Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 3

Αφιερωμένο σε Marypap15

Πριν αρκετά χρόνια...
Η βροχή χτυπούσε με μανία τις στέγες των αρχοντικών σπιτιών στην εύπορη περιοχή που ήταν περιτρυγιρισμένη από ένα πυκνό δάσος. Το κρύο είχε θολώσει τα κλειστά τζάμια ενώ το νερό σχημάτιζε μια κουρτίνα καθιστώντας δύσκολη την ορατότητα ενώ ξέπλενε τους γεμάτους με σκόνη δρόμους. Τέλη Μάρτη και ο καιρός δεν καλυτέρευε. Ένα λεπτό στρώμα φωτός είχε ξεκινήσει να κάνει την εμφάνιση του στο ουρανό διώχνοντας τις σκιές της νύχτας ενώ ένας κόκορας λάλησε. Ξημέρωνε.
Στο εσωτερικό ενός αρχοντικού σπιτιού , μια έγκυος γυναίκα δεν μπορούσε να απολαύσει τον ύπνο της. Ένα κακό προαίσθημα την βασάνιζε κάνοντας την να χαϊδεύει προστατευτικά την φουσκωμένη της κοιλιά όπου ζούσαν τα δύο κορίτσια της που σε τέσσερις μήνες θα τα καλωσόριζε στον κόσμο.
Αποφασίζοντας να πάει στην κουζίνα να φάει κάτι, τίναξε τις κουβέρτες από πάνω της ανακουφισμένη. Δεν ήξερε αν έφταιγαν οι ορμόνες αλλά ζεσταινόταν πάρα πολύ. Κοίταξε τον σύζυγο της με ένα τρυφερό χαμόγελο. Το στήθος του με τις πυκνές μαύρες τρίχες ανεβοκατέβαινε ρυθμικά ενώ ανάσαινε ήρεμα, τα βλέφαρα του σκίαζαν τα λεπτά του μάγουλα με μια έκφραση απόλυτης ηρεμίας να έχει απλωθεί στο πρόσωπο του. Δεν θα τον χαρακτήριζες ακριβώς όμορφο, όμως το γεμάτο με γωνίες λεπτό του πρόσωπο μαζί με τα πυκνά μαύρα μαλλιά που έφταναν ως την βάση του λαιμού του σε συνδυασμό με τα σκουροπράσινα μάτια του ήταν ενδιαφέρον. Αφήνοντας του ένα φιλί στο γυμνό του ώμο, σηκώθηκε βγαίνοντας αθόρυβα από την κρεβατοκάμαρα όπου το σκοτάδι καταπολαμούσε ένα πορτατίφ που έβγαζε ένα τριανταφυλλένιο φως.
Κατέβηκε με προσοχή τις σκάλες μπαίνοντας στην κουζίνα. Παρατήρησε ότι η φωτιά στο τζάκι κόντευε να σβήσει έτσι πήγε κοντά στο σημείο με τα στοιβαγμένα ξύλα. Είχε λυγίσει τα γόνατα της χωρίς να σκέφτεται ότι απαγορευόταν στην κατάσταση της το να σκύβει ή να σηκώνει βάρη.
««Μην διανοηθείς και σκύψεις μικρή»» ακούστηκε μια ήρεμη βραχνή ανδρική φωνή ακριβώς από πίσω της. Εκείνη ίσιωσε το κορμί της κοιτώντας τον ήσυχα με τα καταγάλανα μάτια της. Ο Ανδρέας την πλησίασε τρίβοντας απαλά με τα δάχτυλα του τα ζυγωματικά της. Η Μαρίλια ένιωσε με αυτό το άγγιγμα, ότι ήθελε ακόμη περισσότερα όμως ντρεπόταν για αυτό. Το γυμνασμένο ψηλό του σώμα που καλυπτόταν μόνο από ένα μαύρο εσώρουχο την ωθούσε σε καυτές φαντασιώσεις με τους δύο τους .Τα μάτια του την κοίταξαν διερευνητικά με αυτό το ύφος που θα έλεγε κανείς ότι διάβαζε τις σκέψεις οι οποίες δεν περνούσαν το φράγμα των δοντιών της γιατί δεν ήθελε να την περάσει για ξαναμμένη που σκέφτεται μόνο το σεξ. .
«« Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς?»»ρώτησε φιλώντας το μέτωπο της ενώ το χέρι του έτριψε καθησυχαστικά την κοιλιά της. Την έβρισκε απίστευτα ελκυστική έτσι όπως ήταν με την λευκή νυχτικιά με την δαντέλα στις άκρες των κοντών μανικιών. Τα στήθη της μαζί με τις καμπύλες της είχαν γίνει πιο ζουμερά ενώ τα μάγουλα της έμοιαζαν με ώριμα μήλα.
««Πεινάμε!»» είπε απαλά σφίγγοντας με τα δάχτυλα της το χέρι του. Ο Ανδρέας την κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο να εμφανίζει τα χαριτωμένα του λακκάκια. Με μια κίνηση, την σήκωσε στην αγκαλιά του σε στυλ νύφης ξεκινώντας να φιλά τα χείλη της παθιασμένα με την Μαρίλια να νιώθει έντονες συσπάσεις κάτω από την κοιλιά της που ζητούσαν απεγνωσμένα επαφή με τον άνθρωπο που μπορεί να της προξένεψαν οι γονείς της μα είχαν καταφέρει να αγαπηθούν.
Την τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι από ξύλο κερασιάς με τον ίδιο να φιλά τα στήθη της, την κοιλιά της για να καταλήξει στην ευαίσθητη περιοχή της που την έγλυφε και την ρουφούσε με ιδιαίτερη μαεστρία. Η Μαρίλια αναστέναζε έντονα με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι του ενώ ο Ανδρέας ένιωθε την στύση του να μεγαλώνει μέσα από το εσώρουχο του. Όταν οι πλούσιοι χυμοί του οργασμού της κατρακύλησαν στο στόμα του εκείνος την ξάπλωσε απαλά με την πλάτη της να δροσίζεται από την παγωμένη επιφάνεια του μαρμάρινου πάγκου. Τα μαλλιά της απλώθηκαν σαν πέπλο ενώ τα μάτια τους έγιναν ένα με τον Ανδρέα να γονατίζει πάνω στον πάγκο με το κεφάλι της Μαρίλιας να βρίσκεται ανάμεσα τους. Εκείνη τον γευόταν με την γλώσσα της ενώ ο Ανδρέας βογγούσε από την ηδονή. Τελείωσε πάνω στα στήθη της με την Μαρίλια να έχει ένα χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπο της. Εκείνος την πήρε προσεκτικά στην αγκαλιά του και αφού την σκούπισε με μια βρεγμένη μαλακή πετσέτα , την έβαλε να καθίσει σε μια πολυθρόνα σε λογική απόσταση από το τζάκι.
Λίγη ώρα αργότερα, ήταν και δύο τους ντυμένοι με σιδερωμένα ρούχα που μύριζαν φρεσκάδα, ο άνδρας με ένα γαλάζιο πουκάμισο και μαύρη άνετη φόρμα ενώ η Μαρίλια με ένα υπέροχο τυρκουάζ φόρεμα και καλσόν ενώ κρατούσε σφιχτά μια μάλλινη κουβερτούλα που σκέπαζε τα πόδια της . Το τζάκι δημιουργούσε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα με τις φλόγες να τρώνε λαίμαργα τα ξύλα.
««Πες μου τι τραβάει η όρεξη σου για πρωινό , μικρή μου!»» είπε τρυφερά ο Ανδρέας βγάζοντας τα απαραίτητα υλικά από τα ξύλινα ντουλάπια.
««Κάτι γλυκό»» είπε αδιάφορα με τον Ανδρέα να νεύει καταφατικά. Η Μαρίλια παρατηρούσε τον άντρα της που με σταθερά χέρια έσπαγε τα αυγά χωρίζοντας τα ασπράδια από τον κρόκο. Μέσα στο μεγάλο μπολ με τα ασπράδια έβαλε γάλα μαζί με μπόλικο αλεύρι, δύο κούπες ζάχαρη και λίγο αλάτι ξεκινώντας να τα ανακατεύει γρήγορα. Έβαλε λίγο βούτυρο να λιώνει μέσα στο τηγάνι σε μέτρια φωτιά, και έπειτα έριξε το μείγμα που σχημάτιζε ένα ομοιόμορφο στρόγγυλο σχήμα με την μύτη της να ανοίγει από τις μυρωδιές. Το μυαλό της έτρεχε με χίλιες στροφές στην προθυμία του άντρα που κάποτε για αυτήν ήταν ξένος, όμως με την υπομονή του και κυρίως με τις πράξεις του την έκανε να αναθεωρήσει πολλά πράγματα για το πώς λειτουργούν οι ισορροπίες σε μια οικογένεια.
Στο πατρικό σπίτι των γονιών της, ως μικρότερη κόρη δεν είχε κανένα λόγο στις αποφάσεις της μητέρας Καλλιόπης η οποία ήταν απίστευτα χειριστική και γκρινιάρα που κούραζε τον πατέρα Πέτρο ο οποίος κουρασμένος από την δουλειά στο κρεοπωλείο, έκανε πίσω σε κάθε της απαίτηση.
Επί της ουσίας, η Μαρίλια θυμόταν τον εαυτό της να κάνει μόνο δουλειές στο σπίτι σε καθημερινή βάση, τις απαγορεύσεις της μητέρας καθώς και τα συχνά ξεπορτίσματα της τις νύχτες που ένιωθε ότι οι τοίχοι θα την πλάκωναν αν δεν έβγαινε και λίγο έξω μαζί με την φίλη της, την Αρετή . Η μόνη της ελπίδα και ο μεγάλος της καημός ήταν οι σπουδές στην πόλη, την ευκαιρία την οποία άρπαξε η Έριδα που ήταν η πρωτότοκη αγαπημένη κόρη της Καλλιόπης. Επί της ουσίας, δεν είχε νιώσει ποτέ κομμάτι της οικογένειας της, δεν ένιωθε ποτέ επιθυμητή. Έναν καλό λόγο δεν άκουσε ποτέ από τα χείλη τους για αυτό τους είχε διαγράψει ολοκληρωτικά από την μνήμη καίγοντας τα γράμματα που κατά καιρούς έφταναν στα χέρια της.
Η ίδια είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην ξεχωρίσει ποτέ τις μικρές της. Δεν ήθελε να αισθανθεί καμία απογοήτευση με τον πικρό κόμπο της αδικίας να τους πνίγει την φωνή. Δεν ήθελε να κλαίνε κρυφά μουσκεύοντας με δάκρυα τα μαξιλάρια. Γιατί όλα αυτά ήταν η ζωή της παραπάνω από δέκα χρόνια πριν γνωρίσει τον Ανδρέα της.
Οι τηγανίτες είχαν πια ετοιμαστεί με τον Ανδρέα να βάζει σιρόπι στην κορυφή τους μέσα σε ένα πορσελάνινο πιάτο με πουλιά ζωγραφισμένα επάνω τους ενώ η Μαρίλια σηκώθηκε για να στρώσει το τραπέζι με το τραπεζομάντιλο με τα τετράγωνα στα χρώματα του κόκκινου και του λευκού. Ο Ανδρέας έστυψε δύο πορτοκάλια βάζοντας τον θρεπτικό χυμό μέσα σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι το οποίο τοποθετήθηκε στο τραπέζι μαζί με τα μαχαιροπίρουνα ενώ η Μαρίλια του έψηνε τον καφέ του την στιγμή που ο ήλιος κατάφερε ασθενικά να βγάλει τον εαυτό του από την πνιγηρή συννεφιασμένη αγκαλιά. Όταν κάθισαν στις ξύλινες καρέκλες, δίπλα δίπλα ξεκίνησαν να τρώνε με όρεξη το λιτό τους πρωινό.
««Τι έχεις εσύ σήμερα? Σε βλέπω κάπως... παράξενο. Σαν κάτι να θες να μου πεις.»»
««Είσαι μια γάτα εσύ..»» την πείραξε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της βάζοντας μια μπουκιά από τις μαλακές τηγανίτες που έλιωναν στο στόμα του ρουφώντας την αίσθηση του σιροπιού, καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι. Πήγε προς ξεχαρβαλωμένο συρτάρι κάτω από τον φούρνο βγάζοντας από το εσωτερικό του φακέλους και τετράγωνες φωτογραφίες. Επέστρεψε γρήγορα κοντά της ρωτώντας την :
««Η Έρις θυμάσαι που σπούδαζε στην πόλη?»» ρώτησε με την Μαρίλια να κουνά το κεφάλι της καταφατικά μην αφήνοντας τα αισθήματα της να βγουν στην επιφάνεια.
««Από ό, τι φαίνεται τα χρήματα που δίνουν οι δύσμοιροι οι γονείς σου πήγαν στις βόλτες και στα λούσα της, αλλά και στις πομπές της...δες και μόνη σου»» της είπε ξεφυσώντας σκασμένος δίνοντας της το πακέτο. Εσμιξε τα φρύδια της και σπρώχνοντας το πιάτο της στην άκρη, τις πήρε μπροστά της.
Αηδία την πλημμύρισε μαζί με ένα αίσθημα να γελάσει όσο πιο δυνατά μπορούσε στην θέα της Έριδας που πόζαρε προκλητικά χαμογελώντας πρόστυχα με δύο γυμνασμένους άντρες που φαίνονταν πολλά χρόνια μεγαλύτεροι της, να της καλύπτουν με τα χέρια τους τα γυμνά στήθη της. Στην δεύτερη φωτογραφία, είδε μια γυναίκα με καστανά ίσια μαλλιά που τα είχε μαζέψει σε αλογοουρά, άψογα μακιγιαρισμένη με μια γούνα λευκής αλεπούς στους ώμους της με το γεμάτο της σώμα να έχει μαύρα δαντελένια εσώρουχα γονατισμένη πάνω σε ένα κρεβάτι με κόκκινα σεντόνια, με το μαύρο της βλέμμα κοιτούσε υπερήφανα ενώ το αριστερό της χέρι αναπαυόταν πάνω στα οπίσθια της αδελφής της που είχε ανοίξει ελάχιστα τα χείλη της σε ένα παγωμένο χαμόγελο. Ωστόσο, η τρίτη ασπρόμαυρη εικόνα αφορούσε ένα δημοσίευμα μιας εφημερίδας το οποίο καταδίκαζε την νεαρή σε πέντε χρόνια φυλάκισης για διακίνηση ναρκωτικών σε μπαρ. Η Έρις εικονιζόταν με χειροπέδες με το πρόσωπο της να είναι πλήρως αλλοιωμένο από ένα ουρλιαχτό. Οι μάσκες είχαν πλέον πέσει για όλους και ο καθένας πλέον βάδιζε στο μονοπάτι των επιλογών του.
««Τι σχέση έχει αυτό με εμάς δεν καταλαβαίνω!»» είπε η Μαρίλια με την φωνή να ακούγεται πιο ψυχρή και από πάγο. Σηκώθηκε και πέταξε τις φωτογραφίες στην φωτιά μαζί με το κλειστό γράμμα σε εκρού χρώμα.
««Οι γονείς σου μου ζήτησαν να μεσολαβήσω για να πέσει στα μαλακά όμως εγώ ήθελα να σε ρωτήσω. Πιστεύεις αξίζει τον κόπο? Δεν ξεχνώ ότι πριν παντρευτούμε, μου έλεγε συνέχεια να σε προσέχω γιατί είσαι μια κοπέλα αμόρφωτη, χαζορομαντική και αναξιόπιστη διαβεβαιώνοντας με ότι σίγουρο το είχε το κέρατο καθώς και τον χωρισμό μας.»»
Ένα γέλιο υποδέχθηκε τα λόγια του με την Μαρίλια να συνεχίζει το πρωινό της με όρεξη.
««Αυτό που βρίσκω αστείο... Είναι το ότι πάντα αποκαλούσε ως ιερόδουλες αυτές που δεν συμπαθούσε και τώρα έγινε με την βούλα! Όσο για τους γονείς μου, άστους ας ζήσουν με τις τύψεις τους και ας καμαρώνουν το ζώο που έχουν για παιδί αν και είμαι σίγουρη ότι η Καλλιόπη θα βρει χίλιες δύο δικαιολογίες, δεν θέλω να ανακατευτούμε ξανά με αυτούς. »» είπε με τον Ανδρέα να νεύει καταφατικά με μια ανάσα ανακούφισης. Το ζήτημα πλέον θεωρούνταν λήξαν.
««Δηλαδή δεν συγχωρείς τους γονείς σου?»»
««Ποτέ! Ποτέ όσο ζω, δεν θα το κάνω! Εμένα με καταδίκασαν στην μοναξιά και στο ξύλο για χρόνια ενώ την άλλη την έκαναν μια κακομαθημένη, δεν της έβαλαν όρια. Ορίστε τώρα τα κατορθώματα της! Όταν πρωτοήρθα εδώ, όλα φαίνονταν ξένα σε εμένα από εσένα μέχρι και την διακόσμηση του σπιτιού μας. Η μητέρα σου που την αγαπώ πάρα πολύ κάθε φορά που ερχόταν, με ρωτούσε πώς είμαι, με ρωτούσε για τα όνειρα μου, μου έμαθε να γράφω και να διαβάζω, με άκουγε ... Όπως και η οικονόμος... Όπως εσύ που με αγκάλιαζες και ένιωθα να λιώνω από αγάπη, αισθανόμουν ενοχή γιατί πίστευα ότι δεν την άξιζα. Ποτέ δεν κατάλαβα πόσο προστατευτικός μπορεί να γίνει κανείς με τους ανθρώπους του, το πίστεψα όταν σε είδα να χτυπάς έναν βαρόνο φίλο σου που έλεγε ότι είμαι χρυσοθήρας... Το πίστεψα όταν ένιωσα την επιθυμία να αποκτήσω αυτά τα πλασματάκια μαζί σου... Σε αγαπώ πάρα πολύ Ανδρέα μου»» η συγκίνηση μαζί με τον θυμό έκαναν δάκρυα να βγουν από τα καταγάλανα μάτια της τρέχοντας στα μάγουλα της. Ο Ανδρέας αμέσως σηκώθηκε κλείνοντας την μέσα στα χέρια του ενώ της έδωσε ένα παθιασμένο φιλί που έκανε τα δάκρυα της να στερέψουν.
««Σε αγαπώ πάρα πολύ και θα κάνω τα πάντα για να μην ξανακλάψεις ποτέ. Όμως, ξεχνάς κάτι πολύ σημαντικό :μόνη σου βρήκες την θέληση και μου άνοιξες την καρδιά σου. Μην υποτιμήσεις ποτέ ξανά τον εαυτό σου, μην αφήσεις κανέναν να σου συμπεριφέρεται όπως σου συμπεριφέρθηκαν αυτές. Εγώ δεν θέλω να σε χτυπήσω κάτω, όπως έκαναν οι άλλοι. Θέλω να σου δείξω την καλύτερη πλευρά αυτού του κόσμου, θέλω να σε δω να προχωράς σε ένα καλύτερο μονοπάτι σκέψης . Ναι υπάρχει και η κακή μεριά, πάντα θα υπάρχει. Χαντακώνεις μόνη σου τον εαυτό σου σκεπτόμενη συνέχεια τις πικρές σου αναμνήσεις που μόνο στο σκοτάδι της απελπισίας και του φόβου σε τραβάνε. Αν αυτό το σκοτάδι δεν το αγκαλιάσεις, δεν το διαχειριστείς στο τέλος θα σε καταπιεί. Θα χάσεις τα λογικά σου και θα γίνεις μια μητέρα ανίκανη να σταθεί στα παιδιά της, μια γυναίκα χαμένη στους λαβύρινθους του μυαλού της. Αυτό θες?»»
««Όχι, θα προσπαθήσω περισσότερο όμως.. Σε θέλω δίπλα μου σε όλο αυτό»»
««Πάντα θα είμαστε μαζί.»»

««Έλα μαζί μου!»» της είπε ο Ανδρέας τραβώντας την μαλακά από το χέρι. Οι δύο τους περπάτησαν πάνω στο μαλακό χαλί του διαδρόμου που τους έβγαλε σε μια πόρτα ενός ανακαινισμένου δωματίου με όμορφα σκαλίσματα, γαλάζιο χρώμα και ένα τετράγωνο παράθυρο βιτρό. Ο Ανδρέας άνοιξε αποφασιστικά το χρυσό πόμολο οδηγώντας την σε ένα δωμάτιο με θέα τον κήπο με το περιποιημένο γρασίδι να έχει καλυφθεί από πεσμένα φύλλα αμυγδαλιών δημιουργώντας ένα ροζ χαλί. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε ένα ανοιχτό μπεζ χρώμα ενώ υπήρχαν πίνακες της θάλασσας. Επίσης, γνωρίζοντας το πάθος της είχε αγοράσει όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό που βρισκόταν τοποθετημένος στην γωνία με τους άνετους καναπέδες στο χρώμα του μωβ, ένα γραφείο όπου τα φρέσκα λουλούδια σκόρπιζαν την ευωδιά τους όπου ήδη είχε συγκεντρωθεί μια στοίβα γραμμάτων με αιτήματα ικανοποίησης διαφόρων αναγκών αλλά και συναντήσεων από συμπολίτες τους.
««Χρόνια πολλά!»» αναφώνησαν σαν ένας άνθρωπος η οικονόμος μαζί με μια φίλη της της οποίας το όνομα ήταν άγνωστο, ο κηπουρός, το ζευγάρι των συνεργατών του Ανδρέα ο Κάσπιαν και η Αλεξάνδρα. Οι δύο τους πάντα έδιναν εξαιρετικές πληροφορίες για τον καιρό βοηθώντας το πλήρωμα των πλοίων του , κανονίζοντας τα μέρη που πήγαιναν τα υφάσματα του μαζί με το αλάτι που με κόπο έπαιρνε και καθάριζε από τα ύδατα με το κόκκινο χρώμα.
Στα μέρη τους, οι περισσότερες παραλίες είχαν κριθεί επικίνδυνες λόγω των πλασμάτων που βασίλευαν στην άβυσσο.
Ακόμη κι η άμμος στην στεριά εγκυμονούσε κινδύνους καθώς εκεί γεννούσαν οι μεγάλες χελώνες τα μικρά τους και αλίμονο σε όποιον τα σκότωνε. Τρεις φορές τον χρόνο, γινόταν μια τελετή όπου στην θάλασσα έριχναν τόνους ολόκληρους από μέλι και λάδι, έψαλλαν ευχές για να ευχαριστηθεί η μάγισσα των θαλασσών, να μαζέψει τα τέρατα της και να δώσει ούριο άνεμο μαζί με καλή τύχη για τα ταξίδια των ναυτικών. Μέχρι και ναός ολόκληρος είχε στηθεί με το άγαλμα της θεάς που από την μέση και κάτω έμοιαζε με χταπόδι ενώ από την μέση και πάνω ήταν γυναίκα με φίδια αντί για μαλλιά που έκαναν πέτρα όποιον θνητό τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του πάνω της. Σύμβολο της ήταν η τρίαινα την οποία κρατούσε στο δεξί της χέρι με το αρμονικό της πρόσωπο να αποτελεί μια ακόμη πλάνη. Το βάθρο της είχε γεμίσει από τάματα, λουλούδια και κοχύλια ενώ το όνομα της χρησιμοποιούνταν ως κατάρα. Το όνομα της αυτής Ρένετριξ.
Η Μαρίλια παρακολουθούσε σοκαρισμένη ευχάριστα την πρώτη φορά του εορτασμού των γενεθλίων της κρατώντας το χέρι του αγαπημένου της . Το σκούρο μπλε βλέμμα του Κάσπιαν έπεσε στην κοιλιά της με την συνήθως σοβαρή του έκφραση να μαλακώνει στην σκέψη ότι σύντομα θα γινόταν και εκείνη μητέρα. Ο ίδιος ήταν πατέρας ενός υπέροχου αγοριού, του Τρίτωνα ο οποίος μεγάλωνε εκπληκτικά γρήγορα έχοντας υιοθετήσει τα δικά του μάτια μαζί με τα γλυκά χαρακτηριστικά προσώπου της γυναίκας του η οποία ήταν ντυμένη μια μάξι μωβ - μπλε τουαλέτα που η ουρά σερνόταν με χάρη στο πεντακάθαρο δάπεδο, με το ρούχο να είναι στερεωμένο με λεπτές τιράντες από τους ώμους της κολακεύοντας το στήθος της.
««Φύσα τα κεράκια καλή μου και κάνε μια ευχή!»» την πλησίασε η κυρία Βιολέτα, η οικονόμος ντυμένη με την χαρακτηριστική στολή εργασίας. Μια τριώροφη τούρτα με διαφορετική γεύση σε κάθε στρώση - φράουλα, σοκολάτα και βανίλια διακοσμημένη με σχέδια κυμάτων της θάλασσας, λουλουδιών και αστεριών με είκοσι δύο κεράκια στριμωγμένα στην κορυφή πρόβαλλε μπροστά της.
««Εύχομαι να αξιωθώ να κάνω κάτι καλό για αυτό τον κόσμο του οποίου κομμάτι είμαστε όλοι»» σκέφτηκε και φύσηξε με δύναμη τα κεριά. Όλοι χειροκρότησαν ξεκινώντας να την φιλάνε στα δύο μάγουλα τόσο που ζαλίστηκε από τις χαιρετούρες ωστόσο της άρεσε αυτή η ευθυμία. Σειρά είχαν τα δώρα. Ο Κάσπιαν της έκανε δώρο ένα πακέτο τυλιγμένο σε ασημί χρώμα λέγοντας της να το διαβάσει προσεκτικά καθώς ήταν ένα βιβλίο για τον υδάτινο ανεξερεύνητο κόσμο, η Αλεξάνδρα της έκανε δώρο ένα σετ πινέλων για την ζωγραφική της ενώ η οικονόμος έκοβε την τούρτα σε ίσα κομμάτια τοποθετώντας τα σε πλαστικά πιάτα. Ρίχνοντας μια πιο προσεκτική ματιά στο χώρο, παρατήρησε ότι η κυρία με το πολύχρωμο φόρεμα είχε εξαφανιστεί.
Ωστόσο, το πιο πολύτιμο δώρο της το έκανε ο σύζυγος της. Την τράβηξε παράμερα σκεπάζοντας την με τις φαρδιές του πλάτες και το ψηλό ανάστημα του. Την κοίταξε τρυφερά με τα μάτια του να γυαλίζουν από αγάπη και άνοιξε το καπάκι μιας κομψής βελούδινης θήκης όπου σε ένα μαύρο μαξιλαράκι αναπαυόταν ένα ασημένιο βραχιόλι με επτά κρεμαστά φυλακτά.
««Μία καρδιά για αντοχή και αγάπη.»»
««Μία πυξίδα που ποτέ δεν δείχνει λάθος ρότα. .»»
««Η Τρίαινα, το σύμβολο της δύναμης.»»
««Το κοχύλι που μπορεί να κάνει πραγματικότητα τις ευχές σου.»»
««Η μάσκα, φύλακας μυστικών.»»
««Το δαχτυλίδι του Μίδα που όποιος το φορά γίνεται πλούσιος .»»
««Και τέλος, το Βιβλίο που απαντά κάθε ερώτηση.»»
Ο άνδρας της τής το πέρασε γύρω από το λεπτό της καρπό με το κούμπωμα να εφάπτεται ακριβώς πάνω από την φλέβα της.
««Σε ευχαριστώ»» του είπε αφήνοντας ένα απαλό φιλί στα σαρκώδη του χείλη.
««Εγώ σε ευχαριστώ, που υπάρχεις στην ζωή μου. Η μητέρα μου μου είχε πει να το δώσω στην γυναίκα που θα κάνει την καρδιά μου να χτυπήσει διαφορετικά. Έχει ειδικό νόημα γιατί η μητέρα μου πιστεύει πάρα πολύ στις ιστορίες έτσι προσπάθησε να βρει αντικείμενα και από τους δύο κόσμους που αγαπούσε κάνοντας τους ένα μέσα από αυτό το κόσμημα. Θέλω να το έχεις εσύ και να μην το βγάλεις ποτέ »» της είπε κάνοντας την μία αγκαλιά με την Μαρίλια να νιώθει ευτυχισμένη ακούγοντας τον τρελό χτύπο της καρδιάς του.
««Αλήθεια, έχεις σκεφτεί ονόματα για τα κορίτσια μας?»» ρώτησε κοιτώντας την στα μάτια.
««Ναι. Το ένα θα το βγάλουμε Υακίνθη, επειδή ο υάκινθος είναι από τα αγαπημένα σου άνθη και το άλλο θα το βγάλουμε Κορραλία. Έτσι, θα μου θυμίζουν τις δύο μεγάλες μου αγάπες : την στεριά με την ασφάλεια της και εσένα που σε αγαπώ με όλη μου την ψυχή, ενώ το άλλο μας το κοριτσάκι θα συμβολίζει την θάλασσα με τον πλούτο της που όσο υπέροχος και αν φαίνεται, μπορεί να γίνει απρόβλεπτος και επικίνδυνος.»»


. Το πάρτι είχε λήξει από ώρα, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ένα λυπητερό νιαούρισμα ακούστηκε με την γυναίκα να τεντώνει τα αυτιά της. Το σπίτι ήταν ήσυχο αφού το ζευγάρι πήγε στο σπίτι του ενώ ο άντρας της στο κρεβάτι τους. Η ίδια ήταν ντυμένη μελετώντας το βιβλίο του Κάσπιαν σε μια άνετη πολυθρόνα. Κατέβηκε να δει με τα ξυπόλητα πέλματα της να της επιτρέπουν να κινείται αθόρυβα σαν αερικό. Βγήκε έξω στο παγωμένο αέρα βλέποντας στο κατώφλι μια μαύρη γάτα με κόκκινο λουράκι που την περιεργαζόταν με τα σοφά ήσυχα μάτια της. Πολύ αργά, για να μην την τρομάξει η γυναίκα γονάτισε τεντώνοντας την παλάμη με την γάτα να τρίβει το σώμα της με ένα γουργουρητό. Η γούνα της ήταν καθαρή, ενώ φαινόταν υγιής.
Ωστόσο, το μικρόσωμο θηλαστικό ξεκίνησε να κατεβαίνει με χάρη τα σκαλοπάτια με την Μαρίλια να την ακολουθεί. Τη παραξένεψε το γεγονός ότι οπότε σταματούσε, η γάτα την κοιτούσε και της γρύλιζε για να συνεχίσει να περπατά μακριά από την ασφάλεια του αρχοντικού. Η νεαρή γυναίκα έλαβε το μήνυμα ακολουθώντας τον ρυθμό της καθώς η γάτα προπορευόταν λες και βιαζόταν να σώσει κάποιον. Η Μαρίλια την ακολούθησε ενώ οι σκιές απλώνονταν πάνω από το δάσος.

Βουτιά στο παρελθόν λοιπόν με αυτό το κεφάλαιο! Έκανε και την εμφάνιση του το βραχιόλι με το ειδικό νόημα, και ένα ευτυχισμένο ζευγάρι η Μαρίλια και ο Ανδρέας... Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο? Περιμένω τα σχόλια σας με αγωνία!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro