Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

[48]~ Πότε φεύγουν; ~

| Hºw Tº RemembeR |

| To save her |

[Αχιλλέα pov…]

[Προ τελευταίο κεφάλαιο μπιτσιζ]

Σιωπή. Η ώρα πρέπει να ήταν γύρω στις έξι το πρωί, όταν άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει. Έπειτα ακούστηκαν βήματα στη σκάλα, κάνοντας με να κρατήσω την ανάσα μου.

Κι αν μπει στο δωμάτιο μου και θελήσει να το συζητήσουμε;

Ηλίθιε Αχιλλέα. Τα έκανες σκατά.
Πάνω που τα πηγαίνατε υπέροχα και τα είχατε βρει.

Η πόρτα του διπλανού δωματίου ξάφνου, άκουσα να ανοίγει και έπειτα σιωπή.

Σιωπή. Έκλεισα τα μάτια μου και τα ένιωθα να τσούζουν. Αφότου έφυγε και η Μυρσίνη, άρχισα να κλαίω. Να κλαίω σαν μικρό παιδί, χειρότερα και από όταν έμαθα ότι η μαμά και ο μπαμπάς είχαν ένα δυστύχημα και έφυγαν μακριά.

Γιατί πρέπει με τον τρόπο μου, να διώχνω όλους όσους με αγαπάνε;

Πρώτα η μητέρα μου, έπειτα η αδερφή μου, ύστερα η Εμίλια και τέλος, η Μυρσίνη.

Η ανάσα μου ένιωθα να κόβεται καθώς τα δάκρυα εμφανίστηκαν ξανά στα μάγουλα μου και η επιθυμία μου να σηκωθώ και να τρέξω στο διπλανό δωμάτιο, ήταν μεγάλη.

Δεν πρέπει, Αχιλλέα. Δεν είναι σωστό.

Σιωπή. Απέραντη σιωπή.
Κάνε ησυχία ηλίθιε. Δεν αξίζει να ζεις, ηλίθιε.

Έπνιξα έναν λυγμό, όταν από το δίπλα δωμάτιο ακούστηκε ένας λυγμός και έπειτα ένα ξέσπασμα.

Γαμώτο. Με νύχια και με δόντια κρατούσα τον εαυτό μου από το να τρέξω και να την αγκαλιάσω. Όχι Αχιλλέα. Της κάνεις κακό.

Το σώμα μου κατευθύνθηκε προς την πόρτα, ανοίγοντας την σιγανά, για να μην ξυπνήσω τον καλύτερο μου φίλο και την κοπέλα του, που κοιμόταν στον ξενώνα, στο βάθος, ενώ στάθηκα έξω από την πόρτα του δωματίου της.

Να μπω άραγε μέσα;
Το χέρι μου άγγιξε το πόμολο, μα δίσταζα.

Και αν μπω μέσα, εκείνη θα με θέλει εκεί, άραγε; Κι αν με διώξει; Κι αν μου φωνάξει;

Κι άλλος λυγμός.
Χτύπησα σιγανά την πόρτα, μα δεν ακούστηκε, τίποτα.

Κράτησα την ανάσα μου για λίγο.
Κι αν κοιμήθηκε και κλαίει στον ύπνο της;
Κι αν βλέπει εφιάλτες; Κι αν πονάει;

Άνοιξα λιγάκι την πόρτα και την είδα να είναι κουλουριασμένη στο κρεβάτι της, με το πρόσωπο της να μην φαίνεται, από την κουβέρτα που ήταν πάνω της.

«Μυρσίνη;» ψιθύρισα και άκουσα κι άλλον λυγμό.
Μπήκα στο δωμάτιο και έκλεισα πίσω μου, την πόρτα.

«Μυρσίνη; Κοιμάσαι;» επανέλαβα αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό. Έκλεισα το στόμα μου και δάγκωσα τα χείλη μου, παρατηρώντας τους κλειστούς κόκκινους τοίχους και το μικρό παράθυρο που ήταν ανοικτό.

Δίπλα στην πόρτα ήταν η ξύλινη ντουλάπα και δίπλα, ένα μονό κρεβάτι, σε άσπρο χρώμα.

Η Μυρσίνη έβγαλε άλλον έναν σιγανό λυγμό και πλησίασα το κρεβάτι.

«Ξέρω ότι δεν κοιμάσαι.» είπα και έκατσα στην άκρη του κρεβατιού, προσπαθώντας να πάρω από πάνω της την κουβέρτα.

«Φύγε!» την άκουσα να λέει σιγανά και πήρα μια ανάσα. «Συγγνώμη.» ψέλλισα και άκουσα κι άλλον λυγμό.

«Δεν ακούς που σου λέω; Φύγε!» ψιθυρο-φώναξε βγάζοντας για λίγο το κεφάλι της από την κουβέρτα. «Συγγνώμη σου είπα.» μίλησα στον ίδιο τόνο και τώρα η ματιά μου, διασταυρώθηκε με την  δική της.

«Μπορείς να με αφήσεις μόνη μου; Τι θέλεις από εμένα; Μου λες;» σκούπισε τα δάκρυα της και εγώ πλησίασα προς το μέρος της, κάνοντας την να απομακρυνθεί.

«Μην κλαίς.» εκείνη έκλεισε για λίγο τα μάτια της, τρίβοντας τα. «Δεν ήθελα να σε κάνω να κλαίς. Σου ζητάω συγγνώμη.» πήγα να χαϊδεύσω τα μαλλιά της μα εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω.

«Θέλω να μείνω μόνη. Σε παρακαλώ, φύγε.» συνέχισε να λέει και με το ζόρι έπνιξα έναν λυγμό. «Τα έκανα όλα σκατά, εγώ φταίω.» ψέλλισα και σηκώθηκα από το κρεβάτι, κάνοντας την να κουνήσει το κεφάλι της.

«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου.» άρχισε να λέει μα την σταμάτησα. «Εσύ ήσουν σωστή απέναντι μου. Σου είχα πει και ήξερες και εσύ η ίδια, ότι είμαι ερωτευμένος με την Εμίλια. Το λάθος σε όλο αυτό, ήμουν εγώ που και τότε, στο σπίτι μου, αλλά και χθες, εγώ έκανα την κίνηση να σε φιλήσω.» εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι και στάθηκε ένα μέτρο μακριά μου.

Συγγνώμη που έχουν γίνει έτσι τα πράγματα και δεν μπορώ να είμαι πιο κοντά σου.

«Θα σε αφήσω να ηρεμήσεις και να κοιμηθείς λιγάκι. Αλλά το μόνο που θα ήθελα να ξέρεις είναι ότι πραγματικά, δεν θα ήθελα να σε χάσω από την ζωή μου. Καλώς ή κακώς, είσαι ένα από τα άτομα που μου στάθηκαν πραγματικά και που με φρόντισαν όταν ήμουν μόνος και ψυχικά χαμένος.» εκείνη κοίταξε το πάτωμα χωρίς να μιλάει. «Θα το καταλάβω– και θα το σεβαστώ απόλυτα– βέβαια, αν μου πεις ότι δεν θέλεις να με ξαναδείς, άλλωστε και μένα το ταξίδι μου εδώ, τελειώνει, σε κάτι μέρες θα επιστρέψω στην Ελλάδα και θα συνεχίσω την ζωή μουσιωπή.

«Κατάλαβα. Θα πάω στο δωμάτιο μου τώρα και θα σε αφήσω μόνη σου. Καληνύχτα.» πήγα να φύγω μα η σιγανή φωνή της, με σταμάτησε. «Δεν θα με χάσεις, Αχιλλέα.» άρχισε να λέει και μου ξέφυγε ένας λυγμός, κάνοντας την να με πλησιάσει και να με γυρίσει προς το μέρος της.

«Θα ήθελα να συνεχίσουμε να είμαστε φίλοι. Καλώς ή κακώς, μετά τον Πέτρο, εσύ και ο αδελφός μου, είστε τα σημαντικότερα άτομα που τα θεωρώ σαν οικογένεια, και την Ελένη βέβαια.» τα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου και έφτασαν μέχρι το πηγούνι. «Επίσης, καλώς ή κακώς, ένιωθα κάτι για εσένα, οπότε θέλω κάποιο διάστημα για να το ξεπεράσω πλήρως. Αλλά να ξέρεις, θα είμαι πάντα δίπλα σου και πάντοτε θα σε φροντίζω, ο,τι κι αν γίνει, και να γυρίσει η Εμίλια σε εσένα. Θα είμαι πάντα εδώ για να σε ακούω και να σε συμβουλεύω.» την αγκάλιασα και της χάιδεψα τα μαλλιά.

«Μπορεί να είμαι ερωτευμένος με άλλη αλλά αν δεν υπήρχε η Εμίλια, σίγουρα δεν θα σε άφηνα να φύγεις.» ψέλλισα και εκείνη γέλασε, ενώ έπειτα έβγαλε άλλον έναν λυγμό. «Αν δεν υπήρχε η Εμίλια, τότε δεν ξέρω. Ίσως δεν είχες βρει τον εαυτό σου και κανένας δεν θα μπορούσε να σε πλησιάσει. Και άσε που εγώ θα ήμουν ακόμη με τον Πέτρο.» απομακρύνθηκα και της σκούπισα τα μάγουλα.

«Σε αγαπάω. Όχι κάτι ερωτικό αλλά είσαι φίλη και οικογένεια μου. Και σε ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου.» εκείνη με φίλησε στο μάγουλο και έπειτα μου χάιδεψε το χέρι. «Και εγώ σε αγαπάω. Και σε ευχαριστώ για τις αναμνήσεις.» είπε και έπειτα με τράβηξε προς το κρεβάτι.

«Θα μπορούσες να μείνεις μαζί μου, μέχρι να κοιμηθώ;» ακουγόταν βραχνιασμένη. «Φυσικά, και το ρωτάς;»

Και έτσι, η ώρα κύλησε γρήγορα, με εκείνη να κοιμάται και εγώ να της χαϊδεύω τα μαλλιά.

[…]

«Τα πήρατε όλα;» ρώτησα τον Γρηγόρη, ο οποίος τοποθέτησε και την τελευταία βαλίτσα στο διάδρομο, δίπλα από την πόρτα. «Ναι, τσέκαρα χίλιες φορές.» σχολίασε η Ελένη που κοιταζόταν στον καθρέφτη και η Μυρσίνη μας πλησίασε, δίνοντας στον αδερφό της ένα ταπεράκι και ένα μπουκάλι από αυτά που βάζουν τα ροφήματα για να διατηρούνται ζεστά. «Σας ετοίμασα κάποια κουλουράκια χθες και σας έβαλα και λίγο τσάι που ξέρω ότι σας αρέσει.» είπε και ο αδερφός της, της έδωσε ένα φιλάκι.

«Αν δεν είχα και εσένα, τι θα έκανα;» αναρωτήθηκε εκείνος και η Ελένη γέλασε, με την παιχνιδιάρικη διάθεση που επικρατούσε.

«Να έρχεσαι κάτω εεε;» την ρώτησε εκείνη και η Μυρσίνη, έγνευσε. «Έχω και σπίτι οπότε θα το κανονίζω. Αλλά θα πρέπει να μείνω εδώ για να φροντίσω τις θεραπείες του πατέρα του Αχιλλέα, όπως και τις θεραπείες μιας άλλης κυρίας που ήταν γνωστή των ανθρώπων που με υιοθέτησαν.» εκείνοι κούνησαν το κεφάλι και έπειτα άνοιξα την πόρτα, ακούγοντας ένα κορνάρισμα.

«Ελάτε! Ήρθε το ταξί».

Αφού βοηθήσαμε στο να βάλει ο ταξιτζής, τις βαλίτσες στο πορτ-παγκαζ, υποσχεθήκαμε ότι άμα δεν ξανά βρεθούμε– πράγμα αδύνατο– εκείνοι θα μας περιμένουν στο γάμο, που θα γίνει τέλος καλοκαιριού και όταν σταμάτησαν οι αγκαλιές και τα φιλιά, εκείνοι έφυγαν, αφήνοντας μας μόνους.

«Σκοπεύεις πράγματι, να κάτσεις εδώ;» ρώτησα τη Μυρσίνη και εκείνη πήρε μία βαθιά ανάσα. «Δεν ξέρω, το σκέφτομαι. Έκανα τα χαρτιά μου ξανά για το νοσοκομείο του Λονδίνου, αλλά ακόμη δεν έχω νέα. Αλλά θα μείνω εδώ μέχρι να σιγουρευτώ ότι όλα είναι εντάξει με τον πατέρα σου– σε μία εβδομάδα βγαίνουν τα αποτελέσματα από τις τελευταίες εξετάσεις που κάναμε– και να φροντίσω στην ουσία, την τρίτη μου μαμά, εκείνη που με φρόντισε μετά τον θάνατο των θετών μου γονιών.» κούνησα το κεφάλι και προχωρήσαμε μέχρι την μικρή αυλή του σπιτιού.

«Εσύ μέχρι πότε θα κάτσεις;» ρώτησε και κοίταξα το ρολόι μου. «Σε δύο μέρες λέω να φεύγω. Έχω κλείσει ήδη τα εισιτήρια αλλά μπορεί να φύγω και πιο νωρίς.» εκείνη με κοίταξε περίεργα. «Γιατί έτσι

«Γιατί έχω να κάνω μια συζήτηση με τον πατέρα μου, μια τελευταία και έπειτα ίσως με τον Ορφέα.» απάντησα και σήκωσε το ένα της φρύδι, με το τελευταίο όνομα. «Εγώ στην θέση σου θα έπιανα την αδερφή μου, θα το σκάγαμε και δεν θα μιλούσα καθόλου σε αυτόν τον άνθρωπο.» ψέλλισε και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. «Προς το παρόν όμως, έχω να κάνω μια πολύ σοβαρή συζήτηση με τον πατέρα μου.» μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, έπιασα το πανωφόρι μου και το κινητό μου.

«Να σε περιμένω μετά για φαγητό;» ρώτησε και έγνευσα. «Πάρε με τηλέφωνο μόνο, όταν τελειώσεις, γιατί και γω έχω μια δουλειά στο νοσοκομείο, καταλαβαίνεις, για τα τελευταία.» την φίλησα στο μάγουλο. «Φυσικά και θα σε πάρω. Σε αγαπάω.» εκείνη κοκκίνισε αλλά μου γύρισε την πλάτη.

«Τα λέμε Αχιλλέα. Να προσέχεις

[…]

Την πόρτα άνοιξε η Θωμαή και μόλις με είδε, χαμογέλασε. «Αχιλλέα; Τι ευχάριστη έκπληξη!» ψέλλισε μα βλέποντας το σοβαρό μου βλέμμα, με κοίταξε, ανήσυχα. «Τι έγινε; Είναι όλα εντάξει; Είσαι καλά;»

«Που είναι αυτός;» ρώτησα και εκείνη έκανε χώρο για να περάσω, πηγαίνοντας προς το σαλόνι, όπου εκείνος έβλεπε τηλεόραση.

Εκείνος, βλέποντας με, χαμογέλασε, μα παρατηρώντας το απειλητικό μου ύφος, σηκώθηκε από τη θέση του, κοιτάζοντας με περίεργα.

«Αχιλλέα παιδί μου, πως και από εδώ;» πως τολμάει να με αναφέρει ακόμα παιδί του; «Πως και από εδώ; Δεν έχεις κάποια ιδέα, γιατί ήρθα εδώ;» εκείνος έκανε πως δεν γνώριζε, βάζοντας το χέρι του στα γένια του, για να δείξει ότι το σκεφτόταν.

Η Θωμαή στεκόταν λίγο πιο πέρα, βλέποντας την καταιγίδα που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει.

«Γιατί να ξέρω, για ποιον λόγο ήρθες εδώ; Άλλωστε σου είπαμε, το σπίτι μας είναι ανοικτό για εσένα.» γέλασα. «Μόνο για εμένα ή και για τα άλλα μου αδέρφια;» εκείνος έκανε μια γκριμάτσα, λες και προσβλήθηκε, μα δεν περνάνε αυτά σε εμέναΠου το πας, Αχιλλέα;» μόνο που δεν γέλασα μαζί του.

«Το πάω εκεί που έπρεπε να το είχα πάει από την αρχή.» άρχισα να λέω, πλησιάζοντας τον, κάνοντας τον να κάνει ένα βήμα προς τα δεξιά.«Συνάντησα τον Ορφέα, πατέρα.» ψέλλισα και εκείνος έκανε πως εξεπλάγην.

«Αλήθεια; Είναι και ο άλλος μου γιος εδώ;» τον άρπαξα από τον γιακά του κουστουμιού του, κάνοντας την Θωμαή να βγάλει ένα επιφώνημα και να μας πλησιάσει,μα ο πατέρας μου, της ένεψε να σταματήσει.

«Κόψε το δούλεμα γιατί να ξέρεις, δεν περνάνε αυτά σε εμένα. Ήξερες, ήδη από τότε που γύρισες στην Ελλάδα για να φέρεις τα πάνω κάτω, που είναι ο Ορφέας με την πολυαγαπημένη μου αδερφή και τι έκαναν. Και μην το αρνηθείς αυτό.» εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου. «Ήξερες πολύ καλά, γιατί εσύ τα σκηνοθέτησες όλα!» φώναξα και τον κράτησα σφιχτότερα.

«Πας καλά; Γιατί να το κάνω;» προσπαθούσε να μιλήσει κανονικά. Μπα, σου κόβουμε και το οξυγόνο, τώρα;

«Αχιλλέα, έχει καρκίνο.» μου υπενθύμισε το πίσω μέρος του μυαλού μου μα ξέρεις κάτι; Δεν με νοιάζει καθόλου.

Άλλωστε, εκείνον πότε τον ένοιαξε για εμένα;
Ούτε για την μαμά τον ένοιαξε, άλλωστε.

«Το μόνο που ήθελες και θέλεις, είναι να δεις τον Δημήτρη να χάνει είτε την περιουσία του, είτε ο,τι πολυτιμότερο του είχε μείνει, που στην πραγματικότητα, πέρα από τα λεφτά– τα οποία σου υπενθυμίζω, δεν φέρνουν την ευτυχία– ήταν η κόρη του, η οποία ήξερες που είναι και όχι μόνο αυτό αλλά ήθελες να την στείλεις ακόμα πιο μακριά, για να μην την βρω. Μα δεν υπολόγισες ότι εκείνη θα ερχόταν εδώ, εκείνη θα γνώριζε και θα ερωτευόταν τον γιο της γυναίκας που αγάπησες. Τι άλλο δεν υπολόγισες;» έκανα πως σκεφτόμουν και εκείνος πάλευε με νύχια και με δόντια, να αναπνεύσει κανονικά.

«Ααα, δεν υπολόγισες ότι η Εμίλια δεν είναι τόσο χαζή ώστε να μένει εκεί και να μην καταλάβει το παραμικρό για την απαγωγή της, με συνέπεια να το σκάσει.» είπα, χαμογελώντας ειρωνικά και εκείνος προσπάθησε να πάρει τα χέρια μου από πάνω του. «Είμαι σίγουρος ότι και για τον θάνατο της μητέρας της, εσύ ευθύνεσαι».

Εκείνος με απομάκρυνε από πάνω του και με κοίταξε, απειλητικά. «Αρκετά!» φώναξε και γέλασα. «Τι θα κάνεις τώρα που κατάλαβα την αλήθεια; Θα με διώξεις, όπως έδιωξες και τον Πέτρο; Ή μήπως θα βάλεις να ψάξουν για το που μπορεί να είναι και να βάλεις τον Ορφέα να κάνει τον “ήρωα” και να βγάλει είτε αυτόν, αλλά είτε και εκείνη, απ' την μέση; Μέχρι που μπορείς να φτάσεις για τα χρήματα;» έφτυσα τις λέξεις και εκείνος γέλασε, μένοντας εκεί που ήταν.

«Δεν έχεις ιδέα μέχρι που μπορώ να φτάσω και τι μπορώ να κάνω, γι αυτό μην με φέρνεις στα όρια μου.» ψέλλισε και τον κοίταξα με απέχθεια. «Δεν θα χαράμιζα άλλη φαιά ουσία για σένα, ούτως ή άλλως.» απομακρύνθηκα, πηγαίνοντας προς την πόρτα.

«Μόνο αυτό έχω να σου πω, και τίποτα παραπάνω. Ο,τι και να συμβεί, να ξέρεις ότι εγώ θα εύχομαι η μητέρα μου να είχε κρυφή σχέση με άλλον και να είμαι γιος εκείνου και όχι, δικός σου.» τα λόγια μου σίγουρα, μπορεί να τον πλήγωσαν μα, δεν θα τον απασχολήσουν και πολύ.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά και βγαίνοντας έξω από το σπίτι, το σώμα μου συγκρούστηκε με κάτι και γυρίζοντας το βλέμμα μου, η ματιά μου διασταυρώθηκε με τα δακρυσμένα μάτια της Κατερίνας.

Μισό, δακρυσμένα;

Εκείνη, βλέποντας με, ξέσπασε σε χειρότερα κλάματα, αγκαλιάζοντας με.

«Κατερίνα; Τι συνέβη; Σε πείραξε ο μαλάκας ο Ορφέας;» εκείνη απομακρύνθηκε για λίγο από την αγκαλιά και έγνευσε αντιφατικά.

«Απλά να… Ο Ορφέας επισκέφτηκε χθες τον μπαμπά και έμαθε ότι η Εμίλια θα έφευγε με τον Πέτρο και είχε την φαεινή ιδέα, να αγοράσει ένα όπλο και να περιμένει την ώρα που θα έβγαινε από το ξενοδοχείο όπου μένει με τον Πέτρο.» ακούγοντας το, άρχισα να τα παίρνω.

Γαμώτο, αυτό εννοούσε ο πατέρας μου όταν έλεγε ότι δεν έχω ιδέα μέχρι που μπορεί να φτάσει.

Πήγα να ξαναμπώ αλλά μου έπιασε το χέρι.

«Δεν έχουμε χρόνο, πρέπει να πάμε εκεί. Γρήγορα.» είπε εκείνη και πήρα μια βαθιά ανάσα για να τα βάλω όλα σε μια τάξη.

Ο Ορφέας μίλησε με τον μπαμπά, αγόρασε ένα όπλο και τώρα περιμένει πότε θα βγει η Εμίλια από το ξενοδοχείο για να την σκοτώσει;

Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο.
Σκατά.

«Εκεί ήσουν πριν;» ρώτησα, παίρνοντας στα χέρια μου το κινητό μου και πληκτρολογώντας τον αριθμό της Μυρσίνης. «Ναι, εγώ τους έλεγα ότι δεν είναι σωστό να κάνουμε ο,τι μας λέει ο μπαμπάς αλλά ο Ορφέας ήταν ανένδοτος. Ήθελε να την σκοτώσει. Ήταν και συνεχίζει να είναι, θυμωμένος. Δεν καταλαβαίνει τι κάνει.» έβαλα το κινητό στο αυτί μου.

«Πότε φεύγουν;» τη ρώτησα και εκείνη πήρε μία βαθιά ανάσα, σκουπίζοντας τα μάτια της. «Σήμερα το απόγευμα.»

Η Μυρσίνη απάντησε μετά τον τρίτο χτύπο. «Τελείωσες κι όλας;» ρώτησε γελώντας, μα δεν είχα χρόνο για χάσιμο. «Μυρσίνη μπορείς να έρθεις τώρα, στο σπίτι του πατέρα μου;» ρώτησα και την άκουσα να βήχει.

«Ναι, με το αυτοκίνητο είμαι, ούτως ή άλλως στο δρόμο μου είναι το σπίτι, σε τρία λεπτά θα είμαι εκεί. Τι έγινε όμως;» πήρα μια βαθιά ανάσα, κοιτάζοντας την Κατερίνα.

«Η Εμίλια κινδυνεύει και θα πρέπει να πάμε να την σώσουμε

Ξανά.
Για άλλη μια φορά.

-----------------------------------------------------------

Το τελευταίο κεφάλαιο ίσως να προσπαθήσω να το γράψω αύριο:)

Και ΑΑΑΑΑ– πότε τελείωσε και αυτό το βιβλίο; :(

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro