Κεφάλαιο 3
[...]
«Λοιπόν μια βόλτα στο πάρκο θα σε κάνει να χαλαρώσεις πιστεύω. Έχω μαζί μου και έναν φίλο.» απαντάει στην κοπέλα απέναντι του ο Δαβίδ. Η Φρέγια καθώς ετοίμαζε τα πράγματα της γύρισε και τον αντίκρισε χαμογελώντας. Είχε πραγματικά καταβάλλει τρομερή προσπάθεια όλον αυτόν τον καιρό για να την κάνει να ξεπεράσει τους ανώριμους (κατά τα λεγόμενα της) φόβους της.
«Και...ποιος είναι ο φίλος σου;» ρωτάει διστακτικά.
«Θα δεις σε λίγο που θα περάσουμε από το σπίτι μου.» απαντάει χαμογελώντας της. Είχαν ήδη επτά μήνες που αυτός έκανε συνεδρίες μαζί της ενώ η ίδια έβγαινε μαζί του έξω με κάθε ευκαιρία όπως ακριβώς είχαν υποσχεθεί.
Ο Δαβίδ ήταν ένας πολύ ήρεμος και στοργικός άνθρωπος που δυστυχώς η αγάπη μου έλαβε ήταν μετρημένη. Αγαπούσε το θέατρο και την γλυπτική ενώ αγαπημένο του χόμπι ήταν η ζωγραφική. Κάθε μέρα που τον μάθαινε άλλο τόσο την μάγευε ο καταπληκτικός του χαρακτήρας και η ανέμελη πλευρά του.
«Ποιο είναι τελικά το άλλο άτομο;» τον ρωτάει καθώς κοντοστεκεται έξω από την πόρτα του διαμερίσματος του.
«Τώρα θα τον δεις.» απαντάει χαρούμενα και ανοίγει διάπλατα την πόρτα. Μπροστά στα μάτια της εμφανίστηκε ένα μικρό καφέ σκυλάκι, τα μάτια του ήταν θολά ενώ η μουσούδα του κατάλευκη σαν το χιόνι. Με έργα βήματα πλησίασε τον ιδιοκτήτη του κουνώντας χαρούμενα την ουρά του. «Από εδώ ο Νίκος.» προσθέτει δείχνοντας της τον τετράποδο φίλο του.
«Είναι... πανέμορφος. Μπορώ να τον χαϊδέψω;» λέει κοιτάζοντας γεμάτη ζωντάνια το μικρό σκυλί. Ο Δαβίδ κούνησε απλά το κεφάλι του δίχως να πάρει τα μάτια του από τον φιλαράκο του. Μπορεί να τον είχε μόλις ένα μήνα όμως ένιωθε πως είχαν ζήσει μαζί αμέτρητες στιγμές. Ο Νίκος ήταν ένα αδέσποτο, ένα σκυλί χωρίς ταυτότητα, χωρίς μέλλον, ένα σκυλί που έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή στην φιλοζωική στην οποία έζησε όλη του την ζωή, πίσω από τα κάγκελα στο παγωμένο από το κρύο τσιμέντο. Πλέον όμως είχε κάποιον να τον νοιάζεται.
Το χέρι της Φρεγιας τον ακούμπησε διστακτικά επάνω στην αδύνατη ράχη του. Η ουρά του συνέχιζε να κουνιέται χαρούμενα με κάθε κίνηση του χεριού της.
«Είναι υπέροχος.» σχολιάζει χαμογελώντας στον τυφλό και κουφό Νίκο.
«Σήμερα θα τον πάμε βόλτα μαζί.» απαντάει ο Δαβίδ και παίρνει τον οδηγό του σκύλου του στα χέρια. Μόλις τον συνδέσει με το κολάρο του, πιάνει απαλά το χέρι της Φρέγια και της το δίνει δίχως να πει τίποτα άλλο.
Στην βόλτα τους στο πάρκο τα βήματα της κοπέλας ήταν αργά καθώς προσπαθούσε να συμβαδίσει με τα αργά βήματα του φετινού σκύλου. Έμοιαζε τόσο χαρούμενος, μπορεί να έχασε τα πάντα, να έζησε όλη του την ζωή πίσω από ένα κλουβί αλλά ήταν χαρούμενος. Αυτό έκανε την Φρέγια να σκεφτεί πολλά. Αν δεν άφηνε το παρελθόν της δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικά χαρούμενη. Ο Νίκος παρά τα όσα είχε περάσει απολάμβανε την κάθε στιγμή. Ο Δαβίδ επίσης με τις συνεδρίες τους είχε καταφέρει να ξεπεράσει το μεγαλύτερο μέρος των ανασφαλειών του και μάλιστα να γνωρίσει μια κοπέλα ενώ η Φρέγια παρέμεινε στην ίδια στάσιμη θέση.
«Νίκο; Σου αρέσει έξω;» μίλησε στον μικρό σκύλο δίπλα της χαρούμενη με την χαρά του.
Όταν τελικά άφησε τον φίλο της μαζί με τον τετράποδο νέο της φίλο στο σπίτι ένιωσε ένα κύμα γλυκοπικρων συναισθημάτων να την κατακλύζει. Ήθελε όσο τίποτα να είναι χαρούμενη, πραγματικά χαρούμενη. Με γνώμονα τον σκύλο του φίλου της αποφάσισε να ζήσει την ζωή της σαν να είναι η τελευταία μέρα. Θα προσπαθούσε να ξεχάσει το παρελθόν και να επικεντρωθεί στο παρόν και για αυτό πήρε τον καλύτερο ψυχολόγο, ένα σκύλο ονόματι Μπελά η οποία είχε βρεθεί αποστεωμενη επάνω σε ένα βουνό δεμένη.
Πέντε χρόνια αργότερα
Κοίταξε τον εαυτό της για ακόμα μια φορά στον καθρέφτη, πραγματικά χαρούμενη. Τα χέρια της χάιδευαν κυκλικά την μεγάλη κοιλιά της ενώ η ανυπομονησία να πάρει στην αγκαλιά της τον γιο της όλο ένα και μεγάλωνε. Το πρόσωπο της φωτίστηκε περισσότερο όταν δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω από την μέση της αγκαλιάζοντας την ενώ τα χείλη του ακουμπούσαν απαλά την βάση του λαιμού της.
«Δείχνεις εκθαμβωτική.» ψιθύρισε καθώς χάιδευε και αυτός με την σειρά του την κοιλιά της αγαπημένης του.
«Σε ευχαριστώ Δαβίδ...» ψελισε χαρούμενη που πλέον βρήκε ένα άτομο να μοιραστεί την ζωή της. Οι δρόμοι των δύο νέων ενώθηκαν δύο χρόνια πριν όταν η ελαφρώς μεθυσμένη Φρέγια στην προσπάθεια της να τον ηρεμήσει από τον πρόσφατο χωρισμό ακούμπησε τα χείλη της πάνω στα δικά του.
Ποτέ στην ζωή της δεν είχε φανταστεί πως θα γνώριζε ποτέ κάποιον άντρα που θα την έκανε τόσο μα τόσο χαρούμενη. Είχε τον Δαβιδ, το μωράκι της και φυσικά το πολυαγαπημένο της ηλικιωμένο σκυλάκι που συνέβαλε με τον δικό του τρόπο σε αυτή την ευτυχία.
Τέλος
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro