[39]~ Μείνε! ~
Τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά μου και ένιωθα την καρδιά μου να αρχίζει να λειτουργεί ξανά.
Το κεφάλι μου άρχισε να ουρλιάζει, κατακρίνοντας τα πάντα, ενώ το στομάχι μου καιγόταν ολόκληρο.
Στην αρχή φίλησε πρώτα το κάτω χείλος μου, ήρεμα και έπειτα το πάνω, κάνοντας με να ανατριχιάσω στην επαφή.
Εγώ ανταποκρίθηκα το ίδιο γρήγορα, δίνοντας του την πρόσβαση να βάλει την γλώσσα του στο παιχνίδι.
Η μυρωδιά της βότκας με έκανε να τρελαίνομαι και να θέλω παραπάνω.
Απομακρύνθηκε, προσπαθώντας να βρει την ανάσα του και χαμογέλασα, μηδενίζοντας-εγώ αυτή την φορά- την απόσταση μεταξύ μας και φιλώντας τον με πάθος.
Τον αγαπούσα...
Τον ήθελα...
Τον χρειαζόμουν..
Απομακρύνθηκε ξανά και μου χάιδεψε το μάγουλο.
«Θέλεις ακόμα να φύγεις;» ρώτησε και τον κοίταξα κατάματα.
Αυτά τα γκριζοπράσινα μάτια του, με έκαναν να θέλω να βάλω τα κλάματα.
«Μπορούμε να πάμε κάπου αλλού;» ρώτησα και εκείνος εγνευσε καταφατικά.
«Πες μου που θες και θα σε πάω.» είπε χαμογελώντας μέχρι τα αυτιά και δάγκωσα το κάτω χείλος μου σαν να σκεφτόμουν.
«Πάμε σπίτι σου. Νυσταξα!» είπα και γέλασε.
«Είσαι μεγάλη ξενερα.» παραδέχτηκε και χαμογέλασα.
«Είμαι αλλά παραδεξου ότι σου αρέσει.»γέλασα και χαμογέλασε λοξά.
«Δεν μου αρέσει απλά, το λατρευω!»
{…….}
«Εδώ είμαστε!» είπε, σταματώντας το αυτοκίνητο του και κοίταξα έξω από το παράθυρο.
«Εδώ.. μένεις;» ρώτησα και εκείνος εγνευσε καταφατικά, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.
Βγήκα από το αυτοκίνητο και τον ακολούθησα με γρήγορα βήματα.
«Σίγουρα μένεις εδώ;» ρώτησα χαχανιζοντας και εκείνος με κοίταξε παράξενα.
«Γιατί δεν σου αρέσει;.. Μήπως θέλεις να πάμε στο ίδρυμα;» ρώτησε και ξεροβηξα.
«Είναι μια χαρά και αυτό.» είπα κοιτάζοντας τον όμορφο κήπο και έπειτα γύρισα προς το μέρος του.
Φαινόταν τόσο ήρεμος, προσπαθώντας να ξεκλειδώσει την πόρτα και κάνοντας με να χαμογελάσω για ακόμη μια φορά σήμερα.
Άνοιξε την πόρτα και μου ενεψε να μπω πρώτη με ένα λοξό χαμόγελο.
«Από πότε έγινες εσύ τζέντλεμαν;» απόρησα γελώντας και με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Από τότε που κυκλοφορούν τέτοιες γκομ–εννοω τέτοιες κοπέλες μόνες τους, το βράδυ.» ψέλλισε γρήγορα εκείνος και μπήκα με γρήγορα βήματα, μέσα.
Το σπίτι ήταν διακοσμημένο με διάφορα πράγματα της εποχής του εξήντα, ενώ τα χρώματα στους τοίχους ήταν ανοιχτό καφέ. Δίπλα στο τζάκι, υπήρχαν διάφορες φωτογραφίες με τους γονείς του και εκείνον.
Αλλά το βλέμμα μου στάθηκε σε μια φωτογραφία που υπήρχε το διάδρομο μεχρι το σαλόνι.
Ήταν σαν να τους ζωγράφισαν. Ο πατέρας του- ένας κύριος γύρω στα σαράντα πέντε- με μούσια λίγων ημερών γκρι μάτια και καστανοξανθα μαλλιά ενώ η μητέρα του μια γυναίκα με προσεγμένη εμφάνιση, με μακιγιάζ και με τα μαλλιά της στην τρίχα. Το χρώμα των μαλλιών της ήταν ξεθωριασμένο κόκκινο από την μέση και κάτω, ενώ από την μέση και πάνω είχε ένα σοκολατί χρώμα. Τα μάτια της είχαν ένα σκούρο πράσινο χρώμα που μου θύμιζε το χρώμα των ματιών που έπαιρνε εκείνος, όταν θύμωνε. Δίπλα της ήταν εκείνος. Ένα μικρό αγόρι, κοντά στα πέντε με ξανθά μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια με μικροσκοπικά γυαλιά στα μάτια, ενώ χαμογελούσε μέχρι τα αυτιά κρατώντας στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι.
Εκεί σάστισα. Το κοριτσάκι πρέπει να ήταν γύρω στα δύο, με κάστανα καρέ μαλλιά ενώ τα μάτια της είχαν ένα μελί χρώμα. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα και γελούσε και εκείνη.
Ο Αχιλλέας στάθηκε δίπλα μου και έβαλε το κεφάλι του στον ώμο μου, τυλίγοντας τα χέρια του, γύρω από την μέση μου και αγκαλιάζοντας με από πίσω.
«Α-αυτοι είναι οι γονείς σου;» ρώτησα το αυτονόητο και εκείνος σήκωσε για λίγο το κεφάλι του, ενώ ενεψε θετικά.
«Για την ακρίβεια… ήταν!» είπε και γύρισα το κεφάλι μου για να κοιτάξω τα μάτια του που με κάρφωναν, εδώ και τόση ώρα.
«Π-πως…» δεν έβρισκα τα λόγια ξαφνικά και εκείνος ξεφυσιξε.
«Φήμες λένε για αυτοκινητιστικό… Εγώ το λέω δολοφονία.» είπε ήρεμα και απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
Πλησίασα το τζάκι και κοίταξα τις φωτογραφίες. Η μητέρα του και ο πατέρας του στον γάμο τους, ο Αχιλλέας μωράκι, ένα μικρό κοριτσάκι να τρέχει, ο πατέρας του με την μητέρα του μαζί με μια άλλη κοπέλα γύρω στα είκοσι και πίσω τους μια ταμπέλα που έλεγε «Ασημοπουλου Ασημικά!» και τέλος μια κυρία δίπλα σε έναν άντρα ενώ στα αριστερά τους φαινόταν η πινακίδα, σχεδόν ξεθωριασμένη.
Ξάφνου, ο Αχιλλέας με πλησίασε με ένα ποτήρι στα χέρια.
«Αυτό το κοριτσάκι;» ρώτησα δείχνοντας του την φωτογραφία της μικρής που έτρεχε- πιθανόν στον κήπο που υπήρχε στην είσοδο- με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Εκείνος ήπιε μια γουλιά από το περιεχόμενο του ποτηριού και με κοίταξε έντονα.
«Ήταν η αδερφή μου.» ψέλλισε και κάθισε στον καναπέ, απέναντι μου.
«Ήταν;» απόρησα πάλι και ενεψε θετικά, πίνοντας ακόμη μια γουλιά.
«Την σκότωσαν όταν ήμουν οκτώ χρόνων.» είπε και γουρλωσα τα μάτια μου, κοιτάζοντας τον που κοιτούσε την φωτογραφία.
Βλέποντας τον εκεί, χαμένο στις σκέψεις του, κατάλαβα ότι δεν τον ήξερα καθόλου. Ένιωθα τις βαθιές ανάσες του καθώς πλησίαζα προς το μέρος του.
Έσκυψα προς το μέρος του και του έπιασα το χέρι.
«Δ-δεν το ήξερα... Λυπαμ–» πήγα να πω μα με διέκοψε, κοιτάζοντας με, με θυμό.
«Αυτό δεν ήθελα από την αρχή. Δεν ήθελα κανέναν να με λυπάται, Εμίλια. Ήθελα και γω αγάπη, όπως όλα τα παιδιά. Όμως από όταν πέθαναν οι γονείς μου, το μόνο που έπαιρνα ήταν κλοτσιές και μπουνιές.» είπε ενώ η φωνή του έσπασε στο τέλος.
Δεν μπορούσα να τον βλέπω έτσι.
«Αχιλλέα, κοίτα με!» απαίτησα και με κοίταξε κατάματα.
Τα μάτια του ήταν βουρκωμενα και προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να συγκρατήσει τα δακρυα του.
«Ήθελα να βοηθήσω την αδερφή μου. Ήθελα να την πάρω και να φύγουμε από όλο αυτό.» ψέλλισε και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Μια νύχτα, την χτύπησαν στο κεφάλι. Οι τσιρίδες της ακούστηκαν σε όλο το ίδρυμα. Το επόμενο πρωί μου είπαν ότι απλά πέθανε.» ψιθύρισε και του έσφιξα το χέρι.
«Απλά πέθανε;.. Δεν είναι δυνατόν.» φώναξα και εκείνος με κοίταξε και μετά κοίταξε αλλού.
«Κι όμως… Η διευθύντρια του ιδρύματος μετά από αυτό, βασάνιζε εμένα. Λες και εγώ έφταιγα για τα πάντα.» είπε και τον πλησίασα ακόμα περισσότερο.
«Πέρασαν όλα αυτά, Αχιλλέα. Βγήκες δυνατός από όλο αυτό.» είπα και του χάιδεψα το μάγουλο.
«Μπορεί να νομίζεις ότι όλα πέρασαν, μα δεν είναι έτσι.» είπε και απομακρύνθηκε, ενώ δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα του.
Στάθηκε στο παράθυρο του σαλονιού και σκούπισε τα δακρυα του με την παλάμη του.
«Ύστερα ήρθες εσύ. Ήσουν το μικροκαμωμένο κοριτσάκι και σχετικά καινούργια στο περιβάλλον αυτό. Ο Γρηγόρης τότε, μου είχε μιλήσει για σένα. Ήσουν η πρώτη που ενδιαφέρθηκε για μένα και αυτό με έκανε να σε συμπαθήσω γρήγορα. Με τον καιρό όμως, άρχισα απλά να νιώθω πράγματα για σένα. Ήθελα να σε προστατεύσω από όλους και από όλα. Ένιωθα ότι η αδερφή μου, μου έστειλε κάποια για να με κάνει ξανά ευτυχισμένο.» ψέλλισε και τα δυο του μάτια με κάρφωσαν, κάνοντας τον λαιμό μου να ξεραθεί μεμιάς.
«Εμίλια ήμουν και είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Ξέρω, είναι λίγο περίεργο να το λέω εγώ, που δεν ένιωθα τίποτα ποτέ μου μα οι καταστάσεις με οδήγησαν εκεί. Πίστευα ότι άμα σου το έλεγα θα σε έχανα, γιατί σε όποιους κι αν το έλεγα, έφευγαν μακριά. Αυτή την φορά όμως, σε έχασα εξαιτίας της ηλίθιας συμπεριφοράς μου. Συγχώρεσε με μωρό μου, δεν το ήθελα. Σε έβλεπα να κοιμάσαι πάντοτε και σε χαζευα μεχρι το πρωί. Η φωνή σου ηρεμούσε τους δαίμονες μου και αυτά τα χείλη σου… Ωωω διαολε, νιώθω ότι σε αγαπώ. Και νιώθω και ότι εσύ το κάνεις.» ένιωσα την καρδιά μου να ενώνει τα σπασμένα κομμάτια της.
Είπε ότι με αγαπάει;
«Γιατί δεν μου το είπες πριν φύγω;» ρώτησα και τον πλησίασα, φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από εκείνον.
«Γιατί είμαι ένας γαμημενος εγωιστής. Αλλά σε αγαπάω πολύ γαμωτο!» φώναξε και επιτέθηκε στα χείλη μου, φιλώντας με με πάθος.
«Μείνε!» ψιθύρισε κατεβαίνοντας προς το λαιμό μου ενώ άρχισε να δίνει υγρά φιλιά στο καυτό μου δέρμα και κάνοντας με να ανατριχιάσω.
«Δεν είχα σκοπό να φύγω έτσι και αλλιώς!»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro