[47]~ Είσαι ερωτευμένη μαζί μου; ~
| Hºw Tº RemembeR |
| How to kiss her |
[Αχιλλέα pov…]
Απώλεια. Βλέποντας την να απομακρύνεται από το κράτημα μου, φεύγοντας μακριά, άρχισα να νιώθω πως αυτό είναι το τέλος.
Άραγε, όντως, αυτό ήταν το τέλος;
Η βροχή ένιωθα να δυναμώνει ώρα με την ώρα, μα δεν με ένοιαζε πλέον.
Έφυγε.
Ούτε καν το φιλί μου δεν την έκανε να μείνει.
Ούτε καν το φιλί μου δεν την έκανε να θυμηθεί.
Ούτε καν εγώ δεν μπόρεσα να την κρατήσω.
Έφυγε.
Η βροχή πλέον έγινε πιο άγρια, αφήνοντας μου γρατσουνιές στα ακάλυπτα χέρια μου, μα δεν με πείραζε. Τίποτα δεν με πείραζε πλέον. Άλλωστε, είχα συνηθίσει τις πληγές. Είχα συνηθίσει να με πονάνε. Είχα απλά, συνηθίσει.
Το τριαντάφυλλο έπεσε από τα χέρια μου και τα πέταλα του απλώθηκαν σχεδόν παντού, καθώς το αεράκι σε συνδυασμό με τη βροχή, τα παρέσυραν κατά μήκος της πλατείας, κάνοντας τα σαν να χορεύουν.
Έκλεισα τα μάτια μου και έμεινα εκεί, χωρίς να κουνιέμαι καθόλου, ελπίζοντας πως θα καταλάβει το λάθος της και θα ξανάρθει. Πώς θα ξαναγυρίσει σε μένα. Πώς δεν έχει φύγει για πάντα. Πώς θα επιστρέψει.
Αλλά όσο η ώρα περνούσε, εκείνη δεν φαινόταν πουθενά.
Έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνω, άρχισα να περπατώ στους άδειους και κρύους δρόμους της Σκωτίας, ενώ η βροχή δεν είχε σταματήσει να χτυπάει το κορμί μου, νιώθοντας το πιο πολύ σαν χάδι, πάρα ως πληγές πάνω στο δέρμα.
Άλλωστε, έτσι δεν ήταν και το χάδι της;
Τρυφερό μα συνάμα άνοιγε πληγές πάνω στο δέρμα. Γλυκό μα στην ουσία, πικρό, σαν δηλητήριο.
Άρχισα να τρέχω, ξαφνικά ενώ τα πρώτα δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους, τα οποία αυτόματα χανόταν κάτω από τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν με δύναμη στο πρόσωπο μου. Είμαι.. Είμαι ένας χαμένος. Ένας γελοίος που ήλπιζε πως για να εμφανίστηκε, με είχε θυμηθεί. Είχε θυμηθεί τα πάντα. Ένας γελοίος. Ένας ηλίθιος που πίστευε πάντα σε λόγια, είμαι.
Μα, τι στ' αλήθεια είμαι;
Κοίταξα τον ουρανό και τότε ήταν που ξέσπασε μεγαλύτερη μπόρα, κάνοντας με να βγάλω έναν λυγμό.
Μαμά. Μαμά που είσαι; Είσαι εκεί ψηλά;
Μαμά. Μαμά γιατί με τιμωρείς;
Μαμά. Μαμά τι σου έκανα;
Μαμά. Μαμά θέλω να έρθω.
Μαμά. Μαμά, θέλω να είμαι μαζί σου, μαμά.
Άφησε με να έρθω εκεί που είσαι.
Εσύ πάντοτε με αγαπούσες μαμά. Δεν θα με άφηνες ποτέ, μαμά. Γιατί το έκανες πρώτη, μαμά;
Γιατί με απογοήτευσες, μαμά; Γιατί με σημαδεύεις έτσι, μαμά; Γιατί δεν έρχεσαι πίσω, μαμά;
Έπειτα, στο μυαλό μου άρχισαν να έρχονται διάφορες σκηνές από την παιδική μου ηλικία. Σκηνές που η μαμά και ο μπαμπάς δεν τσακωνόταν, που ήταν αγαπημένοι. Που πηγαίναμε όλοι μαζί, ταξίδια. Που μας αγκάλιαζαν. Που εκείνη μας έλεγε παραμύθια για να κοιμηθούμε. Που μας αγαπούσαν.
Αμφιβάλλω μετά από αυτά που έμαθα από τον Ορφέα, αν πράγματι ο πατέρας μου, με έφερε στη Σκωτία μονάχα για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο.
Κι άλλα δάκρυα.
Αλλά η Κατερίνα.
Κάτι στην συμπεριφορά της την τελευταία φορά με έκανε να καταλάβω πως νοιαζόταν. Μα, αν στ' αλήθεια νοιαζόταν όπως έδειχνε, γιατί ήταν ακόμη με τον Ορφέα; Γιατί δεν έφευγε;
Θα την συγχωρούσα. Ήταν η μικρή μου αδερφή. Ήταν αίμα μου. Δεν θα ήθελα να πάθει τίποτα κακό και φυσικά, ως μεγαλύτερος αδερφός δεν θα την ήθελα μαζί μου, μόνο και μόνο για το συμφέρον.
Θεέ μου, είναι η αδερφή μου και ήταν τόσα χρόνια ένα πιόνι τόσο της θείας και του μπαμπά, όσο και του Ορφέα. Και δεν θα το επιτρέψω να της συμπεριφέρονται σαν να μην έχει βούληση και σαν να μην αξίζει και η ίδια.
Γιατί, αξίζει όλον τον κόσμο. Και δεν έχει περάσει και λίγα.
Η βροχή συνέχισε να μου τρυπά το σώμα, φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού της Μυρσίνης και η πόρτα άνοιξε κατευθείαν, ενώ η μορφή της έκανε την παρουσία της στην πόρτα.
Εκείνη, βλέποντας με βρεγμένο από τη βροχή, έβγαλε ένα επιφώνημα και έκανε να με πλησιάσει.
«Αχιλλέα! Είσαι βρεγμένος από πάνω μέχρι κάτω.» άρχισε να λέει και τα χέρια της ακούμπησαν τα μπράτσα μου, βοηθώντας με να στηριχθώ ξανά στα πόδια μου. «Πόση ώρα ήσουν έξω στη βροχή;» ρώτησε κοιτάζοντας με και έμεινα να κοιτάζω το σκοτεινό γκρι των ματιών της, να με περιεργάζεται για λίγα λεπτά, πριν με τραβήξει προς την πόρτα.
«Εσύ τρέμεις!» φώναξε ύστερα από λίγο, ενώ ακόμη προχωρούσαμε μαζί προς την πόρτα και έβαλε το χέρι της στο κούτελο μου, νιώθοντας έτσι, το ζεστό της χέρι. «Θα αρρωστήσεις, πάμε μέσα.» ψέλλισε και με τράβηξε περισσότερο πάνω της, κάνοντας με να παρατηρήσω ότι και το δικό της μπλε πουκάμισο, άρχισε να βρέχεται.
Μπλε. Σαν το τριαντάφυλλο.
Μπλε, πόσο της πήγαινε το μπλε.
Άραγε, να ήταν το αγαπημένο της χρώμα;
Ενώ πλησιάζαμε την πόρτα, πολλά περνούσαν από το νου μου.
Η Μυρσίνη ήταν η πρώτη γυναίκα, που όποτε έβρεχε, ήταν εκεί, κρατώντας μια ομπρέλα, εκείνη τη μέρα που καθόμουν και έκλαιγα, μόνος μου και τώρα, τώρα που ήμουν ανήμπορος και μόνος, τώρα που πονούσα στην ψυχή και που νοιαζόταν για την υγεία μου.
Και όχι μόνο με φρόντιζε από τη βροχή, αλλά και από τους εφιάλτες μου, χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά για να κοιμηθώ. Εκείνη, ποτέ δεν ζήτησε τίποτα. Εκείνη, ποτέ δεν ακούστηκε. Ούτε τότε στο ίδρυμα.
Εκείνη, θεέ μου, έδωσε το αίμα της για εμένα και δεν μου είπε ποτέ της την παραμικρή λέξη. Εκείνη δεν ζητούσε τίποτα. Εκείνη ήταν πάντοτε δίπλα μου. Εκείνη ήταν εκείνη και από τον τρόπο που με έβαλε στο σπίτι της, που με περιποιήθηκε τότε που έσπαγα όλα τα πιάτα στο σπίτι μου, τότε που τα χείλη μου φίλησαν τα δικά της, τότε που οι ματιές της πέταγαν σαν σπίθες, όταν το χέρι της άγγιξε το δικό μου.
Η Μυρσίνη, η κοκκινομάλλα νοσοκόμα που φρόντιζε τον πατέρα μου, που φρόντισε και εμένα, που αγαπούσε τον αδερφό της, που υπερασπίστηκε την Κατερίνα, που φώναξε στον Ορφέα. Η Μυρσίνη δεν ήταν μια απλή κοπέλα. Η Μυρσίνη άξιζε τα πάντα και μακάρι να μην ήμουν ερωτευμένος με την Εμίλια για να μπορούσα να αφεθώ σε αυτό το γκρι και να του δώσω ο,τι του αξίζει. Μακάρι να μην την αγαπούσα, έτσι θα ερωτευόμουν απόψε κι όλας την Μυρσίνη. Θα την έκανα απόψε κι όλας δική μου και δεν θα με πονούσε καθόλου η απουσία εκείνης.
Αλλά τι κρίμα που είμαι ερωτευμένος με άλλη.
Εκείνη με τοποθέτησε πάνω στον καναπέ και έπειτα έκλεισε πίσω της την πόρτα. Τα βήματα της, έσπαγαν την σιωπή καθώς στάθηκε από πάνω μου, δίνοντας μου μια πετσέτα.
«Πήγαινε να κάνεις ένα μπάνιο και εγώ θα σου δώσω ζεστά ρούχα από τη βαλίτσα σου. Έχω έτοιμο ζεστό τσάι για να πιεις μετά.» άρχισε να μου λέει μα σκάλωσα στα χείλη της.
Γαμώτο, τι μου έχει κάνει;
Γιατί δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τα ροζ της χείλη;
Ξύπνα Αχιλλέα. Μην τυχόν και την φιλήσεις. Μην τυχόν και υποκύψεις. Μην τυχόν και σκύψεις προς το μέρος της.
Τα μάτια της ανοιγόκλεισαν καθώς τα χείλη μας ήρθαν σε σύγκρουση αλλά για ένα δεύτερο, όλες μου οι σκέψεις, διακόπηκαν στη μέση.
Δεν είναι σωστό. Μα, γαμώτο, δεν άντεχα να καταπολεμώ άλλο, αυτό το γαμημένο συναίσθημα.
Εκείνη με απομάκρυνε γρήγορα, κοιτάζοντας με από πάνω μέχρι κάτω ενώ η ματιά της ήταν έντονη.
«Αχιλλέα, δεν είναι σωστό. Είσαι ερωτευμένος με την Εμίλια. Δεν γίνεται να της το κάνεις αυτό.» η φωνή της σιγανή, σαν νανούρισμα.
«Εσύ;» ρώτησα γρήγορα, βγάζοντας το βρεγμένο μου μπλουζάκι, ενώ εκείνη μου γύρισε την πλάτη.
«Τι εγώ, Αχιλλέα;» ρώτησε και δεν με κοιτούσε. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, στην Εμίλια. Είσαι ερωτευμένος μαζί της, δεν μπορώ να της το κάνω αυτό.» είπε ξανά, πιο πολύ στον εαυτό της και την άρπαξα από τον καρπό, γυρίζοντας την προς το μέρος μου.
Θέλω να με κοιτάξει.
«Εσύ; Είσαι ερωτευμένη μαζί μου;» ρώτησα και η ανάσα της έγινε βαριά. «Τι σημασία έχει αυτό;» απάντησε με ερώτηση και πήγε να απομακρυνθεί μα την έπιασα πιο σφιχτά.
«Μυρσίνη, είσαι ερωτευμένη μαζί μου; Ναι ή όχι;» εκείνη προσπάθησε να ξεφύγει από το άγγιγμα μου μα δεν θα την άφηνα τώρα. «Άσε με!» φώναξε και κούνησα το κεφάλι μου.
«Απαιτώ μια απάντηση!» απαίτησα πιάνοντας τα χέρια της και εκείνη με κοίταξε πάλι, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Ναι.» ψέλλισε σιγανά και το κράτημα μου έγινε ακόμη πιο γερό.
«Τι, ναι;» φώναξα και εκείνη μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. «Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, εντάξει; Από το ίδρυμα ήμουν. Αν και στο ίδρυμα, δεν υπήρχε κανένα κορίτσι που να μην είναι ερωτευμένο μαζί σου. Αλλά τότε δεν ήμουν σε θέση να ορίσω την έννοια του έρωτα και της αγάπης. Ήμασταν όλοι κατεστραμμένοι. Αργότερα, όταν γνώρισα τον Πέτρο, εκείνος πράγματι, με ερωτεύτηκε και αγάπησε αλλά εγώ όχι. Εγώ ξυπνούσα κάθε βράδυ και έκλαιγα και ούρλιαζα το όνομα σου. Ξέρεις γιατί; Γιατί εκείνη την νύχτα, όταν προσφέρθηκα να δώσω το αίμα μου, κόντεψα να πεθάνω εγώ για εσένα. Κόντεψα να πεθάνω, ακόμα θυμάμαι τον πόνο, ακόμα θυμάμαι την τρομάρα που είχα πάρει, ακόμα τα βράδια ακούω τις φωνές, βλέπω το αίμα, νιώθω το σημείο να τσούζει, νιώθω το αίμα να βγαίνει από εκεί. Ενώ η Εμίλια; Σώθηκε χάρη στον πατέρα της. Εκείνος εκείνη την νύχτα, ήταν εκεί. Μιλούσε με την Ειρήνη. Εκείνος μόλις μας είδε με τη νοσοκόμα και του είπαμε τι συνέβη, έδωσε το αίμα του για να τη σώσει. Γιατί ήξερε από τότε ότι ήταν κόρη του.» πλέον έκλαιγε με λυγμούς.
Την πήρα στην αγκαλιά μου μα απομακρύνθηκε.
«Ναι, από τότε ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Με τον Πέτρο δεν προχώρησε γιατί ποτέ δεν ένιωσα αυτό που ένιωθα μαζί σου αλλά μπορώ να πω ότι τον αγάπησα, αλλά σαν αδερφό και φίλο μου. Αλλά όχι όπως εσένα!» συνέχισε να κλαίει ενώ πήγαινε πάνω κάτω στο διάδρομο και εγώ την πλησίασα, ενώνοντας τα χείλη μας.
Εκείνη ακόμη έκλαιγε ενώ που και που της ξέφευγε κανένας λυγμός, φιλώντας με. Φιλώντας με και κάνοντας με να θέλω να κλάψω και γω. Γιατί κάτω από τη μάσκα της χαρούμενης νοσοκόμας υπήρχε μια σπασμένη καρδιά, γεμάτη σημάδια.
Απομακρύνθηκε και σκούπισε τα δάκρυα της. «Ικανοποιήθηκες τώρα;» της χάιδεψα το μάγουλο και εκείνη μου απομάκρυνε το χέρι.
«Αχιλλέα, μην το κάνεις αυτό. Δεν θέλω να κάνεις το οτιδήποτε για να ξεχάσεις την Εμίλια. Δεν είναι σωστό. Δεν της αξίζει. Και άλλωστε δεν είσαι ερωτευμένος μαζί μου αλλά με την Εμίλια.» κατευθύνθηκε προς την πόρτα και έβαλε το πανωφόρι της που κρεμόταν στον καλόγερο, δίπλα από την πόρτα.
«Το νερό είναι έτοιμο. Κάνε μπάνιο και πιες το τσάι σου πριν κρυώσει και έπειτα καλό θα ήταν να κοιμηθείς. Όσο για εμένα, μην με περιμένεις, θα βγω να πάρω λίγο αέρα.» πήρε την ομπρέλα της και άνοιξε γρήγορα την πόρτα, κλείνοντας την πίσω της, απότομα και δυνατά και αφήνοντας με μόνο.
Μόνο με τις σκέψεις μου και με τη ζάλη των φιλιών της.
-----------------------------------------------------------
Ένιωσα τόσο πολύ την Μυρσίνη γιατί και γω έτσι ήμουν:) οΥπΣ...
Επίσης, αλλά δύο κεφάλαια και τελειώνει η ιστορία:)
Επίσης, απολαύστε την πανσέληνο ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro