Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

[37]~ Μείνε μακριά της! ~

| Hºw Tº RemembeR |

| To stay away from the past |

[Εμίλιας pov...]

Πόνος. Κραυγές. Δάκρυα.
Πώς μπορεί κανείς να ζει, χωρίς να θυμάται;
Κι αν, αυτά που θυμάται, είναι φρικιαστικές θολές εικόνες και ουρλιαχτά που είναι ικανά να σε κάνουν να τρελαίνεσαι, σε κάθε ανάμνηση; Τι συμβαίνει όταν η ζωή σου μέχρι τώρα, είναι ένας εφιάλτης, από αυτούς που σε τρομάζουν τόσο πολύ που πετάγεσαι μέσα στην νύχτα, κλαίγοντας με λυγμούς;

Θα μπορέσεις να ξυπνήσεις άραγε κάποια στιγμή και θα είναι όλα εντάξει, ή πολύ απλά θα μείνεις σε εκείνη την κατάσταση για πάντα, αντιμετωπίζοντας τις σκιές τους, σαν να ήταν οι μεγαλύτεροι εχθροί σου, διαπράττοντας μάχη μαζί με τις φωνές τους, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να τις εμποδίσεις να σε τρελάνουν; Μα είναι αδύνατο. Τρομερά αδύνατο.

Τα μάτια μου άνοιξαν για ακόμη μια φορά, κοιτάζοντας το παράθυρο, προσπαθώντας να ηρεμήσω από το να βάλω για άλλη μια φορά τα κλάματα, ακούγοντας τις φωνές του παρελθόντος– τις φωνές των παιδιών να ουρλιάζουν και τις πόρτες να ανοίγουν και να κλείνουν ασταμάτητα, ταράζοντας το κεφάλι μου και προκαλώντας μου έναν ανυπόφορο πονοκέφαλο– να με καλούν πίσω, πίσω στα πιο σκοτεινό σημείο της ζωής μου. Στο σημείο που καλύτερα να μην θυμόμουν. Στο σημείο που δεν έπρεπε καν να θυμάμαι!

Ρίχνοντας μια ματιά στο κινητό μου– το οποίο ήταν στο κομοδίνο, δίπλα μου– πήρα μια βαθιά ανάσα, προτού το βάλω στο αυτί μου και ακούσω την φωνή του.

«Εμίλια;» βραχνή φωνή, αγουροξυπνημένη, ακούστηκε στα αυτιά μου και η ανάσα μου κόπηκε στα δύο. «Ψυχή μου, είσαι εντάξει;» άκουσα πάλι και ξεροκατάπια, δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου για να μην πλαντάξω.

«Π.. Π… Πέτρο.» η φωνή μου σιγανή και ο κόμπος στο λαιμό μου δε λέει να υποχωρήσει.

Εκείνος δεν λέει τίποτα άλλο, ξέρει ότι οι εφιάλτες επέστρεψαν, με εκείνη την ανάμνηση. Με εκείνη την τραυματική ανάμνηση της φωνής του μικρού κοριτσιού που έκλαιγε και φώναζε να την αφήσουν. Εκείνης της παιδικής φωνούλας που μάτωνε καθώς παρακαλούσε δυνατά για λίγο έλεος. Εκείνης της φωνής που έφτανε μέχρι τον Θεό, εκλιπαρώντας για μια βοήθεια. Για ένα ζεστό φαγητό, για στοργή. Για αγάπη.

Για αγάπη. Και όχι για πρησμένα μάτια, πληγές στο σώμα αλλά και στην ψυχή.

Αγάπη. Πώς μπορείς να ξέρεις μετά από όλα αυτά, τι μπορεί να σημαίνει; Τότε, ήμουν άραγε ερωτευμένη με τον Αχιλλέα; Και ακόμα, πώς μπορώ να είμαι σίγουρη για τα συναισθήματα μου απέναντι στον Πέτρο; Πώς μπορώ να γνωρίζω την πραγματική έννοια της λέξης αγάπη;

Οι φωνές ακόμα φωνάζουν και το μόνο που καταφέρνω να ακούσω, είναι το όνομα μου.

Και καθώς βαδίζω, τρέχοντας, προς το νοσοκομείο, το μόνο πράγμα που έχω στο μυαλό είναι πως η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, προσπαθώντας να εγκαταλείψει το σώμα και να αφεθεί στην γαλήνη που εκπέμπει ο κρύος αέρας που έρχεται σε επαφή με το γυμνό μου δέρμα, κάνοντας με να νιώθω ένα ανεξήγητο συναίσθημα, λες και πλέον δεν με χωράει ο τόπος.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του τεράστιου νοσοκομείο της Σκωτίας, μιας ξένης χώρας που πιθανόν με έφεραν χωρίς την θέληση μου, νιώθω ότι δεν με κρατάνε τα πόδια μου, ξαφνικά.

«Εμίλια;» η φωνή του Πέτρου φαντάζει μακρινή, καθώς φτάνω στο γραφείο του και εκείνος με κοιτάζει ανήσυχος, προτού κατευθυνθεί προς το μέρος μου και με σφίξει στην αγκαλιά του.

Μα γιατί δεν μπορώ να βρω την ηρεμία μου;

«Ππονάω.» ψιθυρίζω και εκείνος μου χαϊδεύει τα μαλλιά. «Όλα καλά τώρα, είμαι εγώ εδώ.» με σφίγγει ακόμη περισσότερο και δαγκώνω τα χείλη μου.

Γιατί δεν σταματάει; Γιατί δεν φεύγει ο πόνος; Ποιός θα επουλώσει για όλη μια φορά την βαθιά πληγή της ψυχής μου; Ποιος θα πάρει τον πόνο μακριά και θα τον αντικαταστήσει με χαρά; Ποιος θα το κάνει; Ποιος;

[…]

Οι δείκτες στο μικρό ρολόι του μικρού γραφείου έχουν περάσει το δώδεκα και στο μυαλό μου μένει χαραγμένο το χαμόγελο του ανθρώπου που κοιμάται δίπλα μου γλυκά, αγκαλιάζοντας με τόσο σφιχτά που φοβάται μήπως κάποιος με πάρει μακριά του.

Πάλεψε. Ξόδεψε ώρες ολόκληρες για να με ηρεμήσει. Μου έκανε χαλαρωτικό μασάζ στους ώμους αφότου με έβαλε να καθίσω και να κλάψω στον ώμο του. Με έβαλε να του διηγηθώ τα όνειρα μου και με βοήθησε να ξεστομίσω τις λέξεις, κρατώντας μου το χέρι. Μου έδωσε δύναμη, μου είπε για την ιστορία ενός κοριτσιού, ενός γλυκού κοριτσιού που όλα επιτέλους πηγαίνουν καλά στην ζωή της και ξεπερνάει όλα τα εμπόδια της ζωής της, καταφέρνοντας να σταθεί στα πόδια της και να προχωρήσει. Μα, είναι όντως τόσο εύκολο να το κάνεις και στην πραγματική ζωή;

Και εγώ γιατί αισθάνομαι τόσο δειλή και φοβιτσιάρα, απέναντι στους δαίμονες μου;

«Πέτρο;» ψιθυρίζω στο αυτί του και εκείνος χαμογελάει, ανοίγοντας τα μάτια του και κοιτάζοντας με λιγάκι ανήσυχα. «Είσαι καλά; Είχες πάλι εφιάλτες;» ένεψα αντιφατικά.

«Είμαι εντάξει τώρα...» κοίταξα το ρολόι απέναντι μας και απομακρύνθηκα από πάνω του, δίνοντας του χώρο για να σηκωθεί από τον άβολο καναπέ.

«Απλά, πήγε αργά και θα πρέπει να πάω σπίτι.» εκείνος πλησίασε το γραφείο και έπιασε το κινητό του. «Περίμενε, θα σε πάω εγώ μέχρι το σπίτι. Θέλω να βεβαιωθώ ότι θα είναι όλα εντάξει.»

Η διαδρομή περιέργως ήταν αρκετά ήσυχη, με εμάς να περνάμε τους άδειους– σχεδόν– δρόμους, ενώ τα πολύχρωμα φωτάκια από τα διάφορα διαμερίσματα, των διαφόρων πολυκατοικιών που υπήρχαν, έκαναν το σκηνικό να φαίνεται κάπως μαγικό, σαν βγαλμένο από παραμύθι.

Μα, η ζωή όντως είναι παραμύθι; Ή είναι όνειρα, όνειρα που μερικές φορές μετατρέπονται σε εφιάλτες;

Το κινητό μου δονήθηκε και μόλις το έφερα κοντά μου, εκείνος ο αριθμός εμφανίστηκε στην οθόνη, κάνοντας με να ταραχτώ ακόμα περισσότερο.

Άγνωστος Αριθμός
Θέλω τόσο να σε δω, να σου εξηγήσω κάποια πράγματα ώστε να θυμηθείς. Ξέρω ότι δεν με θυμάσαι, ξέρω ότι νομίζεις πως σε έχω πλακώσει και πως ο Ορφέας τα έχει πει όπως τον συμφέρουν τα πράγματα, ώστε να με μισήσεις αλλά.. ρε γαμώτο μου έλειψες. Και με πονάει να σε βλέπω να είσαι ερωτευμένη μαζί του, ενώ πριν μόλις ένα μήνα και κάτι, μου έλεγες πως με αγαπάς. Σε παρακαλώ, ξέρω ότι είναι αργά, αλλά θα ήθελα να σου εξηγήσω τα πάντα. Σε περιμένω στην πλατεία Σαρλότ. Ελπίζω να έρθεις!
Αχιλλέας.

Τα μάτια του Πέτρου αυτόματα πέφτουν πάνω σε αυτό το μήνυμα που μόλις διάβασα και το ελεύθερο χέρι του παίρνει το κινητό μου, σφίγγοντας τα χέρια μας.

«Ωστε έτσι είναι αυτός; Νομίζει ότι με το να σου εξηγήσει τα πράγματα, θα λύσει τα πάντα μεταξύ σας;» πήγα να μιλήσω μα με σταμάτησε, ρίχνοντας μου ένα άγριο βλέμμα. «Θα πάμε εκεί και θα του πούμε δύο λογάκια. Τώρα κι όλας!» τώρα πλέον παλεύει για να μην βγει εκτός ελέγχου, τραβώντας με γρήγορα προς τα δεξιά και αφού περάσαμε κάμποσα στενά, άφησε το χέρι μου, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Ρε Πέτρο..» ψέλλισα και εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Όχι Εμίλια. Ήρθε εδώ μόνο και μόνο για να ταράξει τα νερά. Δεν μπορώ να τον αφήσω να σε ταράζει και να σου δημιουργεί πληγές

Πράγματι, με το που πάτησε το πόδι του στη Σκωτία, η ηρεμία που υπήρχε μεταξύ εμένα και εκείνου, έχει διασπαστεί και το μόνο που πιάνω στον αέρα είναι μία δόση θυμού.

Και δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, το ότι άρχισα να θυμάμαι την εφιαλτική ζωή μου ή το ότι η σχέση μου με τον Πέτρο, νιώθω πως παλεύει να επιβιώσει μέσα από τα ταραγμένα κύματα εκείνου. Εκείνου που ήρθε για ακόμη μια φορά, να με σκοτώσει με τα δυο του καταπράσινα μάτια.

Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει όσο πλησιάζαμε προς την πλατειούλα και βλέποντας το βλέμμα του να πέφτει πάνω μας, άρχισα να νιώθω πως ζαλίζομαι.

Γιατί όλα γυρίζουν ξαφνικά; Και γιατί νιώθω πως θέλω να αδειάσω όλο το περιεχόμενο του στομαχιού μου, ξαφνικά;

«Εε, εσύ!» ο Πέτρος μόνο που δεν ούρλιαξε, φτάνοντας δίπλα του και εκείνος με κοίταξε ερωτηματικά, καθώς σηκώθηκε από το παγκάκι όπου καθόταν.

«Εμίλια.. Τι θέλει αυτός εδώ;» η φωνή του είναι ήρεμη και μου θυμίζει τόσο πολύ εκείνη την νύχτα. Εκείνη τη νύχτα που οι φωνές δεν λένε να υποχωρήσουν από το μυαλό μου, κάνοντας με να κοιτάξω το πάτωμα.

Όχι. Δεν θα τον κοιτάξεις. Όχι. Όχι, δεν πρέπει να θυμηθείς τις πληγές, το αίμα, το κόκκινο που έσταζε στο πάτωμα. Δεν πρέπει να θυμηθείς τα κρύα πλακάκια, το κεφάλι σου μέσα στα αίματα. Όχι. Πρέπει να παλέψεις. Να σηκωθείς και να παλέψεις.

«Τι θέλει αυτός εδώ;» ο Πέτρος άφησε το χέρι μου και τον κοίταξε με θυμό. «Άκου να σου πω, Αχιλλέα. Ξέρω, μπορεί να είσαι ο γιος εκείνου του ανθρώπου που παντρεύτηκε και αγάπησε η μητέρα μου αλλά εμένα δεν με ξεγελάς. Πραγματικά, δεν ντρέπεσαι καθόλου να εμφανίζεσαι τώρα, και να συνεχίζεις να την πονάς, όπως έκανες και τότε; Δεν την λυπάσαι λίγο; Δεν την σκέφτεσαι καθόλου

Τα φώτα της πλατείας νιώθω να αναβοσβήνουν και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου γρήγορα, στηρίζοντας τα πόδια μου στο έδαφος καθώς οι φωνές τους δεν λένε να σωπάσουν.

«Εμίλια! Εμίλια, εσύ φταίς». Όχι, δεν φταίω εγώ. Δεν θα έφταιγα σε καμία περίπτωση εγώ για όλα αυτά.

«Την πονάω;» ο Αχιλλέας τα παίρνει στο κρανίο. «Εγώ δεν ντρέπομαι καθόλου; Τι ξέρεις εσύ από το τι έκανα εγώ τότε; Τι ξέρεις εσύ από πόνο; Τι ξέρεις εσύ από πληγές; Ξέρεις πόσο ξύλο έτρωγα όσο εσύ κλαιγόσουν επειδή ήθελες το αγαπημένο σου παιχνίδι; Ξέρεις πόσο έκλαιγα, ενώ εσύ το μόνο που έκανες ήταν να είσαι αγκαλιασμένος τα βράδια με την μητέρα σου να σου χαϊδεύει τα μαλλιά, φοβούμενος έναν μικρό εφιάλτη;» η ανάσα του βαριά. «Εμένα η ζωή μου ήταν εφιάλτης!» φώναξε στα μούτρα του Πέτρου και τα γόνατα μου ένιωσα πως δεν με βαστούσαν.

«Γαμώτο, Εμίλια!» η φωνή του τόσο παιδική. Τα χέρια του τόσο μικροσκοπικά.

«Μην με αγγίζεις!» ούρλιαξα και έμπηξα κι άλλο το μαχαίρι στην πληγή.

Η φωνή μου να ουρλιάζει από τον πόνο, συνεχίζει και με κάνει να παραπατήσω.

«Γαμώτο, μην το κάνεις αυτό!» κλάμα, δάκρυα. Τα μάτια του φαντάζουν το ίδιο πονεμένα όσο εκείνη την νύχτα.

«Το ίδιο και η δική της. Δεν βλέπεις πόσο πολύ πονάει; Από τότε που ήρθες, το ίδιο πράγμα. Ξέρεις πόσο με πήρε για να την ηρεμήσω; Το ξέρεις πως κοντεύει να τρελαθεί;» η φωνή του Πέτρου μου φάνηκε μακρινή και όταν τα μάτια μου διασταυρώθηκαν με του Αχιλλέα, ένιωσα τον πόνο στο στήθος.

«Χάνεις αίμα. Εμίλια τι έκανες;» τι έκανα;
Η ζαλάδα επανήλθε και η φωνή μέσα στο κεφάλι μου είναι τόσο δυνατή, θολώνοντας τα πάντα τριγύρω μου, αφήνοντας την μορφή του εκεί, να είναι πεντακάθαρη.

Τότε μόνο πρόσεξα ότι αυτό που κρατούσε στα χέρια του ήταν ένα τριαντάφυλλο. Ένα μπλε τριαντάφυλλο.

«Άσε με!» το μικρό μου σώμα έπεσε κάτω και σύρθηκε μέχρι την άλλη μεριά του μπάνιου. Του βρώμικου λευκού μπάνιου που έγινε κόκκινο μονάχα σε μια στιγμή. Εκείνο το βράδυ. Εκείνη την ώρα. Εκείνη την γαμημένη ώρα που δεν θα μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου.

Το λουλούδι πέφτει από το χέρι του καθώς προφέρω τις επόμενες λέξεις, σιγανά.

«Έχει δίκιο, Αχιλλέα.» τώρα στρέφονται και οι δύο προς το μέρος μου και με περιεργάζονται. Εκείνος σαστίζει και ο Πέτρος με κοιτάει ανήσυχα.

«Μα… Εμίλια το ξέρεις πόσο σε αγαπάω!» η φωνή του σταθερή και μοιάζει τόσο πολύ με εκείνη την λεπίδα που έκοψα τις φλέβες μου, εκείνη την νύχτα που νιώθω έντονο πόνο στον καρπό, πιάνοντας τον.

Πονάει. Πονάει πολύ.

«Σε αγαπάω, πέτα το ξυράφι.» το μικρό αγόρι μου φωνάζει μα δεν το ακούω. Ακούω μόνο τις τσιρίδες που ακούγονται απέξω από το δωμάτιο.

Θα μας βρουν. Τα βήματα σε λίγο θα ακουστούν ξανά απέξω.

Όχι, όχι. Πρέπει να σταματήσει. Ως εδώ!

«Την άκουσες. Μείνε μακριά της!» είπε ο Πέτρος τραβώντας τον από το χέρι όταν εκείνος έκανε να με πλησιάσει, μα δεν μπορούσα να τον νιώθω να με αγγίζει. Όχι με αυτό τον τρόπο.

«Θα μας βρουν!» ψιθύρισε και με θυμάμαι να μην κουνιέμαι από το πάτωμα. «Σε αγαπάω!»

Σε αγαπάω; Εσύ με σκότωσες!

«Εμίλια, πες μου ότι δεν είναι αλήθεια. Δεν μπορεί να σε πονάω!» παράπονο. Μην μου το κάνεις αυτό!

«Δεν θέλω. Μην με ακουμπάς!» τα δάκρυα ποτάμι στο μικρό μου σώμα. «Μα, άφησε με να σε βοηθήσω. Σε αγαπάω!» παράπονο. Το ζεστό χέρι του πάνω από τις πληγές.

Κόψιμο βαθύτερα.

«Με πονάς. Και έπρεπε να το θυμόσουν και συ, όσο καθαρά το θυμάμαι και γω.»

Ξαφνικά τα χέρια μου έπιασαν εκείνο του Πέτρου.

Σε αγαπάω. Με σκότωσες.
Μην με πονάς άλλο.

Εκείνος με κοίταξε τόσο βαθιά στα μάτια και ο Πέτρος τον κοίταξε θυμωμένα.

«Μακριά της, ακούς; Αλλιώς δεν ξέρω και γω τι θα γίνει.» τον συμβούλευσε και έπειτα πήρε μία βαθιά ανάσα πριν μιλήσει ξανά. «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να την πληγώσεις ξανά!»

Εκείνος πήγε να με πλησιάσει πάλι μα η φωνή μου τον σταμάτησε.

«Φύγε, Αχιλλέα!» σχεδόν φώναξα και εκείνος κατέβασε το κεφάλι στο έδαφος.

«Αν μας βρουν έτσι…» κοίταξε τα πλακάκια και έπειτα την πόρτα. Φοβάσαι Αχιλλέα;

Εσύ με ανάγκασες να το κάνω!

«Ας μας βρουν!» πλέον το τρεχούμενο νερό με νανουριζε. «Μην κλείσεις τα μάτια!»

Τα έκλεισα.

«Φύγε!» ξανά. Η φωνή μου πιο απαιτητική.

Γιατί δεν φεύγεις; Γιατί επιμένεις;

Εκείνος γύρισε πλάτη σε μας και κοίταξε το κενό.

«Μην κλείσεις τα μάτια!»

«Θα φύγω. Αλλά δεν τελειώσαμε

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι από την θυελλώδη μέρα είναι να κλαίω στην αγκαλιά του Πέτρου, με την θύμηση των κλειστών βλεφάρων μου και τα κλάματα του Αχιλλέα να ξυπνήσω.

Και έπειτα τις φωνές του και το αίμα του που άγγιξε το δικό μου και έγιναν ένα. Ένα, σε ένα παραμύθι που φαντάζει εφιάλτης στα όνειρα ενός μικρού παιδιού.

Του εαυτού μου!

-----------------------------------------------------------

Κάποιος οίστρος γενικά σήμερα.

Επί τη ευκαιρία, νιώθω ότι το βιβλίο που θα γράψω μόλις τελειώσω τις πανελλήνιες θα είναι εκπληκτικό και θα το αγαπήσετε τόσο πολύ, όσο το αγαπάω ήδη εγώ.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro