[01] ~Σταμάτα να λες ψέματα~
|How To Forget|
|YOU|
--------------
61 days before...
«Εμίλια!», φώναξε ο πατέρας μου όταν μπήκε στο σπίτι και κατευθύνθηκε προς το μικρό μας κουζινάκι.
«Εδώ είμαι μπαμπακα.»,είπα και εμφανίστηκα μπροστά του.
«Η μάνα σου που είναι;», ρώτησε εκείνος χωρίς να με κοιτάξει, ανοίγοντας το ψυγείο.
«Είπε ότι θα πήγαινε σούπερ μάρκετ.» του εξήγησα και γέλασε ειρωνικά.
«Ααα ώστε έτσι...Καλά λοιπόν.Μολις έρθει,πες της ότι πήγα μία βόλτα.» είπε καθώς έκλεισε την πόρτα του ψυγείου και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα.
Δεν γύρισε καν να με κοιτάξει. Άλλωστε ποιος θα κοίταγε και μένα,ένα μικρό κοριτσάκι ήμουν.
Βγήκε έξω και έκλεισε την πόρτα τόσο δυνατά, που πετάχτηκα στον αέρα.
Ξεφυσιξα κλείνοντας για λίγη ώρα τα μάτια μου και ύστερα, κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου, συνεχίζοντας τις ασκήσεις για το σχολείο.
{....}
Οι ώρες περνούσαν και άρχισα να πεινάω.
Από το πρωί,δεν είχα φάει τίποτα,παρά μόνο λίγο ψωμί με το λίγο γάλα που μου είχε φτιάξει η μητέρα μου για πρωινό.
Άνοιξα το ψυγείο,όταν η πόρτα άνοιξε διάπλατα και κάνοντας με να κλείσω γρήγορα το ψυγείο.
«Ναι ναι,θα σε κλείσω τώρα...Τα λέμε το βραδάκι.» ψελλισε η μητέρα μου, κλείνοντας την πόρτα και πηγαίνοντας προς τον καναπέ.
Μόλις η ματιά της έπεσε πάνω μου,χαμογέλασε ειρωνικά.
«Τι ψάχνεις στο ψυγείο;», ρώτησε καχύποπτα και με πλησίασε, κλείνοντας το τηλέφωνο.
«Λίγο νερό ήθελα.»ψεύδομαι και πριν προλάβω να φύγω,το χέρι της προσγειώθηκε στο μάγουλο μου.
«Αυτό για να μάθεις να μην λες ψέματα σε εμένα.»είπε και με έσπρωξε,με αποτέλεσμα να πέσω πάνω στον τοίχο.
«Που είναι ο πατέρας σου;» ρωτησε πάλι, κοιτάζοντας το ρολόι,δίπλα από το ψυγείο και ενα συναίσθημα φόβου με κατέβαλλε.
«Μίλα μυξιαρικο,που είναι ο πατέρας σου!» φώναξε και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Μου είπε να σου πω ότι πήγε μία βόλτα.» ψέλλισα και με αγριοκοίταξε.
«Ψευτραααα» φώναξε και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου, τραβώντας μου τα μαλλιά.
«Μαμ-»πήγα να πω όταν άρχισε να με βαράει με όλη της την δύναμη.
«Σταμάτα να λες ψέματα...» φώναξε καθώς τράβαγε το αυτί μου με μανία.
«Συγγνώμη μανούλα μου...» με το ζόρι συγκρατούσα τα δακρυα μου.
Ξαφνικά,η πόρτα άνοιξε για ακόμη μια φορά και ο πατέρας μου ξεπρόβαλλε.
«Ώστε εδώ μου είσαι, Βερόνικα.» είπε και εκείνη κοίταξε μία εμένα και μία τον πατέρα μου.
«Εμίλια πήγαινε μέσα και κλείδωσε την πόρτα.» απαίτησε ο πατέρας μου και εγνευσα καταφατικά, τρέχοντας σχεδόν στο δωμάτιο μου και κλειδώνοντας την πόρτα.
Δεν θα γίνει κάτι Εμίλια...
Θα τσακωθούν και μετά ο μπαμπάς θα σπάσει τα πιάτα της κουζίνας.
Τίποτα το ιδιαίτερο.
«Νόμιζες ότι δεν θα τα μάθαινα όλα κάποια στιγμή;!» ρώτησε ο πατέρας μου την μητέρα μου και εκείνη γέλασε.
Το γέλιο της ηταν το γέλιο του τρελού.
«Τι να μάθεις ρε Άκη;» ρώτησε εκείνη ενώ τα τακούνια της ακούστηκαν όταν έκανε ένα βήμα προς την πόρτα.
«Με απατάς πίσω από την πλάτη μου,αυτό έμαθα.» είπε εκείνος ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε και κάτι να σπάει.
«ΗΜΟΥΝ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ ΒΕΡΟΝΙΚΑ;! ΝΟΜΙΖΕΣ ΟΤΙ ΘΑ ΠΙΣΤΕΥΑ ΟΤΙ Η ΕΜΙΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ;» φώναξε και άκουσα κάποια ουρλιαχτά της μητέρας μου.
«ΑΣΕ ΜΕ!» φώναξε εκείνη ενώ ακούγονταν χτυπήματα.
«Σε πηδαγε έτσι όπως το έκανα εγώ;» ρώτησε ο πατέρας μου ενώ η μητέρα μου ούρλιαζε για βοήθεια.
Χωρίς να το καταλάβω, δακρυα κυλούσαν από τα μάτια μου και έφυγα από την πόρτα, πηγαίνοντας προς το κρεβάτι μου ενώ η μητέρα μου δεν σταμάτησε να ουρλιάζει.
Μπήκα κάτω από τα σκεπάσματα και έκλεισα τα αυτιά μου, ευχόμενη να τελειώσουν όλα αυτά γρήγορα.
Πόσο αφελής ήμουν...
60 days before...
«Εμίλια!» φώναξε η μητέρα μου και βγήκα διστακτικά από το δωμάτιο.
Η κατάσταση που επικρατούσε στο κουζινάκι και στο σαλόνι ήταν απερίγραπτη.
Σκόρπια γυαλιά στο πάτωμα, μαξιλάρια και ρούχα από εδώ και από εκεί,σκόνη και καπνός ήταν τα μόνα που μπορούσα να εντοπίσω.
Ήμουν μόνο δέκα.
«Μαμά τι έγινε;» ρωτησα και εκείνη ξεφυσιξε.
«Δεν μπορείς να μείνεις άλλο εδώ.Θα σε πάω κάπου που σίγουρα θα ζήσεις καλύτερα..» είπε ηρεμα και ένα δακρυ κύλησε από τα μάτια μου.
«Μα μαμά...» είπα και εκείνη εγνευσε καταφατικά.
«Πρέπει να πας.» είπε και με έπιασε από το χέρι.
«Ντύσου.» ψιθύρισε και με φίλησε στο μέτωπο.
Με βαριά καρδιά έβαλα ένα όμορφο φορεματάκι και με την μητέρα μου ξεκινήσαμε για εκείνο το μέρος.
Αφού φτάσαμε,εκείνη στάθηκε για λίγο απέξω παρατηρώντας τα πάντα.
Φαινόταν από τα μάτια της ότι δεν ήθελε να με αφήσει.
Ανεβήκαμε σιγά σιγά τα σκαλιά και μπήκαμε μέσα στο κτήριο.
Μπαίνοντας μέσα στο κτήριο, ένιωσα μια ζεστή ατμόσφαιρα.
Τα χρώματα στους τοίχους είχαν χρώμα κίτρινο και είχε υπερβολική ζέστη, σε σχέση με το κρύο σπίτι μας.
Σταθήκαμε για λίγο στην μέση της αίθουσας, όταν μια κυρία μας πλησίασε.
«Γεια σας,η κυρία Βερόνικα Τελώνη;» ρώτησε η κυρία και εκείνη εγνευσε καταφατικά.
«Ωωω και συ είσαι η Εμίλια.» είπε και με χάιδεψε στο κεφάλι.
Η μητέρα μου γονάτισε ώστε να με φτάνει και με κοίταξε στα μάτια.
«Εμίλια,είναι ώρα να πηγαίνω.» ψιθύρισε ήρεμα μα τα μάτια της φάνταζαν βουρκωμενα.
«Μην φύγεις μανούλα...Σε αγαπάω.» φώναξα και την αγκάλιασα.
«Μακαρι να ταν όλα τόσο εύκολα.» είπε λίγο πριν σηκωθεί από το πάτωμα και κάνει μεταβολή προς την έξοδο του κτηρίου, αφήνοντας με μόνη και απροστάτευτη.
Ποιος θα με προστατέψει τώρα;!
____________________________________
Κανένας;
Υ.Γ: αν σας έρχονται ειδοποιήσεις, κάνω διορθώσεις, επιτέλους😅
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro