[14]~ Μπα-μπα; ~
| How To Forget |
| Present |
29 days before...
«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Ορφέας, την ώρα που πάρκαρε το αυτοκίνητο και εγνευσα καταφατικά, ενώ πήρα μια βαθιά ανάσα.
Γαμωτο, γιατί δεν με σταμάτησε;
Βγήκα από το αυτοκίνητο και πήρα την βαλίτσα μου στο χέρι.
«Που θα μείνω τώρα;» ρώτησα και εκείνος γέλασε.
«Έχουμε ξενώνα, μπορείς να μείνεις όσο θέλεις.» είπε και με πήρε από το χέρι.
«Δεν είναι σωστό ρε συ Ορφέα. Άλλωστε είμαι μια ξεν–» πήγα να πω, μα με διέκοψε.
«Δεν ακούω κουβέντα.» είπε και ξεφυσιξα.
Όταν άνοιξε την πόρτα,η μητέρα του Ορφέα ήρθε προς το μέρος μας.
«Κορίτσι μου, καλωσήρθες...» είπε φιλώντας με σταυρωτά και εγώ της χαμογέλασα.
«Καλώς σας βρήκα.» είπα και ο Ορφέας, πήρε την βαλίτσα από τα χέρια μου.
«Πάμε να σου δείξω το δωμάτιο σου.» είπε και πριν φύγουμε, η φωνή της μητέρας του μας σταμάτησε.
«Όταν το φαγητό είναι έτοιμο, θα σας φωνάξω.» είπε και με ένα νεύμα μας, ανεβήκαμε μέχρι τον πάνω όροφο.
Άνοιξε την πόρτα που υπήρχε δίπλα από το δωμάτιο του και έμεινα να κοιτάζω το δωμάτιο.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο,στα αριστερά σου ήταν το μικρό μπάνιο ενώ στο βάθος του δωματίου υπήρχε ένα διπλό κρεβάτι, ενώ στον τοίχο απέναντι υπήρχε μια μικρή ντουλάπα και δίπλα υπήρχε η μπαλκονόπορτα.
«Τακτοποιήσου και κατέβα κάτω για φαγητό.» είπε και άρχισα να τακτοποιώ τα πράγματα, μέσα στην ντουλάπα.
«Θα μας πληγώσεις Εμίλια» άκουσα την φωνή του, λες και ήταν κοντά μου.
Εγώ θα πληγωθώ.
Μόνο εγώ.
Εσύ τι λόγο έχεις να πληγωθείς;..
Κανέναν!
Έβαλα τα ρούχα στην ντουλάπα και τα βιβλία μου τα άφησα πάνω στο κομοδίνο, δίπλα από το κρεβάτι.
Πήρα το κινητό μου και διέγραψα την επαφή του Αχιλλέα.
Αντίο!
Κατέβηκα κάτω και έκατσα στο τραπέζι, μαζί με τον Ορφέα.
«Εμίλια, από εδώ η αδερφή μου η Μανουέλα.» είπε και η Μανουέλα με αγκάλιασε.
«Η Μανουέλα είναι έξι χρόνων.» είπε και την πήρα και καθίσαμε μαζί.
«Τι τάξη πας Μανουέλα;» ρώτησα και εκείνη κοίταξε πρώτα τον Ορφέα και μετά την μητέρα της.
«Πάει πρώτη δημοτικού και μην την παρεξηγείς, απλά δεν σε έχει μάθει ακόμη... Παρεπιπτόντως, είμαι η μητέρα του Ορφέα, η Γιάννα.» είπε και έκατσε και εκείνη στο τραπέζι αφού μας σερβιρε πρώτα.
«Χαιρομαι που σας γνωρίζω.» είπα και έπειτα έπεσε νεκρική σιωπή.
Αφότου φάγαμε, αποφάσισα να πάω μια βόλτα.
Άλλωστε εδώ κοντά ήταν η γειτονιά που έμενα, όποτε θέλω να πάω στο σπίτι μου.
Έτσι πήγα να πάρω το κινητό μου και συνειδητοποίησα ότι ξέχασα την ζακέτα μου, στο σπίτι μας με τα παιδιά.
Με αυτά και με εκείνα, κατέβηκα και αφού τους χαιρέτησα, άρχισα να περπατώ σε γνωστά μέρη για εμένα.
Το άγχος μου άρχισε να μεγαλώνει όταν έστριψα στο στενό όπου ήταν το σπίτι μας με την μαμά και τον μπαμπά.
Όταν κατευθύνθηκα μπροστά από το σπίτι, τα μάτια μου αμέσως βούρκωσαν.
Η κούνια που καθόμουν τα απογεύματα, ήταν στην θέση της και αυτό έκανε τα πρώτα δακρυα να κυλήσουν από τα μάτια μου.
Άνοιξα την σιδερένια πόρτα και μπήκα σιγά σιγά στην αυλή.
Κοίταξα πίσω από την γλάστρα που υπήρχε στην είσοδο, βρίσκοντας το κλειδί και ξεκλείδωσα την πόρτα.
Άνοιξα διστακτικά την πόρτα και κοίταξα τριγύρω μου.
«Μαμά;»
«Μπαμπά;»
Μπήκα στο σπίτι και είδα σπασμένα γυαλιά στο χώρο.
Σίγουρα ο μπαμπάς τα τελευταία έξι χρόνια θα γυρνάει μεθυσμένος και η μαμά θα δίνεται για λεφτά.
Απλά καθημερινά πράγματα...
«Είναι κανείς εδώ;» φώναξα και δεν ακούστηκε τίποτα.
Πήγα μεχρι την κουζίνα και είδα ένα μαχαίρι στο νεροχύτη.
Αλλά αυτό που με παραξένεψε ήταν ότι είχε ένα ροζ-κόκκινο λεκε.
Πήγα μεχρι το δωμάτιο τους και είδα τα σεντόνια στα ροζ-κόκκινα.
Μα τι είχε γίνει;
Πήγα στο δωμάτιο μου με δακρυα στα μάτια και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου.
«Μου έλειψες τόσο πολύ..» ψιθύρισα και βγήκα στην αυλή.
Πλέον είχε δύσει ο ήλιος και άρχισε να κάνει ψύχρα.
«Έλα εδώ...Έλα στην αγκαλιά μου!» άκουσα πάλι την φωνή του, με το αεράκι να χτυπάει το πρόσωπο μου.
Έχουν περάσει ώρες από τότε που έφυγα και μου λείπει.
Μου λείπουν τα πράσινο-γκρι του μάτια.
Μπήκα μέσα και επειδή κανένας δεν είχε επιστρέψει ακόμη, αποφάσισα να φύγω και να έρθω ξανά, το πρωί.
Και επειδή ξέρω ότι μπορεί η μαμά να μην έχει κλειδιά, πήγα να τα αφήσω κάτω από την γλάστρα, όταν μια φωνή με σταμάτησε.
«Εμίλια;» ρώτησε μια βαριά φωνή και γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος του.
Βλέποντας τον μετά από καιρό και με μια βαλίτσα στο χέρι, έμεινα ακίνητη στην θέση μου.
«Μπα-μπα;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro