[02]~ Ο "μυστικός" (και λίγο ξεχασμένος) δείπνος ~
| Hºw Tº ForGivE |
| Everyone |
145 days before…
[Εμίλιας pov…]
Γκρι και μαύρο αλλά και καφέ και μπλε.
Οι δρόμοι της πόλης, καθώς το ταξί κινούταν αλλάζοντας τις διαδρομές μέχρι το σπίτι της Θωμαή, μου φαινόταν απελπιστικά μελαγχολικοί και άδειοι.
Άδειοι. Πόσο άδεια φαντάζει η πόλη χωρίς τα βήματα μας; Βήματα. Η θολή εικόνα του να με περιμένει, έκανε τα μάτια μου να ανοιγοκλείσουν μπρος τις αναμνήσεις. Βήματα. Η κίνηση στους δρόμους, καθυστερούσε ολοένα και περισσότερο το λόγο της επίσκεψης μου εδώ, πίσω σε μια εποχή που δεν απέχει και πολύ από εκείνη
που άφησα πίσω μου και από εκείνη που θα ήθελα να ξαναβρεθώ εν κατακλείδι.
Εποχές. Πόσο χρόνο ξοδεύουμε σε κάτι τόσο λάθος και γιατί αγνοούμε τα σωστά; Σωστό και λάθος. Κι αν τα βήματα μου απομακρύνονται από αυτά που η μοίρα μου επιτρέπει, μπορώ να βρεθώ ξανά στον σωστό; Κι αν ο σωστός δρόμος, είναι να είμαι μαζί σου, γιατί ξόδεψα τόσο χρόνο, σε κάτι τόσο περιοδικό και ξένο; Νοσταλγία. Τα θολά του μάτια με τίποτα δεν θυμίζουν εκείνον που άφησα τότε, σε εκείνη την βροχή που έπεφτε με όση δύναμη του κάρφωσα εκείνο το μαχαίρι στην καρδιά, με την επιστροφή του. Φυγή και επιστροφές. Σε πόσα λάθη επιστρέφεις και αν δεν είναι σωστό, τότε γιατί με πιάνω να νοσταλγώ τα μάτια σου; Μάτια. Γιατί ξεχνώ το πρόσωπο σου, όσο οι μήνες περνάνε και γιατί στην θύμηση του ονόματος σου, το στομάχι μου δένεται στον πιο σφιχτό του κόμπο;
Συναισθήματα και εμείς. Το χώρια υπερτερεί έναντι του μαζί και καθώς προχωράμε προς εκείνο το σπίτι, όπου σε είδα πριν κάτι μήνες, ξανά, τόσο η αναγούλα που ένιωθα με το που προσγειώθηκα εδώ πίσω, με κάνει να θέλω να βγάλω τις αναμνήσεις που με πνίγουν, από πάνω μου. Άραγε, γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω;
«Είσαι καλά;», η Ζωγραφιά από δίπλα μου θα με ακουμπήσει ήρεμα με το χέρι της και όταν κοιτάξω ολόγυρα μου θα καταλάβω πως δεν κινούμαστε πια και πως φτάσαμε.
«Ναι, συγγνώμη», θα πιάσω το χέρι της και θα βγω έξω από το ταξί. «Αφαιρέθηκα».
Παρατηρώντας ξανά την πολυκατοικία, η μορφή του Πέτρου να με φέρνει εδώ για πρώτη φορά, θα με κάνει να θέλω να ξεριζώσω τούτες τις αναμνήσεις και να τις πετάξω στο τζάκι για να ζεσταθώ. Αναμνήσεις. Όλη η πόλη είναι γεμάτη από χάρτινους κόσμους και εγώ ανήμπορη, στέκομαι και σκίζω τις σελίδες, μην θέλοντας να δω πού είναι το λάθος. Μα το λάθος στέκεται δίπλα μου και μ' αγκαλιάζει, με φιλάει και με φροντίζει σαν να ήταν το σωστό. Και το σωστό; Πεθαίνει μέσα στις ίδιες του τις φλόγες γιατί ήμουν τόσο πεζή, ώστε να πάψω να γράφω για εκείνον, για τις μαχαιριές της καρδιάς και για την αγάπη που ακόμα τρέφω για τα μάτια του. Κι ας μην τα ξαναδώ και ποτέ, εν τέλει. Κι ας φθείρονται μέρα με την μέρα, ώστε να αλλάξουν μορφή.
Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, η μορφή της Κατερίνας να τα ανεβαίνει μαζί μας, με έκανε να γυρίσω και να την κοιτάξω, με απορία. Θα είναι και εκείνη μαζί μας, άραγε;
«Ελπίζω να νιώσεις σαν το σπίτι σου, Ζωγραφιά. Η Θωμαή είναι τόσο γλυκειά γυναίκα που μοιάζει με την μητέρα μου σε μερικά σημεία και αυτό την κάνει να φαντάζει σαν το δεύτερο μου σπίτι», η Κατερίνα άρχισε να συνομιλεί με την Ζωγραφιά και με έπιασα να θυμώνω. «Ναι, αλλά δεν είναι η μητέρα σου», με έπιασα να λέω, όταν οι ματιές μας διασταυρώθηκαν και η έντονη ματιά της, μαρτυρούσε πως το παράκανα.
«Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την μητρική αγάπη και αγκαλιά, της δικής μας μητέρας», είπα σιγανά και τότε η πόρτα άνοιξε, με μια χαμογελαστή γυναίκα που πλέον είχε ανανεώσει τόσο το χρώμα των μαλλιών της σε ένα χακί αναμεμειγμένο με καφέ τούφες χρώμα, που έφτανε μέχρι τον ώμο και λίγο πιο κάτω, φάνηκε να μας καλωσορίζει.
«Εμίλια κορίτσι μου, πόσο μου έλειψες», με φίλησε στο κούτελο και της χαμογέλασα ευγενικά, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι και προχωρώντας μέχρι το καθιστικό. «Εσύ πρέπει να είσαι η Ζωγραφιά», αφού βολευτήκαμε όλοι στο καθιστικό, εκείνη κοιτούσε με θαυμασμό την καινούργια μου φίλη και εκείνη χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι της.
«Χαίρομαι τόσο που σας γνωρίζω. Έχω ακούσει τα καλύτερα για σας», η Θωμαή μόνο που δεν την φίλησε από την χαρά της. «Μην μου μιλάς στον πληθυντικό, παιδί μου, νιώθω πως γερνάω», τα γέλια τους δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το έντονο συναίσθημα που ένιωθα σαν κοιτούσα ετούτο εδώ το σπίτι ξανά από την αρχή.
«Εμίλια;» η Θωμαή με επανέφερε έξω από τις αναμνήσεις. «Τι κάνει ο Πέτρος;» χαμογέλασα.
«Καλά είναι, σου στέλνει τα χαιρετίσματα του και μου είπε να σου ζητήσω συγγνώμη που δεν μπόρεσε να πάρει άδεια από το νοσοκομείο για να έρθουμε μαζί», στην πραγματικότητα δεν μου είπε τίποτα από αυτά, πάρα μόνο χλεύασε και απλά μου ζητούσε να μην έρθω πίσω. Λες και φοβόταν πως αν γυρνούσα, η πόλη θα με ρουφούσε στα δίχτυα της, ένα πράγμα που δεν είχε και άδικο, αν το νόμιζε.
«Δεν πειράζει, αρκεί να είναι αυτός καλά και εγώ θα τον περιμένω», με τα λόγια της, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Ποια μητέρα δεν περιμένει τα παιδιά της; Ποια μητέρα δεν σπάει σε χίλια κομμάτια και έπειτα ξανά ενώνει τα σπασμένα της κομμάτια, μπρος την θέα του παιδιού της; Με πιάνω να ζηλεύω για λίγο την τύχη του αγοριού που πέρασα τους τελευταίους τρεις μήνες μαζί του, καθώς η δική μου μητέρα όχι μόνο δεν με περίμενε, αλλά με άφησε και θα με αφήνει και καθημερινά, μπρος τα δικά της λάθη που είναι ανεπανόρθωτα και αγιάτρευτα, μπρος τον χρόνο που περνάει.
Χωρίς να θέλω να συνεχίσω την όποια συζήτηση και με εκείνη να σηκώνεται πάνω για να ετοιμάσει το δείπνο, σηκώθηκα και προσπέρασα την Κατερίνα που μόλις στεκόταν στο κάσωμα την πόρτας, έτοιμη να δώσει το νεράκι στην Ζωγραφιά, με μένα να την σπρώχνω και εν τέλει να κοντεύει να ρίξει το ποτήρι επάνω στην πιο γλυκειά μητέρα του κόσμου, στην Θωμαή.
Μπαίνοντας στο μπάνιο, άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν. Δεν αντέχω άλλο. Το να προσπαθώ να αποφύγω τις αναμνήσεις, είναι σαν να προσπαθώ να αποφύγω τον ίδιο μου τον εαυτό που παλεύει να ελευθερωθεί και πάλι και να προσπαθήσει να βρει και εκείνος τον δικό του εαυτό στο σύμπαν. Μα, γιατί είναι τόσο βαρύ το φορτίο του να θυμάμαι τους δύο άντρες που αγάπησα όσο τίποτα και γιατί η θύμηση της μητέρας μου με κάνει να νιώθω ολομόναχη σε τούτον εδώ τον κόσμο;
Ξάφνου, δεν θυμάμαι πως βρέθηκα αγκαλιά με την λεκάνη της τουαλέτας, να βγάζω ότι έφαγα στο αεροδρόμιο χθες το βράδυ και με την μυρωδιά της κανέλας να υπάρχει παντού ολόγυρα μου, με τα μαλακά χέρια της Θωμαή να κρατάνε πίσω τα μαλλιά μου για να μην λερωθούν.
«Ξέρω πως μπορεί να μην με βλέπεις έτσι, αλλά εγώ οφείλω να στο πω, γιατί σε βλέπω σαν κόρη μου», την άκουσα να λέει από πίσω μου,ενώ προσπαθούσα να συνέλθω. «Μπορεί ο Πέτρος πραγματικά να μην θέλει να με βλέπει στα μάτια του, αλλά δεν πρέπει να νιώθεις άσχημα για τις δικές του επιλογές», μου χάιδεψε την πλάτη.
«Και αν οι επιλογές του δεν συμβαδίζουν με τις δικές σου, μην νιώθεις άσχημα αν το να πάρετε το χρόνο σας, είναι η μόνη λύση», σκούπισα το πρόσωπο μου με το χαρτί που μου έδωσε.
«Αν πάλι,άλλος είναι ο λόγος της επίσκεψης σου εδώ», έκανε μια παύση, με μένα να γυρίζω και να την κοιτάξω. «Θέλει μεγάλα κότσια για να τον βρεις, γιατί όχι μόνο έγινε ένα με το κενό, αλλά και κρύφτηκε από ο,τι έπρεπε να κρύβεται. Όχι μόνο για σένα ή και από εσένα, αλλά και για το δικό του καλό. Γιατί αν δεν κρυβόταν, ίσως να μην είχε επιλογές για να κρατηθεί στην ίδια την ζωή. Και ίσως οι επιλογές του τον κάνουν να πάρει άλλο ένα μάθημα, πριν ωριμάσει για τα καλά, πριν γίνει εκείνος που θα μπορεί να σου αξίζει», με αυτό, μου χαμογέλασε, αφήνοντας τα μαλλιά μου να πέσουν στους ώμους ώμου και προχωρώντας προς την πόρτα.
«Δεν θα ήθελα να τον αναφέρουμε στο τραπέζι γιατί δεν πρέπει. Ούτε τον Πέτρο αλλά ούτε και τον άλλον. Και περισσότερο τον δεύτερο. Και αν δεν καταλαβαίνεις ακόμα, θα σου πω μονάχα ένα· αν οι εμετοί και οι ναυτίες είναι συχνές, τότε πρέπει να κοιτάξεις ποιος είναι τόσο ερωτευμένος, ο αναίσθητος, ή ο κυνηγημένος, ώστε να προσπαθήσει τόσο, ώστε να σου αφήσει ένα ακόμα μεγαλύτερο σημάδι, που δεν θα περάσει και ποτέ, πάρα μόνο όταν με το καλό ησυχάσεις, κάτι που εγώ περιμένω με πικρία και που ακόμα κι αν εκείνος δεν έρχεται, έχω την χαρά να τον καρτερώ και από μακριά», βγαίνοντας από την πόρτα και κλείνοντας την, έμεινα να επεξεργάζομαι τα λόγια της.
Κι αν… Κι αν είμαι, όντως;
Η σκέψη μου έφτασε σε εκείνο το βράδυ, όπου τον φίλησα για τελευταία φορά, πριν μας σημαδέψουν με το πιστόλι και πλέον ήμουν απόλυτα σίγουρη. Κι όμως, δεν ήρθα πίσω μόνο και μόνο για να πάρω τις χαμένες απαντήσεις μου αλλά γιατί τα βήματα μου δεν άντεξαν να βρίσκονται πέρα από το σωστό. Το σωστό που κρύβει ο θεσμός της οικογένειας. Ένας θεσμός που ποτέ μου δεν έζησα, αλλά πιάνοντας την κοιλιά μου, ήλπιζα έστω και λίγο να ζήσει εκείνος ή εκείνη.
Μαζί. Μακάρι το μαζί αυτή την φορά να αντέξει το χώρια, μπρος την γέννηση κάτι καινούργιου. Ενός μικρού γέλιου, ανάμεσα στα αναφιλητά.
Η κρυψώνα μου όταν πλέον μου ήταν άχρηστη και έκανα να βγω, πέφτοντας πάνω στον άνθρωπο που με τίποτα δεν περίμενα πως θα πετύχαινα ποτέ ξανά στον δρόμο μου. Τον πατέρα του Αχιλλέα.
Εκείνος σαν έριξε το βλέμμα του επάνω μου, άνοιξε το στόμα του και τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν από χαρά, από μια χαρά, που από πίσω έκρυβε κάτι που φαινόταν επικίνδυνο, ακόμα και για μένα.
«Συγγνώμη», μουρμούρησα σιγανά, κάνοντας βήματα πίσω, όταν εκείνος με πλησίασε περισσότερο.
«Μην απολογείσαι, άλλωστε εσένα έψαχνα», το χαμόγελο του ήταν τόσο διαβολικό που για μια στιγμή με έπιασα να φοβάμαι.
Άραγε που πάω να μπλέξω και αυτή την φορά και γιατί εκείνος είναι μίλια μακριά μου,μην μπορώντας να με σώσει μπρος τον βέβαιο μου θάνατο;
________________________________________
Εκπληξηηη:)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro