Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

|𝓗𝓸𝔀 𝓣𝓸 𝓕𝓸𝓻𝓰𝓲𝓿𝓮 |

[Αχιλλέα pov...]

Φωνές.
Πολλές φωνές.

Κλείνοντας τα μάτια μου, το μόνο που μπορούσα να ακούσω, ήταν φωνές. Ουρλιαχτά. Κρότοι. Βήματα.

Αχιλλέα, σύνελθε. Άλλωστε δεν έχεις πολύ χρόνο.
Άνοιξα ξανά τα μάτια μου και επικεντρώθηκα στον δρόμο, προσπαθώντας να καταλάβω που στο καλό βρίσκομαι.

Ξάφνου, ακούστηκαν πυροβολισμοί και κοιτάζοντας από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, διαπίστωσα πως συνέχισαν να με ακολουθούν.

Γαμώτο, γαμώτο.

Το κοντέρ του αυτοκινήτου, άρχισε να δείχνει 150 και το αίμα, ένιωθα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι.

Που πάω; Δεν ξέρω τους δρόμους, εδώ.

Βλέποντας όμως πως το αυτοκίνητο, άρχιζε να με πλησιάζει επικίνδυνα πολύ, άρχισα να αυξάνω κι άλλο την ταχύτητα.

Άμα με πιάσουν, την έχω βάψει, άσχημα.

Στρίβοντας προς τα δεξιά, εντόπισα στο οπτικό μου πεδίο ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο που θύμιζε εργοστάσιο, κάνοντας με να αυξήσω κι άλλο ταχύτητα, μέχρι που έφτασα μπροστά στο κτήριο, σταματώντας το αυτοκίνητο.

Από στιγμή σε στιγμή, εκείνοι θα είναι εδώ.
Πρέπει να κάνω γρήγορα.

Πήρα το όπλο, και αφού το γέμισα, βγήκα έξω από το αυτοκίνητο, αρχίζοντας να τρέχω προς το εσωτερικό του κτηρίου, ενώ το άλλο αυτοκίνητο, πάρκαρε γρήγορα, ενώ οι άντρες που υπήρχαν μέσα, βγήκαν με γρήγορη ταχύτητα, από εκείνο, αρχίζοντας να πυροβολούν.

«Πιάστε τον.» άκουσα τη φωνή του και το στομάχι μου άρχισε να ανακατεύεται.

Φυσικά και θα ήταν και εκείνος εδώ.
Δεν μπορεί να ησυχάσει, αν δεν με πιάσει ο ίδιος.

Περνώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα την είσοδο του μεγάλου κτηρίου, ακούστηκαν ξανά πυροβολισμοί, κάνοντας με να κρυφτώ πίσω από έναν κατεστραμμένο τοίχο, ενώ άρχισα να ρίχνω και γω, πετυχαίνοντας τους δύο πρώτους άνδρες που μπήκαν μέσα.

Πηγαίνοντας να φύγω όμως από εκεί, ένιωσα έναν οξύ πόνο στον ώμο και την επόμενη στιγμή, αγγίζοντας εκείνο το σημείο, διαπίστωσα ότι κάποιος με είχε πετύχει στο χέρι.

Γαμώτο, γαμώτο.

Η τάση για εμετό, επανήλθε μα έπρεπε να κάνω γρήγορα.

Κάπου πρέπει να υπήρχε διέξοδος, από κάπου έπρεπε να τελειώνει όλο αυτό με τα δωμάτια.

Κρύφτηκα ξανά πίσω από έναν τοίχο, προσπαθώντας να αναπνεύσω.

Δεν έχω πολλές σφαίρες και ο πατέρας μου σίγουρα δεν έχει φέρει τόσους άνδρες μαζί του. Σίγουρα απέξω από το κτήριο, υπάρχουν δεκάδες άλλα αυτοκίνητα και μας έχουν περικυκλώσει.

Γαμώτο, δεν υπάρχει διαφυγή.
Θα πεθάνω εδώ.
Όπως ο Ορφέας.

Άραγε, αυτό είναι το τέλος;

Έβαλα όση δύναμη διέθετα, για να σηκωθώ από εκεί που καθόμουν και αφού έριξα μερικές, πετυχαίνοντας κάτι ντουβάρια, τα οποία και έπεσαν στο έδαφος, με χιλιάδες τόνους σκόνης μαζί και εμποδίζοντας για λίγο την είσοδο στους άνδρες του πατέρα μου, άρχισα να τρέχω, προσπαθώντας να βρω κάποια έξοδο από αυτό το μαρτύριο, κατεβαίνοντας κάτι σκάλες, προς το υπόγειο που υπήρχε και ανοίγοντας την σιδερένια πόρτα που υπήρχε επίσης, εκεί.

Πρέπει να τους καθυστερήσω κι άλλο.

Κοίταξα τριγύρω και είδα έναν μεγάλο σωλήνα που υπήρχε δίπλα στην πόρτα, ενώ προσπάθησα να τον τοποθετήσω πάνω της, ώστε να μην μπορούν να την ανοίξουν, για λίγο.

Έπειτα από αυτό, συνέχισα να προχωράω, μέσα στο σκοτάδι, κοιτάζοντας τριγύρω, μήπως βρεθώ προ εκπλήξεως και κάποιος άνδρας του πατέρα μου, είναι ήδη εδώ και με περιμένει.

Αντί γι αυτό όμως, τίποτα.
Σιωπή.

Φοβούμενος ακόμα για τη ζωή μου, άρχισα να βαδίζω προς μία μικρή, ξύλινη πόρτα.

Λες αυτή να είναι η σωτηρία μου;
Λες να βγω στον έξω κόσμο;
Λες να είμαι τυχερός;

Ξάφνου, άρχισαν να ακούγονται βήματα από πιο πίσω μου, κάνοντας με να ξεροκαταπιώ, ανοίγοντας γρήγορα την παλιά πόρτα και μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο, κλείνοντας την πίσω μου και στάθηκα πάνω της, έτοιμος να καταρρεύσω.

Δεν θα αντέξω άλλο. Το αίμα που κυλάει από τον ώμο μου, άρχισε να γεμίζει όλη τη μπλούζα μου, ξαφνικά, κάνοντας με να δαγκώσω τα χείλη μου, παρατηρώντας το δωμάτιο.

Στην ουσία, ήταν δύο δωμάτια, στα αριστερά μου υπήρχε ένας τοίχος, με ένα αρκετά μεγάλο άνοιγμα, και από εκεί υπήρχε σκοτάδι, με το μόνο φως που να έρχεται από εκεί, ήταν στο βάθος, σαν να υπήρχε κάποιο παράθυρο.

Απέναντι μου, υπήρχε ένα παράθυρο, από το οποίο μπορούσα να φύγω, προς το δάσος που υπήρχε.

Κι αν στο δάσος όμως, με περίμενε ο πατέρας μου;

Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου, ενώ με το ζόρι ένιωθα να παίρνω ανάσα.

Ας με βρουν.
Δεν αντέχω άλλο.
Δεν αντέχω να κρύβομαι και να το παίζω κυνηγημένος.

Το κεφάλι μου το ένιωθα να πονάει, όταν έτριψα τους κροτάφους μου, ακούγοντας σταγόνες νερού να πέφτουν από τους σωλήνες, στο έδαφος.

Μην κλείσεις τα μάτια σου, Αχιλλέα.
Προσπάθησε να τα κρατήσεις ανοιχτά.

Δεν πρέπει να πεθάνεις τώρα.
Όχι τώρα. Όχι εδώ.

Κοίταξα τον ουρανό και ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει από τα μάτια μου.

«Μαμά; Πού είσαι μαμά;» ψιθύρισα στον εαυτό μου και γύρισα το κεφάλι μου προς τον τοίχο στα αριστερά μου, ενώ ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για λίγο.

Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ η μαμά μου.
Θα ήταν όλα πιο εύκολα.

«Μου λείπεις μαμά.» ψέλλισα και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου είναι μία γυναίκα με καστανοκόκκινα μαλλιά και πράσινα γυαλιστερά μάτια, σαν τα δικά μου, να με πλησιάζει, στέκοντας δίπλα μου και χαϊδεύοντας το ελεύθερο χέρι μου.

«Και εμένα παιδί μου. Και εμένα».

~~~

Coming (not) soon...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro