Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 5

   Ο Κάσπιαν βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά που αποτελούσε το προσωπικό του ησυχαστήριο. Το πρωί τον βρήκε με κόκκινα από το κλάμα μάτια καθώς είχε έρθει η ώρα να αποχωριστεί τα προσωπικά αντικείμενα της Αλεξάνδρας αλλά και του παιδιού που δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Ακόμη δεν είχε εντοπίσει τα στοιχεία που θα τον οδηγούσαν σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Η μυρωδιά του υγρού χώματος μπήκε μέσα στους πνεύμονες του κάνοντας τον να βήξει δυνατά από την σκόνη. Το βλέμμα του στράφηκε προς την θάλασσα με τα κύματα της που όταν έσκαγαν στην άμμο πεταγόταν αφρός. Κοίταξε το εσωτερικό της σπηλιάς. Ένα στρώμα μαζί με κιτρινισμένα σεντόνια και ένα τεράστιο  σεντούκι με σκαλιστά χρυσές  λεπτομέρειες στην επιφάνεια του  αποτελούσαν τα υπάρχοντα του.
  Το διαπεραστικό κρώξιμο των γλάρων του τράβηξε την προσοχή. Τα μάτια τους έμοιαζαν με μαύρες χάντρες και ενώ το σώμα τους θύμιζε αυτό των φυσιολογικών πτηνών, ένα στοιχείο τους ξεχώριζε :ραμμένο στην κατάλευκη κοιλιά τους υπήρχε ένα σύμβολο :αυτό της μαύρης τρίαινας που ήταν συνυφασμένο με την κυριαρχία της Ρένετριξ. Μόνο μια ήξερε που να λάτρευε τους αρχαίους θεούς :τη Λιντιάνα. Και μόνος ένας τρόπος υπήρχε για να την φέρει κοντά του. Χαμογέλασε κοιτώντας τους γλάρους. Μισή του σκέψη αρκούσε για να μετατραπούν σε σκόνη που αγκάλιασε η θάλασσα. Ικανοποιημένος με το μικρό του επίτευγμα, έπιασε να διακοσμεί το μεγάλο ψάθινο καλάθι. Φορώντας ειδικά γάντια, έστρωσε ένα παχύ στρώμα αλατιού ενώ στο εξωτερικό του στερέωσε κοτσάνια διαφορετικών λουλουδιών κλείνοντας τα κενά με μικρά κοχύλια.
  Μία ριπή παγωμένου αέρα έκανε το πουκάμισο του να ανεμίσει. Η απόκοσμη φιγούρα της Λιντιάνα εμφανίστηκε ακριβώς πίσω του  κοιτώντας τον με τα εβένινα  μάτια της. Θαρρείς πως ο αέρας έπαψε να φυσά μπροστά στην θωριά της.
  ««Έπρεπε να εξαφανίσεις τους ακόλουθους μου για να με καλέσεις Κάσπιαν? Θα μπορούσες απλώς να επιχειρήσεις νοητική επικοινωνία, αλλά ξέχασα ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι φυσιολογικό που να ταιριάζει από κει που προέρχεσαι.»» γκρίνιαζε αφήνοντας έναν αναστεναγμό η Λάμια.
««Απολαμβάνω να ακούω την γκρίνια σου λες και είσαι μικρό παιδί όμως... Θέλω να συζητήσουμε κάτι σοβαρό.»»
««Στο τέλος αυτής της εβδομάδας, εκείνη θα ζητήσει αναφορά. Θα πεις ότι όλα είναι φυσιολογικά, ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μαρτυρά την έλευση του εκλεκτού πλην άτυχου ανθρώπου που επέλεξε η μοίρα να σταθεί απέναντι της.»»
   Ο Κάσπιαν και η Λιντιάνα απέφευγαν να αναφέρονται στο πρόσωπο της Έριδας. Όλοι γνώριζαν ότι οι πέτρες, το κύμα, ο άνεμος, το χώμα, η φωτιά, το νερό ήταν αρχαιότερα από τους ίδιους. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν για αυτό πρόσφεραν άπειρες χρήσεις και υπέροχες δεξιότητες στους γενναίους που τα δάμαζαν, που δεν τρόμαζαν από την φονική δύναμη τους . Μέσα σε αυτά φώλιαζαν πλάσματα επικίνδυνα των οποίων οι δυνατότητες τούς ήταν άγνωστες. Για αυτό, προτιμούσαν την επικοινωνία μέσω της νόησης. Δεν ήθελαν να διαρρεύσουν πληροφορίες.
  ««Αυτό το σχέδιο Κάσπιαν είναι καθαρή αυτοκτονία! Η... Αυτή τέλος πάντων εγκλώβισε την αδελφή της στο καθρέπτη της λησμονιάς και εμάς νομίζεις ότι θα μας χαριστεί αν μάθει ότι τη υπονομεύουμε με οποιονδήποτε τρόπο?»» τσίριξε η Λιντιάνα σε τέτοια ντεσιμπέλ που έκανε τον Κάσπιαν να μορφάσει με δυσαρέσκεια.
««Είναι αναγκαίο. Επίσης, κάνε κάτι τελευταίο :μη πλησιάσεις το κόσμο των ανθρώπων χωρίς την άδεια μου. Δεν έχεις μάθει να ελέγχεις την δίψα σου για αίμα, Λιλ και η αδυναμία ελέγχου του εαυτού μας είναι πολλές φορές το μεγαλύτερο ελάττωμα μας. Μην βάλεις ξανά κατασκόπους σου. Ό, τι γίνεται από την θάλασσα, μένει στην θάλασσα αυτός είναι ο κανόνας της απόκρυψης και πρέπει να τον σεβαστούμε ακολουθώντας τον κατά γράμμα.»»
««Και εγώ τι θα κερδίσω?»»
««Μπορώ να σε επιστρέψω πίσω στον κόσμο σου, με τους αρχαίους Θεούς. Εκεί θα είσαι αληθινά ευτυχισμένη μαζί με τις αδελφές σου και δεν θα είσαι δέσμια κανενός .Εκτός από αυτό, θα σου προσφέρω κοσμήματα από έναν φίλο μου που ήρθε μικρός από την Ατλαντίδα. Βοήθησε με για να σε βοηθήσω » τα μάτια της Λιντιάνα γέμισαν από νοσταλγία ενώ κράτησε τα δάκρυα πίσω από τα μάτια της.
Έσκυψε το κεφάλι με σεβασμό μπροστά στον Κάσπιαν.
««Θα γίνει όπως προστάζεις άρχοντα μου. Από δω και στο εξής, δεν θα γνωρίσεις μεγαλύτερο σύμμαχο από εμένα.»»η Λιντιάνα σφράγισε την υπόσχεση της αφού δάγκωσε το χέρι της αφήνοντας να πέσουν λίγες σταγόνες κατάμαυρου αίματος στο χώρο ανάμεσα τους.
  Κάθε συμφωνία σφραγιζόταν με αίμα στο βασίλειο τους.
Ο Κάσπιαν έκλινε το κεφάλι του με ένα χαμόγελο νίκης να εμφανίζεται στο πρόσωπο του. Έκοψε το καρπό του με ένα μικρό μαχαιράκι αφήνοντας το άλικο υγρό να ενωθεί μαζί με αυτό της κατασκόπου. Μια λάμψη έκανε την εμφάνιση με την σπηλιά να καταπίνει λαίμαργα την προσφορά τους.
  Το βλέμμα της Λιντιάνα έπεσε επάνω στο καλάθι. Μια έκφραση πόνου φάνηκε στο βλέμμα της που ξεκίνησε να μαλακώνει στην σκέψη της Αλεξάνδρας.
««Έμαθες ποτέ ποιος την σκότωσε?»» ρώτησε με τρυφερή φωνή που σπάνια άκουγε κανείς από το τέρας.
  ««Έχω κάποιες υποψίες... αλλά όχι.»»
  ««Γιατί θες να χαρίσεις τα πράγματα της?»» ρώτησε κοιτώντας το κλειστό σεντούκι.
««Γιατί δεν μπορώ άλλο να την βασανίζω Λιλ. Ήρθε στο όνειρο μου εχθές... μου ζήτησε να την αφήσω να ηρεμήσει επιτέλους. Θα πουλήσω τα πράγματα της, όσα βρήκα δηλαδή γιατί το σπίτι μας ήταν ολοσχερώς κατεστραμμένο. Ακόμη και τα παιδικά κοριτσίστικα ρουχαλάκια ήταν κομμάτια. Ποιος άκαρδος καταστρέφει ρούχα ενός παιδιού? Δεν είχαν πειράξει ποτέ κανέναν.»» οι λυγμοί έκοψαν την φωνή του, τράνταζαν το στέρνο του. Ένιωσε το κρύο χέρι της Λιντιάνα να χαϊδεύει καθησυχαστικά την πλάτη.
««Θα παρηγοριέσαι με την σκέψη ότι τα αντικείμενα αυτά θα παραδοθούν σε αθώες ψυχές που θα τα χρησιμοποιούν, θα τα χαίρονται και έτσι θα χαίρεται η ψυχούλα και το παιδάκι σου. Καταλαβαίνω το σκεπτικό σου. Πολλές φορές δεν χρειάζεται να πειράξεις κάποιον για να δεις μια ακραία εγκληματική αντίδραση.»»
 
  ««Κάσπιαν, καλέ μου φίλε μην στενοχωριέσαι»» ακούστηκε μια γυναικεία κελαρυστή φωνή που γνώριζε πολύ καλά.
Ο Κάσπιαν σκούπισε βιαστικά τα μάτια του και κοίταξε την Λιντιάνα της οποίας οι οφθαλμοί είχαν τώρα το χρώμα του ουρανού.
««Εκείνη που στο κόκκινο φεγγάρι λουστεί
    Το χρίσμα της νύχτας θα της χαριστεί
     Αν την φρίκη τολμήσει να αντικρίσει
     Την μοίρα του κόσμου θα ορίσει
     Προστάτεψε την, μέντορας και φίλος πιστός
  Και ίσως, βρεθεί της καρδιάς σου ο θησαυρός.»»
Η προφητεία δόθηκε... Ο Κάσπιαν βλεφάρισε προσπαθώντας να χωρέσει το νόημα των λόγων του στο μυαλό του.. Και τότε όλα γίνανε κανονικά... Όπως τα μάτια της Λιντιάνα που είχαν αποκτήσει την σκοτεινή μαλακωμένη έκφραση τους.
««Πρέπει να φύγω. Κάνε αυτό που πρέπει, Κάσπιαν»» είπε η Λιντιάνα  βουτώντας μέσα στην θάλασσα. 
 
  Πλέον καμία αναστολή δεν χωρούσε στο μυαλό του Κάσπιαν Η Μαρίλια ζούσε ακόμη και αφού είχε βρει τρόπο να επικοινωνήσει μαζί του μέσω του νου της, τότε και εκείνος μπορούσε να κάνει περισσότερα από αυτά που πίστευε.
Τα χρυσαφένια μαλλιά και τα σκούρα μπλε μάτια του ξεθώριαζαν αμέσως όταν ήταν στην στεριά δίνοντας την θέση τους  σε ένα καστανό χρώμα στα μαλλιά και μάτια στο χρώμα του καφέ. Η επίσημη ενδυμασία του παραχώρησε την θέση της σε ένα ξεθωριασμένο ψαράδικο παντελόνι με σκισίματα στα γόνατα, μια μαύρη απλή μπλούζα με λαιμόκοψη που άφηνε να φανεί το μυώδες στέρνο του με τις πυκνές ξανθές τρίχες κάνοντας ζωντανή αντίθεση με την κατάλευκη επιδερμίδα του με  αθλητικά παπούτσια να κλείνουν στο εσωτερικό τους τα πόδια του.
  Την ίδια στιγμή, η Υακίνθη μαζί με την Κρυσταλλία περίμεναν την παραγγελία τους   σε ένα γραφικό μαγαζί του κέντρου με το πάτωμα να θυμίζει σκακιέρα ενώ τα πάλλευκα τριαντάφυλλα που μεγάλωναν μέσα στις γλάστρες που στέκονταν σαν φρουροί δεξιά και αριστερά της εισόδου σκορπούσαν την ομορφιά τους . Η ιδιοκτήτρια του, η κυρία Μαρία μια στρουμπουλή πρόσχαρη γυναίκα ετοίμαζε στο εργαστήρι της το μέλι και τα παραδοσιακά εδέσματα που στόλιζαν τα ράφια περιμετρικά της εσωτερικής βιτρίνας ενώ η κόρη της ασχολιόταν με το σερβίρισμα των πελατών του εξωτερικού χώρου όπου τα τραπέζια και οι καρέκλες καλύπτονταν από λευκές τέντες που πρόσφεραν απολαυστική σκιά.
  Η Υακίνθη απολάμβανε ιδιαίτερα την ατμόσφαιρα. Άκουγε με ευχαρίστηση τις ομιλίες και τα γέλια μιας ζωηρής παρέας •τον ήχο των πιρουνιών όταν χτυπούσαν στα πιάτα αρπαζοντας λαίμαργα την τροφή •τα γέλια των παιδιών που περνούσαν με τα ποδήλατα τους από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους •την μουσική των διαφόρων καταστημάτων που δημιουργούσαν μια γλυκιά βαβούρα. Ωστόσο, η προσοχή της αποσπάστηκε από την κοπέλα με τα ασυνήθιστα μαλλιά στο χρώμα της ζάχαρης που πλαισίωναν αρμονικά το πρόσωπο της σε σχήμα καρδιάς με τα έντονα μήλα, την γαλλική μύτη και τα γκρίζα μάτια της. Απορούσε πώς αυτά τα μακριά δάχτυλα που θύμιζαν πόδια αράχνης μπορούσαν να σηκώνουν έναν δίσκο γεμάτο με ποτήρια, αναψυκτικά και πιάτα •θαύμαζε τις σβέλτες κινήσεις της, την χάρη με την οποία περνούσε από τραπέζι σε τραπέζι •ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο τα μάγουλα της άναβαν από την ζέστη και την τρεχάλα της δημιουργούσε μια περίεργη κάψα ανάμεσα από τα σκέλια της που δεν περνούσε όσο δυνατά και αν σταύρωνε τα πόδια της.

  ««Αν είναι δυνατόν... Νιώθω εγώ έλξη για γυναίκα? Καλά η αλήθεια ήταν ότι είχα κάνει κάτι με κοπέλες στην κατασκήνωση στα δεκαοχτώ μου όμως μια φορά που έπαιξα μπουκάλα και μια άλλη που ήμουν τύφλα στο μεθύσι και έκανα σεξ με την ομαδάρχισσα, ε δε παίζει και τόσο σπουδαίο ρόλο... Ή μήπως έχει? Κοντά στον πρώην σύζυγο μου, θυμάμαι πως είχα περιορίσει αρκετά αυτές τις ανάγκες και επιθυμίες μου για γυναικεία συντροφιά ή ερωτική επαφή.... Ίσως άφησα κάποια πλευρά του εαυτού μου ανεξερεύνητη για αυτό μου βγαίνει έτσι τώρα ή μάλλον πολλές πλευρές μου όσο αφορά την σεξουαλικότητα μου...»»
    

««Ορίστε και η παραγγελία σας!»» αναφώνησε η γυναικεία φωνή ακουμπώντας ένα μακρύ πορσελάνινο πιάτο που περιείχε κορμό με γέμιση βανίλιας και φράουλας με μικρές καραμέλες που περιείχαν σοκολάτα στην επιφάνεια του.
«« Είστε τουρίστριες και εσείς? Δεν σας έχω ξαναδεί εδώ»» ρώτησε με ανάλαφρο τόνο η σερβιτόρα τοποθετώντας τα ροφήματα τους με όσο πιο αργές κινήσεις μπορούσε λες και ήθελε να καθυστερήσει την φυγή της από το τραπέζι τους.
««Θα μείνουμε μόνιμα εδώ οπότε θα μας βλέπεις συχνά.. Ελπίζω»» είπε η Υακίνθη με το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπο της.
««Είμαι η Λευκοθέα»» είπε η κοπέλα με τα λευκά μαλλιά στερεώνοντας το δίσκο στον λεπτό της ώμο για να απλώσει το  χέρι της με τα περιποιημένα βαμμένα νύχια  για χειραψία με την Υακίνθη να σηκώνεται από την καρέκλα της. Τα δάχτυλα τους ενώθηκαν όπως και τα μάτια τους την ίδια στιγμή για να χωριστούν μετά από λίγα λεπτά.
««Είμαι η Υακίνθη και από δω η κόρη μου, η Κρυσταλλία μου»» με το που άκουσε το όνομα της το μικρό κορίτσι της χαμογέλασε εγκάρδια  κοιτώντας  με θαυμασμό το σπάνιο φυσικό  χρώμα των μαλλιών της που θύμιζε νεράιδα . Ιδέα της ήταν της Υακίνθης ή είδε μια σκιά θλίψης πάνω από τα γκρι της μάτια της εικοσιοκτάχρονης κοπέλας  ?
  ««Θα ήθελα να γνωριστούμε κάποια στιγμή. Βλέπετε, εδώ δουλεύω... Το σπίτι μου αν χρειαστείτε κάτι είναι τρία τετράγωνα από δω.»» είπε καθώς σηκώθηκε για να τοποθετήσει τα μαχαιροπίρουνα και το μεγάλο πλαστικό μπουκάλι νερού.
««Αν έχεις χρόνο, το σπίτι μας είναι αυτό. Απλώς μην έρθεις σήμερα γιατί θέλω να πάω στη θάλασσα με την μικρή μου »» είπε η Υακίνθη δίνοντας της την οδό και ενημερώνοντας την ότι είχε βιβλιοπωλείο στο νησί ωστόσο τοποθέτησε τα όρια της.
««Καλώς. Γειά σας!»» τις χαιρέτησε εύθυμα η γυναίκα παίρνοντας το άδειο δίσκο. Μόλις γύρισε την πλάτη της, μια μελαγχολία σκέπασε το πρόσωπο της. Το μικρό κορίτσι της θύμισε την ανιψιά της που αν ζούσε θα ήταν συνομήλικες ενώ η μητέρα της κατάφερε να κάνει τα συναισθήματα της να ξυπνήσουν από το βαθύ ύπνο τους δριμύτερα από κάθε άλλη φορά.
     Λίγη ώρα αργότερα, η Υακίνθη ένιωσε μάλλον παρά είδε μια παρουσία να μπαίνει στο δροσερό εσωτερικού του μαγαζιού. Ένας άντρας με ψαράδικο παντελόνι, σκούρα καστανά μαλλιά και μάτια, ντυμένος απλά πλησίασε  το τραπέζι τους με ένα χαμόγελο που ξεσκέπαζε τα λευκά δόντια του.
««Καλησπέρα σας! Θα θέλατε κάτι να πάρετε από την πραμάτεια μου?»» ρώτησε τοποθετώντας το καλάθι στο τραπέζι μακριά από το πιάτο. Η Υακίνθη μύρισε το άρωμα της θάλασσας και του ιβίσκου. Ακόμη και εκείνο, ήταν επιβλητικό όπως ο ίδιος.
   Περιεργάστηκε τον ξένο. Μόλις κοίταξε το πρόσωπο του, αυτό ξεκίνησε να τρεμοπαίζει με την σκιά να αποκαλύπτει τον αληθινό Κάσπιαν με τα χρυσαφένια μακριά μαλλιά και τα σκούρα μπλε μάτια μαζί με τους επικίνδυνους κυνόδοντες.
  Ενόραση. Η Υακίνθη είχε το χάρισμα της ενόρασης που περνούσε από μητέρα σε κόρη. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσε να διακρίνει την φυση των πλασμάτων που δεν ανήκαν στο ανθρώπινο κόσμο με την εικόνα να σχηματίζεται στο μυαλό της. Τρόμαξε όταν συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. Κοίταξε διακριτικά τα πόδια του. Είχαν δώσει την θέση τους σε ουρά σαν αυτή που έβλεπε στις ταινίες με τις γοργόνες.

  Η μικρή δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό και αφού γονάτισε στην καρέκλα της άπλωσε τα χέρια της φέρνοντας το καλάθι κοντά της. Εσμιξε τα φρύδια της ξεκινώντας να ψάχνει μέσα στα πράγματα. Δεν της άρεσε η χτένα με τα μαργαριτάρια με τα μαλακά γερά δόντια μήτε το ακριβό  κολιέ . Οι ροζ φόρμες και οι κουδουνίστρες δεν την ενδιέφεραν ούτε ένα ξύλινο παιχνίδι με κλειδιά . Το χέρι της έφθασε στον πάτο με τους χοντρούς κόκκους του αλατιού να αγγίζουν το δέρμα της. Άρπαξε ένα ασημένιο βραχιόλι με φυλακτά που σαν έπεσε πάνω τους το φως του ήλιου έβγαλαν μια λευκή λάμψη που έγινε ακόμη πιο έντονη όταν το φόρεσε στο δεξί της καρπό η Κρυσταλλία κουνώντας το απαλά κάνοντας το να βγάλει ένα κουδουνιστό ήχο.
««Μαμά θα ήθελα να το πάρω αυτό. Μπορείς να το αγοράσεις?»» ρώτησε με ελπίδα η Κρυσταλλία. Ο άνδρας την κοίταξε με έκπληξη σαν να μην την είχε προσέξει αρχικά. Κοίταξε για άλλη μια φορά την Υακίνθη η οποία απέφευγε το βλέμμα του ψάχνοντας στην τσάντα για το πορτοφόλι της. Ωστόσο, όταν τον κοίταξε ψυχρά  αναγνώρισε τα καταγάλανα μάτια και τον δυναμισμό που κληρονόμησε από την  Μαρίλια.
««Πες μας πόσο κάνει να στο πληρώσουμε!»»αναφώνησε νευρικά η Υακίνθη με τον άντρα να κουνά το δάχτυλο αρνητικά. Δεν ήθελε χρήματα, είχε αρνηθεί σε όλους όσους είχε πουλήσει.
««Η μικρή σας έχει εξαιρετικό γούστο. Διάλεξε αυτό ακριβώς που της ταιριάζει. Και δεν θέλω χρήματα, δεν πήρα από κανέναν »»εξήγησε με  την βραχνή ανδρική του  φωνή.
Ο Κάσπιαν πήγε να φύγει όμως η Κρυσταλλία τον έπιασε από τον καρπό του. Ο Κάσπιαν τα είδε όλα. Μια παιδική ψυχή που πίστευε στα παραμύθια. Μια ψυχή που έκλεινε τα αυτιά όταν οι κραυγές της μητέρας της έσπαγαν την ησυχία του σπιτιού με τα δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπο της. Ένα κοριτσι με καλλιτεχνικές τάσεις που ζωγράφιζε. Ενα κορίτσι που είχε ζήσει τον τρόμο και τώρα πάλευε να αφεθεί, να αποκτήσει την ανεμελιά της ηλικίας του.
   ««Πάρε αυτό τουλάχιστον, είναι η αγαπημένη μου»» του είπε η μικρή δίνοντας του την αγαπημένη σοκολάτα με το πράσινο περιτύλιγμα που είχε μέσα αμύγδαλα.
  Εκείνος της έκανε μια μικρή υπόκλιση και αφού  τις χαιρέτησε χάθηκε σαν φύσημα του ανέμου
  Η Υακίνθη ξεφύσηξε παραξενεμένη από τα τελευταία γεγονότα . Παρατήρησε ότι  κόκκινο χρώμα του φουστανιού της κόρης της την είχε κάνει αόρατη στα μάτια του. Το ξόρκι έσπασε μόλις η μικρή μίλησε. Επομένως, το κόκκινο χρώμα λειτουργούσε σαν καμουφλάζ χωρίς να είναι απολύτως ασφαλές. Υπήρχε τρόπος να προστατευτεί από αυτούς. Και αφού υπήρχε ένας τρόπος θα υπήρχαν σίγουρα και άλλοι. Όσο για το βραχιόλι, ας το κρατούσε η Κρυσταλλία αλλά θα είχε το νου της σε τυχόν περίεργα σημάδια. Αυτά αρκούσαν για την ώρα.
      Ο Κάσπιαν γύρισε στην σπηλιά με την καρδιά του να έχει γίνει περιβόλι κρατώντας σφιχτά την σοκολάτα στα χέρια του. Γονάτισε με φόρα στην ακτή ουρλιάζοντας με μανία ωστόσο ακούστηκε σαν συριγμός του ανέμου που ταρακούνησε άγρια τις ομπρέλες στην παραλία, έριξε φύλλα από δέντρα με τα ρούχα και τις κουρτίνες να ανεμίζουν άγρια λες και κόντευαν να φύγουν από την θέση τους. Κοίταξε τον ουρανό που μέσα σε λίγες στιγμές είχε σκοτεινιάσει παίρνοντας το ίδιο χρώμα με αυτό των γαλάζιων   ματιών του που είχαν γίνει γκρι από την θλίψη του. Χοντρές σταγόνες βροχής αντάριαζαν την θάλασσα, έσκαγαν στην άμμο, τρόμαζαν τους ανθρώπους που έφευγαν κακήν κακώς από την παραλία μαζεύοντας γρήγορα τα πράγματα τους ενώ οι καταστηματάρχες καλούσαν τον κόσμο να μπει στο εσωτερικό να προστατευτούν από την καταιγίδα.
   Ο ίδιος έμεινε να δέχεται τη βροχή σαν λύτρωση πάνω στο κορμί του με τα ρούχα του να έχουν γίνει ένα με το πετσί του.
««Δεν το βαστά η καρδιά μου... Μαρίλια, μην φοβάσαι εγώ θα προστατεύσω την εκλεκτή. Βαρέθηκα πια να μην κάνω αυτό που θέλω, !»» μονολογούσε καθώς έτρωγε την σοκολάτα λαίμαργα απολαμβάνοντας  την πικράδα του αμύγδαλου και την νοστιμιά της ζάχαρης. Για πρώτη φορά, ένιωθε ήρεμος. Τώρα γνώριζε τι ήθελε να κάνει, ποια να προστατεύσει. Και αυτή δεν ήταν σίγουρα η Έρις.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro