Κεφάλαιο 9
Το βράδυ η Κρυσταλλία ξύπνησε από έναν επίμονο ήχο στο παράθυρο της. Στην αρχή, νόμιζε πως ήταν ο αέρας όμως όταν είδε τα κόκκινα μάτια σε συνδυασμό με τα μαύρα φτερά του μεγάλου σώματος του πλάσματος τότε άνοιξε το παράθυρο αφήνοντας το να μπει μέσα. Το πουλί εκρωξε δυνατά αρκετές φορές, τόσο που η Κρυσταλλία έκλεισε τα αυτιά της. Είδε ένα πακέτο το οποίο το πήρε ξεκινώντας να το κουνά για να μαντέψει το περιεχόμενο του συνοφρυωμένη ενώ παράλληλα το πουλί με τα κόκκινα μάτια που την παρατηρούσε της προκαλούσε φόβο.
««Ανόητη μικρή! Μάθε πως εμείς οι έμπειροι πολεμιστές πάντα έχουμε έναν άσο στο μανίκι μας!»» είπε μια γυναικεία σκοτεινή φωνή από πίσω της. Η εκλεκτή γύρισε κοιτώντας την τρομοκρατημένη τόσο που ένιωσε τα πόδια της να έχουν κολλήσει στο πάτωμα ενώ η νυχτερίδα προσγειώθηκε στον ώμο της κυράς της. Τα μπλε μαλλιά της ήταν τώρα κοντά ενώ τα μάτια της έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι. Φορούσε την ασημένια της πανοπλία πάνω από τα μαύρα ρούχα της ενώ κράδαινε απειλητικά το σπαθί της.
««Ντράκον, δώσε στη μικρή μας φίλη το δώρο μας!»» απευθύνθηκε σε έναν άντρα ο οποίος φορούσε μια ολόχρυση μάσκα που κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ενώ μόνο τα καστανά του μάτια φαίνονταν να απολαμβάνουν με σαδιστική ικανοποίηση τον φόβο ενός παιδιού. Ο Ντράκο πλησίασε κουνώντας μπροστά της ένα άκοπο ημιπολύτιμο λίθο στο χρώμα του απαλού μπλε δεμένο από μια αλυσίδα :μια φεγγαρόπετρα μαζί με μια καρφίτσα που αποτελούνταν από μια μικρή μεταλλική βελόνα και ένα ασημένιο έμβλημα με το σύμβολο της μαύρης τρίαινας.
««Μία σταγόνα από το αίμα σου, και όλη σου η ζωή θα γίνει πάλι όπως πρώτα. Χωρίς το χρίσμα, χωρίς να έχεις μια κληρονομιά να σε βαραίνει και κακούς να σε κυνηγούν για να σε σκοτώσουν. Τι λες, λοιπόν?»» είπε χαϊδεύοντας τα στιλπνά μαλλιά της με την μικρή να σουφρώνει τα χείλη της από αηδία.
Ο κρύσταλλος... Ο κρύσταλλος βρισκόταν μέσα στην τσάντα της κάτω από το κρεβάτι της. Πρόσεξε την λευκή λάμψη που έβγαζαν τα φυλακτά. Συγκενρώθηκε νιώθοντας την μαγεία να κυλά από το βραχιόλι στις φλέβες της νιώθοντας σαν να την διαπερνά ρεύμα. Άνοιξε τα μάτια της που είχαν πάρει την απόχρωση του ασημιού, τέντωσε τα χέρια της προς τα μπροστά και με ένα φοβερό ουρλιαχτό εξακόντισε βέλη από καθάριο φως στους εισβολείς που πετάχτηκαν στον τοίχο. Ορμηξε κάτω από το κρεβάτι της, ψάχνοντας απεγνωσμένα το κρύσταλλο.
««Κάσπιαν! Μόργκαν! Χρειάζομαι βοήθεια στο σπίτι μου, είναι η Τιτάνια! Βοήθεια!»» ούρλιαξε πανικόβλητη καθώς ένιωθε δυνατά χέρια να της τραβάνε τα πόδια κάτω από το κρεβάτι. Μελί ανήσυχα μάτια της ανταπέδωσαν το βλέμμα και τότε...
Τότε άκουσε τον ανατριχιαστικό ήχο μετάλλου πάνω σε μέταλλο. Η Μόργκαν φορώντας την χρυσή της πανοπλία πολεμούσε με την Τιτάνια με κινήσεις που θύμιζαν χορεύτριες έτσι όπως προσπαθούσαν να καταφέρουν κάποιο χτύπημα γυροφέρνοντας η μία την άλλη σαν κοράκια, την ίδια στιγμή που ο Κάσπιαν πάλευε με τον Ντράκον. Η Κρυσταλλία μπουσουλώντας έφθασε στην πόρτα και ανοίγοντας την ξεχύθηκε έξω φωνάζοντας την μαμά και την θεία της με τρόμο. Η Υακίνθη πάλευε με την Έρις η οποία της είχε καταφερει αρκετές γρατσουνιές με την Υακίνθη να της ψεκάζει αλατόνερο που έκαιγε τόσο την επιδερμίδα όσο και τα ρούχα της ενώ η Λιντιάνα γινόταν ένα με τις σκιές χτυπώντας ανελέητα την μαυρομάλλα Ασπασία. Η Κοραλλία δεν φαινόταν πουθενά.
««Μαμά!»» τσίριξε με τρόμο με τα δάκρυα να θολώνουν τη όραση της καθώς την έβλεπε αναμαλλιασμένη με αιμάτινα ρυάκια κατά μήκος των μπράτσων της.
««Τι θα γίνει η οικογένεια σου εάν σε σκοτώσω? Εάν η μαμά πεθάνει και οι δύο αδύναμες μείνουν έρημες και απροστάτευτες?»» ειρωνεύτηκε αγκομαχώντας η Έρις η οποία πάλευε να πάρει φυσιολογικές ανάσες. Επιχείρησε να δώσει μια μπουνιά στην Υακίνθη η οποία άφησε ακάλυπτη την αριστερή της πλευρά. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε η νεαρή γυναίκα κλωτσώντας την στα πλευρά με φόρα ενώ έπειτα την έσπρωξε με την Έρις να πέφτει στο κενό παρασέρνοντας τα ξύλινα κάγκελα. Ακούστηκε ξεκάθαρα ο ήχος των κοκάλων που σπάνε μαζί με τον γδούπο ενός σώματος που πέφτει από τις σκάλες.
««Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να αγγίξει την οικογένεια μου ακούσατε?»» ούρλιαξε η Υακίνθη παγώνοντας το αίμα όλων.
««Βρωμιάρα θνητή!»» τσίριξε η Τιτάνια πετώντας της ένα στιλέτο με τη Υακίνθη να το αποφεύγει τελευταία στιγμή σκύβοντας. Το στιλέτο καρφώθηκε στο τοίχο πίσω της.
««Μικρή, δώσε μου το βραχιόλι σου! Η Κοραλλία έχει μαζέψει τα πράγματα σας με εντολή του Κάσπιαν που είχε ανιχνεύσει την παρουσία αθάνατων στην γύρω περιοχή. Φύγε να σωθείς!»»
Η Λιντιάνα πήρε το βραχιόλι στο χέρι της. ««Η καλύτερη ας νικήσει!»» είπε πετώντας τα φυλακτά στο ταβάνι όπου διαφορετικές πύλες με γαλάζιο χρώμα άνοιξαν και έπειτα έκλεισαν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ.
Η Τιτάνια χάραξε τον λαιμό της Λιντιάνα η οποία είχε μπει προστατευτικά μπροστά από την Κρυσταλλία η οποία ούρλιαξε καθώς έβλεπε την Λάμια να σωριάζεται αιμόφυρτη στο ξύλινο πάτωμα με τις φλέβες της να μαυρίζουν και να γίνονται πιο έντονες στο ωχρό της πρόσωπο.
Η Κρυσταλλία κρατούσε σταθερά το κεφάλι της στην ποδιά της. Προσπαθούσε να συγκρατήσει το κλάμα της για να μην βαρύνει το φευγιό της. Η ψυχή της πάλευε να φύγει από το κορμί της.
««Μείνε κοντά στην μητέρα σου και στον άρχοντα καλή μου. Αυτοί θα σε προστατεύσουν. Και μια τελευταία χάρη: άφησε το κόσμο αυτό καλύτερο από ό, τι τον βρήκες»» ψιθύρισε και ξεψύχησε με την Κρυσταλλία να ξεσπά σε ουρλιαχτά ανοίγοντας τα χέρια της διάπλατα με την μαγεία της να πετά πάλι στον τοίχο τον Ντράκο, την Ασπασία και την Τιτάνια. Ο Κάσπιαν βρήκε την ευκαιρία και αρπαζοντας την τρομαγμένη Κοραλλία, την κλαμένη Κρυσταλλία, την κουρασμένη Υακίνθη και την σημαδεμένη Μόργκαν μεταφέρθηκαν σε ένα μέρος με βαριά μυρωδιά και με ένα αρχοντικό να περιμένει να τους υποδεχθεί, να γεμίσει με ζωή ξανά τα άδεια δωμάτια αλλά και να διελευκάνει κάποιος τα μυστήρια που σαν πέπλο κάλυπταν την ομορφιά του.
Τέλος πρώτου βιβλίου
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro