[1]~ Δεν θυμάμαι! ~
| Hºw Tº RemembeR |
| Or How to forget ? |
300 days before...
[Εμίλιας pov…]
Σκοτάδι.
Όλο αυτό τον καιρό, το μόνο που βλέπω είναι το σκοτάδι.
Πέφτοντας κάτω, τα πάντα σταμάτησαν και το φως, αντικαταστάθηκε από το απέραντο σκοτάδι.
Οι φωνές στο κεφάλι μου αρχίσουν να με τρομάζουν, ψιθυρίζοντας μου λέξεις που ποτέ δεν περίμενα ότι θα ακούσω. Τα μάτια μου τα νιώθω ακόμα βαριά και όσο και αν παλεύω να τα ανοίξω για να αντικρίσω τον κόσμο, δεν μπορώ. Φτάνοντας σε αυτή την κατάσταση, έχω αρχίσει να ξεχνάω πως είναι να χαμογελάει κανείς. Πώς είναι άραγε να ζεις;
Το σώμα μου το νιώθω παγωμένο, κάνοντας το δέρμα μου να ανατριχιάζει. Η καρδιά μου δεν ακούγεται πως χτυπάει, το μόνο που κάνει είναι να μεταφέρει το αίμα παντού στο σώμα μου. Η ψυχή μου μοιάζει τόσο σκουριασμένη και την νιώθω να τριγυρνάει στους λαβύρινθους του μυαλού μου, κλείνοντας τα αυτιά μου, για να μην ακούω τα ουρλιαχτά τους.
Το σκοτάδι αρχίζει να με τρομοκρατεί ξαφνικά…
Ένας ξαφνικός θόρυβος όμως, έκανε τα μάτια μου να ανοίξουν και την καρδιά μου να καλπάζει, προσπαθώντας να βγει από το σώμα που νιώθει φυλακισμένη.
«Ε-Εμίλια;» ρώτησε ένας νεαρός με κάστανα μάτια και κοίταξα τριγύρω μου, ξαφνιασμένη.
Τι είναι εδώ;
Που είμαι;
Ποιος είναι αυτός;
Οι άσπροι τοίχοι του δωματίου, ένιωθα να με πνίγουν, κάνοντας με να τρέμω.
Με τις παλάμες των χεριών μου, έκλεισα τα αυτιά μου, κλείνοντας ξανά τα μάτια μου.
«Είσαι καλά;» ρώτησε εκείνος μα άρχισα να νιώθω το τρέμουλο να γίνεται ακόμα πιο έντονο.
«Κάντο να σταματήσει!» ψέλλισα χωρίς να ανοίξω τα μάτια μου και άκουσα πόρτες να ανοίγουν και να κλείνουν.
Ένα βουητό άρχισε να ακούγεται, κάνοντας τα μάτια μου να βουρκωσουν.
«ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟ!» άρχισα να φωνάζω και άνοιξα τα μάτια μου, κοιτάζοντας απέναντι, ενώ το οξυγόνο μου άρχισε να λιγοστεύει.
Η πόρτα ξανά άνοιξε και μπήκαν μέσα δύο άντρες και μία γυναίκα, ενώ από πίσω τους στεκόταν ο νεαρός που ήταν εδώ πριν λίγο.
Ο θόρυβος άρχισε να ακούγεται για ακόμη μια φορά, κάνοντας με να ουρλιαξω από τον πόνο.
Γιατί πονάω;
Γιατί τρέμω;
Γιατί δεν μπορεί να σταματήσει;
Και έπειτα, όλα έγιναν τόσο γρήγορα.
Ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα και έπειτα, ένιωσα το σώμα μου να βαραίνει, πέφτοντας πίσω στο κρεβάτι, ενώ άρχισα να ανοιγοκλείνω τα μάτια μου, ανήμπορη να κάνω τίποτα άλλο.
«Είναι καλά;» άκουσα τον νεαρό να ρωτάει με μια ανησυχία και ένιωθα τον εαυτό μου να ηρεμεί.
«Δεν είναι κάτι το ανησυχητικό. Όταν θα ξυπνήσει, θα είναι καλύτερα.» άκουσα μια βραχνή φωνή να λέει και την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει.
Ανοιγοκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα κάποιον να αγγίζει το χέρι μου, ενώ ένιωσα το σώμα μου να τρέμει.
«Κάντο να σταματήσει, σε παρακαλώ!» ψιθύρισα, κοιτάζοντας τα μάτια του και εκείνος ξεφυσιξε.
«Καημένη μου, Εμίλια…» τον άκουσα να λέει πριν όλα σκοτεινιάσουν και πάλι.
{…..}
Όταν ξανά άνοιξα τα μάτια μου, ο ήλιος είχε πέσει και το δωμάτιο είχε μια έντονη απόχρωση του μπλε.
Όταν κοίταξα δίπλα μου, είδα εκείνο τον νεαρό να κοιμάται.
Το παράθυρο του δωματίου ήταν στην ανάκληση, κάνοντας το αεράκι να κουνάει την κουρτίνα, κάνοντας με να ανατριχιάζω.
Βολεύτηκα στο κρεβάτι και κοίταξα το ταβάνι.
Ποια είμαι;
Τι είναι εδώ;
Ποιος είναι αυτός;
Πώς βρέθηκα εδώ;
Γιατί πριν έτρεμα;
Που είναι οι δικοί μου;
Σε ποια πόλη μένουμε;
Πόσο χρονών είμαι;
Τι μήνα έχουμε;
Γιατί ακούω περίεργους θορύβους;
Όταν τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον νεαρό, έμεινα να τον χαζεύω.
Τι να θέλει αυτός εδώ;
Ποιος να είναι άραγε;
Ποιος είναι ο σκοπός του;
Ξέρει τους δικούς μου;
Είναι κάποιος συγγενής μου;
Είναι φίλος μου;
Ξαφνικά ένιωσα έναν έντονο πόνο στο κεφάλι και έβαλα τις παλάμες μου πάνω στους κροτάφους μου, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια μου.
«Άουτς…» ψέλλισα και ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει.
«Είσαι καλά;» ρώτησε εκείνος για άλλη μια φορά και άνοιξα τα μάτια μου, κοιτάζοντας τον.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησα και έμεινε να με κοιτάζει, ξαφνιασμένος.
«Δεν θυμάσαι ποιος είμαι;» ρώτησε και έμεινα να τον κοιτάζω, κουνώντας το κεφάλι μου.
«Εσένα θυμάσαι πως σε λένε;» ρώτησε και άρχισα να σκέφτομαι, μήπως θυμηθώ.
Αλλά όσο και να προσπαθούσα, το μυαλό μου δεν μπορούσε να σκεφτεί τα πάντα.
«Δ-Δεν θυμάμαι!» ψιθύρισα και κοίταξα τα χέρια μου.
Είναι κακό που δεν θυμάμαι;
Πρέπει να θυμάται κανείς;
Εγώ γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro