[10]~ Κάνε λίγη υπομονή... ~
| How To Forget |
| Me |
33 days before...
Μετά από περίπου μισή ώρα, είχαμε φτάσει στο σπίτι του.
«Μην βγεις ακόμη...» ψέλλισε και βγήκε από το αυτοκίνητο κάνοντας το γύρω του αυτοκινήτου και ανοίγοντας την πόρτα μου.
«Πάνω είναι οι γονείς μου οπότε θα κάνουμε ησυχία, εντάξει;» ρώτησε και εγνευσα καταφατικά.
Ξεκλείδωσε όσο πιο ήσυχα μπορούσε και με έπιασε από το χέρι.
Μπήκαμε μέσα και μου ενεψε να τον ακολουθήσω μέχρι τον πάνω όροφο.
Μπήκαμε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα.
«Ουφφ ευτυχώς δεν μας κατάλαβαν.» ψιθύρισε και έκατσα στο κρεβάτι, κλείνοντας τα μάτια μου.
Επιτέλους καθαρό κρεβάτι...
«Νυστάζεις;» ρώτησε εκείνος, βγάζοντας τα παπούτσια του και με πλησίασε.
«Απλά, μου έλειψε ένα καθαρό κρεβάτι.» παραδέχτηκα και έμεινε να με κοιτάει περίεργα.
«Μεγάλωσα στο ίδρυμα, από τα δέκα μου.» είπα και μου έπιασε το χέρι.
«Δ-δεν το ήξερα..» παραδέχτηκε και ξεφυσιξα.
«Έμπλεξα με μια παρέα παιδιών και ερωτεύτηκα τον αρχηγό τους. Εκείνος τότε, είχε την ιδέα να το σκάσουμε από το ίδρυμα διότι οι κύριες εκεί, ασκούσαν βία.» είπα και του έδειξα τις μελανιές στο πόδι μου.
«Αφού το σκάσαμε με τα λεφτά από το ίδρυμα, κατευθυνθήκαμε λίγο πιο έξω από την πόλη όπου υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο.Ειχε πολλά δωμάτια αλλά τα έπιπλα ήταν κατεστραμμένα. Μέχρι χτες κοιμόμουν σε ένα χαλασμένο κρεβάτι.» ψέλλισα και άπλωσε τα χέρια του για να τον αγκαλιάσω.
«Αγάπη μου... Είσαι πολύ δυνατή.» ψιθύρισε και ενεψα καταφατικά.
Ο Αχιλλέας άμα μάθει ότι κοιμήθηκα σε σπίτι άλλου, θα γίνει Τούρκος και θα με χτυπήσει.
Αλλά αυτή την στιγμή δεν με νοιάζει τίποτα.
Εκείνος με έβαλε να ξαπλώσω στο κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς την ντουλάπα.
«Θα σου δώσω κάτι να φορέσεις, αφότου κάνεις ένα μπάνιο και γίνεις μια καθαρή Εμίλια.» είπε χαμογελώντας και χαμόγελασα και εγώ.
Μου έδωσε μια μπλούζα και ένα σορτσάκι του και μου ενεψε να μπω στο μπάνιο του δωματίου του.
Μπήκα στο μπάνιο και αφού έκλεισα την πόρτα, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
Ποια στα αλήθεια ειμαι;!
Γιατί έμπλεξα με τον Αχιλλέα;
Απλώς θα έβρισκα κάποια κοπέλα και θα κάναμε παρέα. Αλλά όχι, εγώ ήθελα εκείνον που με έσωσε από τα χέρια της Αγγελικής και της Μαριτίνας.
Μπήκα κάτω από το ζεστό νερό και ένιωσα να χαλαρώνω.
Πόσο καιρό είχα να νιώσω έτσι άραγε;
Η μυρωδιά του σαμπουάν ήταν τόσο έντονη και τόσο ωραία.
Ύστερα από μια ώρα αποφάσισα να βγω, καθαρή πλέον.
Φόρεσα τα ρούχα του Ορφέα και βγήκα έξω, βλέποντας τον να κοιμάται στο πάτωμα.
Τον πλησίασα και του άφησα ένα φιλί στο μάγουλο.
Για κάποιον λόγο, τον νιώθω σαν τον αδελφό που δεν είχα ποτέ.
Κάθισα στο κρεβάτι και σκεπάστηκα.
Άραγε ο Αχιλλέας κοιμάται ή πηδάει καμία όπως και κάθε βράδυ;
Με αυτές τις σκέψεις, με πήρε ο ύπνος.
{........}
«Εμίλια...» ψιθύρισε κάποιος στο αυτί μου και άνοιξα σιγά τα μάτια μου.
«Ορφέα;» ρώτησα και είδα να μου έχει ετοιμάσει πρωινό.
«Α-αυτο είναι για μένα;» ρώτησα και το άφησε το κρεβάτι.
«Φυσικά... Θα πείνας κι όλας.» είπε και τον αγκάλιασα.
«Έχω να φάω μια εβδομάδα.» παραδέχτηκα και γουρλωσε τα μάτια του.
«Και αυτός ο Αχιλλέας δεν σε ταΐζει τιποτα;» ρώτησε και γέλασα.
«Απλά τα λεφτά τα πετάει στα μπαράκια, αντί να κάνει κάτι πιο χρήσιμο.» είπα και ξεφυσιξε.
«Μάλιστα... Φάε εσύ το πρωινό σου, θα ρωτήσω την μάνα μου αν έχει τίποτα να φορέσεις γιατί τα ρούχα που φορούσες είναι λερωμένα.» είπε και πριν προλάβω να μιλήσω, είχε φύγει από το δωμάτιο.
Πήρα στα χέρια μου τον δίσκο και αφού ήπια λίγο χυμό και έφαγα το τοστακι μου, μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο Ορφέας με καθαρά εσώρουχα και ένα φορεματάκι.
«Φόρεσε αυτά και κατέβα κάτω.»είπε και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο.
Πλυθηκα, φόρεσα τα καθαρά εσώρουχα της μητέρας του και ένα μπλε καθημερινό φόρεμα ενώ έπιασα τα μαλλιά μου μια ελαφριά αλογοουρά.
Φόρεσα τα παπούτσια μου και κατέβηκα κάτω.
Το σπίτι είχε δύο ορόφους και στον κάτω όροφο είχε μια μεγάλη κουζίνα και ένα επίσης μεγάλο σαλόνι.
Βλέποντας με να κατεβαίνω κάτω, μια γυναίκα γύρω στα εξήντα με πλησίασε.
«Καλημέρα κορίτσι μου, ελπίζω να σου έκανε το φόρεμα.» είπε και της χαμόγελασα.
«Μια χαρά είναι το φόρεμα, σας ευχαριστώ πολύ για όλα.» είπα και ο Ορφέας ήρθε δίπλα μου.
«Μαμά, εμείς φεύγουμε.» είπε και μου έδωσε το κινητό μου.
«Είναι φορτισμένο στο φουλ.» είπε και αφού χαιρετήσαμε την μητέρα του, βγήκαμε έξω.
«Μπες στο αυτοκίνητο, θα σε πάω σπίτι.» είπε τονίζοντας την λέξη σπίτι και το μυαλό μου ταξίδεψε στον Αχιλλέα.
«Καλα..» είπα με μια στενοχώρια και μπήκα στο αμάξι.
{......}
«Φτάσαμε...» ψέλλισα και με κοίταξε.
«Εμίλια, έχω περάσει τον αριθμό μου στο κινητό σου, οπότε σε πειράξει, μην διστάσεις να με πάρεις τηλέφωνο.» είπε και τον αγκάλιασα.
«Δεν θέλω να φύγω.» παραδέχτηκα και μου έπιασε το χέρι.
«Άμα πάει να κάνει καμία μαλάκια θα του κόψω τα πόδια. Το ξέρω ότι δεν σου αξίζει να ζεις εκεί και ότι απλά δεν σου αξίζει όλο αυτό, αλλά κάνε λίγη υπομονή. Σου υπόσχομαι ότι θα έρθω να σε πάρω από εδώ.» είπε και με αυτά τα λόγια βγήκα από το αυτοκίνητο, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
Ήξερα ότι με το που πατήσω το πόδι μου στο σπίτι, θα φάω το κήρυγμα του και τις φωνές του και θα με χτυπησει...
Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Εγώ το επέλεξα αυτό.
Ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα με αργά βήματα στο σπίτι, όταν ένιωσα δύο μάτια να με καρφώνουν.
«ΠΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ ΗΣΟΥΝ ΟΛΗ ΝΥΧΤΑ ΕΜΙΛΙΑ;» άκουσα να φωνάζει και ξεροκαταπια.
Γιατί έχω ένα κακό προαίσθημα;
-----------------------------------------------------------
Γιατί σε βιβλιο της Ελεάννας είσαι 😅
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro