[22]~ Σημάδια από μελάνι~
| Hºw Tº RemembeR |
| To be yourself |
90 days before…
[Εμίλιας pov…]
«Πέντε!» αναφώνησα χαρούμενη και μετακίνησα το πιόνι μου πέντε βήματα μπροστά.
«Σειρά σου…» άφησα τα ζάρια από το χέρι μου και εκείνος τα πήρε στα χέρια του.
Καθώς κουνούσε τα χέρια του πάνω κάτω, παρατήρησα ότι στον δεξί καρπό του αχνοφαίνονταν ένα μικρό τατουάζ με το γράμμα “Χ”.
«Τι είναι αυτό στο χέρι σου; Τατουάζ;» ρώτησα και πήρα το χέρι του στα χέρια μου, φέρνοντας τον κοντά μου. «Το “Χ” λες; Ναιπ, τατουάζ είναι.» απάντησε εκείνος, χαμογελώντας μου, ενώ άρχισα να χαϊδεύω τον καρπό του.
«Έχεις κι άλλα τατουάζ;» ρώτησα πάλι και κοίταξε να δει αν ήταν κανείς τριγύρω, πριν βγάλει την μπλούζα του και μείνω να κοιτάζω το σώμα του.
«Έχω στο σβέρκο, στο μπράτσο, στα πλευρά, αυτό που είδες στον καρπό μου, στην γάμπα, στο μπούτι και…» άρχισε να λέει καθώς παρατηρούσα τον σταυρό στο σβέρκο, το μεγάλο καράβι στο μπράτσο και τα τατουάζ στα πλευρά.
«Και;» ρώτησα μετά από λίγο, αφού έβλεπα ότι δεν μιλούσε αλλά ούτε με κοιτούσε, κάνοντας την ατμόσφαιρα πιο αμήχανη. «Και κάπου αλλού που δεν μπορώ να σου πω τώρα.» είπε γρήγορα, κάνοντας με να αρχίσω να φαντάζομαι για το πού μπορεί να είναι.
«Είναι υπέροχα.» ψέλλισα αγγίζοντας τα πλευρά του ενώ ένιωθα το ζεστό σώμα του να τρέμει, καθώς τα χέρια μου χάραζαν τα δικά τους μονοπάτια πάνω στα σημάδια από μελάνι που κοσμούσαν τον κορμό του.
«Θα ήθελα και γω να κάνω ένα τατουάζ στο πόδι…» εκείνος με ξάπλωσε πάνω στον γωνιακό καναπέ και ανέβηκε από πάνω μου. «Και τι θα ήθελες να κάνεις;»
«Δεν έχω ιδέα. Απλώς ήθελα να κάνω ένα.» εκείνος άρχισε να μου χαϊδεύει τα γυμνά μου πόδια, κάνοντας με να ανατριχιάσω στην επαφή.
«Το ξέρεις ότι σε λατρεύω;» ρώτησε φιλώντας με στο μάγουλο, κάνοντας με να χαμογελάσω.
«Είσαι απλά τόσο υπέροχη.» τον άκουσα να ψιθυρίζει μέσα στο αυτί μου και όλος μου ο οργανισμός άρχισε να καταρρέει. «Είσαι πραγματικά πανέμορφη Εμίλια. Μην το ξεχνάς αυτό.» τα χείλη του κατευθύνθηκαν προς τον λαιμό μου χαρίζοντας μου υγρά φιλιά.
«Είσαι τόσο γλυκός και πανέμορφος, Πέτρο. Είμαι πολύ τυχερή που σε έχω στην ζωή μου.» ψέλλισα και εκείνος έβαλε το κεφάλι του στην κοιλιά μου.
«Τι να απέγιναν, άραγε, οι γονείς μου;» ρώτησα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του ενώ εκείνος χάιδεψε τους μηρούς μου, γυρνώντας να με κοιτάξει.
«Τους θυμάσαι καθόλου;» ρώτησε και εγνευσα καταφατικά. «Βασικά…» έκανα μια παύση, κλείνοντας τα μάτια μου και ακούγοντας ουρλαχτά από το παρελθόν.
«Οι γονείς μου μάλωναν συνεχώς, με αποτέλεσμα κάθε βράδυ να κλειδώνομαι στο δωμάτιο μου και να σκεπάζομαι μέχρι το κεφάλι με την κουβέρτα ενώ τα ουρλιαχτά τους να μην σταματάνε, μέχρι να με πάρει ο ύπνος.» ψέλλισα και ένιωθα τα μάτια μου να βουρκώνουν στην ανάμνηση.
«Ειιι κοίτα με…» σαν να με κατάλαβε, ο Πέτρος στάθηκε ξανά από πάνω μου, καίγοντας με με το βλέμμα του. «Ο,τι και να πέρασες, ανήκει στο παρελθόν. Τώρα είσαι εδώ, δυνατή.» αποκρίθηκε εκείνος και έβαλε μια τούφα από τα μαλλιά μου, πίσω από το αυτί μου.
«Έπειτα, οτιδήποτε και να συμβεί, μπορείς να έρθεις σε μένα. Θα είμαι πάντα δίπλα σου, να σε στηρίξω και να προσπαθήσω να σε βοηθήσω.» τον αγκάλιασα, φιλώντας τον με πάθος.
«Το ξέρεις ότι είσαι υπέροχος;» εκείνος γέλασε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου με το ένα του χέρι ενώ το άλλο του χέρι, έπιασε το ζεστό μου μάγουλο.
«Πως γίνεται να είσαι τόσο γλυκούλα;» αναρωτήθηκε και ξάπλωσε δίπλα μου, κρατώντας μου το χέρι.
«Μου λείπει ο πατέρας μου.» ψέλλισε λίγο μετά και γύρισα να τον κοιτάξω. «Η μητέρα μου αφού παντρεύτηκε τον πατριό μου, έκανε τα πάντα για να μείνει μακριά μας εκείνος ο άνθρωπος. Ήμουν τότε μικρούλης, όταν θυμάμαι τον πατέρα μου να έρχεται για τελευταία φορά στο σπίτι. Έκλαιγα πολύ όταν έμαθα ότι θα μετακομίζαμε, μακριά.» του έπιασα σφιχτά το χέρι.
«Άμα θέλεις, μπορούμε να πάμε Ελλάδα. Να ψάξω εγώ για τους γονείς μου και να βρεις και συ τον δικό σου.» εκείνος με κοίταξε, χαχανιζοντας.
«Και συ που θα πεις στους άλλους ότι θα πας; Θα μας καταλάβουν σίγουρα.» έκλεισα τα μάτια μου ενώ τύλιξα το χέρι μου γύρω από το μπράτσο του.
«Μακάρι να ήμασταν μόνοι μας.» ένιωσα τα δυο του χείλη να φιλούν το μάγουλο μου. «Ίσως μια μέρα να είμαστε οι δυο μας, χωρίς κανέναν Ορφέα και καμία Κατερίνα.»
«Το εύχομαι!»
[…..]
«Θα μιλήσουμε απόψε;» τον ρώτησα και εκείνος με κοίταξε, χαμογελώντας. «Και βέβαια θα μιλήσουμε. Αύριο θα βρεθούμε καθόλου;»
«Το απόγευμα θα έλεγα να πάμε κάπου πιο έξω από την πόλη, τι λες;» ρώτησα και εκείνος με κοίταξε με ενθουσιασμό. «Που θα ήθελες να πάμε;» ανασηκωσα τους ώμους μου.
«Το αφήνω πάνω σου. Κάνε μου έκπληξη.» τον πλησίασα και τον φίλησα στο μάγουλο.
«Σε αγαπώ!» τον άκουσα να λέει λίγο πριν γυρίσω την πλάτη μου. «Και γω!» ψέλλισα και άρχισα να απομακρύνομαι, πλησιάζοντας το στενό όπου ήταν το πατρικό του Ορφέα.
Μόλις όμως άνοιξα την πόρτα, είδα την Μαριτίνα να κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στην πόρτα, με χέρια σταυρωμένα.
«Τι δουλειά έχεις εσύ με τον Πέτρο, Εμίλια; Γιατί σε έφερε αυτός μέχρι εδώ;»
Γιατί έχω ένα κακό προαίσθημα για αυτό;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro