[42]~ Τα όνειρα μου ~
| Hºw Tº RemembeR |
| To follow your dreams again |
[Εμίλιας pov…]
Βήματα. Μεγάλα και γρήγορα βήματα. Κρότοι. Φωνές. Και έπειτα.. θολές εικόνες. Εικόνες δίχως νόημα, δίχως λογική, δίχως συνοχή.
Εσύ άραγε τι μπορεί να νιώθεις σαν χάνεις τις αισθήσεις σου; Νοιάστηκε κανένας άραγε για εσένα, ώστε να τρέξει και να προσπαθήσει να σε σώσει; Να προσπαθήσει να σε βγάλει από αυτή την κατάσταση; Να προσπαθήσει για το καλύτερο; Για εσένα και γι αυτόν. Νοιάστηκε κανένας άραγε, ή όλα αυτά ανήκουν στην φαντασία;
«Εμίλια, Εμίλια, μίλα μου, σε παρακαλώ.» άκουσα τον Ορφέα να φωνάζει, μα ένιωθα πως δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου.
Ξάφνου, ένιωσα το σώμα μου να σηκώνεται από το κρύο και σκληρό πάτωμα της κουζίνας και έπειτα από λίγα λεπτά σιωπής, να προσγειώνεται σιγά σιγά στο μαλακό στρώμα– πιθανόν να ήταν ο καναπές.
«Σίγουρα δεν χτύπησε πουθενά; Μήπως πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο;» άκουσα από μακριά την φωνή της Κατερίνας και η ανάσα μου κόπηκε στη μέση.
Όχι, όχι ξανά στο νοσοκομείο.
Πριν προλάβει το σώμα μου να αντιδράσει, ένιωσα το κρύο υγρό να προσγειώνεται στο πρόσωπο μου, κάνοντας τα μάτια μου να ανοίξουν και το σώμα μου να πεταχτεί όρθιο.
«Είδατε; Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο.» ψέλλισε η Μαριτίνα γελώντας ενώ εγώ ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω τι γινόταν. «Απλώς λιποθύμησε, ξανά».
Ο Ορφέας γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος μου και τα χέρια του πλησίασαν τα δικά μου, όταν απομακρύνθηκα, κοιτάζοντας το κενό, αδιάφορη.
Με απήγαγαν; Μα, πως; Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο; Γιατί εμένα;
«Είσαι καλά;» ρώτησε εκείνος ακόμη ανήσυχος και τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω, παρατηρώντας έναν πόνο στα μάτια του, κάνοντας με να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου για λίγο.
Γιατί Ορφέα; Εγώ σου εμπιστεύτηκα τα μυστικά μου, τις σκέψεις μου, τα πάντα, ακόμη και όσα είχα περάσει και με είχαν πονέσει, ακόμη και για τον Αχιλλέα σου είχα πει. Και συ τι έκανες; Γιατί Ορφέα; Για ποιον λόγο;
«Καλά.» απάντησα σιγανά και σηκώθηκα από τον καναπέ, προσπαθώντας να στηριχθώ ξανά στα πόδια μου. Μα, γιατί ζαλίζομαι ακόμη;
«Είσαι σίγουρα εντάξει; Θέλεις να πάμε στο νοσοκομείο;» έγνευσα αντιφατικά στην ερώτηση της Κατερίνας και κοίταξα με απέχθεια την Μαριτίνα.
Πάω στοίχημα ότι για την όλη απαγωγή μου, αυτή ευθύνεται κατά κύριο λόγο.
Ανεβαίνοντας τα πρώτα σκαλιά του σπιτιού με προορισμό τον πάνω όροφο, άκουσα την Μαριτίνα να φωνάζει, «Αυτό έλειπε, να μην ήταν καλά. Άλλωστε, κακό σκυλί ψώφο δεν έχει.» με αποτέλεσμα να γυρίσω προς το μέρος τους, γελώντας τρανταχτά, κάνοντας τους να σωπάσουν.
«Ωω γλυκιά μου Μαριτίνα, τι αθώα και αφελής πού είσαι. Και δηλητήριο να μου έχυνες στο πάτωμα, να είσαι σίγουρη ότι απλώς θα το πηδούσα, με όλη τη σημασία της λέξης, κάτι που εσύ έχεις να κάνεις εδώ και πολύ πολύ καιρό.» η μούρη της ξίνισε αμέσως, κάνοντας με να χαμογελάσω νικητήρια.
Αυτό για όλες εκείνες τις φορές που εσύ η ίδια με υποτιμούσες, Μαριτινάκι.
[…]
Μηδέν, τρία, άνω και κάτω τελεία, μηδέν, μηδέν.
Η ανάσα μου κόφτη και τα χέρια μου τρέμουν ακόμη. Μαζεύοντας τα πράγματα που μου είχε αγοράσει ο Ορφέας, έμεινα να παρατηρώ το δωμάτιο,για λίγη ώρα ώσπου να πάρω την απόφαση να φύγω.
Άσπροι κενοί τοίχοι στόλιζαν το δωμάτιο, νομίζοντας πως το μέρος αποτελεί δωμάτιο νοσοκομείου και όχι σπιτιού. Η πέτρα και τα όμορφα σκαλιστά έπιπλα– από ακριβό κι όλας ξύλο– έδιναν μία αίσθηση ότι το σπίτι ανήκε κάποτε σε κάποιον με δύναμη, σε κάποιον με εξουσία.
Πώς θα ήταν άραγε το σπίτι σε δέκα χρόνια από τώρα; Πώς να ήταν άραγε δέκα χρόνια πριν; Ποιος έμενε; Ή ήταν ακατοίκητο; Ποιες ψυχές κατοικούν ακόμα ανάμεσα από τους διαδρόμους του; Ποιος ερωτεύτηκε εδώ; Ποιος έκλεψε και ποιος γέλασε με την ψυχή του; Ποιες παιδικές φωνές ακούστηκαν σε αυτό εδώ το μέρος; Ποιος κοιμόταν σε εκείνο εδώ το κρεβάτι; Ποιος καθόταν μπροστά στον καθρέφτη; Ποιος ένιωθε κενός, όπως νιώθω εγώ τώρα;
Αναμνήσεις ενός μήνα που πέρασε σαν μια ολόκληρη ζωή, πέρασαν από μπροστά μου, κάνοντας με να κλείσω τα μάτια μου και να απολαύσω τον κρύο αέρα που ερχόταν από το παράθυρο, ενώ το φως από τον δρόμο, έμπαινε στο δωμάτιο, μετατρέποντας τους κρύους, άσπρους τοίχους να φαίνονται μπλε.
Όνειρα. Σαν παιδί, μου έρχονται εικόνες να θαυμάζω το μπλε του ουρανού από το κρύο δωμάτιο μου και το μαύρο χρώμα το βράδυ, καθώς τα αστέρια μου φαινόταν σαν λαμπερές πέτρες, σαν χρυσόσκονη, θυμίζοντας μου πως πρέπει πάντοτε να ονειρευόμαστε.
Τι κι αν όλα στη ζωή πήγαιναν στραβά; Τι κι αν κάθε βράδυ έκλαιγα; Τι κι αν οι πληγές στο σώμα μου φαίνονται ακόμη; Τι κι αν με θυμάμαι να αιμορραγώ σε εκείνο το κρύο μπάνιο; Τι κι αν η μητέρα μου δεν με αγαπούσε; Τι κι αν ωρίμασα από τα πέντε μου;
Βλέποντας τον ουρανό, πάντα ονειρευόμουν μια πιο γλυκιά οικογένεια, μια πιο γλυκιά και χαμογελαστή μητέρα. Μια μεγάλη αγκαλιά για να κοιμάμαι ασφαλής τα βράδια και όχι με μώλωπες και κοψίματα σε όλο το σώμα, ένα πιάτο φαγητό και όχι μια μικρή μερίδα κάθε μεσημέρι, πραγματικούς φίλους που να μένουν στο πλευρό σου ακόμη και στα δύσκολα και όχι φίλους που το μόνο που κάνουν είναι να σε σχολιάζουν και να σε κοροϊδεύουν, αγάπη και όχι πόνο.
Και όταν αυτά δεν ήρθαν ποτέ, το μόνο που ήλπιζα, είναι να βγω δυνατή από όλο αυτό και να επιβιώσω, ώστε να βρω και να φτιάξω μόνη μου όλα εκείνα που και γω σαν παιδί ονειρεύτηκα.
Όμως τι χρειάζεσαι για να πραγματοποιήσεις τα όνειρα σου; Γιατί νιώθεις ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις; Ποιος σε εμποδίζει; Για ποιον θα πέθαινες;
Το σκοτάδι πλέον δεν με τρομάζει. Η ιδέα του άγνωστου, της πληγής, των γυαλιών που σπάνε, η πληγωμένη καρδιά, ο πόνος στην ψυχή, ο φόβος του ότι θα πληγωθείς ξανά, αυτά με τρομάζουν.
Τι με κρατάει πίσω από τα όνειρα μου; Το ότι μεγάλωσα. Μα, πραγματικά είναι κακό που μεγαλώνουμε; Και αν μεγαλώνουμε, αυτό πράγματι μας κρατάει πίσω από το να κάνουμε πράξη τα όνειρα μας;
Πάντως, μια δεύτερη οικογένεια, είναι δύσκολο να βρεθεί για να σε αγαπήσει. Κάποιος άλλος μπορεί να το κάνει μα άμα γίνεις και εσύ μητέρα, θα αγαπήσεις πραγματικά το παιδί σου ή θα το παρατήσεις, όπως σε έκαναν και εσένα; Θα του μεταφέρεις τα ψυχολογικά; Θα ασκείς βία πάνω του, σε κάθε θύμηση του παρελθόντος; Σε κάθε ανοικτό παράθυρο, θα καταφεύγεις εκεί, πέφτοντας στην κατάθλιψη; Και έπειτα, γιατί να μετατρέψεις και τη δική του ζωή σε εφιάλτη; Γιατί να του μαυρίσεις την ψυχή; Γιατί να καταστρέψεις τα όνειρα του και την παιδική του ηλικία;
Εγώ πάντως, άμα ποτέ συνέβαινε αυτό, θα προσπαθούσα. Θα έβαζα χρυσόσκονη σε εκείνο το μαύρο της ψυχής, σε εκείνο το κενό, προσπαθώντας να το γεμίσω με φως και απέραντα γέλια, χαρές και όνειρα.
Γιατί, φεύγοντας από ένα μέρος και από μια κατάσταση, αυτό δεν πάει να πει ότι αυτόματα σταματάς και να ονειρεύεσαι. Απλά με βάση τα νέα δεδομένα, πορεύεσαι παρακάτω, προχωρώντας με αργά ή και με μεγάλα βήματα μερικές φορές, προς τον μεγάλο δρόμο που λέγεται ζωή.
Έτσι και γω, κλείνοντας την πόρτα του πατρικού του Ορφέα, αυτό που έχω χαραγμένο στο μυαλό μου, εκτός από τα χείλη μου, είναι ένα χαμόγελο και μια γλυκιά ανάμνηση ενός έρωτα που άνθησε, μιας κατάστασης που θύμιζε εφιάλτη τα βράδια, ενός χλωμού προσώπου, κάτι δακρύων και μιας μεγάλης αγκαλιάς.
Κλείνοντας αυτή την πόρτα της ζωής μου, ένιωσα έτοιμη γι αυτό που προμηνύεται να πραγματοποιηθεί στη συνέχεια.
Ένιωσα πιο έτοιμη στο να πραγματοποιήσω τα όνειρα μου…
-----------------------------------------------------------
Το κεφάλαιο μου θύμισε κάτι από το προηγούμενο καλοκαίρι, είχε μια θλίψη στα μάτια μου που μου φαίνεται οικεία καθώς κάπως έτσι ήμουν μετά από κάτι τέτοια και το μόνο πράγμα που με έκανε να νιώσω καλά ήταν να στείλω το συγκεκριμένο κεφάλαιο σε έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο για εμένα– που δεν μιλάμε πια, γευ.
Επίσης το θέμα του κεφαλαίου ήταν τα όνειρα γιατί το μουντ μου είναι να ονειρεύομαι το καλοκαίρι μου με το νέο αμόρε– κλες, γενικά πολύ φαντασιόπληκτη.
Καιιι... Guess who is back, bitches ;)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro