[13]~ Ονειρα Καλοκαιρινής νυκτός... ~
| Hºw Tº RemembeR |
| To Dream |
255 days before…
[Εμίλιας pov...]
«Που ήσουν;» ρώτησε εκείνος και χαμογέλασα αμήχανα, κοιτάζοντας το θυμωμένο πρόσωπο του.
Γιατί νιώθω πως αυτή την σκηνή την έχω ξαναζήσει;
«ΠΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΥΣΤΟ ΗΣΟΥΝ ΟΛΗ ΝΥΧΤΑ;» φώναξε και γύρισα προς το μέρος του για να δω τα θυμωμένα μάτια του και τις σφιγμένες γροθιές του.
«Κάπου...» είπα αόριστα και πήγα να ανέβω τις σκάλες, όταν το χέρι του έπιασε τον καρπό μου με δύναμη.
«ΣΕ ΡΩΤΗΣΑ ΚΑΤΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ...» φώναξε πάλι και ξεφυσιξα.
«Ήμουν στο πάρκο που πήγαινα όταν ήμουν μικρή, ευχαριστημένος;» ρώτησα μα δεν άφησε το χέρι μου.
«ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΜΙΛΙΑ.» είπε, στριμώχνοντας με στον τοίχο.
«ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΕ ΕΦΕΡΕ;! ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΑΓΚΑΛΙΑΣΕΣ;» ρώτησε, φωνάζοντας και κάνοντας με να κλείσω τα μάτια μου.
«Εσένα τι σε νοιάζει;! Μια χαρά δεν πέρασες χωρίς εμένα;.. Χωρίς εμένα θα μπορούσες να πηδάς ελεύθερα την Μαριτίνα ενώ όταν είμαι εγώ μπροστά, είμαι ένα βάρος.» είπα και το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλο μου, κάνοντας με να χάσω την γη κάτω από τα πόδια μου.
«ΣΚΑΣΕ... ΆΛΛΟ Η ΜΑΡΙΤΙΝΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΕΣΥ, ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;» ρώτησε μα δεν μπορούσα να τον ακούσω.
Ξάφνου, ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν και έπιασα τους κροτάφους μου, νιώθοντας έναν οξύ πόνο.
Εκείνος σαν να το κατάλαβε, κατευθύνθηκε ανήσυχα προς το μέρος μου και βάζοντας με να καθίσω σε μια καρέκλα.
«Είσαι καλά; Θέλεις να σου φέρω κάτι; Ένα νερό, ένα χαπ–» πήγε να πει μα τον διέκοψα.
«Μπορείς να μην μου ξανά φωνάξεις;» πέταξα και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου μα το σκούπισα γρήγορα.
«Συγγν-» πριν προλάβει να ζητήσει συγγνώμη, σηκώθηκα γρήγορα από την καρέκλα, προχωρώντας προς το δωμάτιο μου και κλείνοντας δυνατά την πόρτα πίσω μου, κλειδώνοντας την ενώ άκουσα τα βήματα του να πλησιάζουν.
«Γαμώτο Εμίλια, συγγνώμη..» άρχισε να φωνάζει εκείνος, χτυπώντας την πόρτα και κάνοντας με να ξεφυσιξω, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι και πιάνοντας τους κροτάφους μου.
Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπο του;
Γιατί θυμάμαι μόνο αυτή την σκηνή;
[….]
Τα μάτια μου άνοιξαν απότομα και κοίταξα τριγύρω μου, νιώθοντας το σώμα μου παγωμένο.
Μα καλά, πόσες ώρες κοιμάμαι;
Κοιτάζοντας το ανοικτό παράθυρο, μπόρεσα να διακρίνω το ολόγιομο φεγγάρι να φωτίζει τον ουρανό ενώ η ηρεμία της νύχτας, έκανε την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα.
Τι να κάνει άραγε τώρα; Είναι καλά; Του λείπω άραγε όσο λείπει εκείνος σε μένα;
Σκουπίζοντας τα ξεραμένα δάκρυα με το εξωτερικό της παλάμης μου, συνειδητοποίησα ότι μου λείπει τόσο πολύ η φωνή του.
Τον ξέρω ούτε καν δύο μέρες… Πως γίνεται να μου λείπει;
Χωρίς να το καταλάβω, τα χέρια μου είχαν πληκτρολογήσει τα σωστά κουμπιά, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά από την ανυπομονησία.
Γιατί κάνω έτσι; Τι είναι αυτό που νιώθω; Και γιατί να το νιώθω;
Ξάφνου, σαν αστραπή που χτυπάει τα φύλλα ενός δέντρου και εκείνα παίρνουν αμέσως φωτιά, η πραγματικότητα μου χτύπησε την πόρτα, υπενθυμίζοντας μου ότι αυτό που πάω να κάνω, είναι λάθος.
Μα τι είναι το λάθος και τι το σωστό;
Με τον δισταγμό να είναι πλέον εμφανής στις κινήσεις μου, πάτησα το τελευταίο κουμπί με την καρδιά μου πλέον να καλπάζει, περιμένοντας να ακούσει την αγγελική φωνή του από την άλλη γραμμή.
«Εμίλια;» άκουσα τη βραχνή φωνή του να λέει και ένιωσα έναν έντονο πόνο χαμηλά στην κοιλιά μου, ξεροκαταπίνοντας.
«Συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας μα δεν μπορώ να κοιμηθώ.» ψέλλισα πιο χαμηλά και εστιάζοντας την ματιά μου στο έδαφος.
«Δεν πειράζει.» αποκρίθηκε εκείνος και πήρα μια βαθιά ανάσα. «Μονο γι'αυτό με πήρες τηλέφωνο ή συνέβη και κάτι άλλο στο σπίτι;» ρώτησε έπειτα και τα μάτια μου βουρκωσαν στην θύμηση.
«Απλα… Μόλις γύρισα στο σπίτι, ο Ορφέας θύμωσε και όλο αυτό μου έφερε μια παράξενη ανάμνηση.» του είπα την αλήθεια και άκουσα κάτι να τρίζει από την άλλη γραμμή- πιθανώς το κρεβάτι.
«Ανάμνηση; Τι είδους ανάμνηση;» απόρησε εκείνος και πήρα μια βαθιά ανάσα κοιτάζοντας το φεγγάρι και τυλίγοντας καλύτερα την ζακέτα πάνω στους ώμους μου.
«Θυμήθηκα την φωνή του Αχιλ– εκείνου, να μου φωνάζει και να με χαστουκιζει.» η ανάσα μου είναι τόσο απαλή όταν προφέρω τα λόγια μου, κάνοντας με να αμφιβάλλω για το αν με άκουσε.
«Μόνο αυτό;» ρώτησε πάλι, κάνοντας με να γνευσω το κεφάλι μου. «Μετά νιώθω όλα να μαυρίζουν ξαφνικά.»
Εκείνος ξεφυσαει από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου. «Θυμάσαι τίποτα άλλο από εκείνη την περίοδο; Κάποιες άλλες αντιδράσεις που μπορεί να είχε ο Αχιλλέας;» είπε πιο ήρεμα τώρα, κάνοντας με να σκεφτώ.
«Νομίζω ότι μου φαινόταν κακά.» είπα θυμούμενη την σφαλιάρα που είχα φάει όταν είχαμε φύγει από το ίδρυμα.
Γιατί να προσπαθώ να θυμηθώ κάποιον που μου φερόταν τόσο... βίαια;
«Μην προσπαθείς να τα θυμηθείς όλα, θα σου κάνει κακό στην προκειμένη περίπτωση.» με συμβούλεψε και ξάπλωσα στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το ταβάνι.
«Πέτρο, φοβάμαι..» παραδέχτηκα και η φωνή μου έσπασε στο τέλος.
Γιατί είμαι έτοιμη να κλάψω ξαφνικά; Τι μου συμβαίνει;
«Ειιι μην σε παίρνει από κάτω.» τον άκουσα να λέει και ένα μικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη μου.
«Κοίτα, άμα ήμουν στην θέση του Ρωμαίου σου, θα σε πρόσεχα σαν ο,τι πιο πολύτιμο είχα. Είσαι ένα μικρό λαμπερό διαμάντι, Εμίλια. Μην το ξεχνάς αυτό.» τα λόγια του έκαναν τα μάτια μου να κλείσουν.
Τι κι αν ο Πέτρος έπαιρνε την θέση του Αχιλλέα;
Κι αν τελικά ο Ρωμαίος μου ήταν ένα παραμύθι για μικρά παιδιά;
«Τι θα έκανες άμα ήσουν εδώ;» πέταξα ξαφνικά, ξαφνιάζοντας τον εαυτό μου.
Σοβαρά Εμίλια;
«Αμα ήμουν εκεί;» επανέλαβε την ερώτηση, κάνοντας με να κλείσω ξανά τα μάτια μου.
«Χμμ, θα χάιδευα τα μαλλιά σου απαλά μέχρι να κοιμηθείς και μετά θα χάζευα τον τρόπο που κοιμάσαι.» άρχισε να λέει με απαλή φωνή, κάνοντας τον πόνο στο στομάχι να μεγαλώσει.
«Είναι σαν όνειρο, έτσι;» ρώτησε ύστερα και χαχανισα. «Είναι σαν όνειρο… Όνειρο Καλοκαιρινής νυκτός…» είπα και χάθηκα στην φωνή του, ενώ το φεγγάρι χάραζε το δικό του μονοπάτι, μέχρι να χαθεί τελείως.
-----------------------------------------------------------
Νιώθω ότι το κεφάλαιο είναι χάλια
:(
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro