[33]~ Δεν Θυμάται ~
| Hºw Tº RemembeR |
| Her |
[Αχιλλέα pov…]
Ησυχία.
Το δωμάτιο νιώθω πως δεν με χωράει ξαφνικά.
Κοιτώντας τον πατέρα μου και έπειτα την καινούργια του γυναίκα, νιώθω πως η μόνη μου διέξοδος εκτός από την πόρτα, είναι εκείνη. Εκείνη που τώρα είναι στο δωμάτιο του και όχι μαζί μου. Εκείνη που μοιάζει να έχει αλλάξει και ας μην έχει περάσει ούτε ένας μήνας από τότε που για χάρη της, έφαγα την σφαίρα.
Ξάφνου ακούσαμε την πόρτα να ανοίγει και η μορφή εκείνου να μπαίνει μέσα στο σαλόνι, πιο ήρεμος από ότι πριν λίγα λεπτά. «Είναι καλά;» ρώτησε η Θωμαή και εκείνος εγνευσε καταφατικά, ενώ κάθισε απέναντι μου στο τραπέζι.
«Δεν θα φάει μαζί μας;» ξαναρώτησε εκείνη και ο Πέτρος γύρισε να με κοιτάξει, χαμογελώντας λοξά. «Άστην να ξεκουραστεί, μητέρα. Χρειάζεται ανάρρωση.» ψέλλισε εκείνος και έπειτα έστρεψε το βλέμμα του στο πιάτο.
«Που την γνώρισες και ποια είναι;» πετάχτηκε ο πατέρας μου και γύρισα να τον κοιτάξω, χαμογελώντας ειρωνικά.
Η κόρη του Δημήτρη πατέρα, η γυναίκα που αγάπησα περισσότερο και από την ζωή μου. Η γυναίκα που αυτή την στιγμή θα έπρεπε να ήταν μαζί μου και όχι μαζί με κάποιον που ξέρω εδώ και πέντε λεπτά.
«Θα σας φανεί περίεργο αλλά την γνώρισα στο νοσοκομείο όπου δουλεύω– ήταν ασθενής μου– και από την πρώτη στιγμή, μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Είχε εκείνη την λύπη στα μάτια, εκείνη την λύπη που δεν έλεγε να φύγει κάθε φορά που την κοιτούσα στα μάτια.» άρχισε να λέει και τον κοίταξα σοβαρά.
Νοσοκομείο; Είπε νοσοκομείο;
«Νοσοκομείο; Γιατί;» ρώτησα και η ματιά του έπεσε πάνω μου, καίγοντας με. «Ναι, στο νοσοκομείο. Είχε χτυπήσει στην πίσω πλευρά του κεφαλιού της και έχασε την μνήμη της. Λίγο πιο κάτω να χτυπούσε και θα ήταν νεκρή τώρα.» αποκρίθηκε και ο πατέρας μου γύρισε να με κοιτάξει περίεργα ενώ εγώ είχα γουρλωσει τα μάτια μου ενώ η εικόνα να την σπρώχνω και να τρώω εγώ την σφαίρα, δεν σταματούσε να παίζει στο μυαλό μου.
Χτύπησε το κεφάλι της; Έχασε την μνήμη της;
«Και δεν θυμάται τίποτα;» ρώτησα πάλι και ο πατέρας μου ξεροβηξε. «Θυμάται συγκεκριμένα πράγματα, αλλά όχι καθαρά. Να φανταστείτε, μου πήρε καιρό να την κάνω να μην κλαίει που δεν θυμάται.» απάντησε και η Θωμαή του έσφιξε το χέρι.
«Είμαι πολύ τυχερός που την έχω στην ζωή μου. Είναι υπέροχη, ποιος δεν θα την ήθελε στην ζωή του; Δεν λέω, την έχω πληγώσει και γω αλλά την αγαπάω και θα την αγαπάω για όσο χρειαστεί. Γιατί είναι η ζωή μου.» ακούγοντας τα λόγια του, ένιωσα πως όλα άρχισαν να γυρνούν, ξαφνικά.
Τ-την αγαπάει; Είπε ότι την αγαπάει;
Τα χέρια μου έγιναν μπουνιές ενώ η ανάσα μου ένιωθα να χάνεται, όσο περνούσε η ώρα.
«Εμένα με συγχωρείτε, που είναι το μπάνιο;» ρώτησα, τρέμοντας σχεδόν και η Θωμαή με κοίταξε με ανησυχία. «Τρίτη πόρτα αριστερά. Είσαι εντάξει;» εγνευσα καθώς σηκώθηκα από την καρέκλα και προχώρησα προς το μπάνιο, μπαίνοντας μέσα και κλείνοντας γρήγορα την πόρτα πίσω μου.
Δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό. Τι δουλειά έχει στο σπίτι αυτού του ανθρώπου και τι δουλειά έχει στην ζωή του; Δεν την είχαν απαγάγει τα αδέρφια μου; Τι δουλειά έχει μαζί του και γιατί εκείνος ισχυρίζεται ότι την αγαπάει;
Η ματιά μου έπεσε πάνω στον καθρέφτη, παρατηρώντας τα κατακόκκινα μάτια μου και τα ελάχιστα δάκρυα που έβγαιναν από εκείνα, πέφτοντας στα μάγουλα μου, ενώ έκανα κίνηση να τα σκουπίσω.
Γιατί είμαι εδώ; Γιατί δεν φεύγω; Με θυμάται άραγε εκείνη, ή με ξέχασε; Με αγαπάει ακόμη ή ο μόνος που σκέφτεται, είναι εκείνος; Γιατί πονάω τόσο πολύ; Γιατί κλαίω σαν παιδί, που μόλις κάτι που αγαπούσε, καταστράφηκε;
Ξάφνου, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η μορφή της φάνηκε στην πόρτα, ξαφνιασμένη και συνάμα ψυχρή, να με κοιτάει, λίγο πριν πάει να κλείσει την πόρτα πίσω της ξανά, αφήνοντας με πάλι μόνο.
Άνοιξα γρήγορα την πόρτα και έτρεξα πίσω της, βάζοντας το πόδι μου στην πόρτα του δωματίου εκείνου, εμποδίζοντας την να μου την κλείσει και εκείνη στα μούτρα.
«Εμίλια, άφησε με να σου μιλήσω.» ψέλλισα και εκείνη πάλευε να κλείσει την πόρτα, βάζοντας όλη της την δύναμη για να τα καταφέρει.
Λες και μπορούσε να με αποφύγει, έτσι.
«Δεν θέλω να σου μιλήσω!» την άκουσα να λέει, όταν μπήκα μέσα στο δωμάτιο, κάνοντας την να κάνει κάμποσα βήματα πίσω. «Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να μιλήσουμε.» αποκρίθηκα και εκείνη εγνευσε αντιφατικά.
«Δεν έχω να συζητήσω τίποτα πλέον μαζί σου.» είπε γεμάτη θυμό και σταύρωσα τα χέρια μου. «Και γιατί αυτό; Τόσα είχαμε περάσει μαζί.»
«Τόσα είχαμε περάσει μαζί; Δεν φτάνει που με χτυπούσες…» ακούγοντας την, έσμιξα τα φρύδια μου. «Αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τότε δεν ήξερα τι έκανα και–» πριν προλάβω να μιλήσω, η φωνή της με σταμάτησε.
«Και με άφησες μόνη σε ένα νοσοκομείο με την “γκόμενα” σου να μου λέει ότι έφυγες από την πόλη και λέγοντας ότι δεν θέλεις να με ξαναδείς πια. Συγχαρητήρια Αχιλλέα, μετά από οτι έγινε, τολμάς και έρχεσαι στο σπίτι εκείνου με τον οποίο έχω προχωρήσει την ζωή μου και έχεις το θάρρος και να μου μιλάς;» η αναστάτωση και η θλίψη στην φωνή της με έκαναν να καταλάβω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Σοβαρά Εμίλια; Πώς μπορείς να τα λες αυτά ενώ εγώ κόντεψα να πεθάνω για εσένα;» με το που άκουσε τα λεγόμενα μου, άρχισε να γελάει. «Να πεθάνεις για μένα; Είδαμε πόσο πολύ νοιάστηκες και εσύ αλλά και όλοι μου οι φίλοι. Ευτυχώς που ήταν και ο Ορφέας εκεί.» Ααα ώστε της πούλησαν αυτό το παραμύθι για να με μισήσει;
«Ο Ορφέας; Έπρεπε να το περιμένω από την αρχή.» ψιθύρισα και εκείνη μου έδειξε την πόρτα.
«Φύγε Αχιλλέα.»
«Όχι, δεν φεύγω αν δεν με ακούσεις.» ψέλλισα και έκανα να την πλησιάσω όταν ακούστηκαν φωνές από το σαλόνι. «Τι γίνεται;» ρώτησε ανήσυχα εκείνη και γύρισα να κοιτάξω την μισάνοιχτη πόρτα, χαλαρός.
«Τίποτα δεν θα είναι, θα τσακώνεται ο πατέρας μου με τον… ίσως.» παραδέχτηκα και εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν πάμε να δούμε;» είπε ξεροκαταπίνοντας και ανασήκωσα τους ώμους μου, προχωρώντας μπροστά.
Φτάνοντας στον διάδρομο πριν το σαλόνι, η ματιά μου κόλλησε πάνω σε δύο γνώριμα πρόσωπα που τσακωνόταν με την Θωμαή και τον Πέτρο, ενώ μόλις με είδαν, ο Γρηγόρης με πλησίασε με γρήγορα βήματα, ακολουθώντας τον και η Ελένη.
«Φίλε δεν φαντάζεσαι που βρήκα ότι εκπέμπει σήμα το κινητό που μου είχες δωσ–» βλέποντας από πίσω μου την Εμίλια, γούρλωσε τα μάτια του, ενώ η Ελένη βουρκωσε. «Εμίλια;» εκείνη εγνευσε καταφατικά και η Ελένη έτρεξε κατά πάνω της, αγκαλιάζοντας την. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε και κείνη απλά κούνησε το κεφάλι της ενώ ο Πέτρος και ο πατέρας μου μας πλησίασαν.
Την αμήχανη σιωπή μας, διέκοψε η μορφή της Μυρσίνης που μας πλησίαζε, κάνοντας τον Πέτρο να μείνει και να την κοιτάζει με ανοικτό το στόμα.
«Παιδιά όλα ενταξ–» πριν προλάβει να συνεχίσει η φωνή εκείνου αντήχησε στ' αυτιά μου, κάνοντας με να χαμογελάσω. «Μυρσίνη;» εκείνη κοιτάζοντας τον, σταμάτησε δίπλα μου και έπιασε το χέρι μου, σαν να ήθελε από κάπου να στηριχτεί.
«Π-Πέτρο;»
Νομίζω τώρα έχω αρχίσει να καταλαβαίνω τι συμβαίνει.
-----------------------------------------------------------
Ο Ορφέας, η Μαριγαριδα και η Κατερίνα μας λείπουν ρε παιδιαα!
Η τάση να μπλέκω τα μπούτια μου στα βιβλία μου:)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro