Κεφάλαιο 1
Το φεγγάρι δέσποζε αρχοντικό επάνω στο έναστρο πέπλο του ουρανού με την συνοδεία των ήρεμων κυμάτων να χαϊδεύουν απαλά την ακτή. Η Φρέγια καθόταν πάνω στην μαλακή άμμο και αγκάλιαζε τα πόδια της. Τα δάκρυα κυλούσαν πάνω στα κατακόκκινα μάγουλα της.
Σήκωσε ελάχιστα το κεφάλι της και κοίταξε την σελήνη. Ένα αχνό χαμόγελο στόλισε το θλιμμένο πρόσωπο της καθώς σηκώνονταν όρθια και προχώρησε προς την ακτή εκεί που η γη και η θάλασσα συναντιούνταν. Έβαλε τα γυμνά της πόδια μέσα στο παγωμένο υφάλμυρο νερό και άφησε τον εαυτό της να κλάψει βουβά. Στο μυαλό της ήρθαν εικόνες που ίδια δεν ήθελε να θυμάται. Χρόνια ολόκληρα πάλευε με την μητέρα της να γλιτώσουν από την σκιά του πατέρα της όμως, όλες οι προσπάθειες τους έπεφταν στο κενό πυροδοτώντας την οργή του.
Απόψε μια τόσο όμορφη βραδιά οι φωνές της μητέρας της από τα χτυπήματα του πατέρα της ηχούσαν στο σπίτι. Η Φρέγια καθισμένη τότε στο δωμάτιο της έκλαιγε βουβά. Ήθελε να ζήσει όμορφα, ήθελε να έχει μια φυσιολογική ζωή όπως όλα τα παιδιά αντίθετα έπρεπε κάθε βράδυ να αντιμετωπίζει ξανά και ξανά αυτή την φρίκη που σιγά σιγά άρχισε να κατατρώει την παιδική αθώα ψυχή της. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε με τον πατέρα να της χαμογελάει κρατώντας την ζώνη στο χέρι του. Με δακρυσμένα μάτια η νεαρή κοπέλα αντίκρυσε το κενό του βλέμμα. Δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος που θυμόταν σαν παιδί. Το χέρι του τυλίχτηκε σαν φίδι γύρω από το καρπό της και με κάθε της κίνηση το άγγιγμα του γινόταν ολοένα και πιο σφιχτό σαν της οχιάς.
«Μικρή ανόητη! Είδα τους ελέγχους σου!» φώναξε κάνοντας την κόρη του να ξεσπάσει σε λίγμους. «Δεν κάνουν έτσι οι γυναίκες!» φώναξε καθώς το χέρι του χτύπησε επάνω στο κατάλευκο μάγουλο της.
«Σε παρακαλώ μπαμπά...σε παρακαλώ...» ψέλλισε ανάμεσα από τα αναφυλιτα της.
«Πάψε!» ούρλιαξε ξανά χτυπώντας το μικρό παιδί.
Η Φρέγια σφράγισε τα μάτια της και περίμενε το χέρι του πατέρα της πάνω στο μάγουλο της. Όμως, άντ' αυτού στο χώρο ήχησε ένα βάζο να σπάει και κομμάτια του να σκορπάνε στο πάτωμα. Δίπλα από το κάποτε αγαπημένο της πατέρα η μητέρα της είχε ρίξει ένα βάζο, το οικογενειακό κειμήλιο που πάντα φύλαγε με τόση αγάπη.
«Άσε το παιδί ήσυχο!» του φώναξε. Από την μύτη της ακόμα κυλούσε ένα μικρό ρυάκι από αίμα ενώ το ένα της μάτι ήταν οριακά κλειστό.
«Μαμά...» ψελισε σιγανά. Ήθελε να τρέξει κοντά της να την αγκαλιάσει. Σε μια τόσο δύσκολη στιγμή είχαν μόνο η μία την άλλη, ήθελε να είναι κοντά της.
Ένα σαρδόνιο χαμόγελο απλώθηκε πάνω στα χείλη του Ρίτσαρντ καθώς πλησίαζε αργά την γυναίκα του.
Η Φρέγια κούνησε απαλά το κεφάλι της και σεέδιωξε αυτή την άσχημη ανάμνηση ή μάλλον προσπάθησε να την διώξει. Έκανε ακόμα λίγα βήματα στην παγωμένη θάλασσα, πλέον το νερό η στάθμη του νερού έφτανε στα γόνατα της. Ήταν μόνη της. Εκείνη την νύχτα είχε δώσει μια υπόσχεση στην μητέρα της πως θα ζήσει. Θα ζήσει καλά.
Είκοσι χρόνια αργότερα
Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη ήταν μια δυναμική γυναίκα με δικό της γραφείο. Τα γεγονότα του παρελθόντος είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στην τότε παιδική της ψυχή. Την μισή της ζωή την είχε περάσει στα γραφεία των παιδοψυχιατρων καθώς οι συνεχείς εφιάλτες δυσκόλευαν την ζωή της. Αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους που αποφάσισε και η ίδια να συμβάλλει σε αυτό το έργο και να βοηθήσει τους ανθρώπους να εισχωρήσουν στις βαθύτερες σκέψεις τους βρίσκοντας λύσεις. Έτσι η ζωή τους θα ήταν πιο εύκολη.
Η ανάμνηση της μητέρας της χρόνια με τα χρόνια ξεθωριαζε ολοένα και περισσότερο. Η θετή της οικογένεια είχε περάσει τα πάνδεινα προσπαθώντας να την βοηθήσουν να ορθοποδήσει αφήνοντας δειλά δειλά το παρελθόν πίσω της. Την αγαπούσαν όπως και η ίδια, ήταν οι σωτήρες της, η οικογένεια της.
Χρόνια με τα χρόνια αισθανόταν πως η όψη της έμοιαζε ολοένα και περισσότερο στην μητέρα της -πιο πολύ ήλπιζε για αυτό. Φόρεσε το κόκκινο κραγιόν στα χείλη της και έφυγε με γοργά βήματα από το σπιτικό της, έτοιμη να αντιμετωπίσει την σκληρή κοινωνία.
Ήταν σαράντα τεσσάρων και όμως ακόμα φοβόταν τις αντρικές φιγούρες, έτρεμε τους άντρες. Βαθιά μέσα της ήξερε την πηγή του κακού καθώς και γνώριζε πως έπρεπε να αντιμετωπίσει τους ενδοιασμούς της. Όμως, φοβόταν να έρθει αντιμέτωπη με αναμνήσεις που την πονούσαν και ματωναν την ψυχή της.
Καθόταν ήρεμη και χαλαρή στην στάση περιμένοντας το αστικό όταν τον ειρμό των σκέψεων της διέκοψε ο ήχος του κινητού.
«Αγάπη μου; Σε ενοχλώ μήπως;» η φωνή της γλυκειάς μητέρας της ήχησε από την άλλη γραμμή.
«Όχι δεν με ενοχλείς. Καλημέρα.»
«Πήρα να σου θυμίσω για το Κυριακάτικο τραπέζι. Μην αργήσεις.» της λέει η Φρόσω χαμογελώντας από την άλλη γραμμή. Η Φρέγια ήξερε πολύ καλά τον λόγο που δεν έπρεπε να αργήσει, μυριζοταν ακόμα μία κατά τύχη γνωριμία με κάποιον νεαρό.
«Δεν θα αργήσω.» απάντησε ψιθυριστά καθώς ήξερε πως έπρεπε για ακόμα μια φορά να αντιμετωπίσει τις σκιές του παρελθόντος της.
«Τέλεια αγάπη μου! Καλή δουλειά.» φώναξε και τερμάτισε την γραμμή αφήνοντας την ασάλευτη στο κρύο. Έπρεπε να κρύψει για ακόμα μια φορά τους φόβους της, ήταν μια μεγάλη γυναίκα πλέον όχι ένα μικρό παιδί. Μπορούσε να ξεχωρίσει πως οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, πως ο πατέρας της δεν ζει πια και φυσικά πως έπρεπε• όπως της έλεγαν να βρει κάποιον, μεγάλωσε. Ο μόνος άντρας που μπόρεσε να εμπιστευτεί ήταν ο Σάιμον, από όσα είχε καταλάβει ήταν ένα άτομο με ευχάριστη προσωπικότητα και περιέργεια για τον κόσμο, ακριβώς όπως ένα μικρό παιδί, ακριβώς ότι δεν ήταν αυτή ποτέ.
Φτάνοντας στο γραφείο της ακούμπησε απαλά την τσάντα της στην πολυθρόνα και κάθισε μπροστά στο παράθυρο χαζεύοντας την θορυβώδη πόλη της Θεσσαλονίκης.
«Επ, καλημέρα! Σου έφερα ένα καφέ! Γλυκό για να γλυκανει την μέρα σου!» ακούει την φωνή του φίλου της καθώς ανοίγει την πόρτα τείνοντας θεατρικά τον καφέ προς το μέρος της.
«Σε ευχαριστώ...» απάντησε πικρά παίρνοντας το μαύρο ρόφημα από τα χέρια του.
«Τι έχεις; Δεν ξεκίνησε καλά η μέρα σου;»
«Μάλλον την Κυριακή θα έχω και άλλη γνωριμία με κάποιον γαμπρό.»
«Αχ τέλεια! Άντε και εγώ παράνυμφος στον...ποιο νούμερο είναι αυτός είπαμε; Δέκατος; Έχω χάσει το μετρημα» σχολιασε και πέρασε τα χέρια του γύρω από την μέση της. «Μια γνωριμία είναι.» πρόσθεσε και αφού της έκλεισε το μάτι αποχώρησε από το δωμάτιο.
Ναι...μια γνωριμία είναι… επανέλαβε και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της περιμένοντας τα ραντεβού της ημέρας.
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.» άκουσε την τελευταία πελάτη να λέει και παίρνοντας την τσάντα της έφυγε από το γραφείο.
«Επ! Καθώς ερχόμουν είδα μια υπέροχη τάρτα σε ένα ζαχαροπλαστείο και είμαι να σου φέρω. Δεν πιστεύω να σε απασχολούν τα κιλά;» της λέει μονομιάς ακουμπώντας το κουτί γεμάτος χάρη επάνω στο γραφείο της. «Το ξέρεις πως το γλυκό τα λύνει όλα; Εν τω μεταξύ συνάντησα έναν ξινό έξω από το γραφείο σου άλλο πράγμα να στο λέω και άλλο να τον βλέπεις. Κανένας τρελός θα είναι! Πάντως να ξέρεις θα έρθω και εγώ στο τραπέζι την Κυριακή.» συνεχίζει να μιλάει κάνοντας το μυαλό της Φρέγια ένα κουβάρι.
«Ένα ένα σε παρακαλώ.» ψιθυρίζει αγανακτισμένα στον φίλο της.
«Ω εγώ φταίω που έχω αφήσει τον Μήτσο μου για πάρτι σου!» φωνάζει βάζοντας θεατρικά το χέρι του στο μέτωπο και λυγίζοντας απαλά την μέση του προς τα πίσω. «Άκαρδη γυναίκα!» προσθέτει ακόμα πιο δραματικά.
Τότε ξάφνου η Φρέγια πιάνει την καρδιά της και του απαντάει στον ίδιο τόνο. «Ωιμε τι δράμα ζω η καημένη!» και του χαμογελάει γλυκά απλώνοντας τα χέρια της στο κουτί με το γλυκό.
«Πάλι καλά δεν έγινες ηθοποιός είσαι πολύ χάλια στην υποκριτική.» σχολιάζει ο Σάιμον και αρπάζει το κουτί από τα χέρια της. «Αυτό για να μάθεις να με σέβεσαι φίλη μου.» προσθέτει βγάζοντας της την γλώσσα. Η κοπέλα απλά στριφογυρίζει τα μάτια της καθώς ο φίλος της άρχισε σιγά σιγά να μετατρέπεται μπροστά στα μάτια της σε ένα μικρό πεντάχρονο αγοράκι.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro