Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

[10]~ Με Πλήγωσε.. ~

| Hºw Tº RemembeR |

| Feel happy again |

270 days before…

[Εμίλιας pov…]

Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά, ξαφνικά.

Τα φώτα αναβόσβηναν στο μικρό σαλόνι του σπιτιού, κάνοντας τον Ορφέα να βγάζει κραυγές αγανάκτησης κάθε φορά που το έκαναν.

«Βρήκες το κινητό που σου έβαλα στην τσέπη της ζακέτας σου;» ρώτησε ξαφνικά εκείνος, ενώ ήπιε λίγο από το μπουκάλι με το νερό, κάνοντας με να γνευσω καταφατικά, κοιτάζοντας το φαγητό μου.

Βλέποντας το ωμό ψάρι πάνω στο πιάτο, άρχισα να ανακατεύομαι.

Προτιμώ να πεθάνω από την πείνα, παρά να φάω αυτό το πράγμα.
Άλλωστε είμαι συνηθισμένη σε αυτή την κατάσταση.

«Σου έχω περάσει τον αριθμό μου, τον αριθμό της Κατερίνας και τον αριθμό της Μαριτιν-» πήγε να πει μα τον διέκοψα.

«Το είδα, Ορφέα!» ψέλλισα κάπως απότομα και γύρισα να κοιτάξω το παράθυρο, τον σκούρο μπλε ουρανό.

Άφησε με να φύγω. Ο Πέτρος θα με περιμένει.

«Συγγνώμη για πριν, παρασύρθηκα. Απλά μου φαίνεται άδικο γιατί ενώ εγώ ενδιαφέρθηκα και κοιμόμουν όλα αυτά τα βράδια δίπλα σου, εκείνος δεν εμφανίστηκε καν στο νοσοκομείο.» αποκρίθηκε πιάνοντας μου το χέρι και τα μάτια μου κοίταξαν τα δικά του.

«Και το πρώτο πράγμα που είπες μόλις ξύπνησες, ήταν για εκείνον. Δεν θα σε πείραζε άμα ήσουν στην θέση μου;» ρώτησε και πήρα μια βαθιά ανάσα, αφού σηκώθηκα από την καρέκλα.

«Θέλω απλά να πάρω λίγο αέρα.» ψέλλισα και έκανα να πλησιάσω την πόρτα, όταν το χέρι του έπιασε τον καρπό μου. «Που πας;» αναρωτήθηκε, κάνοντας με να γυρίσω προς το μέρος του.

«Θέλω να κάνω μία βόλτα, μόνη μου.» είπα κοιτάζοντας τα χέρια μας, νιώθοντας τον να ξεφυσαει. «Μα, άμα χαθ-» πήγε να πει και τον διέκοψα, κλείνοντας του το στόμα.

«Μπορεί να μην θυμάμαι πράγματα του παρελθόντος αλλά μπορώ να τα βγάλω πέρα. Έπειτα, δεν θα πάω μακριά…», «Έτσι νομίζω, δηλαδή…» ψιθύρισα, κάνοντας τον να με κοιτάξει για αρχή διστακτικά και έπειτα άφησε το χέρι μου.

«Καλά… Αλλά να επιστρέψεις γρήγορα.» τον άκουσα να λέει και χαμογέλασα.

«Να είσαι σίγουρος!»

[……]

Το κρύο αεράκι έκανε το σώμα μου να ανατριχιάζει όλο και περισσότερο, κάνοντας με να σφίξω περισσότερο πάνω μου την ζακέτα που φορούσα.

Καθώς περιπλανιόμουν στους δρόμους της πόλης, το μυαλό μου ταξίδευε σε διάφορες σκέψεις.

Θα δω τον Πέτρο και μετά τι;
Θα μπορέσει όντως να με βοηθήσει;
Θα θυμηθώ ξανά;

Το κινητό μου ακούστηκε ξαφνικά, κάνοντας τους παλμούς της καρδιάς μου να αυξηθούν, βλέποντας τον αριθμό που με καλεί.

«Π-Πέτρο;» η φωνή μου ίσα που ακούστηκε, κάνοντας με να βγάλω μια ανάσα, προφέροντας το όνομα του.

«Μικρή που είσαι;» ρώτησε κάνοντας με να κοιτάξω τριγύρω, σαν να ξύπνησα μόλις από το λήθαργο που βρισκόμουν.

«Στο δρόμο είμαι…» απάντησα χαμογελώντας και τον άκουσα να χαχανιζει από την άλλη γραμμή.

«Στρίψε προς τα δεξιά και έπειτα πήγαινε ευθεία μέχρι την επόμενη στροφή.» άρχισε να με καθοδηγεί και έμεινα να τον ακούω με περιέργεια.

«Ωραία και μετά;» η αγωνία μου χτύπησε κόκκινο, κάνοντας με να τρέμω περισσότερο τώρα.

«Μετά στρίβεις προς τα αριστερά…» είπε και πριν προλάβω να στρίψω, ένιωσα κάποιον να πλησιάζει.

«Μην κουνηθείς…» άκουσα την φωνή του και χαμογέλασα, νιώθοντας την ανάσα του να χτυπάει τον λαιμό μου, κάνοντας με να ανατριχιάσω. Ξανά.

Το χέρι του ακούμπησε το δικό μου, κάνοντας με να κλείσω τα μάτια μου στην επαφή.

Με το άλλο του χέρι, πήρε το κινητό μου και αφού το έκλεισε, το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του, μαζί με το δικό του.

«Π-πως;» τραύλισα και εκείνος χαμογέλασε λοξά.

«Απλά, ίσως να ήσουν τόσο αφηρημένη που πέρασες την οδό που σου είχα γράψει.» η βραχνή φωνή του ακούστηκε σαν την μελωδία από το αγαπημένο μου τραγούδι.

«Με ακολούθησες μέχρι εδώ;» ρώτησα γελώντας και γέλασε και εκείνος, δίχως να αφήσει το χέρι μου από το δικό του, κάνοντας το σώμα μου να τρέμει.

Τι μου συμβαίνει και τρέμω έτσι;

«Κρυώνεις;» εκείνος σαν να το κατάλαβε, έπιασε και το άλλο μου χέρι, φέρνοντας με κοντά του.

«Τ-τι κάνεις;» ψιθύρισα και εκείνος χαμογέλασε.
«Σε αγκαλιάζω, γλυκούλα..» απάντησε και τύλιξε τα χέρια του γύρω από την πλάτη μου, σφίγγοντας με στην αγκαλιά του.

Η καρδιά μου κόπηκε στην μέση, όταν άκουσα την βαριά του ανάσα, νιώθοντας τον να ακουμπάει το κεφάλι του στον ώμο μου.

Έπειτα από λίγο, απομακρύνθηκε από την αγκαλιά μου και μου χαμογέλασε, χαϊδεύοντας το χέρι μου.

«Πάμε κάπου ζεστά;» ρώτησε και εγνευσα καταφατικά, χωρίς να μπορώ να βγάλω μιλιά.

Εκείνος έμπλεξε τα χέρια μας και απομακρύνθηκε σιγά σιγά, οδηγώντας μας προς μία άγνωστη για εμένα κατεύθυνση.

Από όπου και αν περνούσαμε, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του.

Εκείνος άρχισε να μου μιλάει για τον κρύο χειμώνα που διανύουμε, ενώ η μελωδία που ακουγόταν από τα σοκάκια σε συνδυασμό με τα πολύχρωμα φωτάκια, έκαναν τα λεπτά να περνούν γρήγορα.

«Φτάσαμε…» με επανέφερε στην πραγματικότητα η φωνή του, γνεφοντας μου να περάσω πρώτη.

Προχωρώντας προς τα μέσα, η ζεστή ατμόσφαιρα άρχισε να είναι εμφανής.

«Τώρα είσαι εντάξει;» με ρώτησε εκείνος ενώ έκατσε σε ένα μικρό τραπεζάκι, δίπλα στο τζάκι.

«Είμαι καλά.» αποκρίθηκα, βγάζοντας την ζακέτα μου και παρατηρώντας τον χώρο τριγύρω μου.

Το μέρος δεν ήταν πολύ μεγάλο αλλά ήταν ότι πρέπει για να καταφύγεις μια τέτοια κρύα βράδια σαν και αυτή.

Αφού ο Πέτρος παρήγγειλε στον ευγενικό κυριουλη από ένα ζεστό τσάι, γύρισε προς το μέρος μου, κοιτάζοντας με χαμογελαστά.

«Λοιπόν…» ψέλλισα αμήχανα και κοίταξα την τζαμαρία, θαυμάζοντας την θέα.

«Τι δουλειά έχει μια τέτοια δεσποινίδα στην Σκωτία;» πήρε τον λόγο και μόλις άκουσα την τελευταία λέξη, ένιωσα να ζαλίζομαι.

Στην Ελλάδα δεν έμενα;

«Είπες Σκωτία;» ρώτησα και έπιασα το κεφάλι μου κουρασμένη. «Ειι, είσαι καλά;» η ανησυχία στην φωνή του, έκανε να κοιτάξω τα μάτια του, ηρεμώντας τους δαίμονες μου.

«Θυμάμαι να είμαι τελευταία φορά στην... Ελλάδα. Όχι στην Σκωτία.» εκείνος ακούγοντας την πρόταση μου, φάνηκε να σκέφτεται κάτι.

«Ώστε Ελλάδα, εεε;» αναρωτήθηκε και εγνευσα καταφατικά, κοιτάζοντας τα πληγωμένα μάτια του. «Κάποια που αγαπούσα πολύ με εγκατέλειψε για να πάει να βρει τους συγγενείς της, στην Ελλάδα.» τα μάτια του κοίταξαν το έδαφος ξαφνικά.

«Ωωω» έβγαλα μια κραυγή και έπιασα το χέρι του.

«Την αγαπάς ακόμη, εεε;» ρώτησα ξεροβήχοντας στο τέλος και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα.

Τι περίμενα;
Άλλωστε και γω ψάχνω τον Αχιλλέα μου.

Φυσικά και ο γιατρός που γνώρισα στο νοσοκομείο στη Σκωτία, θα είχε κοπέλα ή θα ήταν ερωτευμένος με άλλη.

«Με πλήγωσε…» άρχισε να λέει και έπιασε και το άλλο μου χέρι. «Κοίτα, δεν μπορώ να της κρατήσω κακία. Την αγαπάω και θα την αγαπώ για πάντα, αν κατάλαβες τι εννοώ.» μου εξήγησε, κάνοντας με να γνευσω καταφατικά με απόλυτη κατανόηση.

«Πιστεύω ότι και γω έτσι θα ένιωθα.» ψέλλισα και με κοίταξε περίεργα. «Γιατί, τώρα δεν νιώθεις;» ρώτησε και κοίταξα το τζάκι με μελαγχολία.

«Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε το πρόσωπο του.» ψιθύρισα και τον ένιωσα να χαϊδεύει τα χέρια μου.

«Πολύ κακό αλλά μην ανησυχείς. Θα σε βοηθήσω να θυμηθείς.» είπε χαμογελώντας και χαμογέλασα και γω.

«Ας ελπίσουμε πως θα τα καταφέρεις.»

-----------------------------------------------------------

Εμμ, όχι, δεν είμαι ερωτευμένη :)

Κλεςςς...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro