[03]~ Φέρε τον σε μένα και σου υπόσχομαι πως θα είσαι ευτυχισμένη ~
| Hºw Tº ForGivE |
| Your mistakes |
144 days before…
[Εμίλιας pov…]
Η πόρτα έκλεισε έτσι όπως άνοιξε και η καρδιά μου μετρούσε τους χτύπους, όσο και τα βήματα μου προς τα πίσω.
Σκοτάδι. Η μορφή του ήταν γεμάτη με σκοτάδια, γεμάτα με καπνούς. Καμία σχέση με τα σκοτάδια εκείνου του βλέμματος που μου έριχνε εκείνος σαν θύμωνε. Η τρικυμία μπροστά στον ανεμοστρόβιλο του απέραντου δάσους που συνόδευε το καταπράσινο βλέμμα εκείνου, με τίποτα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με εκείνο του σκοτεινό και τρομακτικό πράσινο βλέμμα που καίει όλη την σάρκα από το χέρι μου καθώς με πλησιάζει επικίνδυνα πολύ και όχι, αντί για τον δικό μου Αχιλλέα, στην θέση του βρίσκεται ο πιο τρομακτικός άνθρωπος που θα μπορούσα ποτέ μου να συναντήσω· ο πατέρας του.
Εκείνος ο άνθρωπος που για χρόνια άφησε τον γιο του να κατηγορήσει τον εαυτό του για τον θάνατο του, όπως και της μητέρας του, πλησιάζει προς το μέρος μου με γοργά και αποφασιστικά βήματα. Νιώθω να μου κόβεται η ανάσα.
Φόβος. Εσύ τι φοβάσαι περισσότερο;
Το σκοτάδι μπροστά στην σκηνή του επιβλητικού του ύφους, μου προκαλεί περισσότερη ηρεμία από ετούτον εδώ τον εφιάλτη και όσο τα βήματα του προσπαθούν να βρουν τα δικά μου, τόσο τα βήματα της καρδιάς μου μηδενίζονται. Ποιος θα με σώσει εμπρός τον βέβαιο μου θάνατο;
Αρχή και τέλος. Τι κι αν το τέλος μου δεν ήταν με την σκανδάλη του Ορφέα, μήτε με την σκανδάλη του χωρισμού μου με τον Πέτρο, μήτε με την αμνησία μου αλλά με την αδυναμία μου εμπρός στην απερισκεψία της στιγμής και της λατρείας που έτρεφα για το σκοτάδι;
Πάντως το να με κοιτάζει αυτός ο άνθρωπος, φάνταζε ο μόνος εφιάλτης ετούτη την στιγμή. Γιατί με καίει με το βλέμμα του;
Το χέρι του ήταν τόσο μυώδες κι ας κόντευε να αποχωριστεί ολόκληρο το σώμα του. Πόση δύναμη μπορεί να κρύβει ένας τέτοιος άνθρωπος; Και πόση κακία, συνάμα;
«Εμίλια. Γλυκιά μου, Εμίλια», το χέρι του άγγιξε για λίγο τα μαλλιά μου και με έπιασα να σφίγγω τα χέρια μου γροθιές, ενώ τα μάτια μου έκλεισαν, αντικαθιστώντας τα πάντα με το σκοτάδι. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι.
Η ανάσα εκείνου του άνδρα ήταν σαν λάβα ηφαιστείου, πέφτοντας επάνω μου και καίγοντας στάλα στάλα ολόκληρο το κορμί μου. Για μια στιγμή απόρησα πως μπορούσε να πλαγιάζει μαζί του η Θωμαή, μια όμορφη και ήσυχη γυναίκα, μια γυναίκα με αρχές, αξίες, μια γυναίκα που η καλοσύνη της νικά τα πάντα. Μια γυναίκα που η εικόνα της θυμίζει εκείνη της μητέρας μου. Κι όμως· πως έμενε η μητέρα μου με τον πατριό μου; Για λίγο και το χέρι μου θα έβρισκε στον τοίχο.
«Τ-τι θέλετε;» το μισούσα να γίνομαι αδύναμη μπροστά σε τέτοιους άνδρες.
Ηρέμησε Εμίλια. Τι θα μου έλεγε εκείνος αν ήταν εδώ;
«Μην φοβάσαι το σκοτάδι», ήταν σαν να τον ακούω κι όμως, έτρεμα καθετί που θύμιζε τα σκοτάδια στο ίδρυμα. Και πιο πολύ ένιωθα να τρέμω στην εικόνα του άνδρα που ήταν σχεδόν από πάνω μου, αγγίζοντας μου τα μαλλιά, καίγοντας όλες τις αμαρτίες μου μία μία στο βωμό του δικού του συμφέροντος.
«Μην μιλάς με το σκοτάδι».
«Μην κλείνεις τα μάτια».
Πάλι τα έκλεισα.
«Είσαι πραγματικά ευτυχισμένη;» η ερώτηση του ξένου άνδρα με έκανε να γελάσω από μέσα μου. Εγώ χαρούμενη;
Τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του. «Τι είναι η ευτυχία;» ήθελα να του φωνάξω, να δεν θα καταλάβει. Όχι γιατί δεν θα το κάνει όντως εν μέρει, αλλά γιατί ο ίδιος άφησε τον ίδιο του τον γιο να περάσει μια αιωνιότητα στην κόλαση κατηγορώντας τον εαυτό του, την στιγμή που ο ίδιος φιλούσε μια άλλη γυναίκα, πήγαινε βόλτα με την νέα του οικογένεια και περνώντας χρόνο με τον άλλο του γιο, ξεχνώντας πως η πρώτη του γυναίκα χάθηκε σε εκείνο τον άδειο και βροχερό δρόμο και πως πίσω του άφησε δύο παιδιά ορφανά, με το ένα από αυτά να ακούει τις φωνές της αδερφής του να πεθαίνει την ίδια βροχερή μέρα που στην άλλη άκρη της γης υπήρχε το τρίτο και τελευταίο παιδί στον κόσμο που έκλαιγε επειδή η μητέρα του δεν ήταν τόσο ικανή να τα βγάλει πέρα μόνη της και που τα βράδια έπνιγε τον πόνο της στο ποτό, για να θυμάται εκείνον τον άνδρα που τόσο αγάπησε, μα την παράτησε για μια πιο ικανή γυναίκα, την οποία και στο τέλος άφησε να ξεψυχήσει δίπλα του.
Μα πόσο θράσος πρέπει να έχει αυτός ο άνθρωπος; Πως μπορεί και κοιμάται τα βράδια σαν ξέρει πως η γυναίκα του πέθανε δίπλα του εκείνη την νύχτα και πως έχει το θράσος να κοιτάξει τα παιδιά του στα μάτια όταν ήταν ο λόγος που καταστράφηκαν ψυχολογικά;
Εκείνος δεν φαίνεται παρ' όλα αυτά να ταράζεται από την σιωπηλή μου κατηγορία και ξαναρωτάει, «Είσαι πραγματικά ευτυχισμένη;»
Όχι. Και ούτε θα είμαι και ποτέ.
Δεν μιλώ. Η μορφή του πλησιάζει ακόμα περισσότερο στο πρόσωπο μου και τώρα τα χέρια του έχουν κατέβει στα μάγουλα μου. Η αηδία με έχει κάνει να κατεβάσω τα μούτρα μου στο πάτωμα.
Μην κοιτάξεις, Εμίλια.
Το χέρι του σηκώνει το πηγούνι μου και τα μάτια μου πέφτουν στα σκοτεινά δικά του. Άραγε αν ήξερε ο Αχιλλέας πόσο κινδυνεύω αυτή την στιγμή μπρος στα χέρια του πατέρα του, πως θα συμπεριφερόταν;
Ανάσα. Η δική του ανάσα χάιδεψε την δική μου και το στομάχι μου σφίχτηκε. Τι θέλει από εμένα;
«Τι σημασία έχει αν είμαι ευτυχισμένη;» το γέλιο του δεν θύμιζε εκείνο του γιου του. Ο Αχιλλέας αστράφτει όταν γελάει.
«Έχει», έκανε μία παύση, με τα μάτια του να πέφτουν πάνω στα χείλη μου για λίγο. «Για εμένα».
Αυτό ήταν. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και η σκέψη να μου κάνει κακό, με έκανε να κλείσω ξανά τα μάτια μου, φοβούμενη το χειρότερο. Πάντα με μισώ που μένω αδύναμη, παρ' όλες τις πληγές. Ποτέ δεν θα σταματήσουν.
«Τι θέλετε από εμένα;» η φωνή μου ίσα που ακουγόταν μα εκείνος δεν δίστασε να αγγίξει τα χέρια μου και να αφήσει το χέρι του να γλιστρήσει πλάι στα πλευρά μου. Ένιωσα να ανακατεύομαι χειρότερα.
«Δεν φαίνεσαι για κάποια που φοβάσαι το σκοτάδι», άρχισε να μιλάει, λυγίζοντας περισσότερο επάνω μου, αγγίζοντας το πάνω μέρος της μπλούζας μου. «Με τον Πέτρο δεν ήσουν στο ελάχιστο χαρούμενη, όσο θα μπορείς να είσαι στην συνέχεια».
Τα χέρια μου αυτομάτως μεταφέρθηκαν στον τοίχο με μία κίνηση. Οι χτύποι της καρδιάς μου πλέον χτυπούσαν με μανία τα αυτιά μου. Φοβάμαι. Φοβάμαι πως η ευτυχία θα έχει να κάνει με αδυναμία και με μισώ ήδη εις τριπλούν για τα λάθη του παρελθόντος. Μα εκείνος δεν λέει να με αφήσει, αφήνοντας το άλλο χέρι του να γλιστρήσει και πάλι στην μέση μου, ακινητοποιώντας με.
Γιατί αφήνω τους άλλους να με αγγίζουν με εκείνον τον τρόπο;
«Αφήστε με!», μπόρεσα να μουρμουρήσω μα με έσφιξε περισσότερο επάνω του, με το χέρι του τώρα να ακουμπάει τα μπούτια μου.
«Ξέρεις γιατί όλον αυτόν τον καιρό δεν ήσουν ευτυχισμένη;» δεν μπορούσα να τον κοιτάξω. Όχι όσο το χέρι του ανέβαινε προς τα πάνω.
«Γιατί όλον αυτόν τον καιρό νόμιζες πως μπορούσες να μείνεις μακριά από το σκοτάδι. Πως μπορείς να αλλάξεις, πως μπορείς να φωτίσεις τον δρόμο σου και να γίνεις καλύτερη από την ίδια σου την μητέρα», το χέρι του πλέον ήταν κάπου που δεν έπρεπε. Ένιωθα να βουλιάζω στο κενό.
Και έπειτα τίποτα. Δεν καταλάβαινα τίποτα.
Το σοκαριστικό δεν ήταν πως ο πατέρας εκείνου του ανθρώπου που νόμιζα για άνθρωπο μου, με άγγιζε με έναν διαφορετικό τρόπο, αλλά το σοκαριστικό ήταν πως στον καθρέφτη φαινόταν η αντανάκλαση ενός μικρού κοριτσιού να κοιτάζει το χέρι εκείνης της γυναίκας η οποία προσπαθούσε να ανοίξει με ευκολία τα πόδια της και να της ζητάει να κατεβάσει κάτω τα ρούχα του. Το σοκαριστικό δεν ήταν οι χιλιάδες πληγές που πονούσαν, αλλά το σοκαριστικό ήταν που έτρεμα σαν το χέρι του χάραζε καινούργιες πληγές, με τις κραυγές μου να μεταφράζονται με σιωπές, προσπαθώντας να κάνω ησυχία για να μην καταλάβει κανείς πως εκείνος ο άνθρωπος προσπαθεί να με εκμεταλλευτεί, με το να εξουσιάζει επάνω στο κορμί μου.
Κι όμως, ήταν σαν να ήμουν ήδη νεκρή εκεί μέσα.
«Αφήστε με», ήταν το μόνο του ψιθύρισα αλλά εκείνος δεν σταματούσε. Όχι πριν πάρει και την τελευταία σταγόνα από το θύμα του. Όχι πριν πάρει αυτό που θέλει. Όχι πριν με εκμεταλλευτεί για το δικό του συμφέρον.
«Δεν μπορείς να αλλάξεις όμως, Εμίλια», το χέρι του παγωμένο μπρος στο ζεστό μου σώμα. Ο ρυθμός του γρήγορος. Όχι τώρα.
«Ούτε και γω μπορώ να αλλάξω».
Το μυαλό μου δεν συνεργαζόταν. Ήταν όλα ένα όνειρο; Δεν μπορεί να είμαι στο σπίτι του πρώην αγοριού μου μαζί με τον πατέρα του πρώτου μου μεγάλου έρωτα, κάνοντας απόλυτη ησυχία για να μην καταλάβουν τίποτα οι άλλοι απέξω. Δεν μπορεί να εξουσιάζει σε όλους με αυτό το δικαίωμα. Όχι με αυτόν τον τρόπο.
«Σας παρακαλώ», σχεδόν κλαψούρισα και εκείνος έσκυψε μπροστά στα πόδια μου. «Γλυκιά μου Εμίλια», η δύναμη που ασκούσε στα χέρια μου, θα δημιουργούσε σημάδια.
«Δεν σου έχουν μάθει να είσαι φρόνιμη;» δεν μιλούσα. Οι κινήσεις του έγιναν πιο γρήγορες. «Δεν σου έχουν μάθει να υποτάσσεσαι μπρος στο σκοτάδι;» Έτρεμα ολόκληρη καθώς έβαλε το πρόσωπο του ανάμεσα στα πόδια μου.
«Σας παρακαλώ!» δεν άντεχα άλλο να με αγγίζουν. Άλλο λίγο και θα λιποθυμούσα, μα ούτε και τότε θα σταματούσε αν δεν έπαιρνε ό,τι του άξιζε. «Θα κάνω ο,τι μου ζητήσετε».
Η γλώσσα του άγγιξε το γυμνό μου δέρμα μα δεν σταμάτησε ούτε λίγο. Νιώθω παραισθήσεις ή μόλις έπνιξα μια κραυγή;
«Φέρε τον σε μένα και σου υπόσχομαι πως θα είσαι ευτυχισμένη».
«Ποιον;» έγινε πιο βίαιος. «Βρες τον Αχιλλέα και οδήγησε τον σε μένα. Και τότε σου υπόσχομαι πως θα σε αφήσω να φύγεις από το σκοτάδι», τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν κάνοντας τον να χαμογελάσει πάνω στο γυμνό μου δέρμα.
«Δεν ήξερα πως η αδυναμία του Αχιλλέα είχε τόσο τέλεια γεύση», με αυτό με άφησε, φτιάχνοντας καλύτερα τα ρούχα του αλλά και τα μαλλιά του, με εμένα να ανοίγω τα μάτια μου, κοιτώντας τον με κενό βλέμμα.
«Την γεύση της ευτυχίας».
Η ζωή μου μόλις τελείωσε.
Για πάντα.
~~~~~
Όλοι καταλάβατε τι έκανε ο πατέρας του Αχιλλέα στην Εμίλια–
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro