Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 8

 
🔞🔞
(ΠΕΡΙΈΧΕΙ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΚΟ ΕΡΩΤΑ! ΠΑΡΑΚΑΛΏ ΑΝ ΔΕΝ ΝΙΏΘΕΤΕ ΑΝΕΤΑ ΜΕ ΑΥΤΌ, ΜΗΝ ΔΙΑΒΆΖΕΤΕ)
Δύο ημέρες μετά το χρίσμα της Κρυσταλλίας,  η καταιγίδα συνέχιζε να πλήττει την περιοχή με αμείωτο ρυθμό. Πλέον, ο ουρανός είχε ένα μονίμως λευκό χρώμα με μαύρα πυκνά σύννεφα να σκοτεινιάζουν την ατμόσφαιρα ενώ η θερμοκρασία είχε πέσει αρκετά μετατρέποντας το καλοκαίρι σε χειμώνα. Χοντρό χαλάζι σαν στραγάλι έπεφτε χτυπώντας με μανία τα δέντρα και τις στέγες των σπιτιών. Οι τουρίστες ακύρωναν τις κρατήσεις σε ξενοδοχεία φεύγοντας  για τις πατρίδες τους με πίκρα γιατί δεν πρόλαβαν να χαρούν τις διακοπές τους και το νησί πολύ σύντομα άδειασε από κόσμο βυθίζοντας σε κατήφεια τους κατοίκους του.
   Όμως, δεν είχαν όλοι τα ίδια συναισθήματα. Η Τιτάνια ετοιμαζόταν με χαρά να πραγματοποιήσει τα σχέδια της έχοντας καταλάβει ότι η επιθετικότητα δεν είναι πάντα για καλό. Βρισκόταν στο πατρικό της σπίτι που ήταν μια απλή μονοκατοικία χτισμένη από ξύλο και τούβλα με κεραμίδια που είχε ξεφτίσει το κόκκινο χρώμα τους. Η αυλή είχε καλυφθεί από σιέλ πλακάκια ωστόσο οι ρίζες της μεγάλης βελανιδιάς δίπλα από το σπίτι τα είχαν σπάσει σε μερικά σημεία. Επρόκειτο για ένα μικρό σπίτι με ένα μπάνιο, ένα σαλόνι, μια αποθήκη, μια κουζίνα και δύο κρεβατοκάμαρες καμία σχέση με το παλάτι της στην θάλασσα. Συνήθως κατέφευγε εκεί όταν ήθελε να ηρεμήσει από τις υποθέσεις της, παρόλο που απεχθανόταν οτιδήποτε της θύμιζε την πρότερη ανθρώπινη φύση της.
  Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν σκοτεινό μα η ίδια δεν ήθελε να ανάψει φως. Το παιδικό της δωμάτιο που μοιραζόταν με την Μόργκαν δεν της ξύπνησε την παραμικρή αίσθηση. Παρόλο που η μητέρα της ήταν μια αλκοολική εντελώς αποτυχημένη  στα μάτια της Τιτάνια, η Μόργκαν την είχε βοηθήσει να δραπετεύσει και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή σε άλλη χώρα . Τόσα χρόνια που ταξίδευε από θάλασσα σε Ωκεανό δεν είχε καταφέρει να την εντοπίσει. Όμως, κάποια στιγμή θα την έβρισκε και τότε αλίμονο της.
  Πήρε ένα ψαλίδι ξεκινώντας να κόβει τα μακριά μπλε μαλλιά της κοιτώντας το είδωλο της στο εσωτερικό  ολόσωμο   καθρέπτη της ντουλάπας. Τα βιολετί μάτια της σίγουρα θα τραβούσαν την προσοχή έτσι χρησιμοποίησε ένα φιαλίδιο με σταγόνες που μπορεί στην αρχή να ένιωθε να της καίνε το μάτι σαν δηλητήριο, στο τέλος όμως της πρόσφεραν ένα απαλό γαλάζιο χρώμα στα μάτια της. Επέλεξε να φορέσει μια κοντή σκούρα μπλε φούστα  , λευκές μπότες ως το γόνατο μαζί με μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα με φραμπαλά. Η μάσκαρα που τόνωσε τις βλεφαρίδες της, το μαύρο κραγιόν που αγρίευε το πρόσωπο της σε συνδυασμό με το άψογο μακιγιάζ ολοκλήρωναν την εικόνα της θανάσιμης ομορφιάς της.
  Με ένα αρρωστημένο χαμόγελο, κατευθύνθηκε στο μπουρντουάρ της.  Η ίδια αρεσκόταν να κρατά λάφυρα από τα θύματα της και όχι μόνο δεν την ένοιαζε να τα κρύψει αλλά τα επιδείκνυε με προκλητική διάθεση. Ένα από αυτά, ήταν και οι περούκες φτιαγμένες από ανθρώπινα γυναικεία μαλλιά που είχαν υποστεί επεξεργασία για να μοιάζουν εντελώς φυσικά. Επέλεξε μια περούκα με  μαλλιά στο χρώμα του εβένου που σχημάτιζαν ελαφριές μπούκλες στο τελείωμα τους και αφού τα χτένισε, την φόρεσε κοιτώντας το είδωλο της ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Πήρε την μπεζ τσάντα της σε σχήμα πουγκιού μαζί με μια ομπρέλα και κίνησε για το λιμάνι.
   Προχωρούσε με αυτοπεποίθηση στους άδειους δρόμους που είχαν ασπρίσει από το χαλάζι που πεταγόταν σε κάθε κατεύθυνση. Τόσο καιρό  και ακόμη δεν είχε συνηθίσει τα πόδια της, τα ένιωθε σαν ξένο σώμα ωστόσο συνέχιζε να περπατά μέχρι που έφθασε σε ένα εστιατόριο που βρισκόταν κοντά στην περιοχή της σκεπαστής ψαραγοράς.
  Με το που μπήκε, η μυρωδιά ψαριού που ψηνόταν στην σχάρα την τύλιξε μαζί με αυτή του πικάντικου κάρυ. Το εστιατόριο αυτό, είχε επιρροές τόσο ιαπωνικής όσο και μεσογειακής κουζίνας εξαιτίας των ταξιδιών στο εξωτερικό του ιδιοκτήτη που ωστόσο δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του. Οι τοίχοι του ήταν βαμμένοι σε μια απόχρωση του σάπιου μήλου και διακοσμημένοι με πίνακες και βεντάλιες ενώ το ξύλινο πάτωμα έτριζε απαλά κάτω από τα βαριά της βήματα που την οδηγούσαν στο μπαρ περνώντας με σβελτάδα μέσα από τα τραπέζια και τις πολύχρωμες καρέκλες. Η φήμη του οφειλόταν στις εξωτικές γεύσεις κυρίως των ποτών της αποθήκης αλλά και στα φρέσκα ψάρια τους.
  Η Τιτάνια κάθισε με άνεση σε ένα από τα ψηλά σκαμπό του μπαρ  σταυρώνοντας με χάρη τα πόδια της με την φούστα να ανεβαίνει μέχρι τους μηρούς της. Κοίταξε τις φαρδιές πλάτες του μπάρμπαν ο οποίος τακτοποιούσε καινούργια αλκοολούχα ποτά στα ξύλινα ράφια.

  ««Οι δουλειές πάνε καλά από ό, τι βλέπω, Ροδόλφε»» σχολίασε με μελιστάλαχτη φωνή κάνοντας τον μαυρομάλλη άνδρα να γυρίσει. Τα γοητευτικά γαλαζοπράσινα μάτια του συναντήθηκαν με αυτά της Τιτάνια κάνοντας τον να χαμογελάσει εμφανίζοντας τα χαριτωμένα λακκάκια του λεπτού του προσώπου. Η πολέμαρχος ένιωσε περήφανη για το δημιούργημα της. Από ένα αλητάκι του δρόμου είχε μετατραπεί σε ένα άντρα με γοητευτική εμφάνιση, πάντα καλοντυμένο, με δική του επιχείρηση και με ένα κορμί που θα το ζήλευε και μοντέλο.
««Να υποθέσω ότι ήρθες εδώ να φας το αγαπημένο σου μεζέ?»» ρώτησε ανασηκώνοντας το φρύδι του λαμβάνοντας ένα καταφατικό νεύμα από μεριάς της.
  Την συζήτηση τους διέκοψε το διαπεραστικό σφύριγμα του τελευταίου καραβιού που έδενε  στο νησί. Το καράβι έριχνε τα σκοινιά  του τα οποία ασφαλίζονταν με τις γέφυρες να ακολουθούν επιτρέποντας στους  ταξιδιώτες που είχαν περάσει μια δύσκολη νύχτα εξαιτίας των  κυμάτων να πατήσουν γη. Η ματιά της στρατηγού έπεσε σε μια νεαρή γυναίκα με καστανόξανθα μαλλιά που κάλυπτε με τα λεπτά της χέρια το κεφάλι της, με το πράσινο βλέμμα της χαμένο και τα ξυπόλητα πόδια της πρησμένα από το κρύο. Την είδε να τρέχει και να χάνεται μέσα στους δρόμους του νησιού με το λεπτό φλοράλ φόρεμα της να ανεμίζει ψάχνοντας ασφαλώς για ένα καταφύγιο.
  Η Τιτάνια ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα γυρίζοντας προς τον  σεφ ο οποίος ακουμπούσε μπροστά της  μια μεγάλη πορσελάνινη πιατέλα με περίτεχνα σχέδια που περιείχε λεπτές ροζ φέτες φούγκου. Το συγκεκριμένο ήταν το πιο δηλητηριώδες ψάρι του κόσμου, περιβόητος και ακριβός μεζές στην Ιαπωνία που η μαγειρική του έπρεπε να γίνει πολύ προσεκτικά για να αφαιρεθεί το δηλητήριο που ήταν 200 φορές ισχυρότερο από το κυάνιο. Η Τιτάνια αγνόησε τα λεπτά τσοπστικς και δίχως δεύτερη σκέψη πήρε την μαλακή σάρκα του ψαριού στα δάχτυλα της μασουλώντας την με ικανοποίηση.
««Ωραία το έψησες»» σχολίασε.
««Χρειάζομαι την αδελφή σου για μια δουλειά.»» συνέχισε  κοφτά με τον Ροδόλφο να καλεί το όνομα της αδελφής του η οποία κατέφτασε τρεχάτη από την κουζίνα σκουπίζοντας τα νωπά χέρια της στην ποδιά που ήταν περασμένη γύρω από την μέση της.
  Με το που είδε την Τιτάνια, το πρόσωπο της χλώμιασε με τα μαύρα μάτια της να φαίνονται ακόμη πιο μεγάλα ενώ έβγαλε την ποδιά της ξεφυσώντας κουρασμένη. Ανόρεχτα, την αγκάλιασε νιώθοντας τα χέρια της Τιτάνια να σφίγγουν το  κορμί περισσότερο από το κανονικό.
  ««Ενημέρωσε με για το πότε θα την επιστρέψεις.»»
««Είμαι σίγουρη ότι θα αντέξεις λίγες μέρες χωρίς αυτή. Βάλε κάποια από τις αδήλωτες του λιμανιού για να  σερβίρει, τις ξέρεις άλλωστε καλά»» σχολίασε ειρωνικά η Τιτάνια γελώντας καθώς προχωρούσε προς τη έξοδο κρατώντας την εικοσιδυάχρονη κοπέλα από το χέρι.
  
   Την ίδια ώρα, η νεαρή γυναίκα έχοντας ρωτήσει σε διάφορα μαγαζιά για το βιβλιοπωλείο της Υακίνθης προχωρούσε προς τα κει προσπαθώντας να αποφεύγει τις βρωμιές του πεζόδρομου όταν ξαφνικά μπροστά της είδε μια  γυναίκα με λευκά μαλλιά να σπάει ουρλιάζοντας από οργή ένα μπουκάλι ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο της. Τρόμαξε και κρατώντας το βλέμμα της χαμηλωμένο πέρασε από πίσω της γυρίζοντας μόνο μια φορά για να την δει να κλωτσά με τα αθλητικά της έναν κάδο σκουπιδιών.
  Είδε το μαγαζί και με την ψυχή στο στόμα ξεκίνησε να χτυπά επίμονα πότε το κουδούνι πότε την πόρτα με όση δύναμη της είχε απομείνει στα χέρια της. Της άνοιξε η ίδια η Υακίνθη με μια πετσέτα να τυλίγει τα βρεγμένα μαλλιά της ενώ ήταν ντυμένη με μαύρο κολάν και ένα γκρι  μπλουζοφόρεμα. Τα γαλάζια μάτια της Υακίνθης περιεργάστηκαν το ταλαιπωρημένο από το ξενύχτι και τον φόβο πρόσωπο και βγάζοντας μια κραυγή χαράς την τράβηξε μέσα στο εσωτερικό του μαγαζιού της αγκαλιάζοντας την μόλις έκλεισε την  πόρτα.
««Κοραλλία μου..»» μουρμούρισε με συγκίνηση με την αδελφή της να της χτυπά μαλακά τους ώμους.
««Θα με σκάσεις!»» της είπε πειρακτικά η αδελφή της. Ένα φτέρνισμα της ξέφυγε με την Υακίνθη να την τράβα μαλακά από το μπράτσο για να ανέβουν τα σκαλοπάτια που θα τους οδηγούσαν στο διαμέρισμα τους.
««Δεν έχεις βαλίτσες μαζί σου? Γιατί είσαι ξυπόλητη?»» ρώτησε με περιέργεια.
««Έφυγα βιαστικά από την Θεσσαλονίκη . Ευτυχώς που το ταξίδι ήταν κανονισμένο και προπληρωμένο. Δεν πήρα ούτε χρήματα, ούτε ρούχα, ούτε κινητό, ούτε τίποτε δεν θέλω τίποτε πια από αυτήν .»» είπε αναφερόμενη στην μητριά τους η οποία ζούσε εκεί με τον σύντροφο της.
  ««Πάντα το έλεγα ότι ήταν μια σκρόφα η οποία χειροτέρεψε μετά τον θάνατο του μπαμπά»»
««Εσύ χτυπούσες και πιο πριν?»» ρώτησε η Υακίνθη με την Κοραλλία να νεύει αρνητικά.
««Πάντως, είδα μια γυναίκα με λευκά μαλλιά να ουρλιάζει και να κλαίει στον δρόμο ενώ πιο μετά την πλήρωσε ένας κάδος. Υστερία σου λέω η τρελή σκέψου να περνούσε και κόσμος, θα είχε γίνει viral τώρα!»» σχολίασε η αδελφή της με τη Υακίνθη να πιάνει με το χέρι της το μέτωπο της, σαν να είχε θυμηθεί κάτι που ξέχασε.
««Η Λευκοθέα πρέπει να ταν! Το είχα ξεχάσει εντελώς ότι θα ερχόταν σήμερα.»»
««Καλύτερα, άνθρωπος που ξεσπά με τέτοιο τρόπο, φαντάσου τι μπορεί να κάνει αν γινόσασταν φίλες.»»
««Και φαινόταν τόσο καλή κοπέλα..»»
««Το ότι φαίνεται ένας άνθρωπος καλός ή όμορφος με τη πρώτη ματιά δεν πάει να πει ότι είναι κιόλας! Ξύπνα Υακίνθη! Έχουμε περάσει βία που μας φτάνει για δύο και μη σου πω για τρεις ζωές, το τελευταίο που μας λείπει είναι να υπάρχει ένα άτομο που να υστεριάζει και να μας κάνει ρεζίλι. Ξέχνα τη σου λέω!»» επέμενε η Κοραλλία με την ένταση να γίνεται εμφανής στο τόνο της φωνής της. Η αλήθεια ήταν ότι όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού η Υακίνθη έμεινε έκθαμβη από το πόσο όμορφο και καθαρό ήταν. Διέκρινε τα παιδικά παπουτσάκια στην παπουτσοθήκη ρωτώντας με λαχτάρα που ήταν η ανιψιά της.
««Η μικρή κοιμάται, είχε τα ακουστικά στα αυτιά της με τη μουσική στη διαπασών. Θα πνιγεί καμία μέρα με αυτά τα καλώδια!»» γκρίνιαξε καθώς έδινε στη Κοραλλία πετσέτες και σαγιονάρες για να μπορέσει να πάει να κάνει ένα μπάνιο.
««αχ το πουλάκι μου. Ούτε ένα δώρο δεν της πήρα»» είπε τρυφερά η Κοραλλία νιώθοντας τύψεις για την βιασύνη της και για το γεγονός ότι φάνηκε άμυαλη νιώθοντας την ντροπή της να φουντώνει σκεπτόμενη τα βλέμματα και τους ψιθύρους για την ατημέλητη εμφάνιση της στο καράβι.
««Έχω μαγειρέψει και ρούχα μπορείς να βρεις στην ντουλάπα μου. Πήγαινε να κάνεις το μπάνιο σου»» την προέτρεψε η Υακίνθη.
   Την ίδια στιγμή , στο μαγαζί η Λευκοθέα καθάριζε σε έξαλλη κατάσταση τις τουαλέτες. Η πόρτα που άνοιξε και χτύπησε με φόρα τον τοίχο την ξάφνιασε όμως δεν πρόλαβε να αντιδράσει καθώς το δυνατό χέρι της μαυρομάλλας Ασπασίας τραβούσε με δύναμη τα μαλλιά της Λευκοθέας καλύπτοντας το πρόσωπο της με ένα μαντίλι ποτισμένο στο χλωροφόρμιο με την νεαρή γυναίκα να λιποθυμά. Η Τιτάνια είχε απλώσει τα δάχτυλα της γύρω από το κεφάλι της Μαρίας φυτεύοντας της ψεύτικες αναμνήσεις που δεν περιλάμβαναν την κόρη της ενώ παράλληλα ήξερε την εξωτερική εμφάνιση της Υακίνθης αλλά και για τον μυστηριώδη άνδρα με το καλάθι που έδωσε το βραχιόλι στη Κρυσταλλία. Όταν τελείωσε την δουλειά της, άγγιξε την Ασπασία που κρατούσε την λιπόθυμη Λευκοθέα και μεταφέρθηκαν στο απόμακρο σπίτι του νησιού.
   Η Λευκοθέα κατέληξε στο καναπέ του σαλονιού ενώ η Ασπασία οδηγήθηκε στο κλειδωμένο από την μέσα μεριά δωμάτιο της Τιτάνια όπου η πολέμαρχος ένωσε τα χείλη τους με τα χέρια της να σκίζουν την μπλούζα της μαυρομάλλας κοπέλας. Η Ασπασία δεχόταν παθητικά την πράξη νιώθοντας αηδία για τον εαυτό της που δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτή την καταραμένη. Ένιωθε απίστευτη ντροπή που τα εγκληματικά χέρια της χάιδευαν την ευαίσθητη περιοχή της στρέφοντας το κεφάλι της προς την άλλη μεριά για να μην βλέπει το ολόγυμνο σημαδεμένο κορμί της Τιτάνια νιώθοντας ωστόσο το βάρος του ποδιού της που μπλέχτηκε με τα δικά της  και την τριβή των ευαίσθητων περιοχών τους με κυκλικές κινήσεις με τη Τιτάνια να αναστενάζει καθώς έσφιγγε τα στήθη της θνητής μέσα στα χέρια της βγάζοντας αρρωστημένα μουγκρητά που πιο πολύ ζώο θύμιζαν. Σιχάθηκε ακόμη περισσότερο όταν η Τιτάνια άφησε τα υγρά της πάνω στην κοιλιά της μα μόνο όταν έφυγε από το δωμάτιο άφησε ελεύθερα τα δάκρυα της.
   Η Τιτάνια έγραψε ένα σημείωμα πάνω σε μια περγαμηνή, πήρε τα σκουλαρίκια της Λευκοθέας τρυπώντας το μπράτσο της για να γεμίσουν με αίμα και τα έβαλε όλα μαζί  σε ένα κουτί. Με ένα σφύριγμα της, μια νυχτερίδα με κόκκινα μάτια ήρθε στο παράθυρο της και αφού της έδεσε το κουτί στο πόδι, της έδωσε οδηγίες για την παραλήπτη. Την παρακολουθούσε να φεύγει μέσα στον κατασκότεινο ουρανό με τα μάτια της να λαμπυρίζουν με αυτό το δυσοίωνο μωβ χρώμα καθώς γελούσε θριαμβευτικά.
    Την ίδια στιγμή, σε ένα άλλο σπίτι μια μικρή πριγκίπισσα καλούσε τον στενό της κύκλο σε δείπνο. Ένα δείπνο που έμελλε να είναι και το τελευταίο τους στο σπίτι της Κεφαλλονιάς.

Βλέπουμε λοιπόν το σατανικό σχέδιο της Τιτάνια. Ποια λέτε να είναι η παραλήπτης του κουτιού? Τι λέτε να γράφει το σημείωμα!?
Γνώρισαμε τους συνεργάτες της, τον Ροδολφο και την Ασπασία η οποία δεν φαίνεται ευχαριστημένη. Πιστεύετε ότι μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο στο μέλλον για την Τιτάνια? Τι εντύπωση σας προκάλεσαν?
Εισοδος της αδελφής της Υακίνθης, της Κοραλλίας μας! Πως σας φάνηκε?

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro