Κεφάλαιο 9: Η Επιστολή
Ο Έντουαρντ άκουσε τις φωνές απ το βάθος του δικού του δωματίου. Με έκδηλη ανησυχία στο πρόσωπό του σηκώθηκε. Βγήκε στο μεγάλο σαλόνι. Προσπάθησε να ακούσει. Τίποτα! Τις κραυγές διαδέχτηκε η απόλυτη σιωπή. Ανατρίχιασε! Το δέρμα του πάγωσε και τα μέλη του σφίχτηκαν από έναν παράξενο φόβο. Το πήρε απόφαση. Άρχισε αργά αλλά αποφασιστικά να ανεβαίνει τις σκάλες προς τα πάνω. Οι φλόγες του φαναριού που κρατούσε φεγγοβολούσαν στους τοίχους υψώνοντας τρομακτικές σκιές. Έφτασε έξω απ τη μεγάλη πόρτα του δωματίου του Ραίημοντ. Κοντοστάθηκε μούσκεμα στον ιδρώτα.
Ένα πανέμορφο γυναικείο άρωμα τον περιτύλιξε σαν μια ευωδιαστή ομίχλη. Λες και έβγαινε από το εσωτερικό του δωματίου και απλώνονταν παντού στο εσωτερικό του σπιτιού. Πλησίασε. Απόλυτη σιωπή. Πλησίασε το πρόσωπό του στην βαριά δίφυλλη ξύλινη πόρτα. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ακούσει έστω κάτι το παραμικρό από το εσωτερικό. Έναν έστω ήχο που να προσδιορίσει μια ένδειξη ζωής του κυρίου του. Η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα και δυνατά. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το πόμολο.
"Δεν είναι μέσα Έντουαρντ!" άκουσε τη φωνή της πίσω του και κοντά του.
Μέσα σε έναν έντονο τρόμο για δευτερόλεπτα γύρισε. Την είδε. Πως βρέθηκε ακριβώς πίσω του δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει.
"Εσείς;" κατάφερε να ψελλίσει με τα πόδια του να νιώθει να λυγίζουν.
"Δεν θα τον βρείς, μόλις πριν βγήκα, δυστυχώς απουσιάζει..."
"Πως βρεθήκατε εδώ; θέλω να πω.."
"Θέλεις να πεις πως μπήκα και δεν με είδες"
"Ακριβώς!" της είπε προσπαθώντας να ανακτήσει τη σιγουριά του.
"Είναι πολλά τα πράγματα που γίνονται Έντουαρντ χωρίς να αντιληφθούμε"
"Γνωρίζετε το όνομά μου κυρία;"
"Από τον κύριό σου, βλέπεις σε εκτιμά αφάνταστα, σου είπα δεν είναι μέσα"
"Μα.... δεν... δεν βγήκε", κατάφερε να της πει.
"Είχαμε ραντεβού απόψε. Ήρθα, βρήκα την πόρτα ανοιχτή αλλά ο κύριός σου λείπει Έντουαρντ"
"Μα Κυρία...σας είπα".
Έκανε μια κίνηση σαν να του έλεγε δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε.
"Καληνύχτα Έντουαρντ! Ενημέρωσε σε παρακαλώ τον κύριό σου ότι πέρασα και δεν τον βρήκα"
"Όπως επιθυμείτε κυρία!" της είπε αποσβολωμένος.
Τον κοίταξε διερευνητικά από πάνω μέχρι κάτω.
"Είσαι όπως ακριβώς σε περιγράφει ο κύριός σου!"
Του χαμογέλασε γαλήνια, έκανε μεταβολή και άρχισε ήρεμα να κατεβαίνει τα σκαλιά προς την έξοδο. Η μορφή της φάνταζε κάτω στο κέντρο της σάλας λουσμένη σε μια παράξενη ομίχλη.
Ο Έντουαρντ την παρακολούθησε μέχρι που βγήκε από την κεντρική είσοδο. Κατάλαβε πολύ καλά ότι ήταν εκείνη. Η άγνωστη και παράξενη αυτή γυναίκα που ποτέ του δεν είχε δει και που τώρα την έβλεπε για πρώτη φορά.
Με μιας ξέχασε τα πάντα και θυμήθηκε. Άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα του δωματίου. Στο ημίφως χόρευαν οι σκιές και το τρεμοφέγγισμα των κεριών στο κηροπήγιο. Μια έντονη σκέψη άρχισε να του παγώνει το μυαλό καθώς τα μάτια του γύρευαν τον Ραίημοντ. Παντού. Δεν ήταν πουθενά! Τον φώναξε με το όνομά του, δυνατά πολλές φορές. Άρχισε να τον αναζητά σε όλο το δωμάτιο. Στον καναπέ τα βιβλία του. Αλλά εκείνος πουθενά. Βγήκε πανικόβλητος και άρχισε να τον αναζητά φωνάζοντας σε ένα προς ένα τα δωμάτια του μεγάλου σπιτιού.
Μάταια. Ο Ραίημοντ Άσκοτ ήταν άφαντος. Ο Έντουαρντ άρχισε να γεμίζει πανικό. Άρχισε να μην νιώθει καλά. Οι φωνές του ενώθηκαν με τα δάκρυά του σε ένα σμίξιμο απόγνωσης.
Έξω απ το μεγάλο Βικτωριανό σπίτι, η φιγούρα μιας γυναίκας μπλέχτηκε σε ένα χορό με τα σκοτάδια και την ομίχλη της νύχτας. Τα βήματά της ήταν βιαστικά. Έστριψε στη γωνιά του δρόμου. Πλησίασε σε μια άμαξα που καρτερούσε εκεί. Στο άνοιγμα της πόρτας για να ανέβει μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει τη γλυκόπικρη λάμψη στα παράξενα μάτια της αλλά και εκείνο το τατουάζ της πράσινης νεράιδας στον ώμο της.
Η Αγωνία και η αναστάτωση κυριαρχούσαν στην κατοικία του Ραίημοντ Άσκοτ. Όλο το προσωπικό ήταν στο πόδι. Με επικεφαλής τον Έντουαρντ έψαξαν παντού. Για οτιδήποτε μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο, να τους δώσει μια διέξοδο, μια απάντηση για την εξαφάνιση του κυρίου του σπιτιού.
Ο Έντουαρντ ανέβηκε στο προσωπικό γραφείο του κυρίου του. Έψαξε με αγωνία μήπως και βρει κάτι που θα μπορούσε να του δώσει μια βοήθεια. Ένα στοιχείο. Και εκεί δίπλα στα δεξιά, ένας μεγάλος φάκελος τον καρτερούσε έχοντας με μεγάλα γράμματα το όνομά του. Η καρδιά του σφίχτηκε. Ένα κακό προαίσθημα τον κυρίευσε. Πήρε στα χέρια του το φάκελο, τον άνοιξε και κράτησε στα χέρια του μια επιστολή. Έκατσε στην πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο του Ραίημοντ. Άρχισε με τρεμάμενα χέρια να διαβάζει δυνατά.
Η επιστολή
"Αγαπητέ μου Έντουαρντ,
είναι καιρό τώρα που ήθελα να σου μιλήσω για κάποια πράγματα που έπρεπε να μοιραστώ μαζί σου. Βλέπεις η ζωή, μας έφερε σε κοινούς δρόμους. Είσαι ένας από τους ανθρώπους που έζησες πράγματα με την οικογένειά μου από παλιά και έτσι η εμπιστοσύνη μου για σένα είναι δεδομένη.
Ήθελα λοιπόν να ξέρεις. Ίσως αναρωτηθείς γιατί στα γράφω όλα αυτά. Ποια σκοπιμότητα με ωθεί να το κάνω. Αυτή εδώ η επιστολή μου λοιπόν είναι κάτι σαν ημερολόγιο. Γεγονότων και σκέψης.
Ξέρεις ότι χρόνια τώρα έχω αφιερώσει τη σκέψη μου πάνω στην μελέτη της ψυχολογίας του ανθρώπου. Όλες αυτές τις σπουδές που ξεγυμνώνουν την ψυχή μας και την συνείδησή μας.
Τα προσωπικά μου βιώματα ήταν εκείνα που άνοιξαν αυτό το δρόμο στα κελάρια της ανθρώπινης ψυχής. Εκεί που το συνειδητό αντιπαλεύει με το ασυνείδητο. Εκεί που η πραγματικότητα αναμετριέται με τη φαντασία. Εκεί που τα θέλω συγκρούονται με τα πρέπει. Κατέβηκα λοιπόν όλα αυτά τα σκαλιά της εμπειρίας και του νου. Της δοκιμής. Μιας παράξενης δοκιμής. Στον κόσμο των φαντασιώσεων.
Δημιούργησα λοιπόν ανθρώπους. Τους έδωσα κάτι σαν ...πνοή, τους έδωσα οντότητα. Να πληρώσουν τα κενά γύρω μου. Άφησα να πάρουν μέρος σε μια φαντασιακή ζωή σαρώνοντας κάθε απόκρυφη σκέψη μέσα μου. Κομμάτιασα τον εαυτό μου και μοίρασα ρόλους σε αυτά τα πρόσωπα. Έτσι απέκτησαν τη δική τους ταυτότητα. Μίλησα μαζί τους, γέλασα, θύμωσα, λυπήθηκα. Τους έδωσα όνειρα και προσδοκίες και μέσα σε αυτά έβαλα και το δικό μου εαυτό να τα μοιραστεί.
Πρόβαλα στη σκέψη τους δικές μου παραστάσεις. Βίωσα στο σώμα τους δικές μου ηδονές. Τους άφησα να ζήσουν αυτά που δεν μπορούσα εγώ ή αν θέλεις πιο τολμηρά αυτά που δεν τολμούσα να κάνω εγώ ή τα κρατούσα απόκρυφα. Μαγεύτηκα, ερωτεύτηκα, ζήλεψα. Γέμισα το κορμί μου με ζηλευτές ηδονές και παράταιρες εναλλαγές. Διχάστηκα σε αυτό το παιχνίδι των ρόλων προσπαθώντας να μεγαλώσω τις εμπειρίες των σωμάτων και των αισθήσεων.
Ω Έντουαρντ αγαπημένε μου συνεργάτη αλλά και φίλε. Να που σε αποκαλώ έτσι όπως δεν το έκανα ποτέ μεταξύ μας. Όμως το υπονόησα. Έπρεπε να ξέρεις. Να μάθεις. Γιατί όποιος κάνει δοκιμές με αυτά τα βιώματα ανοίγει μονοπάτια απερπάτητα απ τα οποία ίσως να μην επιστρέψει ποτέ. Έτσι και με μένα. Όλα στην αρχή ήταν όμορφα. Όλα ήταν διαφορετικά. Είχαν τη χάρη του καινούργιου. Γέμισα τις άδειες μου στιγμές με τα πρόσωπα αυτά. Ήταν τόσο όμορφα. Έφτασα στο σημείο να φλέγομαι.
Όμως αγαπητέ μου φίλε ποτέ μου δεν υποπτεύθηκα ότι το ταξίδι αυτό θα έφτανε σε κόσμους που δεν είχαν γυρισμό. Όλα ξεκίνησαν σιγά-σιγά. Με ανατριχιαστικό τρόπο τα πρόσωπα αυτά της φαντασίας άρχισαν να διεκδικούν τη δική τους αυτόνομη παρουσία. Εκεί άρχισα να νιώθω τον κόσμο μου να χάνεται. Να βουλιάζω στη σύγχυση. Τότε ένας αδιόρατος φόβος με κατέλαβε. Ήταν εκείνη τη στιγμή που αποφάσισα ότι έπρεπε να σου γράψω. Να ξέρεις. Να μάθεις. Τι έγινε, πως έγινε και γιατί.
Νιώθω Έντουαρντ ότι δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Η Φαντασίωση έγινε οντότητα. Διεκδικεί επί ίσοις όροις το δικό της μερίδιο στη ζωή μου. Αν με ρωτήσεις σε λίγο δεν θα ξέρω τι είναι αλήθεια και τι εικονική πραγματικότητα. Αν είμαι ερωτευμένος αλλά και με ποιο πλάσμα είμαι. Αν την ζηλεύω αλλά απέναντι σε ποιον την ζηλεύω. Αν αυτός ο γλυκός μου δαίμονας κυριαρχήσει εντελώς μέσα μου.
Την ξέρεις, Ναντίν τη λένε. Τώρα πια μη με ρωτήσεις! Είναι άραγε φανταστική η υπάρχει; είναι πλάσμα της φαντασίας μου ή πραγματική; αλλά αν υπάρξει αυτή Έντουαρντ τότε εγώ; Εγώ δεν υπάρχω, δεν έχω θέση πουθενά. Αυτό είναι που γίνεται τον τελευταίο καιρό. Φοβάμαι. Νιώθω κάτι να κυριαρχεί πάνω μου. Νιώθω να με ρουφά λίγο-λίγο. Νιώθω να με εξαφανίζει, να παίρνει τη θέση μου. Ένας τρομερός πανικός, τόσο γλυκός, τόσο παράξενος με κυριεύει.
Όταν θα διαβάζεις αυτήν την επιστολή Έντουαρντ δεν ξέρω αν θα υπάρχω. Πως θα υπάρχω. Νιώθω την πράσινη αυτή νεράιδα να με τυλίγει μέσα στη δική της ομίχλη. Να με παίρνει στα χέρια της και να με ταξιδεύει σε άλλους κόσμους.
Όσο ακόμα λοιπόν είμαι σε θέση να αντιστέκομαι σε όλο αυτό να σου πω να μεταφέρεις αυτή μου τη γνώση και εμπειρία ως κληροδότημα στους ανθρώπους. Στους μαθητές μου. Στη σχολή μου. Όσοι νόμισαν ότι μπορούν να ελέγξουν αυτές τις δυνάμεις μέσα μας είναι σφοδρά γελασμένοι.
Σε αφήνω αγαπητέ φίλε και πιστέ μου συνεργάτη και όσο ακόμα μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου ως Ραίημοντ να είσαι ευλογημένος σε ότι έκανες για μένα.
Μακάρι να μην είναι αύριο αργά.
Ραίημοντ
Λονδίνο, Φλεβάρης 1893"
Ο Έντουαρντ έκλεισε στα χέρια του την επιστολή. Την δίπλωσε με σεβασμό και προσοχή. Εμφανώς συγκινημένος την ακούμπησε στο γραφείο του κυρίου του δίπλα από τα άλλα του συγγράμματα.
Περιεργάστηκε αργά και βασανιστικά με το βλέμμα του όλα τα προσωπικά του αντικείμενα στο γραφείο του. Αύριο είχε να επισκεφτεί το αστυνομικό τμήμα και να δηλώσει την εξαφάνιση του Ραίημοντ Άσκοτ.
Όμως μέσα από αυτήν την επιστολή αλλά και όσα έζησε αυτές τις τελευταίες μέρες μια τρομερή αίσθηση κυριαρχούσε στη σκέψη του. Κάτι σαν εφιάλτης, που δεν ήθελε να παραδεχτεί ή ακόμα να ομολογήσει.
Πήγε αργά προς το παράθυρο. Κοίταξε έξω από αυτό. Ένας δυνατός Βοριάς έκανε αλλόκοτες σκιές με τα κλαδιά των δέντρων μέσα στη νύχτα.
Στη σκέψη του δεν θα ξεχνούσε ποτέ τα μάτια αυτής της νεαρής γυναίκας, που σαν την είδε ήταν απόλυτα η Ναντίν του κυρίου του. Αυτά της τα μάτια που στο βάθος τους, απεικόνιζαν τόσο ανατριχιαστικά έντονα, τα μάτια του Ραίημοντ.
Τέλος
"Κάθε ημέρα, και από τις δύο πλευρές της νόησής μου, την ηθική και τη διανοητική, κατευθυνόμουν σταθερά πιο κοντά στην αλήθεια, ότι ο άνθρωπος δεν είναι πραγματικά ένα, αλλά δυο"
Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro