[48]~ Ως το τέλος... ~
*last chapter but not least ;)*
{Αχιλλέα pov...}
«Μα πως;» ρώτησε ακόμα σοκαρισμένος ο Γρηγόρης και κοίταξα τα χέρια μου.
Έτσι και όλα αυτά είναι αλήθεια, θα γίνει το έλα να δεις...
«Έτσι δείχνουν όλα. Πώς από εκεί που ο πατέρας της μισούσε τον Ορφέα, τώρα τον βλέπει ως τον τέλειο γαμπρό;» αναρωτήθηκε η Ελένη και ο Γρηγόρης απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας πάνω κάτω στον διάδρομο.
«Αν όντως είναι αυτός που νομίζουμε, τότε θα πρέπει να ξέρει τα πάντα. Αλλά το θέμα είναι, γιατί να πλησιάσει την Εμίλια;» ψέλλισε και πήρα μια βαθιά ανάσα. «Μάλλον γιατί ήξερε από την αρχή ποιος ήταν ο πατέρας της ή κάτι τέτοιο.» είπα και ο Γρηγόρης, ξανά κοίταξε την ταυτότητα.
«Πως μπορούμε να το εξακριβώσουμε;» ρωτησε και η Ελένη έψαξε τις τσέπες της, πιάνοντας το κινητό της. «Θυμάστε πριν πέντε χρόνια, όταν η Εμίλια είχε φύγει από το σπίτι και έμενε στον Ορφέα;» τα μάτια μου καρφώθηκαν πάνω της.
«Τυχαίνει να ξέρω την διεύθυνση...»με το που το είπε, ο Γρηγόρης έτρεξε κατά πάνω της, ρίχνοντας την στον καναπέ, φιλώντας την και τσιρίζοντας σαν μικρό παιδί. «Τι θα γίνει παιδιά; Η ώρα περνάει και πρέπει μέχρι το βράδυ να έχω μάθει τα πάντα.» παραπονέθηκα και με κοίταξαν και οι δύο περίεργα.
«Τι έχεις στο νου σου;» ρωτησε ο Γρηγόρης, πλησιάζοντας με και παίρνοντας στα χέρια του τα κλειδιά. «Να πάω στο σπίτι αυτού του γαμημένου ανθρώπου και αφού αποκαλύπτω σε όλους, να την κλέψω και να φύγουμε μακριά.» η Ελένη με αγκάλιασε.
«Πόσο θα ήθελα να το δω αυτό. Πάμε όμως τώρα...» ψέλλισε και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς την πόρτα.
Πάμε και ο θεός βοηθός...
{.......}
Μόλις στρίψαμε στο στενό, οι αναμνήσεις επέστρεψαν όπως το κρύο αεράκι που χτυπάει τα φύλλα των δέντρων.
«Που είμαστε;» ρώτησα και ο πατέρας μου κοίταξε τριγύρω του. «Ήρθαμε να δούμε μία φίλη μου, Αχιλλέα μου.» είπε εκείνος και πλησίασε την πόρτα του σπιτιού, χτυπώντας την πόρτα.
Μια κυρία άνοιξε την πόρτα και μόλις αντίκρισε τον πατέρα μου, πάγωσε.
«Γιωργ-» όταν η ματιά της έπεσε πάνω μου, τον κοίταξε με δάκρυα στα μάτια. «Πως τολμάς να φέρνεις εδώ τον γ-» εκείνος της ενεψε να σωπάσει και μου εγνευσε να περάσω μέσα.
Στον μεγάλο καναπέ, καθόταν ένα αγοράκι, προφανώς μεγαλύτερο από εμένα, βλέποντας τηλεόραση.
«Παιξε εδώ με τον Ορφέα, εμείς έχουμε μία δουλειά.» μου είπε ο πατέρας μου και χάιδεψε το αγοράκι, φεύγοντας.
«Εδώ είμαστε...» είπε η Ελένη και χτύπησε το κουδούνι.
Μια κυρία, γύρω στα εξήντα, άνοιξε την πόρτα και μόλις με είδε, πάγωσε.
«Αχιλλέα, εσύ;» ρώτησε και χαμογέλασα.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα.
{Εμίλιας pov...}
Όλη αυτή την ώρα κάνω κύκλους γύρω από το δωμάτιο, κρατώντας το κεφάλι μου με τα δύο χέρια.
Είναι απόγευμα και δεν έχω κανένα νέο, από κανέναν τους.
Έτσι και δεν βρούνε τίποτα, εγώ θα αρραβωνιαστώ τον Ορφέα.
«Εμίλια;» ρώτησε ο πατέρας μου, κάνοντας με να παραπατήσω και να πέσω πάνω στο κρεβάτι μου. «Πατέρα;» ρώτησα πιάνοντας την καρδιά μου και εκείνος μπήκε μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Τι ήταν όλα αυτά που έλεγες το πρωί;» απόρησε και σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος. «Αλήθειες!» φώναξα και εκείνος με κοίταξε περίεργα.
«Τι εννοείς;» με αυτό, χαχάνισα ειρωνικά και τον πλησίασα. «Θέλεις να μου πεις ότι ποτέ στην ζωή σου δεν έχεις αφήσει παιδιά να πεινάνε και να λιποθυμούν από την πείνα, ενώ εσύ τρως ο,τι θέλεις.» είπα και ξεροκαταπιε.
«Μπορεί και να το έκανα, όμως τώρα το έχω μετανιώσει. Συγγνώμη που σου δείχνω την αγάπη μου με δώρα αλλά δεν είχα κανέναν να με μάθει πως να αγαπάω. Μόνο η μαμά σου και εκείνη έφυγε.» ψέλλισε και μία φωνή μας διέκοψε.
«Πάμε;» ο Ορφέας εμφανίστηκε στο δωμάτιο με το χαμόγελο στα χείλη και τσεκαρα για τελευταία φορά το κινητό μου.
Που είναι;
«Φυσικά... Εμίλια;» εγνευσα καταφατικά και κοίταξα τον Ορφέα, χαμογελώντας του ψεύτικα. Αφού τον έπιασα αγκαζε, κατεβήκαμε στο μεγάλο καθιστικό, όπου ο κόσμος και χιλιάδες κάμερες, είχαν μαζευτεί εκεί και μιλούσαν για όλα αυτά τα κουτσομπολιά όπου όλοι λένε.
«Τι δεν κατάλαβες από το ότι "θέλω να το λήξουμε εδώ";» ψιθύρισα στο αυτί του όταν πλησιάσαμε προς την σκηνή και εκείνος χαμογέλασε πλατιά. «Θύμασαι τι σου είπα πριν βγω από το γραφείο; Μωρό μου, κανείς δεν με χωρίζει και μάλιστα για κάποιον που σου φερόταν τόσο... βίαια.» απομακρύνθηκα, πηγαίνοντας προς τον μπουφέ με τα ποτά, ενώ εκείνος ανέβηκε πάνω στην σκηνή, παίρνοντας στα χέρια του το μικρόφωνο.
«Αγαπητοί μου φίλοι και συνεργάτες, η σημερινή βραδιά είναι αφιερωμένη σε έναν άνθρωπο τον οποίο αγαπώ και θα αγαπώ για πάντα. Όταν αποφασίσαμε να κάνουμε δημόσια την σχέση μας, ένιωσα λίγος, καθώς από ένα μικρό φτωχό αγόρι, κατάντησα ως το δεξί χέρι του κυρίου Δημητρίου Αργυροπούλου και ο καρδιοκατακτητής της κόρης του, Εμίλιας.»
Κοίταξα το κινητό μου και έπειτα τριγύρω μου.
Μετά τον λόγο του βλάκα, ο πατέρας θα μας περάσει τα δαχτυλίδια.
Που είναι;
«Θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους όσους είναι σήμερα παρών σε μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας. Σε έναν μήνα από τώρα θα γίνει ο γάμος μας,όπου και είστε όλοι καλεσμένοι και ύστερα, θα χαρώ πολύ να αναλάβω την εταιρεία που με τόσο αίμα και κοπο δ- » πήγε να πει ο Ορφέας, μα μια φωνή τον διέκοψε.
«Έκλεψε από την περιουσία του Γεωργίου Ασημοπουλου.» και έπειτα, σιωπή.
Τα μάτια όλων έπεσαν πάνω στον Αχιλλέα που πλησίαζε προς την σκηνή.
«Ετσι δεν είναι, αδερφούλη;»
----------------------------------------------------------
Το τελευταίο μάλλον αύριο...
Χεχε, μην με σκοτώσετε :)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro