[19]~ Σαν φαντασίωση... ~
| Hºw Tº RemembeR |
| All the memories |
105 days before…
[Αχιλλέα pov]
«Τι έπαθε έτσι ξαφνικά;» άκουσα μια αντρική φωνή να ρωτάει και μια άλλη γυναικεία φωνή να ξεροβηχει.
«Απλά πίεσε τον εαυτό του και το τραύμα στο στομάχι τον έκανε να λιποθυμήσει.» απάντησε εκείνη και έπειτα ησυχία.
Που είμαι; Γιατί δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου;
Φέρνοντας στο νου μου τα όσα έγιναν, συνειδητοποίησα πως λιποθύμησα.
«Θα βγει σύντομα;» άκουσα μια γυναικεία φωνή τώρα και κατάλαβα ότι αυτή που ρωτούσε ήταν η Ελένη. «Όταν ξυπνήσει, μπορεί να φύγει.» αποκρίθηκε η Μυρσίνη και έπειτα από αυτό ακούστηκαν βήματα να απομακρύνονται.
«Θα είναι μια χαρά, μέχρι το απόγευμα θα έχει ξυπνήσει.»
[…..]
«Πετρ-» άκουσα μια γυναικεία φωνή να λέει και γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της πόρτας, βλέποντας την εκεί, να στέκεται στο κατώφλι της πόρτας, κοιτάζοντας με.
Δεν μπορεί… Η-η Εμίλια μου είναι αυτή;
Τα μάτια μου άνοιξαν απότομα κάνοντας την Μυρσίνη να πεταχτεί σαν να την τσίμπησε μέλισσα.
«Ει-εισαι καλά;» τραυλισε ακόμα τρομαγμένη, πιάνοντας την καρδιά της και κοίταξα το σκοτεινό δωμάτιο. «Που είμαι;»
«Στο νοσοκομείο είσαι.» την άκουσα να λέει παίρνοντας βαθιές ανάσες και γύρισα το βλέμμα μου, κοιτάζοντας την για λίγο.
«Με ποιον μιλούσες πριν;» αναρωτήθηκα και εκείνη έμεινε να με κοιτάζει, μπερδεμένη.
«Με ποιον μιλούσα;» απόρησε και εκείνη, κάνοντας με να χαχανισω.
«Εκτός από την Ελένη, με ποιον άλλον μίλησες;» εκείνη ξεροκατάπιε και σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν. «Μίλησα με τον Γρηγόρη- ο οποίος πήγε στο σπίτι σου τον κύριο Δημήτρη- και…» έκανε μια παύση και με κοίταξε.
«Και;» ρώτησα κουνώντας το κεφάλι μου και την ένιωσα να παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Τον πατέρα σου.»
Ακούγοντας την λέξη “πατέρας” άρχισα να γελάω τόσο πολύ που το στομάχι μου άρχισε να πονάει.
«Μπα, ενδιαφέρθηκε ο κύριος;» είπα με την ειρωνεία να είναι πλέον εμφανής, κάνοντας την να ξεφυσιξει. «Ο πατέρας σου νοιάζεται, Αχιλλέα.»
«Που τον είδες να νοιαστεί;» ρώτησα κοιτάζοντας την με θυμό.
Ακούς εκεί, νοιάζεται!
«Μπορεί να μην φαίνεται αλλά νοιάζεται με τον δικό του τρόπο.» ψέλλισε και χαχανισα. «Με ποιον, με το να εξαγοράζει κόσμο για να παρακολουθεί την κάθε μου κίνηση;» αναρωτήθηκα και εκείνη σώπασε.
«Τέλος πάντων, πότε μπορώ να φύγω;» άλλαξα θέμα και εκείνη με πλησίασε, κοιτάζοντας τον όρο. «Αύριο το πρωί, μπορείς να πας στο σπίτι σου.»
[…..]
«Άκουσες τι είπε ο γιατρός; Πρέπει να ξεκουραστείς Αχιλλέα.» άρχισε να μιλάει για εικοστή πέμπτη φορά η Μυρσίνη την ώρα που πλήρωνα το ταξί και κάνοντας με να ξεφυσιξω.
«Πως μπορώ να ξεκουραστώ όταν εκείνη δεν ξέρω που είναι; Πρέπει να την βρω Μυρσίνη.» ψέλλισα ανοίγοντας την πόρτα και βγαίνοντας έξω και έπειτα περιμένοντας την να βγει και εκείνη από το ταξί, ακολουθώντας με.
«Δεν μπορείς να την βρεις σε αυτή την κατάσταση. Πρέπει πρώτα να αναρρωσ-» πήγε να πει μα την διέκοψα. «Το ξέρω γαμωτο αλλά άμα δεν το κάνω σύντομα, μπορεί να της κάνουν κακό.» παραδέχτηκα και ξεροβηξε.
«Μήπως θέλεις να πω στον πατέρα σου να μιλήσει με τον Ορφ-» προσπάθησε να μιλήσει μα την αγριοκοίταξα. «Ξέχνα το!»
«Καλά, όπως θέλεις..» την άκουσα να λέει, κάνοντας πίσω και αρχίζοντας να περπατάει μακριά μου, κάνοντας με να γυρίσω και να την κοιτάξω, μπερδεμένος.
«Που πας τώρα;» αναρωτήθηκα και εκείνη μου έκανε κωλοδάχτυλο. «Στον διάολο. Καλή σου μέρα.» την άκουσα να λέει λίγο πριν χαθεί από το οπτικό μου πεδίο, κάνοντας με να πιάσω το κεφάλι μου.
Η αλήθεια είναι ότι είμαι πάρα πολύ κουρασμένος για να τρέξω πίσω της και να κάνω σαν χαζογκόμενα.
Ανοίγοντας την πόρτα και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, έμεινα να κοιτάζω τον καπνό που υπήρχε σε ολόκληρο το σπίτι, κάνοντας με να βήχω ανά πέντε λεπτά, όσο πλησίαζα προς το σαλόνι.
Εκείνος καθόταν στον καναπέ και κοίταζε μια παλιά φωτογραφία ενώ στο ένα του χέρι κρατούσε ένα τσιγάρο.
Ξαφνικά, σαν να κατάλαβε την παρουσία μου στον χώρο, γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε, με μια θλίψη στα μάτια.
«Αχιλλέα γύρισες;» ρώτησε γυρνώντας το βλέμμα του πάλι στην φωτογραφία, κάνοντας με να πλησιάσω κοντά του, κοιτάζοντας το κοριτσάκι στην φωτογραφία.
«Η Εμίλια;» ρώτησα και εκείνος εγνευσε καταφατικά. «Το κοριτσάκι μου. Η ψυχή μου…» άρχισε να λέει με παράπονο, σβήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι.
Βλέποντας τον έτσι, σηκώθηκα από τον καναπέ όπου κάθησα πριν λίγο και κατευθύνθηκα προς τον πάγκο με τα ποτά.
«Να βάλω λίγο ουίσκι;» φώναξα για να με ακούσει, κάνοντας τον να απαντήσει με παράπονο, «Και δεν βάζεις..»
Πίνοντας αρκετές ποσότητες από εκείνο το καφέ υγρό, άρχισα να μην νιώθω πλέον τον πόνο και την θλίψη για όλα αυτά που έζησα τις τελευταίες ημέρες. Ούτε ότι με πυροβόλησε ο ετεροθαλής αδελφός μου, ούτε ότι η αδελφή μου με μισεί, ούτε ότι η Εμίλια εξαφανίστηκε, ούτε ότι ο πατέρας μου επέστρεψε, τίποτα από όλα αυτά δεν με απασχολούσε πλέον.
Το μόνο πράγμα που είχα στο μυαλό μου ήταν εκείνη. Εκείνη που τόσο πολύ αγάπησα και που θα αγαπώ για πάντα. Με τα καστανόξανθα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο και τις καφέ χάντρες των ματιών της που είναι σαν έρημος, βαδίζω μοναχός, προσπαθώντας να καταλάβω την θλίψη και την θύελλα τους. Τα απαλά της χείλη που άγγιζαν τα δικά μου με τον πιο τέλειο τρόπο και τα χέρια της που χάιδευαν το κορμί μου, τα βράδια.
Μου λείπει πολύ το άρωμα της και η αγγελική της φωνή έχει ξεθωριάσει στα αυτιά μου.
Και όσο πιο πολύ και αν έπινα, τόσο πιο κοντά μου άρχισα να την νιώθω. Και ήταν σαν φαντασίωση που το μυαλό παίζει ξανά και ξανά, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να την φέρει κοντά μου.
Που να είσαι τώρα;
Ελπίζω να είσαι καλά αγάπη μου. Σ'αγαπω!
Ο Ρωμαίος σου…
-----------------------------------------------------------
Λόγω εξετάσεων και φροντιστηρίων, η Ελεάννα θα είναι κατειλημμένη :")
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro