγραφα οπου υπέγραψε χωρίς περιττούς ενδοιασμούς .
«Αυτό θα γίνει το σπιτικό μου απο εδώ και στο εξής ! » μουρμούρισε ευχαριστημένη με την επιλογή της.

Για να συμπληρώσει λίγο αργότερα «Ποτε μπορώ να εγκατασταθώ ; » ρώτησε περίεργη τον ευγενικό νεαρό ιδιοκτήτη του .

«Εφόσον συμφωνήσαμε από σήμερα κιόλας βρίσκεται στην διάθεση σου ! » σχολίασε χαρωπός αφότου έδωσαν τα χέρια.

Πλήρωσε προκαταβολικά δυο ενοίκια μπροστά κι τελικώς υπέγραψαν τα συμβόλαια.

Έχοντας πλέον τελειώσει με τα γραφειοκρατικά διαδικαστικά. αναχώρησε για την έπαυλη με βαριά καρδιά αφου είχε χρέος να τον αποχαιρετήσει μια για πάντα .

Μονομιάς ολος ο αρχικός ενθουσιασμός της για το νέο σπίτι εξανεμίστηκε σαν δίαβηκε το κατώφλι του .

Περπάτησε θλιμμένη για λίγο στον κήπο πλάι στην πισίνα παίρνοντας κουράγιο ώστε τελικά να τον αντιμετωπίσει .

Πονούσε κι δεν το έκρυβε αφου ξαναζολυσε τον αποχωρισμό σαν πρώτα όταν ξεκινούσε πληγωμένη για το νησί .

Τοτε έφευγε μονάχη σήμερα πλέον με την οικογένεια της παρηγορήσε οσο κατάφερε τον εαυτό της .

Εισέβαλε στο εσωτερικό αποφασισμένη πλέον πως ο χρόνος για τον γάμο τους δεν γυρνούσε πίσω και πως χρωστούσε στην κόρη της να συνεχίσει.

Απέναντι της στο καθιστικό αντίκρισε την γιαγιά της να πλέκει χρειάστηκε μονάχα ενα βλέμμα για να αντιληφθεί το μοιραίο τέλος.

Το σιγοψυθίριζε άλλωστε απο ώρα το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα σιγοντάροντας παράλληλα τον άνεμο που το έψελνε σιγανά σαν μοιρολόι.

《Βρίσκεται στο οίκημα;》ρώτησε ξέπνοη νιώθοντας τα πόδια ξάφνου μα μην συγκρατούν τον τρεμάμενο κορμό της .

《Πάνω στο δωμάτιο με το μωρό ..》τράυλισε στεναχωρημένη οσο ποτέ άλλοτε με τις αποφάσεις και των δύο δειλών που δεν βούτηξαν στην αγάπη αντιθέτως την αγνόησαν.

Πλησίασε σταδιακά το δωμάτιο αγνοώντας τον ενοχλητικό κόμπο που της έφραζε το λαιμό κοίταξε απ την μισάνοιχτη πόρτα.

Έπαιζε με την μικρή καθισμένος στο κρεβάτι γελώντας σαν μικρό παιδί ξέγνοιαστος.

Έμοιαζε τόσο πλήρης κι ευτυχισμένος καθώς ψιθύριζε γλυκά λόγια στο μωρό κι εκείνη ανταποκρινόταν ολο νάζι .

Μα σαν την αντικρίσε να κοντοστέκεται στην πόρτα το χαμόγελο έσβησε μονομιάς απο το πρόσωπο του ενώ το βλοσσυρό διερευνητικό του βλέμμα την κατακεραύνωσε προτού καν αρθρώσει λέξη.

Κάθισε δίπλα τους διστακτική χαϊδεύοντας στιγμιαία το κεφαλάκι της
«Σε ακούω !» την παρότρυνε να ανοίξει τα χαρτιά της επιτέλους .

Έδειξε να γνωρίζει τι θα του ανακοίνωνε «Εισαι πολύ καλός πατέρας !» σχολίασε κερδίζοντας χρόνο χωρίς βέβαια να πιάσουν τόπο οι άσκοπες κολακείες της .

Στάθηκε μπροστά της σοβαρός και ανέκφραστος «Μπες στο θεμα ..» πρόσταξε παγερά .

«Φεύγω Κρίστιαν ..νοίκιασα ένα διαμέρισμα στο κέντρο οπου θα μπορείς να βλέπεις το μωρό οπότε επιθυμείς δεν θα σου την στέρησω ! » ο κύβος ερρίφθη αναλογίστικε φοβισμένη για την επερχόμενη αντίδραση του .

Προς στιγμήν την παρατηρούσε συνοφρυώμενος με τα χείλη του σφιγμένα σε μια ίσια γραμμή .
«Καλή σου τύχη λοιπόν !
Θα μιλήσουν οι δικηγόροι μας για τα περαιτέρω να ξέρεις πως θα έρχομαι καθημερινά να την επισκέπτομαι ! Φυσικά θα την πέρνω μαζί μου κάποιες ημέρες όπως ορίζει ο νόμος !» σχολίασε απόλυτα ήρεμος σαν να μιλούσε για επιχειρήσεις.

Τα μάτια της βούρκωσαν καθώς δεν άντεχε απο παιδί τους θλιββερούς αποχωρισμόυς .

Ώστε αυτό τελικά ήταν το τέλος λοιπόν σε ένα γάμο που καταδικάστηκε από την πρώτη του κιόλας μέρα να δυστυχίσει .

Δυο άνθρωποι αταίριαστοι που ενώθηκαν χωρίς ιδιαίτερο λόγο και όχι από αγνή αγαπη .

Οπως ήταν λογικό τελικώς δεν κατάφεραν να πορευτούν εως τον θάνατο μαζί ως όριζε η ευχή που τους διαβάστηκε κατα το μυστήριο.

Σηκωσε ανεπαίσθητα το χέρι της να χαϊδέψει το μάγουλο του μα γρήγορα μετάνιωσε αφήνοντας να πέσει στο πλάι νεκρωμένο άλλωστε δεν θα την άφηνε να τον ακουμπήσει .

Η αμηχανία της στιγμής ήταν έντονη τριγύρω καθώς η σιωπή αποκτούσε εναν απόκοσμο ήχο σαν δόνηση απο σεισμό.

Οι ανάσες στροβιλίζονταν σαν ροδοπέταλα στον αιθέρα ραίνοντας το τραγικό φινάλε ώστε να μην πονέσει τόσο οσο ήδη ένιωθαν.

Στο δωμάτιο που μοιράστηκαν στιγμές πάθους και ηδονής εδώ έμελε να πούνε κι το οδυνηρό αντίο . «Λυπάμαι ..προσπάθησα ..» ψέλλισε με φωνή που δεν έβγαινε λες κι έφταιγε εκείνη μόνον για όλα τα δεινά του γάμου τους .

Σκούπισε με την άκρη του δακτύλου του το δάκρυ της τρυφερά κρύβοντας κάτω απ το παγερό προσωπείο όσες λέξεις του έφραζαν το λαιμό δίχως να ξεστομίζει.

«Ισως όχι αρκετά..!»την κατηγόρησε ψιθυριστά κοιτάζοντας με θλίψη το μωρό ανάμεσα τους που θα παρέμενε ο αιώνιος δεσμός που δεν έμελε να καταλύσει κανένα διαζύγιο εις τον αιώνα.

Δεν αντεχε άλλο να βλεπει τον ερωτα της να κηδέυεται εμπρός της γι αυτό ακριβώς τον λόγο σήκωσε τρυφερά στην αγκαλιά της ότι πολυτιμότερο της είχε προσφέρει έτοιμη να αποχωρήσει .

Προτού όμως τον εγκαταλείψει στήλωσε το βλέμμα της στο πρόσωπο του .
«Αντίο καλή τύχη σε ότι κι να επιχειρησεις από εδώ κι μπρός !Θέλω να ξέρεις πως περασα ευτυχισμένες στιγμές στο πλάι σου κι αυτές θα κρατήσω από εσένα για να διηγούμαι στην κόρη μας .
Είμασταν καταδικασμένοι από την αρχή» πρόσθεσε σαν θλιββερό επίλογο μιας αγάπης έστω κι μονόπλευρης .

Παρέμεινε σιωπηλός με ένα γιατί να πλανιέται στα καταπράσινα μάτια του δίχως να εκφράζεται «Να ευτυχίσεις ! Δεν θα σε ξεχάσω είσαι άλλωστε η μητέρα του παιδιού μου.
Θα έρθουμε ξανα πρόσωπο με πρόσωπο στο μέλλον μονο πες μου κάτι τελευταίο είσαι σίγουρη για ότι κάνεις πως δεν νιώθεις πλέον τίποτα για εμένα.. για εμάς ; Βάζεις αυτό το τέλος απλά για να βρείς την λύτρωση που αναζητάς η επιζητάς εκδίκηση ; » ρώτησε βουρκωμένος καθώς ο πόνος στο βλέμμα του ήταν περα για πέρα αληθινός !

Πέρασε φευγαλέα από το μυαλό να μείνει να προσπαθήσει να συγχωρήσει τα αναρίθμητα λάθη του μα η μνησικακία δεν θα την άφηνε να γυρίσει εύκολα σελίδα θα ζούσε δέσμια της μια ζωή .

Δεν ήταν όμως μόνη σε τούτο τον κόσμο πλέον είχε κι ένα παιδί να σκεφτεί κάποτε θα θυσίαζε κι την ζωή της για εκείνον μα όχι πλέον !

Τα σφάλματα θα βάραιναν την ψυχή της ολοένα ώσπου θα τον μισούσε στο τέλος αν έμενε κοντά του το ίδιο έργο σε επανάληψη θα ζούσε !

«Δεν αποζητώ εκδίκηση ! Απλα δεν φτιάχτηκα για εσένα αυτό ειν ολο ! Εγω ήμουν που υπέμεινα εως τέλους όταν πίστευα πως θα άλλαζες .
Πως κάποτε θα κατάφερνα να ξεκλειδώσω την καρδιά σου θεώρησα πως θα γινόμουν ολη σου η ύπαρξη μονομιάς !
Διαψέυστικα με τον χειρότερο τρόπο για να επιβιώσω ξερίζωσα την καρδιά μου στο ορκίζομαι.. !»ψέλλισε σπαρακτικά σε μια τελευταία εξομολόγηση άλλωστε δεν του έκρυψε ποτέ πόσο πολύ τον αγάπησε .

Δάκρυα κύλησαν ελεύθερα στα μάγουλα του η εικόνα την συνέτριψε ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του και να σβήσει μονομιάς το παρελθόν .

Μα παρόλα αυτα έσφιξε την γροθιά της ενω προχωρούσε προς την έξοδο δίχως να κοιτάξει πίσω .
《Αντίο Κρίστιαν..》ψιθύρισε κλείνοντας οριστικά την πόρτα της αγάπης τους.

Η γιαγιά της είχε ετοιμες τις βαλίτσες αναμένοντας την στην εξώπορτα αφού η ίδια είχε φροντίσει από το ταξί κιόλας να της ζητήσει να ετοιμάσει το γρηγορότερο τα πράγματα .

Έκλαιγε κι εκείνη σαν την αντίκρισε να κατεβαίνει αργά με την μικρή με μια έκφραση κενή ..παντελώς άδεια.

«Πάμε !»πρόλαβε να συλλαβίσει προτόυ αλλάξει γνώμη και προστρέξει στο πλευρό του ορκιζόμενη πως δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ .

Λιγο προτού εξέλθει για ύστατη φορά απ την επιβλητική πύλη της έπαυλης έστρεψε το θλιμμένο βλέμμα της προς το μέρος του .

Στεκόταν στο μπαλκόνι με τα χέρια ακουμπησμένα στα σίδερα θλιμμένος την παρακολουθούσε να χάνεται για δεύτερη φορά χωρίς να τρέξει να την εμποδίσει !

Να της φωνάξει πως την αγαπά να πέσει στα γόνατα αν χρειαζόταν για να τον συγχωρέσει όπως ενας ερωτευμένος άνδρας πράττει .

Η αδιαφορία του αρκούσε ως πρόφαση για να καταφέρει εν τέλει να τον ξεχάσει ολοσχερώς σβήνοντας την ύπαρξη του απ τα κατάστιχα του μυαλού της.

Άφησε τα κλειδιά στο έδαφος επιδεικτικά έχοντας πάντοτε το βλέμμα καρφωμένο στο πρόσωπο του ελπίζοντας μεχρι κι την τελευταία στιγμή οτι θα τον ακουγε να της φωνάξει να μην τον εγκαταλείψει .

Όμως..αν αυτού τίποτα δεν ακουγόταν μονάχα ήχοι απο πουλιά που κι αυτά είχαν σιγήση μπρος στον εσωτερικό θρήνο της μια πνιχτή σιωπή συνόδευε το αντίο .

Νόμιζε πως θα πέθαινε αν παρέμενε για λίγο ακόμη απέναντι στο ψυχρό προσωπείο που λάτρεψε με πάθος και αποδείκτικε ενα λάθος .

«Δεν τελειώσαμε αγάπη μου...» ψέλλισε μέσα απ το δόντια του χωρίς να βρει το θάρρος να της φωνάξει να μην τον αφήσει .

Έμεινε σαν δειλός να την βλέπει να τον εγκαταλείπει δίχως να πράξει το παραμικρό .

Έκλαιγε μα ήταν αποφασισμένη να τον τιμωρήσει καθώς στο πρόσωπο της βρισκόταν χαραγμένο το κακό που της έκανε ο εχθρός της σχέσης τους .

Της έστειλε ένα αέρινο φιλί χρήζοντας αγγελιαφόρο τον άνεμο ευχόμενος καλή τύχη κι έπειτα μπήκε στο ταξί θλιμμένη με την Αφροδίτη και το μωρό κι χάθηκε .

Απέμεινε μόνος εφιαλτικά άδειος όπως είχε συνηθίσει από μικρός κάπως έτσι πριν χρόνια η μητέρα του τον αποχαιρετούσε όταν χώριζαν οι γονείς του .

Θεε μου η κόρη μου ζει το ίδιο αναλογίστικε θολωμένος μα ήταν επιλογή του όλα από την αρχή κι σαφώς ο γάμος παρωδία .

Κατέληξε θύμα στην ίδια του την πλεκτάνη εκείνη του ζητούσε μονο αγάπη χωρίς να τον διδάξει τι θα πει .

Μέχρι κι το προηγούμενο βράδυ όταν τα κορμιά καίγονταν κάτω απ την ίδια φλόγα επιζητούσε μια λέξη μόνον μα και πάλι δειλιάσε κι έτρεξε να κρυφτεί .

Αυτός ήταν ένας φρικτός απαθής άνδρας κι το μοναδικό τίμημα για τις πράξεις του μοναξιά θα το πλήρωνε εως οτου τελικώς ξεχνούσε μια για πάντα την ύπαρξη της !

Αφαίρεσε την βέρα από το δάκτυλο του σκεπτικός τελείωσε οριστικά αναλογιζόταν θολωμένος μεμφόμενος τον εαυτό του για όλα !

Δεν σταματούσε να κλαίει σε όλη την διαδρομή με την γιαγιά της να την κρατά αγκαλιά σιωπηλή κι απογοητευμένη .

«Δεν έκανε τίποτα για να με σταματήσει είδες ούτε που τον ένοιαξε μονάχα κροκοδείλια δάκρυα έχυσε για να με πείσει πως υποφέρει..» σχολίασε συντετριμένη μα κι πολύ θυμωμένη συνάμα .

Ας έκανε κάτι τρελο με σκοπό να την κερδίσει έστω κι ένα σ αγαπάω φάνταζε αρκετό .

Αλλα βέβαια το παιχνιδάκι του ποτε δεν το υπολόγισε την χρειαζόταν μονάχα για να ξεγελά την πλήξη του κι να εκτονώνει το πάθος του καθώς αυτό υπήρξε στην ζωή του .

Από ατύχημα σχεδόν ήρθε στην ζωή του ένα πλάσμα φτιαγμένο απο το αίμα του κι ευτυχώς τουλάχιστον εκείνη κατάφερε να την αγαπήσει .

Υπήρξε ίσως κι η μόνη γυναίκα που κατόρθωσε να κλέψει την απόρθητη καρδιά του .

Άναρωτηθηκε πόσες γυναίκες πριν από εκείνη έφτασαν στα δικά της χάλια για χάρη του καθώς αποκλείεται να είχε το προνόμιο μόνον η ίδια πέρασαν πολλές πριν άραγε όλες αποχωρούσαν με καρδιά θρύψαλα ;

Τόσες αναμνήσεις την κυκλώναν βασανιστικά ζούσε ένα δεύτερο πιο επώδυνο αποχαιρετισμό μα θα το ξεπερνούσε ευκολότερα όμως έχοντας την μικρή .

Ξεκλειδώσε την είσοδο του νέου της σπιτιού και εισέβαλε με το δεξί κρατώντας την μικρούλα της σφικτά κοντά στην καρδιά της .
Χρειαζόταν οσο τίποτα να νιώσει την στοργή να αισθανθεί ασφαλής όπως κι η ίδια όλα τελειωσαν πια .

Μπροστά τους απλώθηκε το αρτιά διακοσμημένο καθιστικό με θέα στην πόλη και στο βάθος τον απέραντο ωκεανό.

Αποτελούνταν απο λευκής απόχρωσης αναπαυτικούς καναπέδες με μπέζ απόχρωσης τραπεζάκια για να ακουμπήσεις.


Ακριβοί πολυέλαιοι κοσμούσαν το λευκό ταβάνι ενω γενικότερα το λευκό χρώμα κυριαρχούσε στο καθιστικό.

Η Αφροδίτη έμεινε έκθαμβη να παρατήρησε τριγύρω την χλιδή που κυριαρχούσε στο κατά τα λεγόμενα της εγγονής λιτό διαμέρισμα.

《Αριστούργημα κορίτσι μου αυτο το διαμέρισμα πρέπει να σου κόστισε μια ολόκληρη περιουσία..》

《Αποτελούσε ευκαιρία πίστεψε με γιαγιά μου για την πόλη..εδω που οι τιμές εκτοξεύονται κάθε τόσο στα ύψη..》

Έδειξε την κρεβατοκάμαρα στην γιαγιά της ώστε επιτέλους να καταφέρει να ξεκουραστεί αφου οι συγκινήσεις της ημέρας μόνο καλό δεν της έκαναν .

«Ησύχασε γιαγιά μου ! Θα είμαι καλά αλήθεια !» την διαβεβαίωσε χαμογελώντας βεβιασμένα μονάχα για χάρη της .

Η ηλικιωμένη την παρατήρησε θλιμμένη αφου φυσικά κι ήξερε πως προσποιούνταν την ήρεμη ενώ εσωτερικα της έλιωνε από πόνο .

«Δεν σε αφήνω μια τέτοια δύσκολη ώρα..»

«Χρειάζομαι να μείνω μόνη το έχω ανάγκη να μαζέψω τα κομμάτια μου για άλλη μια φορά κι ελπίζω τελευταία..» ζήτησε παραδίδοντας για λίγο την μικρούλα της .

《Καλά κόρη μου όπως επιθυμείς θα βάλω το μωρό μας να κοιμηθεί και μιλάμε αργότερα..》πρόσθεσε κλείνοντας την πόρτα του δωματίου.

Έπειτα αφου τακτοποίησε κάποια μικροπράγματα κάθισε βαριά στην άκρη του γωνιακού λευκού καναπέ της εισπνέοντας την μυρωδιά της μπογιάς σκεπτική.

Ατένισε απέναντι της τα επιβλητικά κτίρια της πόλης που άγγιζαν τον ουρανό επικεντρώνοντας εκεί την σκέψη της ώστε να μην πονά .

Η γιαγιά απ την αλλη αφότου έκλεισε την πόρτα πίσω της βολεύτηκε στο νέο της δωμάτιο μαζί με το μωρό που παραδόξως δεν διαμαρτυρήθηκε στιγμή.

Αντιλαμβανόταν πως χρειαζόταν χρόνο μόνη της να βάλει τα πράγματα σε τάξη και ίσως να καταφέρει να σβήσει από μέσα της οποιοδήποτε συναίσθημα αφορούσε εκείνον .

Και πράγματι ήταν ενα ράκος καθισμένη αναρωτιόταν εάν κατάφερε ποτέ να τον ξεριζώσει από μέσα της οσο καιρό βρισκόταν στο νησί μα η απάντηση που κυριαρχούσε σαφώς ήταν όχι .

Ποτε δεν κατόρθωσε να διαγράψει εντελώς την ανάμνηση του κι έπειτα έζησε έστω κι για λίγες ακόμη ημέρες κοντά του που δυστυχώς φάνταζαν αρκετές για να την τσακίσουν .

Η στενη του πολιορκία την μπέρδευε και απ την άλλη έθετε σοβαρά διλλήματα μέχρι που επέλεξε να παραιτηθεί και να την ελευθερώσει απ τα δεσμά της.

Ένιωθε σαν να επέστρεψε σε εκείνη την απαίσια ημέρα οπου άφησε πίσω της πατρίδα κι οικογένεια απλά κι μονο για να επιβιώσει .

Να γλύψει τις πληγές της σαν αγριο ζωο ώστε να τις επουλωσει με καποιο μαγικό τρόπο να λοιπόν που τώρα άνοιξαν όλες μαζί κι αιμοραγούσαν .

Μαζεύτηκε σε μια γωνιά του καναπέ κι αφέθηκε στον πόνο τον άφησε να περάσει σαν φλόγα από μέσα της και μονομιάς να την καθαρίσει .

Οσο τον πολεμούσε έχανε άδικα τον εαυτό της κάπου είχε ακούσει να λενε πως αν δεν βιώσεις τον πόνο στην ώρα του αυτος σε καταδιώκει για πάντα αδιάκοπα .

Κοίταξε τριγύρω της με μάτια βουρκωμένα το νέο της διαμέρισμα εφόσον το σπίτι στο νησί θα έμπαινε αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα αφου δεν μπορουσαν να βρουν συμβιβαστική λύση για το παιδί .

Είχε πράγματα να οργανώσει από εδώ κι στο εξής μα κυρίως είχε ένα παιδί να αναθρέψει τα λόγια απο εκει και πέρα φάνταζαν περιττά.

Σαν μητέρα πλέον έπρεπε να βρει από μόνη της πόρους για να συντηρηθεί δεν θα ζητούσε ουτε δεκάρα από εκείνον .

Έκλαψε για ώρες μέχρι που το μητρικό καθήκον την καλούσε ξανά αφου μπανιάρισε την κορη της απολαμβανωντας κάθε στιγμή με γέλια και παιχνίδια .

Χαλαρωμένη την νανούρισε ανάμεσα στα χέρια της τραγουδώντας γλυκά άσματα κι έπειτα ξάπλωσε κι η ίδια δεν είχε όρεξη για τίποτα άλλο .

Η γιαγιά της άνοιξε την πόρτα του δωματίου αθόρυβα πλησιάζοντας ανήσυχη χαϊδεύοντας τρυφερά το πρόσωπο της. 《Χρειάζεσαι τίποτα άλλο απο εμένα ψυχή μου πριν πάω για ύπνο..》

Ανταποδίδοντας το χάδι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της «Ξάπλωσε γιαγιά μου είμαι μια χαρά . Εχω μάθει να επιβιώνω μην ανησυχείς άλλωστε δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά ..!» σχολίασε με πικρία .


«Πονάς άγγελε μου κι το ξέρω ήλπιζα εως κι την τελευταία στιγμή να σε κρατήσει κοντά του να μην σε αφήσει να χαθείς από την ζωή του δεύτερη φορά..» απάντησε φανερά απογοητευμένη.

«Δεν αναμένω τίποτα από εκείνον πια τραβήξαμε χωριστούς δρομους εδώ και καιρό άλλο που ήρθε στην ζωή μας η μικρή κοιτάζω μπροστά πλέον κι οπου βγάλει..» σχολίασε αποφασισμένη να ξεχάσει κι όντως αυτό θα έπραττε πλέον .

Η γιαγιά της με το γνώριμο καθησυχαστικό χαμόγελο την καληνύχτισε αφου πρώτα έριξε μια ματιά στην δισεγγονή της που κοιμόταν .

Το κουδούνι χτυπούσε μανιασμένα πρωί πρωί φαντάστηκε ποιός κρυβόταν πίσω από το επίμονο κουδούνισμα .

Πετάχτηκε επάνω ταραγμένη ενω αυτομάτως έτρεξε στην πόρτα να βεβαιωθεί .

Με μια πρόχειρη κιόλας μάτια που έριξε πίσω από την βαριά πόρτα ασφαλείας βεβαιώθηκε πως ήταν ο συνήθης ύποπτος.

Ντυμένος όπως πάντα με κοστούμι κρατώντας τον χαρτοφύλακα του ανα χείρας θυμήθηκε αστραπιαία τα λόγια του την προηγούμενη ημέρα.
«Θα έρχομαι κάθε μερα να την βλέπω !»

Άναστατωθηκε πολύ ομολογουμένως τα πόδια της είχαν κοπεί δεν διέθετε το σθένος να τον αντιμετωπίσει την δεδομένη στιγμή .

Μονάχα ένα βράδυ τους χώριζε παρατήρησε με τηνάκρη του ματιού της την γιαγιά της να ξεπροβάλει αγουροξυπνημένη με την ίδια απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της .

« Ξέρεις ποιος είναι ! Δεν είμαι εδώ να δει το παιδί άλλωστε ήρθε μην τον αφήσεις να με πλησιάσει...» ψιθύρισε ρητά αφου αν δεν άνοιγαν άμεσα θα τους έπαιρνε τα αυτία με το επίμονο κουδούνισμα.

Κρύφτηκε σαν δειλή στο δωμάτιο της καθώς η γιαγιά της άνοιξε την πόρτα κι δίχως να χάσει χρόνο μπούκαρε κυριολεκτικά στο διαμέρισμα .
«Τι κάνετε τόση ώρα ; Ήρθα να δω την κόρη μου !» πρόφερε αυστηρά με έκδηλο τον εκνευρισμό στον τόνο της φωνής του .

Απόλυτα ατάραχη η Αφροδίτη που φυσικά γνώριζε από πρώτο χέρι τον αυταρχικό χαρακτήρα του στάθηκε σε μια γωνιά .

«Κοιμάται αλλα περίμενε να την ετοιμάσω κι να την φέρω..» απάντησε ξερά έκρυβε τόσο θυμό προς το πρόσωπο του για την δειλή του σταση απέναντι στην ζωή .

Οσο περίμενε παρατηρούσε το διαμέρισμα πολύ φινετσάτο νεόδμητο κι σε πολύ καλή περιοχή η θέα από την τζαμαρία σου έκοβε την ανάσα .

Ο ωκεανός απλωνόταν εμπρός στα πόδια του η επίπλωση μοντέρνα σύμφωνα με τα γούστα της όφειλε να της το αναγνωρίσει πως ήξερε να διαλέγει .

Βολεύτηκε στον αναπαυτικό καναπέ προσποιούμενος τον χαλαρό ένώ αντιθέτως μέσα του έβραζε από επιθυμία να την δει να της μιλήσει .

Κι τι να της πει ; Μήπως θα την έπειθε για κάτι ; Οι πράξεις άλλωστε από μόνες τους μιλάνε αρκέστηκε στο να κρατήσει στην αγκαλιά του την κορούλα του .

Έπειτα από μερικά λεπτά ενοχλητικής αναμονής άκουσε βήματα στον πλατύ διάδρομο που οδηγουσε στο υπνοδωμάτιο της προφανώς .

Ήλπισε να εμφανιζόταν η ίδια μα οι ελπίδες μονομιάς σβήστηκαν στο λεπτό σαν γιαγιά της ξεπρόβαλε για άλλη μια φορά αγκαλιά με την αγουροξυπνημένη κορούλα του που διαμαρτυρόταν για το απότομο ξύπνημα.

Την παρέδωσε στα χέρια του προσεχτικά δίχως να μιλήσει .
«Δεν θέλει να με δει ; » ρώτησε επιτέλους αυτό που του έκαιγε την γλώσσα από ώρα .

Τον παρατηρούσε με οργή ζωγραφισμένη στο γερασμένο της πρόσωπο . «Εχεις κι το θράσος να ρωτάς κατι τέτοιο ; Οχι βέβαια δεν θελει ουτε να σε ξερει .!»

«Με το δίκιο της ! Επιθυμώ να της μιλήσω εγω όμως !» σχολίασε αποφασισμένος ακόμη κι αν του έκανε νόημα να μην πλησιάσει στο δωμάτιο .

Εκείνος παράκουσε την προειδοποίηση της προχωρώντας με γρήγορο βηματισμό προς το βάθος άνοιξε την πόρτα του απότομα .

《Κρίστιαν για το θεό άφησε την να ηρεμήσει..》του φώναξε μα τα λόγια της πήγαιναν στράφη.

Οπως το περίμενε την βρήκε μαζεμένη κουβάρι στο κρεβάτι η όψη της χλώμιασε σαν τον αντίκρισε εμπρός της .
Μα γιατί δεν την άφηνε στην ησυχία της επιτέλους ; Αυτό που ήθελε το είχε καταφέρει άλλωστε την έδιωξε από την ζωή του .

« Τι ζητάς ; »ρώτησε κοφτά παρακολουθώντας τον να κλείνει πίσω του την πόρτα δίχως να τον ενδιαφέρει η αντίδραση της .

Ύστερα κυριολεκτικά την έκαψε με το βλέμμα που της έριξε του πήρε το μυαλό με την αλαβάστρινη ομορφιά της.

Τον ανάγκαζε να επιθυμεί διακαώς να την κάνει δική του εκείνη ακριβώς την στιγμή χωρις αναστολές η δεύτερες σκέψεις .

Πανέμορφη τόσο θελκτική με μια λέξη θα την χαρακτήριζε χαμένος στις αμαρτωλές του σκέψεις .

Παρέλειψε να απαντήσει στο ερώτημα που πλανιόταν ανάμεσα τους .

«Θέλω να σου μιλήσω ..να σε δω !»

«Μπα ..νομίζω αν δεν κάνω λάθος πως εξαντλήσαμε τα θέματα ανάμεσα μας ! Να με δεις ; » ρώτησε απορημένη άλλωστε της έκανε εντύπωση που για πρωτη φορα δεν την απεφυγε .

Αντιθέτως επιζητούσε να της μιλήσει για πιο πράγμα άραγε ;
«Έχουμε ακόμη κάποια πράγματα να πούμε εμείς οι δύο δεν τελειώσαμε ακόμη γλυκιά μου ! Γιατι εκπλήσεσαι ; » συνέχισε να την μπερδεύει με την αλλόκοτη συμπεριφορά του .

«Κι όμως γλυκέ μου έχουμε τελειώσει !. Δεν θέλω καμια σχεση με το ατομο σου τοσο δύσκολο είναι να το δεχτεις ; Μήπως πληγώθηκε ο εγωισμός σου γι αυτό γυρνάς συνεχώς γύρω από μένα ; » ειρωνευτηκε γιατί μόνο ετσι τολμούσε να αμυνθεί στα συναισθήματα οπου γεννούσε ακόμη μέσα της η παρουσία του κι συνάμα αυτην την μικρή ελπίδα που δεν ελεγε να σβήσει .

Πλησίασε κοντά της οσο εκείνη ταυτόχρονα πισωπατούσε ώστε να κρατάει αποστάσεις .
«Μονο όταν εγω το πω θα τελειώσουμε μωρο μου ! Μεχρι τοτε θα εισαι δέσμια των συναισθημάτων σου για εμένα οπως κι εγω των δικών μου !»ψιθύρισε στο αυτί της...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro