Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

[15]~ Είναι ερωτευμένη με τον Πέτρο; ~

| Hºw Tº RemembeR |

| Fall in love |

225 days before...

[Εμίλιας pov...]

«Και όπως είπαμε, να παίρνει το χαπακι του και σε μία εβδομάδα θα γίνει περδίκι.» άκουσα τον Πέτρο να λέει και η πόρτα του γραφείου του ξαφνικά άνοιξε, ενώ μια κοπέλα γύρω στα είκοσι, βγήκε μαζί με έναν κυριουλη, γύρω στα εξήντα και προχωρώντας προς την έξοδο.

Στάθηκα στην πόρτα και έμεινα να παρατηρώ τα χείλη του που ανοιγόκλειναν, καθώς κάτι έγραφε στον υπολογιστή.

Τα καστανά του μάτια ήταν απορροφημένα στο να κοιτάζουν την οθόνη, λες και ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο του, κάνοντας με να λησμονήσω την ώρα και την στιγμή που θα γυρίσει το βλέμμα του για να κοιτάξει τα μάτια μου με τόση στοργή, όση δεν με έχει κοιτάξει ποτέ κανένας.

Είναι κακό που γνωριζόμαστε μονάχα τρεις μέρες και τα σκέφτομαι όλα αυτά;

Ξάφνου, σαν να κατάλαβε την παρουσία μου στο χώρο, γύρισε το κεφάλι του προς την πόρτα και μόλις με είδε, χαμογέλασε.

«Γλυκάκι, πόση ώρα περιμένεις απέξω;» ρώτησε και μου ενεψε να περάσω στο γραφείο του ενώ εκείνος ξανά κάθισε και κάτι πληκτρολόγησε στον υπολογιστή.

«Ε-εχεις δουλειά, να σε αφήσω;» τραύλισα και εκείνος εγνευσε αντιφατικά, φέρνοντας το χέρι μου κοντά του στο γραφείο, κρατώντας το σφιχτά, λες και φοβόταν μήπως φύγω από δίπλα του.

«Θα γράψω μια πρόταση και μετά θα πάμε όπου θέλεις.» ψέλλισε χαμογελώντας ενώ χάιδευε το χέρι μου, κάνοντας με να χαμογελάσω πίσω.

«Θα μου δείξεις την πόλη;» εκείνος έκανε πως το σκέφτηκε και γύρισε να με κοιτάξει, καθώς σταμάτησε να πληκτρολογεί.

«Θέλεις να σου δείξω την πόλη;» αναρωτήθηκε γελώντας και εγνευσα χωρίς να καταλαβαίνω.

Μα καλά, το βρίσκει αστείο;

«Μου φαίνεται παράξενο που κάποια σαν εσένα θέλει να μάθει για την πόλη.» είπε και χαχανισα.

«Δεν θέλω να μάθω απλά για την πόλη. Θέλω να μάθω για την ζωή σου εδώ. Για το πού συχνάζεις, από ποιους δρόμους περνάς, θέλω να μάθω την πόλη μέσα από τα μάτια σου.» με αυτό, τα χείλη του ακούμπησαν την παλάμη μου, κάνοντας με να παγωσω.

«Γλυκακι μου!» είπε γλυκά και έκλεισε τον υπολογιστή, αφήνοντας για λίγο το χέρι μου.

«Έλα να γυρίσουμε την πόλη μέσα από τα μάτια μου, λοιπόν.»

[.....]

«Σου άρεσε δηλαδή η ιατρική;» εκείνος εγνευσε καταφατικά, παίρνοντας λίγο από το μαλλί της γριάς μου και κάνοντας με να τον κοιτάξω παραπονεμένα.

«Δεν μου άρεσε απλά, την λάτρευα. Βλέπεις, από μικρός όταν με ρωτούσαν τι θα ήθελα να γίνω, τους απαντούσα γιατρός.» γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

«Εσύ θυμάσαι τι δουλειά έκανες όταν ήσουν στην Ελλάδα;» ρώτησε και έμεινα να τον κοιτάζω, προσπαθώντας να θυμηθώ.

«Οι αναμνήσεις μου σταματούν από όταν βγήκα από το ίδρυμα. Όλα τα άλλα είναι θολά.» απάντησα, πιάνοντας το κεφάλι μου και εκείνος τύλιξε τα χέρια του- με δισταγμό στην αρχή- γύρω από την μέση μου, κάνοντας με να ξεροκαταπιώ.

«Μην πιέζεις τον εαυτό σου. Πάντως, σε κόβω για ποιήτρια.» ψέλλισε και έβαλα τα γέλια. «Εγώ ποιήτρια;» αναρωτήθηκα και εγνευσε καταφατικά.

«Γενικότερα, ίσως φέρνεις πιο πολύ για συγγραφέας. Δεν ξέρω..» παραδέχτηκε και σταματήσαμε έξω από μία πολυκατοικία.

«Αυτό ήταν;» παραπονέθηκα και χαμογέλασε λοξά.
«Έχω να σου γνωρίσω κάποια που θα χαρεί πολύ να σε γνωρίσει. Έπειτα, τι πιο ωραίο από ένα ζεστό τσάι και λίγη μουσικουλα;» παραδέχτηκε και χαμογέλασα, ακολουθώντας τον.

Εκείνος αφού περπάτησε πέντε σκαλοπάτια, στάθηκε μπροστά από μια ξύλινη πόρτα, βγάζοντας κάτι κλειδιά από το δερμάτινο του μπουφάν.

«Εδω μένεις;» εκείνος χαχανισε και ψελλισε ένα «Δεν φαίνεται;» πριν ξεκλειδώσει και ανοίξει την πόρτα, αφήνοντας με να περάσω.

«Μαμά, ήρθαμε...» τον άκουσα να φωνάζει από πίσω μου, κλείνοντας την πόρτα πίσω του, πιάνοντας το χέρι μου.

Στην στιγμή, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, στάθηκε στην πόρτα της κουζίνας, φορώντας μια ποδιά και κρατώντας στο ένα της χέρι μια μεγάλη κουτάλα.

«Καλως τους... Περάστε, καθίστε.» ψέλλισε και χάθηκε μέσα στην κουζίνα φωνάζοντας «Σε λιγάκι έρχομαι και γω.»

Κατεβαίνοντας ένα σκαλοπατακι, έβλεπες το μικρό σαλονακι με έναν γωνιακό, άσπρο καναπέ και στην μέση ένα μικρό τραπεζάκι, ενώ οι άσπρες κουρτίνες ήταν ανοιχτές κάνοντας με να κατευθυνθώ προς τα εκεί, θαυμάζοντας την θέα.

«Τι όμορφα που είναι εδώ!» ψέλλισα χαμογελώντας σαν παιδί και ένιωσα τον Πέτρο να μου χαϊδεύει τον ώμο.

«Που να δεις το βράδυ...» αποκρίθηκε και μείναμε να κοιτάζουμε την θέα μέχρι που ένας ξεροβηχας μας έκανε να γυρίσουμε και να κοιτάξουμε την μητέρα του Πέτρου να μας σερβίρει τσάι.

«Δεν είναι πολύ όμορφα;» αναρωτήθηκε εκείνη και της χαμογέλασα, ενώ κάθησα μαζί με τον Πέτρο στον άνετο, γωνιακό καναπέ.

«Είναι θαυμάσια.» παραδέχτηκα και εκείνη έκατσε σε ένα μικρό σκαμπό, απέναντι μου, κοιτάζοντας με γλυκά.

«Είσαι η Εμίλια, έτσι;» ρώτησε και εγνευσα καταφατικά, κοιτάζοντας τον Πέτρο. «Είμαι η μητέρα του παιδιού από δω, Θωμαή.» συστήθηκε και έτεινε το χέρι της για την κλασική χειραψία.

«Χαίρομαι τόσο που σας γνωρίζω κυρία Θωμαή.» εκείνη με το που άκουσε την λέξη "κυρία", έβαλε τα γέλια.

«Μην με λες έτσι, νομίζω πως γέρασα. Λέγε με σκέτο Θωμαή.» είπε γελώντας, κάνοντας μας να γελάσουμε μαζί της.

Όλη η υπόλοιπη ώρα πέρασε ευχάριστα, με την Θωμαή να μας διηγείται ιστορίες από τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, όσο ακόμα ζούσε στην Θεσσαλονίκη.

«Αν θέλετε, μπορείτε να πάτε μέσα, μέχρι να γίνει το φαγητό.» πρότεινε η μητέρα του Πέτρου και χάθηκε ξανά στην κουζίνα, αφήνοντας μας μόνους.

«Θέλεις ακόμα να μάθεις για εμένα, ή σε κάλυψε η μητέρα μου;» χλεύασε εκείνος μπαίνοντας στο δωμάτιο του και γνεφοντας μου να περάσω πρώτη.

«Έλα μωρέ, μία χαρά είναι η μητέρα σου. Την λάτρεψα ήδη.» είπα και τα μάτια του φάνηκαν να λάμπουν. «Και κείνη συνέχεια μου έλεγε να σε φέρω για να σε γνωρίσει.»

«Αλήθεια; Της είχες μιλήσει για εμένα;» εκείνος ξεροβηξε, πιάνοντας έναν δίσκο από την βιβλιοθήκη του και βάζοντας τον στο πικ απ.

«Πρέπει να ξέρει με ποιους βγαίνω και που πάω. Γενικά, είναι πολύ περίεργη ώρες ώρες.» άρχισε να μιλάει ενώ η απαλή μουσική άρχισε να αντηχεί σε όλο το δωμάτιο.

Ξάφνου, σταμάτησε να μιλάει και έμεινε να με κοιτάζει, κάνοντας με να τρέμω.

Γιατί τα χέρια μου ίδρωσαν ξαφνικά;

«Θέλεις να χορέψουμε;» έσπασε την σιωπή και τον κοίταξα με ένα χαμόγελο στα χείλη.

«Θα το ήθελα πολύ, μα δεν ξέρω τα βήματα.» παραδέχτηκα και έβαλε τα χέρια του στα χείλη μου, σταματώντας με.

«Μην ανησυχείς, θα σου δείξω εγώ. Έλα!» ψέλλισε και μου άπλωσε το χέρι κάνοντας με να το πιάσω, αρχίζοντας να με καθοδηγεί και χορεύοντας στον ρυθμό της γκάιντας.

Όσο το τραγούδι έπαιζε, εκείνος δεν σταμάτησε να με κοιτάει ενώ τα χέρια του ακουμπούσαν την μέση μου, λες και φοβόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα τον αφήσω και με το που και εκείνος με αφήσει, θα σπάσω σαν πορσελάνη.

Μόλις το τραγούδι τελείωσε, ακούσαμε χειροκροτήματα και γυρίσαμε και οι δύο απότομα για να δούμε την μητέρα του Πέτρου να μας χειροκροτεί, συγκινημένη.

«Μπράβο παιδιά μου, τι χορός ήταν αυτός..» σχολίασε και αφού σκούπισε κάποια δάκρυα απομακρύνθηκε από το δωμάτιο, φωνάζοντας απλά ότι το φαγητό ήταν έτοιμο.

[.....]

«Πέρασα πάρα πολύ όμορφα.» ψέλλισα και η Θωμαή μου άφησε το χέρι. «Να μας ξανάρθεις κορίτσι μου. Το σπιτικό μας θα είναι πάντα ανοικτό για εσένα.» είπε και βγήκα μαζί με τον Πέτρο.

«Λοιπόν...» άρχισε να λέει και τον φίλησα στο μάγουλο.

«Πραγματικά σε ευχαριστώ για όλα Πέτρο. Ήταν όλα, τόσο μαγικά.» είπα ενθουσιασμένη όσο σκεφτόμουν την σημερινή μέρα και εκείνος μου έπιασε το χέρι.

«Πραγματικά δεν κάνει τίποτα, γλυκάκι. Εγώ σε ευχαριστώ που με έκανες να ξανά θυμηθώ πολλά πράγματα.» είπε και με πλησίασε ακόμα περισσότερο.

«Θα τα πούμε αύριο;» ρώτησα κοιτάζοντας τα δυο του μάτια και εκείνος εγνευσε καταφατικά, σκύβοντας και χαϊδεύοντας το μάγουλο μου.

«Ναι, ναι, θα τα πούμε.» αποκρίθηκε χαμένος στον δικό του κόσμο και πριν προλάβω να κάνω την παραμικρή κίνηση με είχε φιλήσει στο μάγουλο και είχε απομακρυνθεί, πηγαίνοντας προς την πόρτα.

«Θα σου στείλω μήνυμα για καληνύχτα.» τον άκουσα να λέει λίγο πριν χαθεί και αφήνοντας με μόνη.

Ο δρόμος της διαδρομής με έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι την σημερινή μέρα.

Γιατί όταν είμαι τόσο κοντά του νιώθω την καρδιά μου να τρέχει μαραθώνιο; Γιατί τρέμω; Γιατί θέλω να με κοιτάξει με τόση τρυφερότητα; Γιατί να θέλω να μείνω μαζί του ώρες ατελείωτες και να μην τον χορταίνω με τίποτα;

Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, άκουσα την Κατερίνα να μιλάει με τον Ορφέα.

«Άρα ο γιατρός θα έρθει αύριο εδώ;» ρώτησε εκείνος και αυτή άρχισε να γελάει. «Φυσικά, τι σου λέω τόση ώρα; Του το πρότεινα σήμερα το πρωί και δέχτηκε. Αύριο το βράδυ θα έρθει να φάμε όλοι μαζί.»

Ο ποιος θα έρθει αύριο το βράδυ στο σπίτι;
Ο Πέτρος;

«Αχχ αυτός ο Γιατρός..» άκουσα τον Ορφέα να ξεφυσαει και εκείνη μόνο που δεν ούρλιαξε.

«Ορφέα μου, νιώθω για πρώτη φορά ερωτευμένη. Το πιστεύεις αυτό;» πέταξε ξαφνικά και άρχισα να νιώθω πως ζαλίζομαι.

Άκουσα καλά;
Είναι ερωτευμένη με τον Πέτρο;

Γιατί εάν πράγματι είναι, τότε εγώ τι;
Τι νιώθω εγώ για τον Πέτρο;

---------------------------------------------------------

Τι νιώθεις εσύ για τον Πέτρο, Εμίλια;

Την μαμά του Πέτρου δεν την συμπαθησατε;

Και η Κατερίνα θα μας κλέψει τον γκόμενο;

ΥΓ: μόλις σήμερα τελείωσα τα φροντιστήρια και ας ελπίσουμε ότι μέχρι την άλλη Πέμπτη θα είναι κλειστά. Νιώθω τόσο κουρασμένη :)

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro