[38]~ Εμένα; ~
| Hºw Tº RemembeR |
| This scene |
[Αχιλλέα pov…]
Παράπονο.
Πώς μπορεί μία μονάχα λέξη να περιγράφει ολόκληρα τα συναισθήματα;
Το είπε και μόνη της άλλωστε.
«Φύγε Αχιλλέα!» η φωνή της παίζει συνεχώς στο κεφάλι μου και με κάνει να θέλω να βάλω τα κλάματα.
Αλλά όχι. Δεν πρέπει να δείξω το πόσο πολύ αδύναμος είμαι. Το πόσο πολύ αδύναμο με έχει κάνει. Εκείνη και μόνο εκείνη. Εκείνη που έπιανε το χέρι άλλου και ήταν έτοιμη να μείνει εκεί, έτοιμη να πέσει στο κρύο έδαφος.
Ξάφνου, το μυαλό μου πήγε στα λόγια που ξεστόμισε εκείνος ο άντρας που καθόταν δίπλα της, σαν τον σωματοφύλακα της, ικανό για να προστατεύσει τους πάντες και τα πάντα, ικανό να εμποδίσει όλους εκείνους που απειλούν την ευτυχία τους.
Την ευτυχία που θα βρίσκαμε επιτέλους, άμα δεν υπήρχε ο αδελφός μου για να την πάρει μακριά!
Την πονάω; Κοντεύει να τρελαθεί;
Τι της έκαναν όσο καιρό είναι εδώ πέρα ώστε να νομίζει πως θα μπορούσα έστω και λίγο να της κάνω κακό; Δεν λέω, κάποτε δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος σε σχέση με τώρα.
Τότε, θεωρούσα πολλά πράγματα δεδομένα. Όταν τα έχασα όμως όλα– αφότου εκείνη έφυγε– κατάλαβα την αξία του καθενός ξεχωριστά. Και ήμουν γαμημένα εγωιστής που θεωρούσα πως η ζωή θα είχε ένα καλό τέλος, με εμένα να πιστεύω ότι αυτή είναι η πραγματική έννοια της λέξης ευτυχία, ενώ ζούσα πληγώνοντας ανθρώπους διότι ο μοναδικός τρόπος που ήξερα για να δείχνω την “αγάπη” μου ήταν αυτός.
Και με μισώ που δημιουργούσα πληγές, αντί να τις επουλώσω, ράβοντας τες.
Η μορφή τους να κάθονται στην τραπεζαρία, με έκανε να καταλάβω πως είχα φτάσει ήδη στο σπίτι της. Εκείνη γύρισε να με κοιτάξει στιγμιαία και έπειτα έστρεψε το βλέμμα της στο κενό, δείχνοντας αδιαφορία ενώ η Ελένη έβαζε στο πιάτο του Γρηγόρη λίγη από την σαλάτα που υπήρχε πάνω στο τραπέζι.
Ο τελευταίος, μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία μου, έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου και μου έκανε νόημα να τον πλησιάσω.
«Έλα να φας κάτι. Όλη μέρα σήμερα δεν έχεις βάλει μπουκιά στο στόμα σου.» κοιτάζοντας για ακόμη μια φορά την Ελένη, εκείνον και για το φινάλε την κοκκινομάλλα αδερφή του, ένεψα αρνητικά.
«Δεν πεινάω.» αποκρίθηκα απότομα και με αυτό, ανέβηκα τα σκαλιά για τον πάνω όροφο, όπου μας βόλεψε η Μυρσίνη και κλείνοντας δυνατά την πόρτα.
Που καταντήσαμε..
[…]
Ονόματα. Φωνές. Πολύχρωμες σκιές. Η έντονη μυρωδιά του καπνού με είχε κάνει να ανοίξω τα μάτια μου εκείνη την νύχτα.
Εκείνη την νύχτα. Μα, γιατί να είναι τόσο σημαντική αυτή η νύχτα;
Και έπειτα ουρλιαχτά, φωνές ασταμάτητες μέσα στο κεφάλι μου από κάθε πόρτα, από κάθε γωνιά του κτηρίου. Από κάθε απόσταση από το κρύο κρεβάτι μου.
Πάντα τις άκουγα. Μα, είχα τρελαθεί άραγε ή συνέβαιναν όλα, πράγματι; Πάντως καλά δεν ήμουν– και όχι μόνο εγώ– αλλά όλοι εκεί μέσα χρειαζόμασταν κάποιον για να μας βοηθήσει. Κάποιον για να μας σώσει. Κάποιον για να κλείσει τις πληγές που μας άνοιξαν άλλοι. Κάποιον που να μας αγαπάει πραγματικά και όχι με εκείνον τον τρόπο. Κάποιον.
«Αχιλλέα;» η παιδική φωνή του φίλου μου ακούστηκε τόσο σιγανή, μα έφτανε για να με ταράξει ακόμα περισσότερο.
Και αν ερχόταν να μας βρουν; Και αν δεν την γλιτώναμε αυτή τη φορά; Και αν;
«Τι έγινε;» έκανα ένα βήμα κοντά του και ο Λεωνίδας από δίπλα του, του έκανε νόημα να συντομεύει. Άλλωστε δεν υπήρχε χρόνος.
«Η Εμίλια…» στην αρχή δίστασε και πήγε να φύγει μα ο Λεωνίδας τον κράτησε από την μπλούζα του, εμποδίζοντας τον να τα παρατήσει. Η Εμίλια, τι;
«Τι συμβαίνει με εκείνη;» η φωνή μου δεν πρόδιδε τίποτα, μοναχά αδιαφορία. Πώς τολμούν να με απασχολούν με τα καπρίτσια της καινούργιας, ενώ ξέρουν τι ετοιμαζόμαστε να κάνουμε; Είναι τρελοί;
«Είναι κλεισμένη εδώ και μισή ώρα στο μπάνιο, στον δεύτερο όροφο. Η Φανή που την είδε από μακριά μας είπε ότι κρατούσε κάτι αιχμηρό στα χέρια.» τα λόγια του μεταφέρθηκαν στον αέρα και μπήκαν με δύναμη στ' αυτιά μου.
Τι έκανε λέει;
«Άμα την βρουν πριν αυτοκτονήσει, θα την σκοτώσουν. Και το ίδιο και μεις. Δεν μπορούμε να την αφήσουμε εκεί. Μόνη της.» είπε ο καλύτερος μου φίλος και σταύρωσα τα χέρια μου. Και αν το έχει κάνει ήδη;
«Είναι κλεισμένη μισή ώρα.» η φωνή του επαναλαμβάνεται στο μυαλό μου σαν κάποια μελωδία και τα μάτια μου κλείνουν.
«Και γιατί μου το λέτε τώρα;» μόνο που δεν έβαλα τις φωνές και κατευθύνθηκα προς το κτήριο, προσπαθώντας να ανέβω όσο πιο γρήγορα– μα ταυτόχρονα και αθόρυβα– μπορώ τις σκάλες για να βρεθώ κοντά της.
Δεν πρέπει να ξυπνήσω κανέναν. Κανένας δεν πρέπει να μάθει τίποτα.
Η πόρτα άνοιξε με λίγη δύναμη και η ματιά μου έπεσε πάνω της ενώ κοιτούσε την κοφτερή λεπίδα που κρατούσε στα χέρια.
«Ε.. Εμίλια.» πρόφερα και εκείνη γύρισε προς το μέρος μου, κοιτάζοντας με στιγμιαία πριν κλείσει τα μάτια και το επόμενο λεπτό, βουρκώσει.
«Τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν είσαι κάτω; Γιατί δεν φεύγεις;» η φωνή της απαλή σαν χάδι. Μα η παρουσία της γεμάτη ταραχή. Γεμάτη πόνο, θλίψη, απόγνωση.
«Εσύ τι πας να κάνεις… Πέτα την λεπίδα!» η φωνή μου την παρακαλούσε να το κάνει. Εκείνη όμως καθόταν εκεί. Καθόταν ακούνητη και είχε τα μάτια της καρφωμένα στο χέρι της. Έχει τρελαθεί; Τι πάει να κάνει;
Και έπειτα όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Οι φωνές των παιδιών άρχισαν να ακούγονται στον διάδρομο και τα βήματα των δασκάλων μας, αντηχούσαν σε ολόκληρο το κτήριο και εκείνη στο έδαφος. Να μπήγει και άλλο το μαχαίρι στην πληγή. Σαν να μην την νοιάζει. Σαν να νομίζει πως όλα θα περάσουν με αυτό τον τρόπο.
Μα τίποτα δεν θα είναι ξανά το ίδιο. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι.
Τα ουρλιαχτά άρχισαν να ακούγονται απέξω και σκάλωσα, κοιτάζοντας το αίμα στο πάτωμα. Πρέπει να την σώσω. Πρέπει να την σταματήσω πριν να είναι αργά.
Το χεράκι μου κοκκαλιάρικο, πήγε να αγγίξει το δικό της, μα εκείνη απομακρύνθηκε, φωνάζοντας μου να μην την αγγίζω.
Την πλήγωσες, Αχιλλέα. Το έκανες.
Την σκοτώνεις κάθε μέρα.
Τα μάτια μου έκλεισαν για λίγο. Θα μας βρουν. Κάποτε θα μας βρουν. Θα καταλάβουν ότι λείπουμε και θα μας ψάξουν. Θα έρθουν εδώ και θα βρουν το αίμα. Και έπειτα;
«Σταμάτα!» φώναξα και εκείνη δεν επικοινωνούσε πλέον. Τα όμορφα της μάτια ανοιγοκλείνουν συνεχώς και η φωνή της σβήνει.
Μα, γιατί νιώθω και την καρδιά μου να αιμορραγεί μαζί της;
Και έπειτα, βήματα. Χιλιάδες βήματα.
«Μην κλείσεις τα μάτια!»
Τα μάτια μου ανοίγουν και η φωνή της ακούγεται δυνατά από το στόμα της.
Μα ήταν μονάχα ένας εφιάλτης. Ένας εφιάλτης που έπρεπε να είχε περάσει. Ένας εφιάλτης που δεν έπρεπε κανείς μας να θυμάται.
Η πόρτα του ξενώνα άνοιξε γρήγορα και η μορφή της Μυρσίνης, έκανε την εμφάνιση της.
«Είσαι καλά; Σε άκουσα να φωνάζεις και–» δεν την άφησα να συνεχίσει καθώς σηκώθηκα από το κρεβάτι και την πλησίασα, αγκαλιάζοντας την.
Γιατί δεν περνάει; Γιατί εκείνος ο εφιάλτης επέστρεψε ξανά; Γιατί θυμάμαι; Γιατί δεν ξεχνάω;
Γιατί και κείνη θυμάται το ίδιο πράγμα και όχι εμένα και την αγκαλιά μου; Εμένα και την αγάπη μου;
Εμένα;
---------------------------------------------------------
Αγκαλίτσες και φιλακ–
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro