[20]~ Εφιάλτες... ~
| Hºw Tº RemembeR |
| The Past |
100 days before…
[Εμίλιας pov…]
«Πόσο θα ήθελα να κοιμηθούμε αγκαλιά.» παραδέχτηκα δίχως να πάρω τα μάτια μου από πάνω του και εκείνος με φίλησε στο μέτωπο, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου.
«Και γω θα το ήθελα μωρό μου, μα έτσι θα κινήσουμε υποψίες.» ακούγοντας τον να με λέει μωρό του, ένιωσα έναν πόνο στην κοιλιά.
«Αλήθεια, πού τους λες ότι πηγαίνεις τις ώρες που λείπεις από το σπίτι;» με ρώτησε και γέλασα με την θύμηση της φάτσας του Ορφέα όταν του είπα που πηγαίνω.
«Τους είπα ότι πηγαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο που είναι εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο ανοικτό και διαβάζω μυθιστορήματα.» απάντησα και εκείνος άρχισε να γελάει. «Και σε πίστεψαν;»
«Για να με αφήνουν ακόμα να βγαίνω έξω, ναιπ.» ψέλλισα γελώντας ενώ εκείνος με έφερε κοντά του, σε ένα ήρεμο φιλί.
«Θα σου στείλω μήνυμα να μιλήσουμε. Θα περάσεις το μεσημέρι από το νοσοκομείο;» ρώτησε και εγνευσα καταφατικά. «Μου υποσχεθήκατε παραδοσιακό φαγητό κύριε Πέτρο.» τον πείραξα και εκείνος μου ανακάτεψε τα μαλλιά.
«Σ'αγαπαω!» τον άκουσα να λέει πριν απομακρυνθεί. «Και γω.» αποκρίθηκα πριν γυρίσω την πλάτη μου με κατεύθυνση το σπίτι.
[…..]
«Πως και δεν κοιμάσαι;» ρώτησε ο Ορφέας, πλησιάζοντας τον καναπέ όπου καθόμουν και κάθισε δίπλα μου.
«Απλά, ήθελα να δω μια ταινία στην τηλεόραση.» μουρμούρισα ενώ σηκώθηκα όρθια, με το κινητό στο χέρι.
«Περιμένεις τηλέφωνο από κάποιον;» ρώτησε πάλι ο Ορφέας, παρατηρώντας το κινητό μου και γέλασα αμήχανα, σφίγγοντας το κινητό με το χέρι μου.
«Απο ποιον να περιμένω εγώ τηλέφωνο καλέ; Απλά το είχα μαζί μου από συνήθεια.» προσπάθησα να το καλύψω και εκείνος εγνευσε, κοιτάζοντας την τηλεόραση. «Καληνύχτα!»
Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο, άνοιξα το κινητό μου και είδα τρία μηνύματα από τον Πέτρο.
«Μωρό μου νυσταξα οπότε λέω να την πέσω γιατί αύριο είναι μεγάλη μέρα.»
«Συγγνώμη που δεν θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο, σου υπόσχομαι ότι αύριο θα κάνουμε ο,τι θέλεις εσύ και μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου να κάτσουμε για όση ώρα θες.»
«Καληνύχτα μωρό μου. Να ξέρεις ότι σε αγαπώ πολύ 🖤»
Έκλεισα τα μάτια για λίγο και άρχισα να πληκτρολογώ, λυπημένη.
«Δεν πειράζει, μωρό μου. Καληνύχταα ❤️»
Κλείνοντας το κινητό, παρατήρησα την πόρτα να είναι μισάνοιχτη και απέξω της μια μορφή να αχνοφαινεται.
«Ο-Ορφεα, είσαι εσύ;» ρώτησα φοβισμένη, όταν μπήκε μέσα στο δωμάτιο η Κατερίνα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
«Συγγνώμη αν σε τρόμαξα.» άρχισε να λέει και για μισό λεπτό… έκλαιγε; «Τι έχεις;» ρώτησα και εκείνη με πλησίασε ενώ κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι.
«Είδα έναν παράξενο εφιάλτη και ο Ορφέας με την Μαριτίνα κοιμόταν και ήσουν ο μόνος άνθρωπος που σκέφτηκα.» ψέλλισε σκουπίζοντας τα μάτια της με την παλάμη της.
«Θελεις να το μοιραστείς μαζί μου;» την ρώτησα και εγνευσε καταφατικά, σκουπίζοντας την μύτη της με ένα χαρτομάντιλο.
«Μετά από αυτό που έγινε με τον Πέτρο, βλέπω συνεχώς το ίδιο όνειρο- βασικά έβλεπα.» ξεκίνησε να λέει και της ενεψα να συνεχίσει.
«Έβλεπα εσένα και εκείνον να φεύγετε μαζί και τον Ορφέα να σε σημαδεύει με ένα όπλο. Εκεί που όλοι περίμεναν ότι θα σε σκοτώσει, ακούγεται ένας πυροβολισμός και βλέπω μέσα από πολύ καπνό την σκιά του Αχιλλέα με χέρια ματωμένα.» είπε και η ανάσα μου κόλλησε όταν είπε το όνομα του.
«Σήμερα όμως, το όνειρο ήταν διαφορετικό. Σήμερα είδα εμένα στο ίδρυμα, εκείνο το βράδυ. Το βράδυ που η διευθύντρια με χτύπησε τόσο πολύ που νόμιζα ότι πέθανα. Το κεφάλι μου ήταν μέσα στα αίματα και αντί για την φωνή μου, έβγαινε η φωνή σου, φωνάζοντας για βοήθεια. Αργότερα, είδα τον Αχιλλέα να πιάνει το σώμα μου και τα χέρια του να γεμίζουν με αίμα ενώ ακούγονται βήματα και όταν τα βήματα σταματούν, ακούγεται ένας πυροβολισμός. Πραγματικά, δεν ξέρω τι σημαίνουν όλα αυτά.» άρχισε να κλαίει πάλι και την αγκάλιασα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
«Μην ανησυχείς. Μπορεί να θυμήθηκες πράγματα από το παρελθόν σου και να σε πείραξαν. Ήξερες και συ τον Αχιλλέα;» ρώτησα και την άκουσα να ξεσπάει σε λυγμούς ακούγοντας το όνομα του.
«Π-πες το κ-κι έτσι.» τραυλισε μέσα από τους λυγμούς της και μείναμε ώρες αγκαλιασμενες.
«Λες να σημαίνει κάτι κακό;» ρώτησε έπειτα, αφού είχε σταματήσει να κλαίει και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Μην ανησυχείς.. Δεν κινδυνεύεις, ούτε εσύ αλλά ούτε εγώ. Έπειτα, ο Αχιλλέας θα είναι μια χαρά εκεί που είναι, εντάξει;» είπα και εγνευσε με κατανόηση ενώ απομακρύνθηκε από το κρεβάτι, κοιτάζοντας με.
«Μπορώ να κοιμηθώ μαζί σου;» ρώτησε και σήκωσα το σεντόνι, δείχνοντας της το κρεβάτι.
«Ελα…»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro