Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

[25]~ Σε παρακαλώ! ~

| Hºw Tº RemembeR |

| To say sorry |

75 days before…

[Εμίλιας pov…]

Κενό.

Από την ώρα που επέστρεψα στο σπίτι, άρχισα να νιώθω ένα κενό.

Το κεφάλι μου δεν έχει σταματήσει να παίζει την τελευταία μας σκηνή, σαν να ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, κανοντας με να ζαλίζομαι.

«Εμίλια, γύρισες;» άκουσα τον Ορφέα να λέει μόλις μπήκα σπίτι κάνοντας με να χαμογελάσω ψεύτικα, καθώς κατευθύνθηκα προς το σαλόνι, που καθόταν όλοι μαζεμένοι.

«Απο ότι φαίνεται…» ψιθύρισα πηγαίνοντας προς τις σκάλες, όταν η φωνή της Μαριτίνας, με σταμάτησε. «Πως και σπίτι, τόσο νωρίς;» το χαμόγελο στα χείλη της δεν σταμάτησε να υπάρχει, κάνοντας με να θέλω να ξερασω από στιγμή σε στιγμή.

«Απλά τελείωσα νωρίτερα από ότι υπολόγιζα ένα βιβλίο.» ψέλλισα και εκείνη χαχανισε. «Αα ναι; Και ποιο βιβλίο διάβαζες;» στάθηκα στο πρώτο σκαλοπάτι, γυρίζοντας το βλέμμα μου προς το μέρος της και χαμογελώντας της λοξά.

«Οι χωρισμένοι δεν γιορτάζανε προχτές…» η ματιά της έντονη, καίγοντας την σάρκα μου. Σίγουρα αν δεν ήταν μπροστά ο Ορφέας, θα μου έβαζε τις φωνές και ίσως έμπηγε τα νύχια της στο δέρμα μου για ακόμη μια φορά, κάνοντας μου παρατήρηση και προειδοποιώντας με να κόψω τις ειρωνείες, πράγμα που δεν με νοιάζει καθόλου.

Ευχαριστημένη με την σιωπή τους, ανέβηκα στο δωμάτιο μου, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου και μένοντας μόνη εκεί, με τις αναμνήσεις, να μου τρώνε τα σωθικά.

[…..]

Κοιτώντας το τηλέφωνο- και συγκεκριμένα τον άγνωστο αριθμό που αναγράφεται στην οθόνη- μου έρχεται να βάλω τα κλάματα.

Δεν είναι ο Πέτρος. Δεν το σκέφτηκε καθόλου και δεν μετάνιωσε για τα λόγια που είπε. Με μισεί, με μισεί και θεωρεί πως ο,τι έκανα, το έκανα για να ξεπεράσω τον Αχιλλέα και να μπω στο μάτι της Κατερίνας.

Μα δεν έχει ιδέα το ποσο ερωτευμένη είμαι μαζί του…

Και έπειτα το μυαλό μου σταμάτησε για λίγο.
Και αν είναι τα παιδιά από το ίδρυμα; Και αν είναι οι δικοί μου; Και αν..

Και αν είναι εκείνος;

Τα μάτια μου έκλεισαν για λίγο, κάνοντας κι άλλα δάκρυα να κυλήσουν.

Αν είναι εκείνος, γιατί να με παίρνει τηλέφωνο; Δεν του φτάνει που με παράτησε μόνη σε ένα νοσοκομείο με την “γκόμενα” του, τώρα θα έχει τα κότσια να με πάρει τηλέφωνο για να μου πει τι;

Ότι συνέχισε την ζωή του μακριά μου; Ότι είναι ευτυχισμένος που έφυγε και θέλει να μου το τρίψει στην μούρη; Ότι χαίρεται που δεν θυμάμαι;

Ότι με αγαπάει ακόμα, πουλώντας το παραμύθι του, θέλοντας να με πονέσει και έπειτα να κάνει τα ίδια;

Συγγνώμη αλλά δεν θέλω άλλον πόνο.

Πριν προλάβω να το σκεφτώ όμως, είχα βάλει την συσκευή στο αυτί μου, ενώ άρχισα να νιώθω έναν κόμπο στην κοιλιά.

Και αν απαντήσει τι θα του πω; Είμαι έτοιμη να ακούσω την φωνή του; Και αν δεν την θυμηθώ; Και αν τον περάσω για άλλον;

Οι σκέψεις μου κόπηκαν στα δύο, όταν άκουσα μια αρκετά γνώριμη αντρική φωνή από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου.

«Ναι;» τον άκουσα να λέει με την βραχνή φωνή του και αναμνήσεις από το παρελθόν, άρχισαν να παίζουν σαν ταινία, μπροστά στα μάτια μου.

Είναι πράγματι εκείνος;

Πριν προλάβω όμως να προφέρω το όνομα του, η πόρτα άνοιξε, κάνοντας με να τερματίσω την κλήση και να πετάξω το κινητό στην άκρη του κρεβατιού, κοιτάζοντας τον Ορφέα με ένα ψεύτικο χαμόγελο.

«Εμίλια;» με κοίταξε με υποψία και έπειτα με πλησίασε, ενώ έκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι. «Είσαι καλά;»

«Ναι ναι, μια χαρά…» απάντησα έχοντας τα μάτια μου στραμμένα στο πάτωμα, ενώ εκείνος ξεφυσιξε. «Σίγουρα;» όταν εγνευσα καταφατικά, απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας προς την πόρτα.

«Το φαγητό είναι έτοιμο, δεν κατεβαίνουμε σιγά σιγά;» σηκώθηκα από το κρεβάτι, φτιάχνοντας το φόρεμά μου, πλησιάζοντας τον και κατεβαίνοντας τις σκάλες, προχωρώντας προς την τραπεζαρία.

«Για δες, ποια ήρθε...» χλεύασε η Μαριτίνα- η οποία τοποθετούσε τα μαχαιροπίρουνα στο τραπέζι- και ο Ορφέας ξεροβηξε, αγριοκοιτάζοντας την.

«Εμίλια, βοήθα την Μαριτίνα με αυτά εδώ. Εγώ έχω να κάνω ένα επείγον τηλεφώνημα.» είπε ήρεμα, αφήνοντας με μόνη με εκείνη και φεύγοντας από το δωμάτιο.

Εκείνη βλέποντας ότι δεν υπήρχε κανείς στο δωμάτιο, πλησίασε προς το μέρος μου, πιάνοντας τον καρπό μου, φέρνοντας με κοντά της.

«Δεν πιστεύω να του είπες τίποτα για εμένα, έτσι δεν είναι καλή μου;» ρώτησε και εγνευσα αντιφατικά, καταπίνοντας με δυσκολία.

Το έκανα για εκείνον όμως. Για να είναι εκείνος καλά.

«Δεν του είπα τίποτα για εσάς.» ψέλλισα και εκείνη χαχανισε, μπήγοντας τα νύχια της στον καρπό μου. «Το καλό που σου θέλω, γιατί άμα του μίλησες και του είπες όλη την αλήθεια…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, γιατί την πρόλαβα.

«Μην ανησυχείς… Άλλωστε έβγαλε από μόνος του τα συμπεράσματα του.» εκείνη γέλασε, σφίγγοντας περισσότερο το χέρι μου. «Τα οποία είναι;»

«Έχει σημασία; Τον χώρισα, τι άλλο θέλεις;» ψιθυροφώναξα και τα χείλη της πλησίασαν το αυτί μου. «Θέλω να σου ανοίξω τα μάτια Εμίλια. Ο Πέτρος δεν ήταν αυτός που φαινόταν..» πριν προλάβω να την ρωτήσω τι στο καλό να εννοεί, εκείνη απομακρύνθηκε και η Κατερίνα μπήκε στο δωμάτιο, κρατώντας το κινητό στο χέρι.

«Κορίτσια, μαντέψτε ποιος μου έστειλε μήνυμα να βρεθούμε..» είπε ενθουσιασμένη και η Μαριτίνα, γύρισε να με κοιτάξει, κλείνοντας μου το μάτι και έπειτα γυρνώντας προς το μέρος της. «Ο Πέτρος;» ρώτησε και εκείνη εγνευσε καταφατικά, κατενθουσιασμένη.

«Ναι, δεν είναι τέλειο;» αναρωτήθηκε και ένιωσα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου, πέφτοντας κάτω στα πλακάκια, νιώθοντας τα μάτια μου να βαραίνουν.

Δ-δεν μπορεί… Δεν μπορεί ο Πέτρος μου να έστειλε στην Κατερίνα…

Ο Πέτρος μου με αγαπάει. Ο Πέτρος μου δεν γίνεται να μου είπε ψέματα.

Δεν γίνεται…

[…..]

Ανοίγοντας τα μάτια μου, ένιωσα τον εαυτό μου να ανασηκώνεται, προσπαθώντας να αναγνωρίσει το μέρος στο οποίο βρίσκεται.

Δεν μπορεί… Είμαι πάλι στο νοσοκομείο;
Πώς γίνεται να είμαι πάλι στο νοσοκομείο;

Προσπαθώντας να φέρω στην μνήμη μου το τι ακριβώς έγινε, η πόρτα άνοιξε και ένας νεαρός γύρω στα είκοσι δύο μπήκε μέσα στο δωμάτιο, με μια άσπρη ρόμπα ενώ μόλις τα σκούρα καφέ μάτια του έπεσαν πάνω μου, με πλησίασε γρήγορα.

«Εσύ πρέπει να είσαι η Εμίλια, σωστά;» ρώτησε και εγνευσα καταφατικά, κοιτάζοντας τον απέναντι τοίχο. «Ναι, εγώ είμαι…» ψέλλισα σιγανα και εκείνος εστίασε το βλέμμα του στον ορό για λίγα λεπτά.

Τουλάχιστον θυμάμαι πως με λένε. Κάτι είναι και αυτό.

«Βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και μπορώ να πω ότι είναι καλές. Μπορείς να φύγεις μέχρι αύριο…» άρχισε να λέει εκείνος μα το μυαλό μου είχε κολλήσει σε μόνο ένα όνομα. Πέτρος.

«Που είναι ο Πέτρος;» ρώτησα και εκείνος έμεινε να με κοιτάει, μπερδεμένος. «Ο Πέτρος;» αναρωτήθηκε και εκείνος, κάνοντας με να γυρίσω και να τον κοιτάξω.

Τι κι αν δεν υπήρχε ποτέ στ' αλήθεια;
Τι κι αν ήταν στην φαντασία μου;

«Ο γιατρός μου.. Που είναι ο γιατρός μου;» άρχισα να νιώθω ότι θα ξερασω, ξαφνικά. Δεν μπορεί όλα αυτά να ήταν ένα όνειρο.

«Μήπως εννοείς τον Έλληνα γιατρό;» ρώτησε εκείνος και εγνευσα καταφατικά. «Ναι, αυτόν.»

«Λυπάμαι που το λέω, αλλά ο Έλληνας γιατρός αρνήθηκε να σε αναλάβει.» άρχισε να λέει και έμεινα να κοιτάξω ανέκφραστη τον τοίχο.

Ώστε τα εννοούσε όλα όσα είχε πει;

«Μπορεις να φύγεις;» είπα ήρεμα και εκείνος με κοίταξε, μπερδεμένος. «Μα δεν–» πήγε να πει μα τον διέκοψα.

«Θέλω να μείνω μόνη.» και με αυτό, εκείνος απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας προς την πόρτα. «Να τους ειδοποιήσω ότι ξύπνησες;» εγνευσα αντιφατικά, κάνοντας τον να ανοίξει την πόρτα και να χαθεί.

Θέλω να μείνω μόνη, να σκεφτώ…

[….]

Η ώρα είναι γύρω στις μια το βράδυ, όταν άνοιξα την πόρτα, κρατώντας στο ένα χέρι τον ορό, προσπαθώντας να δω αν είναι κανένας στον διάδρομο.

Αποφάσισα να του μιλήσω.
Δεν αντέχω άλλο να ξέρω πως μιλάει μαζί της ενώ μέχρι το απόγευμα μου έλεγε πόσο πολύ με αγαπάει. Δεν αντέχω στην σκέψη να με μισεί και να θέλει να μείνω μακριά του.

Γιατί εγώ μακριά του δεν θα μπορούσα να ζήσω ούτε λεπτό. Και ξέρω ότι και εκείνος, δεν μπορεί λεπτό χωρίς εμένα.

Προχωρώντας στον διάδρομο όπου είναι το γραφείο του, έμεινα να παρατηρώ την μορφή του να κάθεται στην καρέκλα του γραφείου και να καπνίζει.

Γαμωτο, δεν μπορώ τον βλέπω να καταστρέφεται εξαιτίας μου. Και όσο και να πλησιάσω κοντά του, τόσο πιο πολύ μακριά του αρχίζω να νιώθω, ξαφνικά.

Είναι σαν να έχει υψώσει μεγάλα τείχη μπροστά μου, παρακολουθώντας με από το ψηλό σημείο πως σκαρφαλώνω για να ανέβω στα μάτια του και να μπω ξανά στην καρδιά του.

Και το μισώ που όλο πέφτω μες στα μάτια του και με όλο πληγές, γεμίζω.

Ξαφνικά, στέκοντας μπροστά στην μισάνοιχτη πόρτα, άρχισα να κλαίω, πέφτοντας στα γόνατα και προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου από την φουρτούνα της καρδιάς.

Πονάει περισσότερο τα αγκάθια της καρδιάς να γίνονται γυαλιά να τα πατήσω.

Εκείνος ακούγοντας με να κλαίω, περπάτησε προς το μέρος μου, ανοίγοντας την πόρτα και κοιτάζοντας με με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω.

Φαινόταν τόσο... Κενός ξαφνικά.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρώτησε αυστηρά και μόλις η ματιά μου έπεσε πάνω του, άρχισα να τρέμω. «Τι φαντάζεσαι ότι κάνω εδώ;»

«Πήγαινε πίσω στο δωμάτιο, αμέσως!» απαίτησε και εγνευσα αντιφατικά, προσπαθώντας να σηκωθώ όρθια. «Δεν θα πάμε πίσω στο δωμάτιο, αν δεν σου μιλήσω.»

Εκείνος γέλασε. «Πως είσαι τόσο σίγουρη ότι θα πάμε, μαζί;» κοίταξα τα δυο του μάτια και αυτό που είδα ήταν ένα κενό. Ούτε αγάπη, ούτε στοργή.
Απλά, κενό.

«Γιατί ανήκουμε ο ένας στον άλλον Πέτρο. Μαζί, θυμάσαι;» μόνο που δεν τον άκουσε όλο το νοσοκομείο. «Το μαζί τελείωσε όταν αποφάσισες πως είναι ώρα να τελειώσεις το παιχνιδάκι σου. Όταν βαρέθηκες το παιχνιδάκι σου!» ψιθυροφώναξε και μπήκε μέσα στο γραφείο, κάνοντας με να τον ακολουθήσω.

«Δεν ισχύει αυτό και το ξέρεις!» φώναξα κλείνοντας την πόρτα και εκείνος χαχανισε ειρωνικά. «Και τότε τι είναι; Γιατί με πέταξες σαν το σκουπίδι;» φώναξε και εκείνος, πλησιάζοντας με  και κάνοντας με να κλείσω τα μάτια μου.

Πάντα μισούσα τις φωνές…

«Μπορείς να μην φωνάζεις;» είπα ήρεμα και εκείνος εγνευσε. «Ο,τι θέλω θα κάνω γαμωτο σου! Εσύ δεν με χώρισες, τι θες τώρα;»  φώναξε στα μούτρα μου, κάνοντας με να πιάσω το κεφάλι μου με το ελεύθερο χέρι μου.

«Φύγε. Δεν έγινα κατανοητός;» άρχισε να λέει πιο ήρεμα τώρα, σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι και βγάζοντας ένα άλλο. «Τόνισα ξεκάθαρα ότι δεν θέλω να σε ξαναδώ. Έμεινα μακριά σου. Τι στο διάολο θέλεις και έρχεσαι;» φώναξε και έπιασε ένα μπαλάκι από το γραφείο.

«Μείνε μακριά μου, Εμίλια. Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε.» είπε ανάβοντας το τσιγάρο και πηγαίνοντας προς το παράθυρο. «Φύγε! Άσε με μόνο.»

Πώς να φύγω και να σε αφήσω όταν σε αγαπάω; Πώς να σε αφήσω μόνο σου όταν δεν αντέχω μακριά σου; Πώς να ζήσω τώρα όταν η ψυχή μου ουρλιάζει συνέχεια το όνομα σου; Πώς;

Τώρα πλέον άρχισα να κλαίω με λυγμούς.

«Π-Πέτρο… Σε παρακαλώ!» δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω ενώ το τρέμουλο δεν λέει να φύγει. «Σε χρειάζομαι. Μην με αφήνεις και εσύ.» ψέλλισα λίγο πριν καταρρεύσω στα χέρια του. Ξανά.

-----------------------------------------------------------

Ντραμα Κουίν...

Btw, έχω δηλώσει μέρος στον διαγωνισμό “J- J- A Summer Contest #2019” οποίος μπορεί και θέλει, μπορεί να πάει να ρίξει ένα ψηφουλινι στο βιβλίο- στην κατηγορία με τις ρομαντικές στορυ:")

Όσοι το έκαναν, τους ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου🖤❤️

Btw βολ2, νιώθω ότι είμαστε σε εκλογές:")

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro