[30]~ Απέναντι μου... ~
| Hºw Tº RemembeR |
| To find happiness |
5 days before...
[Αχιλλέα pov…]
«Και πότε με το καλό φεύγετε;» με ρώτησε ο Δημήτρης, καθώς μάζευε τα πράγματα του πάλι στην βαλίτσα και στρέφοντας την προσοχή του σε εμένα.
«Μέχρι αύριο θα πρέπει να έχω φτιάξει βαλίτσα.» απάντησα και τον πλησίασα, χαμογελώντας. «Δεν χάρηκες που πήρες πίσω την βίλα σου και την εταιρεία;» είπα χαμογελώντας και κούνησε το κεφάλι.
«Πως, χάρηκα, αλλά… Το μόνο που θα ήθελα, ήταν να βρω την κόρη μου. Τίποτα άλλο δεν θα ήθελα αυτή την στιγμή. Και όλα τα λεφτά της γης να μου έδιναν, εγώ δεν θα άλλαζα τίποτα, μονάχα να δω την κόρη μου να χαμογελάει και να είναι ευτυχισμένη. Είναι αργά πλέον, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για να αλλαξοπιστήσει κάποιος, δεν νομίζεις;» τα λόγια του με έκαναν να μείνω και να τον κοιτάζω. Φαινόταν τόσο ειλικρινής και τόσο μετανιωμένος.
«Αχιλλέα, θα ήθελα να σου ζητήσω με όλη μου την καρδιά ένα μεγάλο συγγνώμη. Ξέρω, δεν πρόκειται να αλλάξω κάτι με αυτό, αλλά πραγματικά, έχω μετανιώσει για όλα. Έχω μετανιώσει που ποτέ μου δεν μίλησα για τα θέλω μου, ποτέ δεν έπαιρνα μόνος μου αποφάσεις, ποτέ μου δεν ρίσκαρα και ας τα έχανα όλα. Τουλάχιστον άμα το έκανα, ίσως τώρα εκείνη δεν ήταν κάτω από το χώμα και η κόρη μας δεν είχε τόσες πληγές χαραγμένες στο σώμα της. Θέλω να σου πω συγγνώμη που σε άφηνα να πονάς, να πεινάς και να φοβάσαι. Θέλω να σου πω συγγνώμη για όλες τις κλωτσιές και τις μπουνιές που έτρωγες και εσύ αλλά και η Κατερίνα. Πραγματικά ήμουν ένα τέρας, τότε. Κοίτα με τώρα, είμαι ένας γεράκος που μπεκροπίνει σε ένα σπίτι γεμάτο κακές αναμνήσεις, φωνές χαραγμένες στα αυτιά μου να μου υπενθυμίζουν τις πληγές. Τις πληγές που ποτέ δεν θα γιατρευτούν ξανά.» τον πλησίασα και τον έπιασα φιλικά από τον ώμο.
«Βλέπω πόσο πολύ έχεις αλλάξει, Δημήτρη και γι αυτό σου έδωσα μια δεύτερη ευκαιρία. Γι αυτό σε έβαλα μέσα στο σπίτι, όταν όλοι σε πετούσαν στον δρόμο, γι αυτό και φρόντισα για εσένα. Άμα δεν σε συγχωρούσα, θα ήσουν στον δρόμο τώρα. Άμα δεν σε συγχωρούσα, δεν θα έψαχνα σαν τρελός να βρω την κόρη σου, με τον φόβο ότι της κάνουν κακό εκείνοι.» εκείνος ξεφύσιξε, κλείνοντας την βαλίτσα.
«Την αγαπάς πολύ, εεε;» ρώτησε και χαμογέλασα στην ανάμνηση της. «Δεν φαντάζεσαι πόσο.» ψέλλισα και εκείνος χαμογέλασε, παρηγορητικά.
«Αν πράγματι την αγαπάς, θα ήμουν περήφανος άμα καταλήγατε μαζί. Είμαι σίγουρος ότι θα την πρόσεχες, καλύτερα και από την Κατερίνα.» πήρε την βαλίτσα στο χέρι και τον κοίταξα, λες και του έλεγα ότι μπορώ να το κάνω ακόμα και τώρα, αν βέβαια εκείνη με αφήσει.
«Αυτό προσπαθούσα να κάνω από το ίδρυμα κι όλας.» ψέλλισα μα θυμήθηκα τις μέρες που την πλήγωνα και το φως των ματιών μου, χάθηκε. «Υπήρξαν στιγμές που την πλήγωσα πολύ, δεν είμαι και ο πιο τέλειος άνθρωπος που υπάρχει, αλλά για εκείνη προσπαθούσα πολύ. Για εκείνη θα γινόμουν τα πάντα. Αρκεί να ήταν εδώ και να με αγκάλιαζε.»
«Μάλιστα.. Χαίρομαι που έχει έναν άνθρωπο που την αγαπάει περισσότερο και από την ζωή του. Θέλω να είστε ευτυχισμένοι και μαζί, θα είστε. Γιατί το αξίζετε.»
«Μακάρι, Δημήτρη. Μακάρι.»
1 day before…
«Είσαι έτοιμος;» ρώτησε ο πατέρας μου, την ώρα που κατεβαίναμε από το αεροπλάνο, κάνοντας με να γνεύσω καταφατικά, απολαμβάνοντας την θέα.
«Δεν είναι πανέμορφα;»
«Είναι πολύ… γραφικά.» απάντησα στην ερώτηση του, κάνοντας την Μυρσίνη από πίσω μας, να χαχανίσει. «Που να δεις και όλη την πόλη.» ψέλλισε, μπαίνοντας στο αεροδρόμιο και παίρνοντας την βαλίτσα του.
«Κύριε Γιώργο, είστε καλά;» ρώτησε η Μυρσίνη από δίπλα μου, παίρνοντας και εκείνη την βαλίτσα της και κάνοντας τον πατέρα μου να γνεύσει καταφατικά. «Καλύτερα δεν θα μπορούσα να είμαι. Το πόσο θα χαρεί η Θωμαή που της φέρνω τον γιό μου, δεν λέγεται.» αποκρίθηκε και ξεροβηξα.
«Δεν είμαι ο μοναδικός σου γιος, να σου θυμίσω.» μουρμούρησα, παίρνοντας και γω με την σειρά μου την βαλίτσα μου και προχωρώντας προς την έξοδο.
Βγαίνοντας, το τοπίο που συνάντησα ήταν τόσο ιδιαίτερο, στενάκια, όμορφα και γραφικά σπιτάκια, πολυκατοικίες με μια ιδιαίτερη τεχνική χτισμένες, μικρά δρομάκια. Μέσα από το αυτοκίνητο το μόνο που έβλεπες ήταν ομίχλη και έναν τόνο μελαγχολίας να επικρατεί στο τοπίο. Ήταν σαν ζωγραφιά.
Σαν μια υπέροχη ζωγραφιά σε μια από τις διασημότερες γκαλερί του κόσμου. Μονάχα ένας πίνακας, αρκούσε για να περιγράψει το τοπίο που εξελισσόταν, μπροστά μου.
Η μουσική της γκάιντας δεν έλειπε από αυτό το εξαίρετο αριστούργημα, δημιουργώντας μου μια οικεία αίσθηση. Λες και μόλις πάτησα το πόδι μου στο σπίτι μου και όχι σε μια ξένη χώρα και μίλια μακριά από το σπίτι και τους φίλους μου.
«Ήμουν τόσο σίγουρος πως θα σου άρεσε εδώ.» άκουσα τον πατέρα μου να μιλάει στο βάθος και έγνευσα το κεφάλι μου, μαγεμένος. Ήταν λες και και οι δείκτες στο ρολόι γύρισαν πίσω, πίσω στο παρελθόν και έγινα πάλι το μικρό παιδάκι που τόσο αγαπούσε ο πατέρας του και τον έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια που έκανε, και ας ήμουν τόσο μικρός για μια τόσο μεγάλη απόσταση.
Φτάνοντας σε μια από τις πολυκατοικίες στο κέντρο της πόλης, το αυτοκίνητο σταμάτησε, κάνοντας με να γυρίσω το κεφάλι μου. «Γιατί σταματήσαμε;» ρώτησα και η Μυρσίνη από δίπλα μου, με έσπρωξε λιγάκι. «Εδώ κατεβαίνω.» είπε και χαμογέλασα, κοιτάζοντας πάλι έξω και έπειτα εκείνη.
«Ώστε δεν θα έρθεις μαζί μας;» αναρωτήθηκα, χαρούμενος και εκείνη με αγριοκοίταξε. «Απλά δεν θέλω να δω την φάτσα του “γιου” του κυρίου Γιώργου.» απάντησε στην ερώτηση μου και την κοίταξα, προσβεβλημένα. «Μην το παίρνεις προσωπικά, δεν έχει να κάνει μαζί σου αλλά με τον ετεροθαλή αδελφό σου.» ψιθύρισε στο αυτί μου, λίγο πριν βγει από το αμάξι και μας αφήσει μονάχους.
Τον ετεροθαλή αδελφό μου; Γιατί δεν θέλει να δει την φάτσα του;
«Σας ευχαριστώ πολύ που με φέρατε.» την άκουσα να λέει στον οδηγό, πριν εξαφανιστεί από το οπτικό μου πεδίο και με αφήσει μόνο με τον πατέρα μου.
«Θα δεις, θα λατρέψεις την Θωμαή. Και εκείνη εσένα, βέβαια.»
Ας το ελπίσουμε, πατέρα. Ας ελπίσουμε.
[….]
Το αμάξι σταμάτησε για μια ακόμη φορά, σε μια πανέμορφη πολυκατοικία, λίγο πιο έξω από την πόλη, κάνοντας με να θαυμάσω το πόσο γραφικά ήταν και εδώ, τα κτήρια και τα μαγαζάκια από τα οποία περνούσαμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας.
«Καλωσήρθες σπίτι μας.» ψέλλισε ο πατέρας μου, βγάζοντας με από τις σκέψεις μου και ανοίγοντας μου την πόρτα για να βγω, ενώ ο οδηγός του ταξί, έβγαζε τις βαλίτσες μας από το πορτ παγκαζ.
«Νόμιζα ότι θα έμενες σε κάποια βίλα ή κάτι τέτοιο και όχι σε μια απλή πολυκατοικία. Ούτε καν σε μονοκατοικία ή σε διώροφο σπίτι όπως ήταν το δικό μας στην Ελλάδα.» παραδέχτηκα και εκείνος έγνευσε αντιφατικά, γελώντας.
«Τελικά συνειδητοποίησα κάποια στιγμή πως το μεγάλο σπίτι δεν σε κάνει ευτυχισμένο. Θα δεις, το διαμέρισμα που έχουμε, έχει μοναδική θέα και είναι όμορφα διακοσμημένο.» πλησιάζοντας την είσοδο του σπιτιού, ένιωσα μια οικεία μυρωδιά. Την μυρωδιά που απέπνεε αναμνήσεις, από την εποχή που ήμουν μικρός και επέστρεφα στο σπίτι μετά από μια βόλτα με τον πατέρα μου. Και πάντοτε αυτή η μυρωδιά ακολουθούσε τα βήματα μου σε όλο το χώρο, πλημμυρίζοντας κάθε μου αίσθηση και ας έχει πάψει να καλύπτει κάθε άκρο μου, μόλις μπαίνω στο πατρικό μου, εκείνο το σπίτι που απέπνεε ζωντάνια και μητρική αγάπη. Μια αγάπη που είχα να βρω, εδώ και καιρό.
Αφού περάσαμε τα πέντε σκαλοπάτια που υπήρχαν, βρεθήκαμε μπροστά από μια ξύλινη πόρτα και ο πατέρας μου έβγαλε κάτι όμορφα κλειδιά από το κουστούμι του, χαμογελώντας.
Ανοίγοντας την πόρτα, η μυρωδιά πλέον ήταν τόσο οικεία, λες και στην κουζίνα μας περίμενε η μητέρα μου και όχι μια ξένη γυναίκα που δεν είχα δει ποτέ μου ξανά. Μια τόσο έντονη μυρωδιά που θα ορκιζόμουν ότι έψαχνα για όλη μου την ζωή να βρω, πάντοτε χωρίς αποτέλεσμα και μένοντας κλεισμένος μέσα στην υγρασία των τεσσάρων τειχών και του κρύου παραθύρου που ήταν πάντοτε ανοικτό για να μου θυμίσει την βίαιη φυγή τους.
«Θωμαή; Που είσαι γλυκιά μου; Ήρθαμε!» φώναξε ο πατέρας μου, βγάζοντας με από τις σκέψεις μου και μια γλυκιά γυναίκα, γύρω στα πενήντα, στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας, φορώντας μια ποδιά και κρατώντας στο ένα της χέρι μια μεγάλη κουτάλα.
«Ωωω τι ευχάριστη έκπληξη!» ψέλλισε με μια ιδιαίτερη προφορά και μας πλησίασε, αγκαλιάζοντας τον πατέρα μου. «Εσύ θα πρέπει να είσαι ο Αχιλλέας, έτσι;» ρώτησε και έγνευσα καταφατικά, κοιτάζοντας τριγύρω.
«Χαίρομαι τόσο πολύ που σε γνωρίζω. Έχω ακούσει τόσα πολλά για εσένα από τον πατέρα σου και πραγματικά οφείλω να ομολογήσω ότι έχω εντυπωσιαστεί από το πόσο όμορφος είσαι και το πόσο πολύ, μοιάζετε μεταξύ σας.» μουρμούρησε και χαμογέλασα αμήχανα.
Μόλις κατάλαβε ότι στεκόμασταν σαν χάνοι στην πόρτα και ότι ένιωθα αμήχανα, μόρφασε. «Ωωω μην στέκεστε στην πόρτα, περάστε στο σαλόνι, καθίστε.» είπε δείχνοντας μας προς τα δεξιά και αντικρίζοντας την θέα, έμεινα να κοιτάζω μαγεμένος, κατεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι που υπήρχε και περνώντας τον άσπρο γωνιακό καναπέ, πλησιάζοντας το τζάμι της μπαλκονόπορτας και χαζεύοντας την θέα.
«Βολευτείτε και θα φωνάξω και τον Πέτρο. Μόλις πριν λίγο γύρισε από το νοσοκομείο.» η φωνή της Θωμαή ακούστηκε πιο πίσω και έπειτα ένιωσα την παρουσία του πατέρα μου στο σαλόνι. «Δεν είναι υπέροχα;»
Πριν προλάβω να του πω πόσο όμορφα ήταν, μια παρουσία φάνηκε να μας πλησιάζει, κάνοντας με να γυρίσω και να κοιτάξω τον νεαρό, πιθανόν λίγα χρόνια μεγαλύτερό μου, να πλησιάζει τον πατέρα μου και να τον χαιρετάει.
«Να μαι και γω.» ψέλλισε και μόλις η ματιά του καρφώθηκε πάνω μου, έμεινε να με κοιτάζει, μπερδεμένος. «Το παιδί;» ρώτησε και ο πατέρας μου, χαμογέλασε, κοιτάζοντας με.
«Από εδώ ο γιος μου, ο Αχιλλέας. Αχιλλέα, από εδώ ο γιος της Θωμαή, ο Πέτρος.» ακούγοντας το όνομα μου, ο Πέτρος, ξεροκαταπιε, πλησιάζοντας διστακτικά προς το μέρος μου. «Χάρηκα.» είπε απλά και έτεινε το χέρι του, μα δεν το έπιασα.
«Ίσως είναι πολύ νωρίς. Είναι και λίγο κουρασμένος από το ταξίδι.» προσπάθησε να δικαιολογήσει την αμηχανία μου ο πατέρας μου και ο Πέτρος μου ένεψε να καθίσω στον καναπέ.
Αφού έκατσα και άρχισαν οι άλλοι δύο να μιλάνε για κάποιο αδιάφορο για μένα θέμα, βυθίστηκα στις σκέψεις μου, κοιτώντας τριγύρω και αντικρίζοντας διάφορες κορνίζες με την Θωμαή και τον Πέτρο, άλλες με τον πατέρα μου και την Θωμαή, άλλες μονάχα με τον Πέτρο και άλλες με τους δύο άντρες, να παίζουν διάφορα παιχνίδια, άλλες να γελάνε, άλλες να κλαίνε από συγκίνηση και άλλες να είναι πραγματικά ευτυχισμένοι, όπως ήμασταν τότε, πριν φύγουν και μείνω μόνος, μόνος να προσέχω την αδερφή μου για όλους. Μόνος, μόνος να φροντίζω τον εαυτό μου, μόνος.
Και σαν να έφτασε η καλύτερη σκηνή από την αγαπημένη μου ταινία, άρχισα να ακούω μια φωνή, γνώριμη για εμένα, να φωνάζει τον ετεροθαλή αδελφό μου, αντί για εμένα.
«Πέτρο; Πέτρο που είσαι; Πέτρ–» γυρίζοντας το κεφάλι μου προς την πόρτα και παρατηρώντας την μορφή της που μόλις είχε μπει στο σαλόνι, τα μάτια μου γουρλωσαν και η ανάσα μου κόπηκε.
Δεν γίνεται να είναι αυτή. Δεν γίνεται να είναι αυτή που τόσο αγάπησα. Δεν γίνεται να είναι εκείνη και να προφέρει το όνομα του, αντί για το δικό μου. Δεν γίνεται.
Εκείνη σαν μπήκε στο σαλόνι και η ματιά της έπεσε πάνω μου, σταμάτησε να μιλάει ξαφνικά και ένιωθα πως ο χρόνος σταμάτησε να περνάει, ακαριαία.
Το στόμα της άνοιξε ορθάνοικτα και το σώμα της, το ένιωθα να τρέμει, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψει αυτό που ένιωσε, αυτό που πλημμύρισε την καρδιά της.
«Α-Αχιλλέα;» ήταν το μόνο που μπόρεσε να προφέρει, και ο κόσμος μου ένιωσα να καταρρέει για λίγο.
Μία λέξη, τόσα συναισθήματα. Μία μορφή, τόσες αναμνήσεις. Εκείνη.
Ήταν εκείνη και ήταν εδώ. Απέναντι μου. Εδώ. Εδώ, μαζί μου.
----------------------------------------------------------
ΠΑΩ ΝΑ ΠΕΘΆΝΩ ΗΣΥΧΗ!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro