[33]~ Σαν να την είδα... ~
| How To Forget |
| Your life |
5 days before...
[Αχιλλέας pov...]
«Και τι θα κάνεις τώρα που "εκδικήθηκες" την θεία σου;» ρώτησε ο Λεωνίδας και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Λέω να κανω μια επίσκεψη στον πρώην άντρα της θειουλας μου.» είπα χαμογελώντας και ξεροβηξε.
«Δηλαδή, στον Δημήτρη Αργυρόπουλο;» ρώτησε και εγνευσα καταφατικά.
«Ξέρεις π–» πήγε να πει μα τον διέκοψα.
«Ξέρεις ότι έπαιρνε το μέρος της τότε και ενώ ήξερε ότι μας πλάκωνε στο ξύλο δεν είπε τίποτα σε κανέναν, έτσι;» είπα τα αυτονόητα και ξεφυσιξε.
«Το ξέρω Αχιλλέα αλλά άμα τον αφήσεις να σου εξηγήσει πως έχουν τα πράγματα, σίγουρα θα έχει μετανιώσει.» ψέλλισε και χαχάνισα ειρωνικά.
«Κι όμως, Λεωνίδα... Δεν αξίζει τον χρόνο μου.» είπα και κοίταξα το κινητό μου.
Ούτε ένα μήνυμα.
Που είσαι μωρό μου;
«Τότε, γιατί θα πας στην εταιρεία του;» ρώτησε μπερδεμένος και έκλεισα το κινητό μου, εστιάζοντας το βλέμμα μου πάνω του.
«Γιατί θέλω με κάποιον τρόπο να πάρω πίσω τα λεφτά του πατέρα μου.» άρχισα να λέω και πήρα τα κλειδιά μου, στα χέρια μου.
«Αααα και να πω και ένα γεια στην όμορφη κορούλα του.» είπα χαμογελώντας πονηρά και εκείνος γουρλωσε τα μάτια του.
«Ξερ–» πήγε να μιλήσει για ακόμη μια φορά αλλά τον διέκοψα, λέγοντας του πως ήταν η ώρα να φύγω.
Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω τον πρώην "θείο" μου.(πόσο μου έχει λείψει ο Σταύρος που έλεγε αντί για "θείο", "μπάρμπα"😅)
{.....}
Τελικά η "εταιρεία" του πρώην "θειουλη" μου ήταν πολύ μεγαλύτερη από ότι φανταζομουν.
Με αργά και σταθερά βήματα, άρχισα να κατευθύνομαι προς την ρεσεψιόν όπου και έδωσα το όνομα μου.
«Αχιλλέας Ασημοπουλος...»
Καποιος θα απορούσε πως έφτασα εδώ... Πώς έφτασα από τον γιο του διασημότερου στην ιστορία των ασημικών να ζω με παλαιότερες οικονομίες και να ψάχνω για δουλειά ως οδηγός.
Ακόμα και εγώ απορώ με τον εαυτό μου, αλλά κάνω υπομονή γιατί θέλω να δικαιώσω τον πατέρα μου.
Θα έπαιρνα πίσω ότι μου άξιζε, ακόμα και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα.
Και τι δεν θα έδινα για να ξαναδώ την εταιρεία του πατέρα μου ζωντανή.
Η κοπέλα που ήταν στην ρεσεψιόν, αφού με κοίταξε χαμογελώντας αμήχανα, μου ενεψε να την ακολουθήσω.
Την ώρα όμως που πηγαίναμε προς το γραφείο του πρώην θείου μου, η ματιά μου έπεσε πάνω στον Ορφέα που εκείνη την ώρα κατέβαινε τις σκάλες.
Τι θέλει αυτός εδώ;
«Εεε, συγγνώμη αλλά μπορώ να ρωτήσω κάτι;» ρώτησα την κοπέλα που περπατούσε μπροστά μου, κάνοντας την να σταματήσει και να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Βεβαίως...» απάντησε χαμογελώντας και χαμογέλασα λοξά.
«Εκείνος ο τύπος που έφυγε μόλις, δουλεύει εδώ;» ρώτησα και γέλασε.
«Ο κύριος Ορφέας είναι κάτι σαν το αριστερό χέρι του κυρίου Αργυροπουλου.» ψέλλισε, φλυαρωντας και εγνευσα καταφατικά.
Σταμάτησε έξω από την πόρτα του και γύρισε προς το μέρος μου.
«Θα περιμένεις λιγάκι;» ρώτησε και μου ενεψε να καθίσω, ενώ εκείνη απομακρύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Έκατσα και εγώ σε μια καρέκλα που υπήρχε έξω από το γραφείο του και άρχισα να φαντάζομαι πως μπορεί να είναι η κόρη του.
Μακάρι να μην του μοιάζει γιατί αν του μοιάζει σίγουρα θα είναι καμιά ξινή, καβαλημενη κοπέλα που θα την έχει κακομαθει με όλα αυτά τα πλούτη που πήρε από τον πατέρα μου.
Θα βάφει το μαλλί της κάθε μέρα και η ντουλάπα της θα είναι τουλάχιστον όσο το ίδρυμα. Από φαγητό να μην το συζητήσω ότι θα κάνει δίαιτα για να αρέσει σε όλον τον αντρικό πληθυσμό, ενώ δεν θα έχει ιδέα από συναισθήματα, διότι θα παντρευτεί νωρίς και έναν άνθρωπο που δεν θα αγαπάει.
Όχι ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω αυτή την ζωή.
Άλλωστε τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία και σε περιπτώσεις με προβλήματα υγείας, δεν μπορούν αυτά να σώσουν τους ανθρώπους.
Ενώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά, παρατήρησα μια φιγούρα να χάνεται στον διάδρομο, απέναντι μου.
Η μορφή της λεπτοκαμωμένη, ενώ τα καστανοξανθα μαλλιά της ανέμιζαν και κάλυπταν τους ώμους της.
Το μαύρο της φόρεμα ήταν μέχρι τα γόνατα και η γυμνή της πλάτη με έκανε να ανατριχιάσω.
Ξαφνικά, ο αέρας άρχισε να λιγοστεύει και όλα άρχισαν να φαίνονται θολά.
Γύρισε για λίγο, κοιτάζοντας πίσω της και παρατήρησα τα μάτια της.
Τα κόκκινα χείλη της σαν να ψιθύρισαν το όνομα μου και την κοίταξα απορημένος.
Μόνο που εκείνη δεν με πρόσεξε και κάτι μέσα μου πόνεσε.
Πόνεσε, γιατί νόμιζα ότι σαν να την είδα στο πρόσωπο εκείνης της κοπέλας.
Στην γυμνή της πλάτη, στο περπάτημα της, στις κινήσεις των χεριών της και στον τρόπο που το στόμα της κινούταν.
Και όσο εκείνη εξαφανιζόταν και έμοιαζε σαν ένα ακόμη καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμα που φαντάζει ίδιο με όλα τα άλλα, αλλά ξέρεις ότι θα είναι το τελευταίο σας, ένιωθα όλο και περισσότερο κενός.
Όλο και πιο πολύ μόνος!
-----------------------------------------------------------
Ελπίζω το αποτέλεσμα να ήταν ουαου 😂
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro