[23]~ Ο αριθμός που καλέσατε... ~
| Hºw Tº RemembeR |
| Her number |
85 days before…
[Αχιλλέα pov…]
«Τελειώσαμε..» πέταξε απότομα δίχως να απομακρυνθεί, κάνοντας με να χαχανισω, κοιτάζοντας μια τα μάτια της και μια τα χείλη της.
Τι πάθαμε, Μυρσίνη;
Μας αρέσει να θαυμάζουμε την θέα;
Ξάφνου, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες των πράξεών μου, έσκυψα και τα χείλη μου ακούμπησαν τα δικά της.
Εκείνη σαν να συνειδητοποιήσε τι γίνεται, απομακρύνθηκε γρήγορα, ανοίγοντας την πόρτα του μπάνιου και βγαίνοντας γρήγορα έξω.
Τι στο διάολο έκανα;
Βγαίνοντας από τις σκέψεις μου, σηκώθηκα γρήγορα και άρχισα να προχωράω προς τις σκάλες, για να την προλάβω.
«Μυρσίνη!» άρχισα να φωνάζω, τρέχοντας γρήγορα τις σκάλες, κάνοντας την να επιταχύνει το βήμα της, ανοίγοντας την πόρτα της εισόδου και βγαίνοντας έξω.
«Αχιλλέα, τι έγινε; Γιατί έφυγε έτσι τρέχοντας η Μυρσίνη;» ρώτησε ο πατέρας της Εμίλιας, φτάνοντας στο τέλος της σκάλας και άρχισα να τραβάω τα μαλλιά μου. «Δεν είναι τίποτα που να σε αφορά.» του απάντησα φτάνοντας στην πόρτα και βγαίνοντας έξω, βλέποντας την να περπατάει προς το παρκάκι.
Πρέπει να την προλάβω και να της εξηγήσω…
Με γρήγορα και σταθερά βήματα, άρχισα να κατευθύνομαι μέχρι το παρκάκι, ακολουθώντας την.
«Μυρσίνη, περίμενε…» φώναξα, κάνοντας την να γυρίσει και να με κοιτάξει. «Τι θες, Αχιλλέα;»
«Να σου εξηγήσω σχετικά με το–» εκείνη με πλησίασε, έχοντας στα χείλη της ένα λοξό χαμόγελο.
«Το ποιο, Αχιλλέα; Το φιλί;» αναρωτήθηκε, κάνοντας με να μείνω και να την κοιτάζω.
Τι έπαθε τώρα;
«Δεν χρειάζεται να εξηγείς τίποτα. Άλλωστε το φιλί δεν σημαίνει τίποτα για εμάς, εεε Αχιλλέα;» τόνισε τις δύο τελευταίες λέξεις ενώ δεν σταμάτησε να με κοιτάει έντονα, χαχανιζοντας ειρωνικά και έπειτα ξεκίνησε να απομακρύνεται από εμένα και αφήνοντας με μόνο.
Τώρα, τι ήταν αυτό;
[…..]
Κλείνοντας την πόρτα του ταξί, έμεινα να κοιτάζω το κτήριο που κάποτε ανήκε στον πεθερουλη μου.
Πλέον το όνομα και το επώνυμο του, είχαν αντικατασταθεί από το όνομα και την φάτσα του πατέρα μου, κάνοντας με να θέλω να ξερασω.
Μπαίνοντας στην είσοδο, κατευθύνθηκα προς την ρεσεψιόν, έτοιμος να μιλήσω στον πατέρα μου.
Όχι μόνο δεν θα του πω ότι μετάνιωσα για την συμπεριφορά μου άλλα στην χειρότερη περίπτωση, θα τα σπάσω όλα πάνω στο γραφείο, μόνο και μόνο για να καταλάβει ότι τα λεφτακια του δεν μπορούν να εξαγοράσουν τον καθένα.
Η ρεσεψιονίστ μόλις με είδε, χαμογέλασε, κάνοντας με να μείνω και να την κοιτάζω μπερδεμένος με τα λεγόμενα της. «Κύριε Αχιλλέα, ήρθατε να δείτε τον πατέρα σας;»
Μέχρι και η ρεσεψιονίστ ξέρει ότι είμαι γιος αυτού του ανθρώπου; Σε πόσους έχει περηφανευτεί ότι είμαι γιος του;
«Πες το και έτσι…» ψέλλισα ειρωνικά και εκείνη κατι κοίταξε στον υπολογιστή και έπειτα γύρισε προς το μέρος μου. «Ο κύριος Ασημοπουλος είναι σε έκτακτο συμβούλιο με κάτι στελέχη. Αν θέλεις μπορείς να τον περιμένεις στο γραφείο του.» είπε και μιλώντας στον ενικό και πριν προλάβει να διορθωθεί, ζητώντας συγγνώμη, είχα απομακρυνθεί από εκεί, πηγαίνοντας προς το γραφείο που μέχρι χτες ανήκε στον πατέρα της αγαπημένης μου.
Ανοίγοντας την πόρτα και μπαίνοντας στο γραφείο, η ματιά μου έπεσε πάνω σε μια κορνίζα που ήταν τοποθετημένη στην δεξιά πλευρά του ξύλινου γραφείου.
Μια όμορφη γυναίκα με κόκκινα μαλλιά και καστανά μάτια, αγκάλιαζε τον πατέρα μου που φαινόταν χαρούμενος.
Παίρνοντας την κορνίζα στα χέρια μου και παρατηρώντας την καλύτερα, πίσω από την απόλυτη ευτυχία που κυριαρχεί στα πρόσωπα του πατέρα μου και της- πιθανώς- νέας του συζύγου-γιατί βέβαια, ο πατέρας μου θα έμενε μόνος του, χωρίς κάποια γυναικεία παρουσία (;), αχνοφαίνονταν ένα παιδάκι γύρω στα οκτώ, με ξανθά μαλλιά και εκφραστικά μάτια, να κοιτάζει την κάμερα με μάτια βουρκωμενα και με ένα ψεύτικο χαμόγελο.
Ποιο να είναι άραγε αυτό το παιδί;
Αφού άφησα κάτω την κορνίζα, το μάτι μου εστίασε πάνω σε ένα μικρό χαρτάκι που υπήρχε δίπλα από το λάπτοπ.
«Έψιλον…» ψιθύρισα και κοίταξα από κάτω τον αριθμό τηλεφώνου που υπήρχε, ενώ το μυαλό μου προσπαθούσε να καταλάβει σε ποιον ανήκει αυτός ο αριθμός.
Τι κι αν ανήκει στην Εμίλια;
Τι κι αν την βρήκε πριν από μένα;
Τι κι αν ήξερε από την αρχή που είναι;
Δίχως να το σκεφτώ, πήρα το χαρτί στα χέρια μου και βρέθηκα να πληκτρολογώ τον αριθμό, στο τηλέφωνο μου.
Η καρδιά μου δεν έλεγε να σταματήσει, καθώς τοποθέτησα την συσκευή στο αυτί μου, κάνοντας με να θέλω να ουρλιαξω το όνομα της ώστε να το ακούσει όλος ο κόσμος.
Πόσο θα ήθελα να ακούσω την φωνή της έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Και έπειτα ας χαθώ και ας γίνω ένα με το άπειρο.
Και όσο πέρναγαν τα λεπτά, τόσο πιο πολύ ήλπιζα να άκουγα την φωνή της να προφέρει το όνομα μου. Έστω και αν αυτό δεν ήρθε ποτέ…
Έκλεισα απογοητευμένος το τηλέφωνο και άφησα το χαρτάκι στην θέση του.
Τι περίμενα, να ήταν όντως αυτή;
Τώρα μπορεί να είναι δεμένη σε καμία αποθήκη και μακριά από το ανθρώπινο κόσμο.
Και αν με ρωτούσες τι μου έλειπε περισσότερο από εκείνη, θα σου έλεγα πως μου λείπουν τα μάτια της. Μου λείπει η ζωντάνια και η αγάπη της για το καθετί. Μου λείπουν τα χείλη της, η ανάσα της στο λαιμό μου και η μελωδία της φωνής της καθώς προφέρει το όνομα μου με τον πιο απλό και συνάμα, πιο υπέροχο τρόπο.
Και τι δεν θα έδινα να την άκουγα ή να την έβλεπα για λίγα λεπτά. Και ας με κυνηγούσε ολόκληρος στρατός από θυμωμένους άνδρες. Και ας πέρναγα φουρτούνες, δεν θα με ένοιαζε γιατί θα είχα εκείνη.
Εκείνη που είναι μακριά….
----------------------------------------------------------
Πόσο ανυπομονώ για το επόμενο κεφάλαιο ;)
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro