Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Είκοσι Έξι - Συνδετικός Κρίκος

Το υπερατλαντικό ταξίδι φάνταζε σκέτη ταλαιπωρία οι ώρες ατελείωτες η μοναξιά της αφόρητη παρομοίως και η προδοσία δυσβάσταχτη .

Καθισμένη πλάι στο παράθυρο του αεροπλάνου αποχαιρετούσε ενδόμυχα την παλιά της ζωή .

Άφηνε πίσω τους ανθρώπους που αγαπούσε ξεκινούσε για ένα νέο τόπο κι όμως όχι παντελώς ξένο ίσως οικείο .
Άλλωστε σε αυτόν τον τόπο μεγάλωσε και ανδρώθηκε κι ο πατέρας που ποτε δεν γνώρισε .
Αφού μοιρα τον στέρησε πριν ακομη δει το φώς της ζωής κι ολα αυτά τα χρόνια αγαπουσε έναν ξενο κι τον αποκαλούσε πατέρα κι ας μην μοιράζονταν το ίδιο αίμα.

Οι ρίζες της ελληνικές δίχως να έχει ιδέα γι αυτό το όνομα της τοσο στενά συνδεδεμένο με την θάλασσα καθότι κόρη ενος ταπεινού ψαρά .

Μα να πάρει η οργή πάλι η εικόνα του να φιλάει μια άλλη γυναίκα θα στοιχειώνε την καθημερινότητα της βασανιστικά παίζοντας ξανά και ξανά σαν παλιό φίλμ .

Πως θα τον ξεχάσω ;
Με ποια δύναμη θα καταφέρω να ερωτευτώ ξανα ; Με μια καρδιά θρύψαλα δύσκολο να επιβιώσεις .

Πονούσε αναθεματισμένα πολύ η ψυχή της επέπλεε δίχως σανίδα σωτηρίας σε ένα ωκεανό τόσο βαθύ που ολοένα απειλούσε να την καταπιεί ολόκληρη στα παγωμένα του νερά.

Δεν σταμάτησε να κλαίει ουτε στιγμή αφού δεν έβρισκε άλλο τρόπο να εκφράσει τα συναισθήματα που την έπνιγαν .

Είχε αφεθεί στα χέρια του πίστεψε πως θα τον βοηθούσε να γνωρίσει την αγάπη μα φυσικά κορόιδευε τον εαυτό της .
Ο χρόνος άραγε θα επούλωνε τις πληγές ; η μήπως θα τις έκανε ακόμη πιο μεγάλες ;

Έφυγε εν τέλει η Μαρίνα σε τόπο μέχρι στιγμής άγνωστο οσο για το που κατευθυνόταν ;
Στο νησί το μακρινό το απομονωμένο εκει απ οπου τρία πελάγη το δέρνουν από κάθε πλευρά όπως η προδωσια την ψυχή της .
Το Ιόνιο, το Κρητικό, κι το Αιγαίο γίνονται ένα που αλλού τα Κύθηρα ! Σ αυτό τον τόπο έπρεπε εκ νέου να μάθει να συμβιώνει με τις φουρτούνες κι τις χύμαιρες.

Να εξερευνήσει το παρελθόν το παρόν κι τις ρίζες της εως οτου νιώσει έτοιμη να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή μακριά από όλους .

Η πολύωρη πτήση την κούρασε αφάνταστα ένιωθε ολο της το σώμα πιασμένο .

Και το χειρότερο κατά την διάρκεια της δεν κατάφερε να κλείσει μάτι απ τις βασανιστικές σκέψεις που την ταλάνιζαν .

Κάπου κάπου δάκρυα έτρεχαν ξανά πασχίζοντας να καλύψει την απελπισία κι τον πόνο της με σκέψεις όμορφες και αισιόδοξες .

Εως οτου το αεροπλάνο προσγειώθηκε στον τόπο που ξεκίνησαν όλα για εκείνη στο ίδιο μέρος που αποχώρησε έμβρυο για να επιστρέψει κυρία.


《Αχ πατέρα..είμαι εδώ στην πατρίδα..συγχώρα με που άργησα..》μονολογούσε ψιθυριστά κατεβαίνοντας απο το αεροπλάνο συγκινημένη.

Αντικρίζοντας ολόγυρα να την καλωσορίζουν τα δέντρα , η θαλασσινή αύρα που την τύλιξε αμέσως.
Μα συνάμα κι η ψυχή του Έκτορα που επιτέλους αναπαυόταν .

Θα κατευθυνόταν με βάση τις οδηγίες που της είχε γράψει η Αφροδίτη για το ξενοδοχείο της αδερφής της .
Θα γνώριζε επιτέλους κι άλλους συγγενείς από την οικογένεια του Έκτορα.

Η θεία της η Πολυξένη πέταξε από χαρά μαθαίνοντας πως θα την είχαν κοντά τους η τουλάχιστον αυτό της μετέφερε η Αφροδίτη.

Αφου δεν είχαν την ευκαιρία μέχρι σήμερα να την γνώρισαν αφότου η Μιράντα τα μάζεψε κι εξαφανίστηκε από την ζωές τους.

Με την γλώσσα αντιλαμβανόταν πως θα αντιμετώπιζε κάποια μικροπροβλήματα στην αρχή αλλα ήλπιζε να καταφέρει να μιλήσει γρήγορα ελληνικά μια απ τις δυσκολότερες και αρχαίες γλώσσες .

Η πρώτη της εικόνα καθως κατέβηκε από το αεροπλάνο την άφησε αναυδή πλήθος κόσμου κινούνταν στο αεροδρόμιο .
Που αν κι μικρό παρέμενε πολυσύχναστο περιτριγυρισμένο ολόγυρα από πυκνά δέντρα .

Προχωρώντας προς την έξοδο με σκοπό να καλέσει ταξί άκουσε πίσω της μια βαθειά αντρική φωνή να καλεί το όνομα της .

Γύρισε απότομα με την καρδιά της να χτυπά δυνατά ελπίζοντας πως θα αντίκριζε τον άνδρα που της ράγισε την καρδιά .


Μα η απογοήτευση που ένιωσε σαν αντικρίσε τον άγνωστο νεαρό που της χαμογελούσε ευγενικά απέναντι της φανερώθηκε ξεκάθαρα στο πρόσωπο της .

Χαμογέλασε λιγάκι μουδιασμένα «Εισαι από το ξενοδοχείο; » ρώτησε στα αγγλικά ελπίζοντας να κατορθώσει να συνεννοηθεί μαζί του .

Ο νεαρός είχε μείνει στήλη άλατος καθώς την παρατηρούσε έκθαμβος πρέπει να του έκανα μεγάλη εντύπωση διαπίστωσε δίχως να κολακευτεί .

«Μάλιστα δεσποινίς μου η θεία σου με έστειλε να σε καλωσορίσω στο νησί μας ! Επέτρεψε μου να συστηθώ ονομάζομαι Αλέξανδρος αλλα μπορείς να με αποκαλείς Άλεξ..» σχολίασε έυθυμα ο γοητευτικός νεαρός σε άπαιστα αγγλικά τείνοντας το χέρι του προς το μέρος της .

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω Άλεξ είμαι αρκετά κουρασμένη θα με οδηγήσεις στο ξενοδοχείο ;» ζήτησε ανακουφισμένη που τουλάχιστον θα μπορούσε να επικοινωνεί με κάποιους μέχρι να μάθει την γλώσσα .

Ήξερε βέβαια πως στην Ελλάδα οι πιο πολλοί μιλούσαν πολύ καλά ξένες γλώσσες μα σε έναν τόπο μακρινό δεν περίμενε κι από όλους να γνωρίζουν .

Ο Άλεξ σήκωσε σαν τζέντλεμαν την βαλίτσα κι της άνοιξε την πόρτα του λευκού με αυτοκινήτου με την επωνυμία του ξενοδοχείου .

«Λοιπόν δεν ήξερα πως η κυρία Πολυξένη είχε ανίψια Αμερικανίδα ..ξέρεις εγω δουλεύω χρόνια εδω κι η θεία σου με εχει σαν παιδί της..» φρόντισε να την ενημερώσει σπάζοντας την αμήχανη σιωπή.

Μιας και δεν του είχε περάσει απαρατήρητη η θλιμμένη της φιγούρα εξαρχής φαινόταν πως κάτι την ταλάνιζε και πως δεν έφθασε στο νησί με διάθεση για παραθέριση.

Στράφηκε σοβαρή προς το μέρος του κι παράλογο να χάσει τον έλεγχο του οχήματος απ την ομορφιά της .

Τον κοίταξε μαγκωμένη και συνάμα σαστισμένη όμως το συναίσθημα που κυρίως επικρατούσε ήταν θλίψη με ενα αδιόρατο πέπλο μυστηρίου να την σκεπάζει .

«Ομολογώ πως πρόσφατα έμαθα κι εγώ πως έχω ελληνικές ρίζες μέχρι πρότινος δεν είχα ιδέα ήμουν τυπική Αμερικάνα .
Δεν εχω γνωρίσει ποτέ την θεία κι αγχώνομαι λιγάκι για πες μου πως είναι σαν άνθρωπος ;»ρώτησε με περιέργεια.

«Είναι ήρεμος άνθρωπος μα συνάμα αυστηρή εκει που πρέπει όμως διαθέτει καλή καρδιά.
Ξέρεις έχει περάσει πολλά στην ζωή της μεγάλωσε μονάχη της το γιο της αφότου έχασε τον άνδρα της .
Έστησε ολόκληρη επιχείρηση ολομόναχη κι τα κατάφερε καθώς το ξενοδοχείο μας είναι από τα καλύτερα του νησιού . Σε περιμένει πως κι πως ! Εσυ ήρθες για διακοπές στο νησί; 》

«Ήρθα για να μείνω κι να ξεκινήσω από την αρχή !»απάντησε πασχίζοντας να κρύψει τα δάκρυα της .

«Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος τι σου συμβαίνει ; Θελω να πω φαίνεσαι στεναχωρημένη απίστευτα εύθραυστη.
Μα συνάμα τόσο όμορφη !Μου κόπηκε η ανάσα σαν σε αντίκρισα » εξομολογήθηκε φλερτάροντας εμφανώς μαζί της .

Μα το αυστηρό της ύφος τον ανάγκασε να καταλάβει την γκάφα που μόλις είχε κάνει.

Έδώ δεν την ήξερε καν κι της έλεγε ανοιχτά πως του αρέσει ;
Αφου φαινόταν καθαρά πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα συνεχώς χαμένη στις σκέψεις της παρέμενε τι το θέλες Αλέξανδρε ; κατηγόρησε τον εαυτο του .

«Θα σε παρακαλούσα να μην μιλήσουμε άλλο μέχρι να φτάσουμε είμαι ακόμη ζαλισμένη από την πολύωρη πτήση» αποκρίθηκε αυστηρά θέτοντας αποστάσεις καθώς γύρισε ρεμβάζοντας εξω από το παράθυρο .

Το τοπίο έκοβε την ανάσα ο δρόμος ήταν μικρός και στενός μα σου χάριζε θέα που όμοια της δεν είχε ξαναδεί.

Η θάλασσα απλωνόταν κυριαρχικά κάτω απο τον καθάριο ουρανό που την σκέπαζε με το φως του ήλιου του .

Σκουρόχρωμα βράχια συντρόφευαν το ενα το άλλο περιτριγυρίζοντας σαν αυλικοί το βασίλειο του Ποσειδώνα.

Ενα χαλαρό καλοκαιρινό αεράκι δρόσιζε ευχάριστα το πρόσωπο μεταφέροντας μυρωδιά πελάγους και καθαρό οξυγόνο μια αίσθηση που στην πόλη την ξεχνούσες.

Ξεροκατάπιε μορφάζοντας θυμωμένος με τον εαυτό του που παρασύρθηκε να πάρει δεν είχε σκοπό να την θίξει.

Μα ποσο απερίσκεπτα φέρθηκε πως θα κατόρθωνε να επανορθώσει ;
«Συγγνώμη εάν σε ενόχλησα με τις φλυαρίες μου δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση.
Σε πέντε λεπτά φτάνουμε » πρόφερε μουδιασμένα ακολουθώντας σιωπή δίχως να λάβει απόκριση .

Η θεία της όρμησε με ανοιχτή την αγκαλιά σαν αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο.
«Παιδί μου κορίτσι μου σε βρήκαμε επιτέλους καλώς ήρθες !» Αναφώνησε συγκινημένη στα ελληνικά.

Χαμογέλασε πλατιά δίχως να αντιλαμβάνεται το νόημα των οσων της έλεγε.

Στράφηκε με ελπίδα προς τον Άλεξ ζητώντας ευγενικά να της μεταφράσει
《Είναι εύκολο να γίνεις προσωρινά ο διερμηνέας μου ;》αστειέυτηκε .

《Στις υπηρεσίες σας ωραία μου κυρία..σε καλωσορίζει στο νησί ..》

Σαν της εξήγησε δάκρυσε «Η χαρά είναι δική μου θεία σε ευχαριστώ που δέχτηκες να μείνω μαζί σας μέχρι να τακτοποιηθώ εδώ» απάντησε ενώ ο αλεξ συνέχιζε να μεταφράζει .

Ενα άλλο παλικάρι στεκόταν απομακρυσμένος λιγο πιο πισω από την θεία κι την κοιτούσε επιφυλακτικά από πανω μεχρι κατω χωρίς να πλησιάζει .

Η θεία του έκανε νόημα να πλησιάσει μα εκείνος παρέμεινε στο ίδιο σημείο κι έπειτα επέστρεψε θυμωμένος στο εσωτερικό.

Δείχνοντας εμφανώς πως μάλλον δεν χάρηκε πολύ με την παρουσία της εκεί .
«Μην τον παρεξηγείς ο Παύλος είναι λιγάκι δύστροπος μα θα τα βρείτε με τον καιρό συγγενείς είστε άλλωστε..»δικαιολογήθηκε .

Κούνησε απλώς το κεφάλι της δίχως να μπει στον κόπο να σχολιάσει την αγένεια του νεαρού.

Αν κι υποψιαζόταν ήδη πως θα υπήρχαν προβλήματα μαζί του θα άφηνε τον καιρό να κυλήσει ξεσκεπάζοντας τα αληθινά πρόσωπα.

Ανέβηκαν στον πρώτο όροφο με υην Πολυξένη που της έδειξε το δωμάτιο που θα την φιλοξενούσε.

Ομολογουμένως ήταν ένα πανέμορφο ευρύχωρο δωμάτιο διακοσμημένο πολύ κομψά με χαρούμενα χρώματα στους τοίχους κι μοντέρνα έπιπλα .
Με θέα στο απέραντο γαλάζιο που θα ζήλευαν πολλοί αφου απο την μικρη βεράντα ρέμβαζες πίνοντας παράλληλα το καφεδάκι σου .
Η στην περίπτωση της Μαρίνας προσπαθούσες να ξεχάσεις αφήνοντας στην άκρη τις περιττές αναδρομές στις αναμνήσεις.

«Ελπίζω να σου αρέσει το δωμάτιο σε έβαλα δίχως δισταγμό σ ένα από τα καλύτερα μας .
Σαν η αδερφή μου ανακοίνωσε πως σε βρήκε έπειτα απο τόσα πολλά χρόνια δεν πίστευα στα αυτιά μου ! Είχαμε βλέπεις πιστέψει πως τα ίχνη σου είχαν πια χαθεί αλλα μας διέψευσες .
Με το καλό να μάθεις σταδιακά να μιλάς ελληνικά για να μην χρειαζόμαστε τον Αλεξ να μας βοηθά.
Ξεκουράσου τώρα το μπάνιο διαθέτει ζεστό νερό κι καθαρες πετσέτες για ότι χρειαστείς εμείς είμαστε εδώ»

«Το δωμάτιο είναι πανεμορφο θεία ειλικρινά δεν εχω λόγια.
Η μοίρα μας ένωσε με την γιαγιά απρόσμενα εχω τόσα πολλά να μάθω. Όμως πρώτα χρειάζομαι λιγο ύπνο να μαζέψω δυνάμεις κι έπειτα θα κατέβω μια βόλτα στο νησί.
Επιθυμώ διακαώς να αντικρίσω από κοντά τις ομορφιές που μου περιέγραψε η γιαγιά άπειρες φορές » απάντησε ενθουσιασμένη.

«Εντάξει γλυκιά μου ξεκουράσου εχεις χρόνο για όλα !»σχολίασε η Πολυξένη κλείνοντας πίσω την πόρτα σκεπτικη .

«Πολύ όμορφη ανιψιά εχεις κυρά Πολυξένη »σχολίασε ψιθυριστά ο Αλεξ.

«Μμ..ναι πανέμορφη κι φινετσάτη ετούτη πρέπει να μεγάλωσε στα μεγάλα σαλόνια φαίνεται το κορίτσι .
Απορώ ομως γιατί τα παρατήσε όλα κι ήρθε εδώ ; Κατι πολύ σοβαρό πρεπει να συνέβει..»συνέχισε καχύποπτα κατεβαίνοντας την κεντρική σκάλα που οδηγούσε στην ρεσεψιόν .

«Συμφωνώ μαζί σου δεν φαίνεται κι πολύ στα καλά της πολύ θλίψη βρε αδερφάκι μου στο αυτοκίνητο ξέρεις έκλαιγε!»

«Τι πράγμα ; Ω θεε μου θα πάρω αμέσως τηλέφωνο την αδερφή μου !
Κάτι έχει το κορίτσι φαίνεται δεν αφήνεις τυχαία τα πλούτη σου για ένα μικρό νησάκι . Τέλος πάντων να είσαι δίπλα της μας χρειάζεται όλους κοντά της» απάντησε σαστισμένη κι πολύ ανήσυχη.

Καθώς η Πολυξένη διατηρούσε κι απ την μερία της πολλές απορίες σχετικά με την ξαφνική εμφάνιση της χαμένης εγγονής της Αφροδίτης .

Που πήγε και ξέθαψε αυτήν την ιστορία η Αφροδίτη; Είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια πέρασαν μήπως στην ανάγκη της να βρεί μια εγγονή προτού πεθάνει έπεσε στην πρώτη επιτήδεια;

Φρεσκοπαντρέμενη ακόμη θυμόταν καθαρά την χήρα Αφροδίτη να της ανακοινώνει πως θα ξενιτευτεί με σκοπό βρεί το παιδί του χαμένου γιού της .

Χωρίς βέβαια κανείς να ξέρει τι απέγινε η Μιράντα κι το κυοφορούμενο μωρό από το κρύο εκείνο βράδυ που ο Ανδρέας την ξυλοκόπησε .

Δεν το είχε εκφράσει ποτέ στην αδερφή της μα η ίδια είχε πειστεί πως το έμβρυο έπειτα από τόσο ξύλο θα χε αποβληθεί .

Με λυγμούς την άφησε να φύγει τοτε στο αεροδρόμιο ήταν η μεγαλύτερη της οικογένειας την έμαθε τόσα κι ξάφνου έφευγε πολύ μακριά .

Η Ζωή της φέρθηκε απίστευτα σκληρά έχασε παιδί κι άνδρα μέσα σε ένα χρόνο
αλλα δεν κάμφηκε μάζεψε οτι οικονομίες είχε στην άκρη ταξιδεύοντας στα τυφλά.

Βέβαια δεν τους ξέχασε της έστελνε τακτικά χρήματα τοποθετημένα μέσα σε φακέλους με γράμματα από την Αμερική .

Μ αυτά τα βοηθήματα μεγάλωσε τον Παύλο όταν έχασε κι εκείνη τον άνδρα της .
Οι μοίρες δεν φέρθηκαν ευνοικά σε καμία από τις δύο αδερφές λες και κάποιο αόρατο νήμα ένωνε τις ζωές τους.

Όταν της τηλεφώνησε μεσάνυκτα λοιπόν η Αφροδίτη δεν τολμούσε να αρνηθεί να φιλοξενήσει την άγνωστη εγγονή είχε υποχρέωση απέναντι της .

Καταβάθος όμως είδε με πολύ ασχημο μάτι την εγκατάσταση μιας ξένης κοντά τους ήδη το νησί είχε αρχίσει να σχολιάζει .

Αυτή η κοπέλα δεν έμοιαζε σαν τις ντόπιες η φινέτσα κι τα πλούτη δεν κρύβονταν άραγε με ποιόν τρόπο εξακρίβωσε η Αφροδίτη την αληθινή ταυτότητα της ;

Επιπλέον ενα ακόμη πρόβλημα που προστέθηκε στις ανησυχίες της ήταν πως δεν μιλούσε λέξη ελληνικά πως θα κατάφερνε να εργαστεί κι να κάνει φίλους ;
Θα την αντιμετώπιζαν όλοι τους σαν ξένη και θα είχαν άδικο καλύτερα να έμενε στην πατρίδα που μεγάλωσε τι ανακατεύοταν με ξένους τόπους ;

Μπερδεμένη η κατάσταση ο γιός της ο Παύλος αντέδρασε από την πρώτη κιόλας στιγμή στο ακουσμα της είδησης .

Αν δεν προσαρμοζότααν εύκολα δεν θα μπορούσε να την συντηρεί κι καθ όλη την διαμονή.

Ηδη της έδωσε ένα από τα καλύτερα δωμάτια τους κατόπιν εντολής της Αφροδίτης.

Όμως καλώς η κακώς στο τζάμπα δεν γίνεται τίποτα λίγες θα ναι οι μέρες της στο νησί σκέφτηκε πονηρά .

Καθώς ο γιος της εισέβαλε έξαλλος στο γραφείο της διεύθυνσης.

« Τι θα γίνει μ αυτήν που μας κουβαλήθηκε εδώ ;
Να φύγει σήμερα κιόλας είδες πως μα κοίταζει σαν παρακατιανούς μάνα !»ξέσπασε οργισμένος.

«Σσς..πιο ήσυχα θα σε ακούσει κανένας κι θα γελάνε μαζί μας ειναι συγγενής μας Πάυλο κι εγω δεν τρελαίνομαι που βρίσκεται εδώ μα το χρωστάω στην αδερφή μου !
Δεν μπορώ να την διώξω κατάλαβε με !»

«Κι τι θα γίνει ρε μάνα τελικά θα την έχουμε εδώ ανάμεσα στα πόδια μας ;
Δεν την συμπάθησα καθόλου να ξέρεις μην περιμένεις να γίνω φίλος της η να την βοηθήσω σε τίποτα!
Ποσο θα μείνει ; »συνέχισε νευρικός.

«Τι να σου πω παιδί μου ισχυρίζεται ότι θέλει να εγκατασταθεί μόνιμα στο νησί φυσικά εγω ξέρω πως οι μέρες της στο ξενοδοχείο μας είναι μετρημένες ειδικά εάν δεν πληρώνει. Άφησε την απόψε στο δωμάτιο το ακριβό κι από άυριο θα την στείλω να κοιμάται στο δωμάτιο των καθαριστών !»απάντησε η Πολυξένη γελώντας χαιρέκακα.

«Ετσι Μπράβο !Να την αναγκάσουμε να φύγει το γρηγορότερο από εδώ μέσα !! Δεν έχουμε χώρο για ενοχλητικές κακομαθημένες !Ακου αυτή φαίνεται να το φυσσάει το χρήμα σιγά μην αντέξει εδω !»

«Ούτε κι εγω την θελω εδώ παιδί μου μην ανησυχείς κι δεν θα την εχω να κάθεται δουλεύει σκληρά εδώ !
Έννοια σου κι ξέρω γω τι θα κανω μαζι της ! Πίστεψε με δεν θα περάσει ομορφα εδώ μέσα !»
Μάνα κι γιος γελούσαν εις βάρος της αθώας Μαρίνας που είχε πιστέψει πως βρήκε μια οικογένεια κοντά τους .

Σκέφτηκε στεναχωρημένος ο Αλεξανδρος που είχε κρυφακούσει όλα τα βρωμερά σχέδια που κατέστρωναν οι υποτιθέμενοι συγγενείς στην πλάτη της.

Δεν θα επέτρεπε να της κάνουν οποιοδήποτε κακό ακόμη κι αν έχανε ο ίδιος την δουλειά του .

Αυτη η μυστηριώδης φιγούρα του κίνησε από την πρώτη στιγμή την περιέργεια.

ο τρόπος που κινούνταν που μιλούσε μα κυρίως ο πόνος που πήγαζε από τα μελί της μάτια τον ανάγκαζαν να την προστατεψει με κάθε μέσω .

Με κάποιο τρόπο μαγικό παγιδεύτηκε στα βαθύ τους χάθηκε κάπου ανάμεσα στα ζεστά της δάκρυα .

Ποιος ξέρει ποιος της ράγισε την καρδιά εκει πίσω κι αναγκάστηκε να φύγει τοσο μακριά .

Άνοιξε τα μάτια της κι κοίταξε τριγύρω σαν χαμένη έπειτα επανήλθε στην πραγματικότητα κι σαν μαχαίρια στο στήθος η ανάμνηση γύρισε πίσω θέση της .

Ο Κρίστιαν φιλούσε με ολο του το πάθος μια άλλη γυναίκα εκει σχεδόν ξαπλωμένη στο γραφείο του με το φουστάνι της σηκωμένο .

Μα και σαν την είδε χλωμή με μάτια βουρκωμένα το ολο αδιαφορία βλέμμα που της έριξε κι αυτή η κρυφή ικανοποίηση που διέκρινε .

Την διαβεβαίωσαν πως θα πρέπει να ένιωσε υπέροχα αφου την εκδικήθηκε ακριβώς οπως της έπρεπε με το ίδιο νόμισμα .

Γύρισε στο πλάι κι ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς ολο της το κορμι τραντάζοταν «Θεε μου πως θα ξεχάσω ;
Τον αγαπάω τοσο !»μονολογούσε μεσα στο σκοτάδι της έλειπε η πατρίδα ήδη μα κυρίως η γιαγιά της ποσο ανάγκη την είχε αυτή την στιγμή .

Απο την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο νησί κι γνώρισε την θεία κατι δεν της πήγαινε καλά .

Ο τόπος βέβαια την μάγεψε δεν είχε ξαναδεί ποτέ της τόσο καθαρά νερα κι άγρια ομορφιά να τα πλαισιώνει .

Μα οι συγγενείς για κάποιο λόγο την έκαναν να νιώσει πως δεν είχε θέση ανάμεσα τους .

Οχι τόσο η Πολυξένη οσο ο Παύλος αφου ο τρόπος που την περιεργαζόταν σχεδόν με απέχθεια την έβαζε σε σκέψεις.

Πάση θυσία έπρεπε να σταθεί στα δικά της πόδια κι να μείνει στο πατρικό σπίτι που της άφησε η γιαγιά της .

Θα το ανακαίνιζε αν και δεν είχε ιδέα από αυτά θα αναζητούσε τους κατάλληλους ανθρώπους στο νησί για να την βοηθήσουν στην αναστήλωση.

Οσο για τον Άλεξ φάνταζε ο μόνος άνθρωπος που είχε συμπαθήσει αν κι δεν του το έδειξε .

"Τωρα που το σκέφτομαι είναι γοητευτικό παλικάρι άλλο που εγω δεν εχω μάτια να τον προσέξω αφου το μυαλό μου γυρίζει συνεχώς γύρω από τον άνδρα καταστροφή ."κατέληξε θυμωμένη με την ραγισμένη της καρδιά που τον αναζητούσε.

Δεν τον είχε παρατηρήσει πολύ μα θυμόταν καθαρά τα γαλανά του μάτια κι το ποσό απονήρευτα έμοιαζαν.

Ουδεμία σχέση με του Κρίστιαν αφου στα δικά του μάτια μονάχα και μίσος μπορούσαν να εκφράσουν .

Αναστέναξε κι απρόθυμα σηκώθηκε απο το κρεββάτι έχοντας ανανεώσει τις δυνάμεις για να αρχίσει άυριο από την αρχή ξεχνώντας μια για πάντα τον άτυχο γάμο της .

Δεν θα αποκάλυπτε την αλήθεια σε κανέναν γι αυτό είχε φροντίσει ήδη απο το αεροδρόμιο να αφαιρέσει κι την βέρα με το όνομα του από το δάκτυλο της .

Για όλους θα φάνταζε μια νεαρή κοπέλα ελεύθερη δίχως τίποτα να την δεσμεύει με το παρελθόν .

Το μοναδικό πράγμα που κράτησε σαν ενθύμιο ήταν μια φωτογραφία με τους δυο τους να χαμογελούν αγκαλιασμένοι .

Σε μια από τις βόλτες τους που δεν θα ξεχνουσε ποτε της από τις λίγες ευτυχισμένες στιγμές που έζησε στο πλάι του μετρημένες στα δάκτυλα .

Κατεβαίνοντας τις μεγάλες μαρμάρινες σκάλες εξερευνούσε το ξενοδοχείο σπιθαμή προς σπιθαμή .

Αρτια δομημένο δυόροφο χτίσμα με όμορφα χρώματα εξωτερικά μα και εσωτερικά.
Ευρύχωρο ,αριστοκρατικό με άνετα δωμάτια μοντέρνα διακοσμημένα συμφωνα με τις τάσεις της εποχής.

Αν κι το εξωτερικό μερος του σε παρέπεμπε σε ενα πιο λιτό οίκημα στο εσωτερικό εντυπωσίαζε ακόμη κι τον πιο απαιτητικό .

Δεν ειχε ξαναδεί παρόμοια ξενοδοχεία με το συγκεκριμένο απο άποψη αισθητικής καθώς στην Αμερική τα πράγματα διέφεραν κατά πολύ.

«Καλώς την ! κοιμηθηκε καλα το κοριτσι μου ; » η βροντερή φωνή της Πολυξένης την έκανε να τιναχτεί τρομαγμένη αφου της πέρασε τελείως απαρατηρητη .

Αν κι μια φιγούρα σαν της Πολυξένης της δεν θα μπορουσες εύκολα να μην την προσέξεις.

Δεν την χαρακτήριζες όμορφη αντίθετως το πρόσωπο της ήταν άγριο και γερασμένο με διάφορες ούλες μονάχα τα ολοστρόγγυλα μάτια της έκαναν την διαφορά.

Ύστερα η γεμάτη της σιλουέτα κι ριχτά ρούχα που φορούσε δεν της προσέδιδαν διόλου χάρη .

Οσο για τα μαλλιά της βαμμένα μαύρα κοντά μέχρι τους ώμους ενω τέλος τα χείλια της ήταν υπερβολικά λεπτά σαν μια γραμμή απο δέρμα.

Δίχως να το αντιληφθεί την παρατηρούσε από πάνω εως κάτω βγάζοντας τα συμπεράσματα της .

Ούτε έβγαζε νόημα απο οσα της έλεγε κι γι αυτό δεν μπορούσε να απαντήσει άλλωστε οτι κι αν έλεγε θα πήγαινε στράφη αφου δεν μιλούσαν ίδια γλώσσα.

Ο Αλεξ σαν από μηχανής θεός εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή για να την γλιτώσει από περίσσια αμηχανία .

«Σ ευχαριστώ θεία κοιμήθηκα ευχάριστα.
Έλεγα να βγω μια βόλτα στο νησί αν δεν έχεις αντίρρηση..» απάντησε επιτέλους αφου βρήκε μεταφραστή.

«Θα σε συμβούλευα κοπέλα μου να μην τριγυρνάς εξω μόνη σου τέτοια ωρα κι μάλιστα τώρα που δεν μιλάς ακόμη κι την γλώσσα .
Πάρε μαζί σου τον Αλέξανδρο να σε συνοδεύει » πρόσταξε με αυστηρότητα που την άφησε άναυδη .

Αλλα δεν την εξέπληξε κιόλας άλλωστε είχε συνηθίσει πλέον τους αυταρχικούς ανθρώπους κι ο σύζυγος της μονο διαταγές ήξερε να δίνει .

«Εντάξει θα πάμε με τον Αλεξ» απάντησε ενοχλημένη προχωρώντας μπροστά αφήνοντας πίσω κι τους δυο τους .

«Να μην την χάσεις από τα μάτια σου δεν ξέρει τον τόπο ουτε τους λύκους που κρύβει..»ψιθύρισε λίγο πριν αποχωρήσει κι ο υπάλληλος της .

Η χαρά του Αλέξανδρου για την βόλτα τους δεν κρυβόταν καθ όλη ξενάγηση συνεχώς της έδειχνε μέρη μιλώντας ακατάπαυστα μιλουσε ακατάπαυστα .

Οσο για εκείνη απλώς άκουγε με προσοχή τις πληροφορίες ενω παρατηρούσε εξεταστικά τα τοπία.

Καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η βραδυνή ζωή του νησιού ήταν το κατι άλλο ενα ξέφρενο ατέλειωτο πάρτυ.

Κατέβηκαν με τα πόδια στην χώρα με τα διάφορα ταβερνάκια κι καφέ πλαι στο κύμα έσφιζαν από κόσμο .

Φωνές συνομιλίες και γέλια γέμιζαν τον αέρα ενώ η αλμύρα της θάλασσας σε κατέκλυζε μέχρι το μεδούλι αναζωονητικά.

Φυσικά την παρατηρούσαν κάποιοι ντόπιοι πολύ προσεκτικά και δεν έλειψαν οι φορές που άκουγε από πίσω της ψιθυριστά σχόλια.

Ευτυχώς που δεν καταλάβαινε τι έλεγαν ειδάλλως θα είχαμε διπλωματικό επεισόδιο.
«Μήπως πεινάς ; »ρώτησε ξαφνικά με σκοπό να σπάσει εκ νέου την αμήχανη σιωπή που τους χώριζε από την ωρα που η συνοδευόμενη του ξαναγύρισε στην γνώριμη μελαγχολία κι βυθίστηκε στις σκεψεις .

Άραγε τι είδους ζοφερές αναμνήσεις την κρατούσαν αιχμάλωτη κι δεν τολμούσε να απελευθερωθεί ;
Ποιος είχε το κουράγιο να την πληγώσει ;

Γύρισε προς το μέρος του με αυτό το θλιμμένο βλέμμα που του ραγίζε την καρδιά «Είμαι εντάξει δεν θέλω κατι εάν κουράστηκες μπορούμε να γυρίσουμε ! Εχω άλλωστε μέρες για να γνωρίσω τον τόπο» απάντησε αδιάφορα.

«Μα δεν έχεις φάει τίποτα όλη την ημέρα έπειτα απο ολόκληρο ταξίδι ! Ελα ασε με να σε πάω ξέρω ένα πολύ καλό ταβερνάκι εδώ πιο κάτω ωρα να δοκιμάσεις κι τις νοστιμιές μας..» την παρότρυνε ζωηρά προχωρώντας αποφασισμένος να μην την αφήσει να λιμοκτονήσει από την πίκρα της

Ολη την ημέρα γυρνούσε μεσα στο μυαλό του η βασανισμένη της μορφή και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να την βοηθήσει.

Αυτο και θα το έπραττε ιδιαίτερα απ την στιγμή που γνώριζε από πρώτο χερι τις σκοτεινές προθέσεις των συγγενών της .

Συνέχισαν αμίλητοι την διαδρομή τους ώσπου σταμάτησαν μπροστά από ένα μικρό μαγαζάκι στο τέλος του δρόμου .

Κάποιοι από τους θαμώνες κάρφωσαν ξεδιάντροπα το βλέμμα τους επάνω της σαν περνούσαν το κατώφλι .

Προτού ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ενας ηλικιωμένος άνδρας χαιρετίζοντας τον Αλέξανδρο τους υπέδειξε ένα άδειο τραπέζι για να καθίσουν φιλώντας ιπποτικά το χέρι της .

Η κίνηση αυτή την έκανε να αισθανθεί πιο οικεία με το χώρο καθώς τα αδιάκριτα βλέμματα την ενοχλούσαν .

«Λοιπόν τι θα πάρεις πριγκίπισσα ;» τινάχτηκε σαν να την χτυπούσε ηλεκτρισμός ετσι την αποκαλούσε κι εκείνος !
Αχ γιατί τον θυμάμαι τωρα ; αναλογιζόταν με την καρδιά να χτυπά σαν ταμπούρλο.

Πάλεψε να κρύψει την ταραχή της μα δεν κατάφερε να αποφύγει το γεμάτο απορία κι συμπόνια βλέμμα του.
« Προτιμώ να αποφεύγουμε τα υποκοριστικά αν δεν σε πειράζει..» αποκρίθηκε οσο πιο ήρεμα κατάφερε.

«Με συγχωρείς δεν περίμενα να σε θίξει τόσο μα επιτέλους δεν αντέχω να σε βλέπω άλλο έτσι αυτός που σε πλήγωσε δεν έχει καρδιά να το ξέρεις » ξέσπασε.

«Κι πως είσαι τόσο σίγουρος για το ότι κάποιος με πλήγωσε ; »

«Είμαι μα για το θεο κοπέλα μου η θλίψη είναι χαραγμένη στο πρόσωπο σου . Τα δάκρυα στο αυτοκίνητο δεν μου πέρασαν απαρατήρητα .
Χάνεσαι στις σκέψεις σου ολη την ώρα να σε βοηθήσω προσπαθώ δεν είμαι κουτσομπόλης . Μπορείς να μου ανοίξεις ελεύθερα την καρδιά σου !»συνέχισε σε υψηλούς τόνους.

Κοίταξε αλλού μπερδεμένη .
«Έχεις δίκιο κάποιος μου έκανε κακό !Αποφασίσα όμως να ξεχάσω κι να αρχίσω μια νέα ζωή .Εχω τόσα πολλά στο νου μου που ξέχασα ακόμη κι να συμπεριφέρομαι !
Δεν ήθελα να είμαι τοσο επιθετική μαζί σου δεν μου φταίς σε τίποτα αντιθέτως είσαι ο μονος που συμπάθησα από την πρώτη στιγμή ! »εξομολογήθηκε .

Το γλυκό πηγαίο χαμόγελο του ζέστανε για λίγο την ατμόσφαιρα μεταξύ τους.
«Θέλω μόνον να σε βοηθήσω .Τα θλιμμένα σου μάτια χαράχθηκαν στην ψυχή μου δεν μπορώ να διανοηθώ πως κατόρθωσε να σε κάνει κομμάτια ..»

« Κι όμως κάποιοι άνθρωποι βλέπεις γεννιούνται χωρίς συναισθήματα .Λέξεις όπως Αγάπη ,πιστή ,αφοσίωση ηχούν παράξενα στα αυτιά τους ! Βλέπεις το κύριο μέλημα τους να βγάζουν χρήματα κι να κυριαρχούν στον κόσμο !»σχολίασε με πικρία φανερώνοντας πως άφηνε πολλά πίσω.

«Θα καταφέρεις να τα ξεχάσεις να τα αφήσεις όλα πίσω εισαι δυνατή δεν σε φοβάμαι !Θα μαι εγω εδώ για εσένα οπότε θελήσεις να μιλήσεις μην διστάσεις .Μονο πάψε να λυπάσαι η ζωη ειν ένα μικρό ταξίδι !»

Τα λόγια της έδωσαν ελπίδα κι κουράγιο για την συνέχεια 《Σε ευχαριστώ ειλικρινά αν και δεν με γνωρίζεις καθόλου φαίνεται να με νοιάζεσαι..》

《Μαρίνα..ειναι κάτι παραπάνω απο απλό φιλικό νοιάξιμο θα είμαι ειλικρινής με ελκύεις σαν γυναίκα》

Ξεροκατάπιε με το νερό βήχοντας δυνατά 《Με ..συγχωρείς ομως δεν δίνω τέτοιου είδους δικαιώματα !》απέκτησε το αρχικό αυστηρό της ύφος .

《Ει..καλη μου το οτι επέλεξα να το εξομολογηθώ δεν σημαίνει πως θα αλλάξει κάτι ανάμεσα μας ! Κατανοώ πως χρειάζεσαι χρόνο..》

《Οχι απλώς χρόνο αλλα νομίζω δεν θα ερωτευτώ ξανά ! Έκλεισε η καρδιά μου ..》

《Πως το λες αυτό με τόση βεβαιότητα; η ζωή έχει πολλά γυρίσματα ! Δεν κλειδωνουμε μια καρδιά επειδή μας πλήγωσε κάποιος αδαής !》

Τον κοίταξε σκεπτική 《Κι όμως συμβαίνει δυστυχώς να την προσφέρεις στα χέρια κάποιου και στην κομματιάσει !》ψιθύρισε εννοώντας κάθε λέξη.

Ξημερώματα επέστρεψαν πίσω στο ξενοδοχείο ευδιάθετοι με χαμόγελα να κσομούν τα χείλη τους .
Τελικά τα χε καταφέρει να την κάνει να ξεχαστεί με τα αστεία του έφαγαν ηπιαν γλυκο κρασί τοπικης παραγωγής .

Έπειτα καθισμένοι πλάι στο κύμα διηγούνταν ιστορίες από την ζωή τους σαν δυο παλιοί καλοί φιλοι .

Ο Άλεξ την ανάγκασε με τα όμορφα λόγια του να αντιμετωπίσει την ζωή με άλλο ματι .

Δεν την πίεσε να του πει περισσότερα σεβάστηκε την λεπτή ψυχολογική κατάσταση της .
Αν αυτου αφιέρωσε ολο του το χρόνο να την κάνει να γελά μα οχι για πολύ.

Η θεία τους περίμενε ξύπνια στην ρεσεψιόν και έμοιαζε πολύ νευριασμένη
«Βρήκατε επιτέλους το δρόμο ; Μα καλα εσυ δεν είσαι κουρασμένη από το ταξίδι ; Από άυριο ετοιμάσου να δουλέψεις εαν νομίζεις πως θα κάθεσαι να βολτάρεις εως το πρωί εδώ είσαι γελασμένη .
Χρειάζομαι βοήθεια εδώ στο ξενοδοχείο γέρασα πια δεν τα βγάζω περα επτά το πρωί να σαι στο πόδι ειδάλλως βρες αλλο μέρος να μείνεις!»

Το παράλογο ξέσπασμα της έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη της γυρίζοντας την πίσω στο σκοτεινό μονοπάτι που βάδιζε .

«Μην ανησυχείτε .Δεν ήρθα να σας ταράξω λίγες μέρες μονο θα μείνω εδω έπειτα θα βρω δικο μου χώρο ! Εαν ήξερα πως θα γινόμουν βάρος δεν θα ερχόμουν καν !
Οσο για την δουλειά θα βοηθούσα από μόνη μου δεν χρειαζόμουν να μου το πείτε δεν εχω μάθει να με υπηρετούν !»

«Το αντίθετο εκπέμπεις όμως προς εμάς αγαπητή μου φαίνεται πως δεν έχεις κουραστεί για τίποτα στην ζωή σου από μακριά ! Άλλαξαν πλέον τα δεδομένα δεν ξέρω ποια συγκυρία σε έφερε ως εδώ μα να ξέρεις πως εδώ η ζωή είναι αγώνας !»συνέχισε στον ίδιο τονο η Πολυξένη ακλόνιτη.

«Με συγχωρείτε εάν σας ενοχλεί η εμφάνιση κι οι τρόποι μου δεν πρόλαβα να σας γνωρίσω αλλα κατάλαβα απο την αρχή πως εδώ δεν ημουν καλοδεχούμενη !
Θα σας αδειάσω την γωνία το συντομότερο καλή σας νύχτα !»

Ο Άλεξ που μετέφραζε τα χε κυριολεκτικά χαμένα με την συμπεριφορά της αφεντικίνας του .

Ήξερε φυσικά απ πρωτο χέρι πως δεν την ηθελε εκει αλλα δεν περίμενε να δείξει τοσο γρήγορα την αντιπάθεια προς την ανιψιά της .

Έμεινε πίσω να κοιτάζει στεναχωρημένος την Μαρίνα να τρέχει στο δωμάτιο της κι απ την άλλη την κυνική Πολυξένη να γελά με τον αέρα της νίκης στο πρόσωπο της .

«Αντε τράβα για ύπνο κι εσυ τώρα τι κοιτάς ! Κι μην μάθω πως είσαι με το μέρος της διότι τοτε σε βλέπω άνεργο κατάλαβες ; » απείλησε.

«Πολύ καλά μάλιστα ! Καλό βράδυ »
Πέρασε ολη την νύχτα σκεπτόμενη τις δουλειές που είχε να πραγματώσει ώστε να φύγει το γρηγορότερο από το φρικτό εκείνο μέρος .

Το προαίσθημα της δυστυχώς επαληθεύτηκε με το χειρότερο τροπο η θεία της δεν την ήθελε εκει τωρα δεν είχε κανέναν απολύτως να στηριχτεί έστω συγγενή σε αυτον τον τόπο .

Η καημένη η γιαγιά της δεν ειχε ιδέα για το ποσό κακία ήταν η μονάκριβη αδερφή της .
Φυσικά δεν θα της αποκάλυπτε με τίποτα ρισκάροντας να κλονίσει την εύθραυστη υγεία της με μαντάτα άσχημα σαν αυτά .

Ένα χτύπημα στην πόρτα την έβγαλε από τις σκέψεις αν κι ήξερε ποιος ήταν
δεν χρειαζόταν και πολύ σκέψη.
Η Πολυξένη στεκόταν εκει μπροστά της σαν βρεγμένη γάτα προσποιούμενη την μετανιωμένη .

«Συγνωμη» πρόφερε στα αγγλικά η μοναδική λέξη που γνώριζε φαίνεται κι ύστερα χάθηκε με βαρια βήματα στον διάδρομο .

Αλλα δεν το εννοούσε μπορούσε να ξεχωρίζει πια τους ανθρώπους ο Κρίστιαν την βοηθήσε σημαντικά σε αυτό .

Έμαθε να διαβάζει τα γεμάτα υποκρισια λόγια οπως τα δικά του. αφου οτιδήποτε της ξεστόμιζε ήταν ψέμα η μόνη αλήθεια που της εξομολογήθηκε ποτέ ήταν το πως δεν θα την αγαπούσε ποτε !

Ξεγελούσε τον εαυτό της πιστεύοντας σε παραμυθια με χαρούμενο τέλος που πάντοτε ζούσαν αυτοι καλά κι εμείς καλύτερα .

Μα στο δικό τους παραμύθι το φινάλε φάνταζε κάπως διαφορετικό προδοσία κι αβάσταχτος πόνος το τίμημα που θα πλήρωνε .

Ένιωσε να ζαλίζεται έντονα γι αυτό ξάπλωσε απαλά στο κρεββάτι μα δεν έλεγε να περάσει !《Μάλλον εχω πιει πολύ !.δικαιολογήθηκε στον εαυτό της .

Πρωί πρωί η ζαλάδα κι η δυσφορία που αισθανόταν ηταν αφόρητα από την πρώτη κιόλας στιγμή που άνοιξε τα μάτια της.

Τράβηξε απότομα την βαλίτσα της βγάζοντας αναστατωμένη από μέσα την ατζέντα της .
Κρατούσε πάντοτε σημειώσεις ανάμεσα στις περιόδους της έντρομη συνειδητοποίησε πως είχε καθυστέρηση !

Η ατζέντα κατέληξε στο πάτωμα ανήμπορη να φανταστεί την πιθανότητα να είναι έγκυος πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της .

Πασχίζοντας να σκεφθεί λογικά «Όχι όχι ηρέμησε αποκλείεται προσέχαμε !»μονολογούσε βηματίζοντας νευρικα πανω κατω .

Επρεπε παση θυσία να κάνει το τεστ για να σβηστεί η οποία αμφιβολία από το μυαλό της .

Κατεβαίνοντας σαν τρελή δυο δυο τα σκαλιά ευχόταν να μην συναντούσε κανέναν που θα την καθυστερούσε απο τον σκοπό της .

Πανω στην ωρα έπεσε πανω στον Αλεξ οποιος την παρατηρουσε με το γνωστο ανησυχο βλέμμα του .

«Που πηγαίνεις τέτοια ωρα είναι πολύ νωρίς θέλεις να έρθω μαζί σου ;» την ρώτησε διστακτικά .

« Όχι εχω ένα τρομερό πονοκέφαλο Πετάγομαι να παρω κανένα παυσίπονο από το φαρμακείο εχει κανένα εδώ κοντά ; »ρωτούσε δίχως να θέλει να χάσει ουτε λεπτό .

Άραγε να υπήρχε κανένα παυσίπονο για ραγισμένες καρδιές ; Αναρωτήθηκε ενδόμυχα επανερχόμενη στον καημό οπου την κατέτρωγε .

«Φαρμακειο; Φυσικά εχει ένα εδώ δίπλα μα μιλάς αγγλικα πως θα συννενοηθείς με την υπάλληλο ; Νομίζω δεν γνωρίζει λεξη ο Κυρ Μανώλης » Την ενημέρωσε προκαλώντας προβληματισμό.

«Ουφ θα βρώ ένα τρόπο Αλεξ. Πονάω πολύ θα σε δω αργότερα !» είπε ενώ έφυγε φουριόζα το μυστήριο με αυτην την κοπέλα ολο κι μεγάλωνε.

Κατι έκρυβε αυτο ηταν εμφανές ομως μα από ότι φαίνεται αντιμετώπιζε κι κάποια προβλήματα υγείας .
《Χμμ ..Πολύ περίεργα μας τα λες Μαρίνα ..》ψέλλισε βάζοντας με το νου του χίλια δύο.

Κρατούσε το στίκ με τρεμάμενα χέρια περιμένοντας καρτερικά το τελικό αποτέλεσμα προσευχόμενη να μην συμβαίνει αυτό που φοβόταν .

Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή η αναπνοή της έβγαινε κοφτή κι γρήγορη .

Νόμιζε πως θα τρελαινόταν από την απίστευτη αναμονή για καλή της τύχη η υπάλληλος του φαρμακείου γνώριζε κάποια στοιχειώδη αγγλικά.

Ετσι δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια να καταλάβει τι ζητούσε σιγα σιγα άρχισε να φαίνεται αμυδρά μια γραμμούλα στα άσπρα παραθυράκια ο κύβος ερρίφθει !

«Θεε μου !Είμαι.. έγκυος ! .»αναφώνησε τρομαγμένη χάνοντας τις αισθήσεις της καταλήγοντας στην λευκή μοκέτα του ξενοδοχείου.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro