[21]~ Ένα βήμα πιο κοντά... ~
| Hºw Tº RemembeR |
| Her |
95 days before…
[Αχιλλέα pov]
«Μα… Τι χάλι είναι αυτό;» άκουσα μια γυναικεία φωνή να λέει καθώς και μια πόρτα να ανοίξει, κάνοντας με να ανοίξω απότομα τα μάτια μου.
Που είμαι; Τι ώρα είναι; Γιατί νιώθω το κεφάλι μου να πονάει τόσο πολύ;
«Κύριε Δημήτρη; Αχιλλέα;» την άκουσα να φωνάζει και κοίταξα τριγύρω μου, βλέποντας σχεδόν δίπλα μου στον καναπέ, τον πεθερουλη μου να κοιμάται με το μπουκάλι ουίσκι στα χέρια.
Τι στο διάολο;
Πόσο ήπιαμε χτες;
«Αχιλλέα;» η Μυρσίνη ξεπρόβαλλε και μας κοίταξε περίεργα, πλησιάζοντας με.
«Τι θες εσύ εδώ; Και πως μπήκες μέσα;» ρώτησα ενώ έπιασα το κεφάλι μου και εκείνη γονάτισε, κοιτάζοντας με.
«Εγώ ήρθα για να δω αν είστε καλά.» είπε όταν παρατήρησε το μπουκάλι που κρατούσε ο πατέρας της Εμίλιας στα χέρια και έπειτα ένα άδειο ποτήρι στο τραπέζι.
«Μισό, εσείς… πίνατε;» με κοίταξε με μισό μάτι και όταν παρατήρησε και τα τσιγάρα, γουρλωσε τα μάτια της. «Καπνίζεις;»
Ένιωσα τον εαυτό μου να ξεφυσαει. «Φυσικά και όχι.» με τα χίλια ζόρια σηκώθηκα από τον καναπέ και σύρθηκα μέχρι την κουζίνα.
Αν θυμάμαι καλά, τα χαπάκια είναι στο δεύτερο ντουλάπι δεξιά και πρέπει να δω αν υπάρχει καθόλου καφές.
«Και τότε γιατί υπάρχουν τσιγάρα στο τασάκι;» ρώτησε εκείνη, ακολουθώντας με, κάνοντας με να πιάσω τους κροτάφους μου. Γαμωτο.
«Μπορείς να μην μου τα πρήζεις, ακόμα δεν ξύπνησα;» φώναξα, κάνοντας τον πατέρα της γυναίκας που αγαπώ να στριφογυρίσει.
«Μα είναι κατάσταση αυτή που σας βρίσκω;» συνεχίζει να μου τα πρήζει, ενώ μπαίνει μπροστά μου. «Τι θες από την ζωή μου, επιτέλους;»
«Θα μου πεις γιατί φέρεσαι έτσι;» είπε τώρα πιο μαλακά και έκανα ένα βήμα πίσω, παρατηρώντας την με μισόκλειστα μάτια. «Πως φέρομαι δηλαδή;»
«Μπεκροπίνεις και νομίζεις ότι έτσι όλα σου τα προβλήματα θα λυθούν..» απαντάει ενώ μου δίνει ένα χάπι και μου πετάει ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο. «Δεν μπεκροπίνω…» ψελλίζω, καταπίνοντας το χάπι.
«Ένα ποτηράκι ήπια.» παραδέχομαι και το γέλιο της με κάνει να κλείσω τα αυτιά μου. Γαμημένος πονοκέφαλος.«Ένα ποτηράκι; Σοβαρά;»
«Πωω, θα με αφήσεις στην ησυχία μου;» ρώτησα και πήγα να περάσω όταν εκείνη μπήκε μπροστά μου. «Μπορείς να σοβαρευτείς για μια στιγμή και να μην κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλο σου;» ρώτησε και έβαλε νερό να βράσει ενώ προσπαθούσε να βρει που έχω τον καφέ και την ζάχαρη.
«Τρίτο ντουλάπι και δεν κρύβομαι πίσω από το δάχτυλο μου.» προσπαθώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου μέχρι τελευταίας δεκάρας.
Γαμωτο, πόση όρεξη πρέπει να έχει για να έρχεται σπίτι μου και να μου τα πρήζει;
«Αν δεν κρυβόσουν πίσω από το δάχτυλο σου, θα είχες βρει τρόπο να την βρεις.» είπε απηυδισμένη και γύρισε να με κοιτάξει. «Ααα ναι, και ποιος είναι αυτός ο τρόπος, πανέξυπνη;»
«Να μιλήσεις στον πατέρα σου.» πέταξε και άρχισα να θυμώνω. «Στο ξεκαθάρισα από την αρχή ότι δεν πρόκειται να μιλήσω στον πατέρα μου.» είπα και εκείνη σχημάτισε ένα λοξό χαμόγελο.
«Γι' αυτό, επειδή ήξερα πόσο ξεροκέφαλος είσαι και ότι ποτέ δεν πρόκειται να το έλεγες στον πατέρα σου, του το είπα εγώ για εσένα.» ακούγοντας την δεν μπορούσα παρά να γουρλωσω τα μάτια μου. «Τι πράγμα;»
Άρχισα να νιώθω πως τα παίρνω. «Πως τόλμησες να πεις κάτι τέτοιο στον πατέρα μου; Σου το είχα πει Μυρσ-» με διέκοψε, πλησιάζοντας με και κλείνοντας μου το στόμα με την παλάμη της.
«Από το να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλο σου και να σε βλέπω να υποφέρεις και να γίνεσαι μπεκρής για πάρτη της, είναι καλύτερα έτσι.» είναι καλύτερα έτσι;
«Καλύτερα; Πώς μπορεί να με βοηθήσει ο πατέρας μου στην αναζήτηση της κόρης του Δημήτρη, όταν τον έδιωξε από παντού και το μόνο που τον νοιάζει είναι το να πάρει τα λεφτά του και να φύγει πάλι;» εκείνη ξεφυσιξε, κοιτάζοντας το πάτωμα.
«Μπορεί να έχει επαφές με τον Ορφέα και την Κατερίνα. Μην ξεχνάς ότι είναι και αυτά παιδιά του.» ξεφυσιξα, σφίγγοντας τα χέρια μου σε γροθιές. «Φυσικά…» χλεύασα και με αγριοκοίταξε.
«Έπειτα, ο πατέρας σου σε αγαπάει!» αποκρίθηκε και το γέλιο μου ακούστηκε σε όλο το σπίτι, ξυπνώντας τον πεθερουλη μου. «Ο πατέρας μου με αγαπάει; Ίσως κάνεις κάποιο λάθος σε όλο αυτό.»
«Αν με αγαπούσε πραγματικά δεν θα έφευγε εξαρχής και δεν θα με θυμόταν τώρα.» είπα προσπαθώντας να ηρεμήσω την ανάσα μου και τα νεύρα μου. «Σε αγαπάει και σε θέλει δίπλα του. Το μόνο που ζητάει από εσένα είναι να έρθεις να μείνεις κοντά του και να αναλάβεις τα καθήκοντα σου στην εταιρεία του.»
«Μην μου πεις ότι δέχτηκε να με βοηθήσει με αντάλλαγμα να πάω να δουλέψω στην εταιρεία του, γιατί πραγματικά θα τα σπάσω όλα.» βλέποντας την Μυρσίνη να κατεβάζει το κεφάλι στο πάτωμα, πέρασα τα χέρια μου στα μαλλιά μου.
«Ααα ώστε θα με βοηθήσει μόνο αν πάω εκεί και τον υπακούσω ξανά;» άνοιξα το ντουλάπι με τα γυάλινα πιάτα και ποτήρια και άρχισα να τα πετάω στον απέναντι τοίχο, κάνοντας την Μυρσίνη να ξεπηδήσει. «Γαμώτο, άσε τα ποτήρια και έλα να μιλήσουμε.» προσπάθησε να με συνετίσει, δίχως αποτέλεσμα.
«Τι συμβαίνει;» ακούστηκε η φωνή του Δημήτρη στην πόρτα και πήρα βαθιά ανάσα. «Τι να πούμε;» έκανα μια παύση και πήρα κι άλλο ένα ποτήρι στα χέρια μου.
«Ο πατέρας σου δέχτηκε να βοηθήσει μόνο αν πας μαζί του στην Σκωτία. Δεν θα σε πιέσει να κάνεις κάτι που δεν θέλεις, θέλει μόνο να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο.» πέταξα το ποτήρι στον τοίχο και γυαλιά καρφώθηκαν στο χέρι μου. «Γαμώτο!» την άκουσα να λέει και έκανε να με πλησιασει, κάνοντας με να την απομακρύνω.
«Να έρθει ο ίδιος να μου το πει. Να έρθει ο ίδιος και να ζητήσει γονατιστός συγγνώμη και όχι να στέλνει αντιπροσώπους.» πήρα μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω τα νεύρα μου. «Μονάχα έτσι θα το σκεφτώ.» ψέλλισα και γονάτισα στο έδαφος, κάνοντας την να με πλησιάσει.
«Ένταξει εντάξει, συγγνώμη.» την άκουσα να λέει σιγανα και πήρε το χέρι μου στο δικό της. «Δημήτρη μπορείς να κάτσεις για λίγο εδώ, να φτιάξεις τους καφέδες;» ρώτησε και εκείνος μας πλησίασε.
«Ναι φυσικά.» είπε και εκείνη με σήκωσε όρθιο, καθοδηγώντας με μέχρι το μπάνιο.
Αφού με έβαλε να καθίσω στην λεκάνη της τουαλέτας, άρχισε να ψάχνει για το κουτάκι με τις πρώτες βοήθειες και όταν το βρήκε, άρχισε να φροντίζει το τραύμα.
«Γιατί είσαι τόσο ξεροκέφαλος, μπορείς να μου πεις;» την άκουσα να λέει ενώ τα γκρι μάτια της δεν είχαν ξεκολλήσει καθόλου από αυτό που έκανε.
«Και εσύ γιατί πρέπει να μου σπας τόσο πολύ τα νεύρα;» ρώτησα και τα μάτια της κάρφωσαν τα δικά μου ενώ ήρθε ένα βήμα πιο κοντά μου.
«Τελειώσαμε..» πέταξε απότομα δίχως να απομακρυνθεί, κάνοντας με να χαχανισω, κοιτάζοντας μια τα μάτια της και μια τα χείλη της.
Τι πάθαμε, Μυρσίνη;
Μας αρέσει να θαυμάζουμε την θέα;
Ξάφνου, χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες των πράξεών μου, έσκυψα και τα χείλη μου ακούμπησαν τα δικά της.
Εκείνη σαν να συνειδητοποιήσε τι γίνεται, απομακρύνθηκε γρήγορα, ανοίγοντας την πόρτα του μπάνιου και βγαίνοντας γρήγορα έξω.
Τι στο διάολο έκανα;
-----------------------------------------------------------
Μην με σκοτώσετε...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro