[35]~ Για εμένα, για εκείνη, για εμάς.. ~
| Hºw Tº RemembeR |
| To not give up |
[Αχιλλέα pov…]
Σιωπή. Απόλυτη σιωπή κυριαρχεί στο δωμάτιο, ενώ το πόδι μου δεν έχει σταματήσει να κουνιέται, ταρακουνώντας και εμένα μαζί.
Ξύπνα, Αχιλλέα. Δεν θα βάλεις τα κλάματα τώρα.
Όχι εδώ, όχι έτσι.
Ένα, εννιά, άνω και κάτω τελεία, δύο, μηδέν.
Οι δείκτες στο ρολόι απέναντι μου, δεν λένε να σωπάσουν, κάνοντας το αίμα μου να βράζει από τα νεύρα.
Νεύρα. Θυμός. Είναι τόσα πολλά τα συναισθήματα που τα νιώθω σαν θηλιά στο λαιμό, να με σφίγγουν ώρα με την ώρα και πιο σφιχτά, αφήνοντας μου μελανιές και σημάδια. Σημάδια. Σημάδια όπως τα μάτια της όταν καίνε την ψυχή μου. Σημάδια όπως τα χέρια της αγγίζουν το σώμα μου με τόση τρυφερότητα και συνάμα με τόση αγριάδα, ξεντύνοντας με και αφήνοντας εκτεθειμένη την ψυχή μου ενώ η ίδια με την ίδια μου την σάρκα, προσπαθεί να κρύψει την γύμνια της. Το κενό.
Πληγές. Εσύ ποιον πλήγωσες σήμερα; Ποιον πλήγωσες χτες; Ποιον κομμάτιασες για να είσαι εσύ καλά; Για ποιον δεν νοιάστηκες; Ποιον παράτησες; Γιατί έφυγες μακριά και γιατί άφησες πίσω σου χιλιάδες μικρά κομμάτια;
Για ποιον δεν θα έδινες δεκάρα τσακιστή;
Ένα, εννιά, άνω και κάτω τελεία, τρία, έξι.
Άραγε αξίζει να γινόμαστε κομμάτια για έναν έρωτα; Και αν δεν είναι μοιραίο να ευδοκιμήσει; Και αν έχει έρθει στην ζωή μας μόνο και μόνο για να μας αλλάξει και έπειτα, αφού εκτελέσει αυτό που έπρεπε, φύγει; Τι θα γίνει όταν τελειώσει; Τι θα γίνει όταν θα φύγει για πάντα;
Τι θα γίνω εγώ, όταν φύγει για πάντα; Και άμα δεν ξαναγυρίσει; Θα είμαι ξανά ο ίδιος ή θα αλλάξω προς το χειρότερο;
Σιωπή. Μα για ποιον λόγο σιωπούμε; Για ποιον λόγο δεν λέμε όλα όσα νιώθουμε; Τι φοβόμαστε; Γιατί περιοριζόμαστε μονάχα στις σκέψεις; Γιατί δεν πράττουμε; Γιατί είμαστε τόσο δειλοί;
Σιωπή. Μα ταυτόχρονα ουρλιαχτό.
Όσο περνάει η ώρα, τόσο πιο πολύ νιώθω πως χάνω την ανάσα μου.
Τι κάνω εδώ; Πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση; Γιατί κρέμομαι από μια κλωστή; Γιατί βλέποντας τους μαζί, θέλω να τον αρπάξω από τον λαιμό και να τον πνίξω; Γιατί όταν βλέπω τα μάτια της, θέλω να βάλω τα κλάματα;
Ένα, εννιά, άνω και κάτω τελεία, πέντε, μηδέν.
Πώς κατάντησα έτσι; Παλιότερα, δεν εξαρτιόμουν από κανέναν και τίποτα. Παλιότερα, δεν ανοιγόμουν σε κανέναν. Ήμουν εγώ και ήμουν καλά μόνος μου. Τώρα γιατί πονάει τόσο πολύ η μοναξιά;
Το σώμα μου το ένιωθα να τρέμει, ενώ βρισκόμουν καθισμένος στον καναπέ, περιμένοντας την Μυρσίνη να γυρίσει από τα πάνω δωμάτια όπου τακτοποιούσε τα πράγματα μαζί με την Ελένη, ενώ ούτε και ξέρω που έστειλαν τον Γρηγόρη.
Άλλωστε, από την ώρα που φύγαμε, το μυαλό μου δεν έχει σταματήσει να παίζει τα τελευταία λόγια του πατέρα μου.
Πρέπει να το ξεπεράσουμε όλοι. Μα πώς μπορείς να ξεπεράσεις τόσο εύκολα κάτι που σου άλλαξε την ζωή; Άμα δεν είχα μεγαλώσει σε εκείνο το κωλο-ίδρυμα, ίσως τώρα να μην ήμουν εδώ, στην Σκωτία, ίσως να ζούσε ακόμη η μητέρα μου και ίσως δεν πονούσε και πολύ γιατί ίσως δεν θα την είχα γνωρίσει ποτέ.
Μα το παρελθόν δεν αλλάζει. Και είναι κάτι που γνωρίζω πολύ καλά. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πλέον. Τίποτα δεν είναι ίδιο με τότε, εκείνα τα ήσυχα βράδια που κοιμόμουν στην αγκαλιά της μητέρας μου, εκείνα τα βράδια που έκλαιγα σε εκείνο το άθλιο ράντζο επειδή δεν κατάφερα να σώσω την αδερφή μου,– τι κρίμα που τώρα με μισεί– δεν μπορώ να αλλάξω τα βράδια που την είχα αγκαλιά και της ψιθύριζα λόγια αγάπης για να κοιμηθεί, και αυτό ίσως πονάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Γιατί τώρα ξέρω ότι αντί για εμένα, άλλος θα την αγγίζει, άλλος θα την φιλάει, άλλος θα της ψιθυρίζει όλα τα “σ'αγαπω” του κόσμου, άλλος θα ακούει το γέλιο και το κλάμα της, άλλος θα την κάνει να χαμογελάει, άλλος θα κοιτάζει τα μάτια της. Άλλος θα τα κάνει όλα αυτά και αυτός ο άλλος δεν θα είμαι εγώ. Μα, ήμουν άραγε και ποτέ εγώ εκείνος;
Ήμουν εκείνος ο ένας ή ήταν όλα λόγια του αέρα;
Δύο, μηδέν, άνω και κάτω τελεία, μηδέν, εννιά.
Η πόρτα άνοιξε απότομα και η Μυρσίνη μπήκε στο δωμάτιο, κάνοντας με να ταραχτώ περισσότερο.
«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε πλησιάζοντας με, με αργά και σταθερά βήματα. «Που είναι ο Γρηγόρης;» αναρωτήθηκα και εκείνη κάθισε δίπλα μου στον καναπέ.
«Είπε ότι θα πήγαινε να πάρει λίγο αέρα. Ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την κατάσταση.» έγνευσα καταφατικά, κοιτάζοντας τους δείκτες του ρολογιού και την άκουσα να παίρνει μία ανάσα.
«Εσύ πως είσαι;» την άκουσα να μουρμουράει και ξεφύσηξα. «Μπορούσα και καλύτερα.» απάντησα πιο ψυχρά από όσο ήθελα και την ένιωσα να μου πιάνει το χέρι.
«Θέλεις να μιλήσεις;» το βλέμμα μου γύρισε προς τα μέρος της και η ματιά μου έπεσε πάνω στα γκρίζα μάτια της που έμοιαζαν με σκοτεινά σύννεφα. Άραγε, γιατί να είναι συννεφιασμένα;
«Δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να ξέρεις.» πήρα τα μάτια μου από πάνω της και σταύρωσα τα χέρια μου. Όσο και αν μου προκαλεί ενδιαφέρον το χρώμα των ματιών της, δεν έχω ξεχάσει τα λεγόμενα της στο σπίτι εκείνου του γελοίου ανθρώπου που είχε το θράσος και να μας διώξει κι όλας.
«Κατάλαβα.» είπε σιγανά και έκανε να σηκωθεί από τον καναπέ μα τελευταία στιγμή το μετάνιωσε, στρέφοντας το σώμα της προς το μέρος μου. «Συγγνώμη που σου μίλησα έτσι πριν. Δεν σήμανε τίποτα.»
Το λοξό χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη μου. «Ω, αλήθεια; Όπως δεν σήμανε τίποτα για σένα και η “σχέση” σου με τον γιατρό;» το βλέμμα της σκοτείνιασε.
«Δεν είναι κάτι που θα έπρεπε να ξέρεις.» απάντησε τα λόγια που είχα πει πριν λίγο και χαχάνισα ειρωνικά. «Μπα, τώρα δεν έχουμε τι να πούμε;»
«Δεν σε αφορά τι έκανα εγώ με τον Πέτρο, όπως και δεν με αφορά τι έκανες με εκείνη.» ύψωσε τον τόνο της φωνής της και χαχάνισα ακόμη περισσότερο, κοιτάζοντας την να βράζει από θυμό. «Εγώ γιατί πιστεύω πως συμβαίνει το αντίθετο;»
Σηκώθηκε από τον καναπέ με τον θυμό της να έχει κυριεύσει κάθε της άκρο. «Δεν με ξέρεις καθόλου, Αχιλλέα.»
«Προφανώς και δεν σε ξέρω.» σχολίασα χαμηλόφωνα ενώ σηκώθηκα και γω με την σειρά μου από τον καναπέ. «Γιατί αν με ηξερ–» πήγε να μιλήσει μα σκάλωσα, προσέχοντας τα χείλη της να ανοιγοκλείνουν με τόση ένταση, ενώ η ανάσα της άρχισε να βαραίνει, προφέροντας λέξεις γεμάτες θυμό. «Άμα με ήξερες, θα γνώριζες ότι δεν δίνω δεκάρα σε κανέναν και τίποτα, Αχιλλέα. Μα, δεν σημαίνει τίποτα για εσένα, όπως και εκείνο το φιλί, έτσι;»
Σιωπή.
Φιλί; Γιατί αναφέρει το φιλί τώρα;
Εκείνη βλέποντας με να μένω στήλη άλατος, έκανε να φύγει, μα το χέρι μου έπιασε τον καρπό της, φέρνοντας την κοντά μου.
«Δεν σήμανε τίποτα. Τίποτα. Έπρεπε να το ξέρεις αυτό, Μυρσίνη. Άλλωστε, ξέρεις καλά την κατάσταση.» η ματιά της σκοτεινή και απόμακρη. «Τότε, άφησε με να φύγω.» ψέλλισε και δεν είχα καταλάβει ότι τόσην ώρα κρατούσα το χέρι της όλο και πιο σφιχτά.
«Δεν νοιάζομαι για κανέναν. Αν νομίζεις ότι θα μπορούσα να νιώσω κάτι για εσένα με εκείνο το φιλί, μάλλον εσύ είσαι ο φαντασιόπληκτος εδώ πέρα.» η πόρτα άνοιξε και άφησα αυτόματα το χέρι της Μυρσίνης.
«Παιδιά, όλα καλά;» ρώτησε ο Γρηγόρης μπαίνοντας μέσα στο σαλόνι και εκείνη εγνευσε καταφατικά, βγαίνοντας από το δωμάτιο. «Πιο καλύτερα από ποτέ!» φώναξε πριν κλείσει την πόρτα, τόσο δυνατά που ορκίζομαι ότι μπορεί και να έσπασε.
«Τι έπαθε εκείνη;» με ρώτησε ο καλύτερος μου φίλος και ανασήκωσα τους ώμους μου. «Δεν έχω ιδέα.» αποκρίθηκα, με μια ανάσα και εκείνος με πλησίασε.
«Πως είσαι;» έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες και αναστέναξα. «Πως να είμαι όταν όλα όσα είχα στην ζωή, καταστράφηκαν;» εκείνος μου έπιασε παρηγορητικά τον ώμο.
«Ξέρω πως είναι.» άρχισε να λέει, κοιτάζοντας το κενό. «Αλλά πιστεύω σε εσένα και πιστεύω και σε εκείνη. Δεν μπορεί να μην βλέπει πόσο πολύ την αγαπάς. Πιστεύω ότι αργά ή γρήγορα θα καταλάβει και θα γυρίσει πίσω.»
Το βλέμμα μου θλιμμένο και τα μάτια μου βουρκωμένα.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα γυρίσει, πλέον.» ξεστόμισα και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Και τι θα κάνεις;»
«Θα κάνω αυτό που θα έκανε ο καθένας. Θα πολεμήσω μέχρι τέλους. Θα προσπαθήσω μέχρι τέλους. Για εμένα, για εκείνη, για εμάς.»
Για εμάς.
Τι κι αν δεν υπάρξει ξανά το για εμάς;
Εγώ θα ξέρω ότι προσπάθησα.
Εγώ θα ξέρω ότι πολέμησα τους πάντες και τα πάντα.
Για εμένα. Για εκείνη.
Για εμάς.
-----------------------------------------------------------
Πάρτε λίγο Αχιλλέα και “ποίηση” που μου έλειπε τόσο καιρό:)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro