Άτιτλο κεφάλαιο 2
Το τελευταίο καιρό ο Χρυσάνθης ένας όμορφος νέος, ο γιος του βοσκού του διπλανού χωριού είχε ξετρελάνει τη Νταίζη με αποτέλεσμα να ερωτευτούν βαθιά ο ένας τον άλλον. Για αυτό το λόγο η κοπέλα πήγαινε μετά το σχολείο όχι στο σπίτι των φιλενάδων της για να διαβάσουν τα μαθήματα του σχολείου, αλλά στο λιβάδι. Με το που κατέφτανε, διάλεγε να σταθεί πίσω από ένα δέντρο παρακολουθώντας τον Χρυσάνθη να οδηγεί το κοπάδι προβάτων ολόγυρα του.
Την είχε αναλάβει τη δουλειά αυτή με υπευθυνότητα και ζήλο, διότι ο πατέρας του λόγω προβλημάτων υγείας δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τα ζώα καθημερινά ενώ στα νιάτα του υπήρξε ένδοξος βοσκός, όλοι είχαν να λένε γι΄ αυτόν στα χωριά του υποδιαιρεμένου δήμου.
Ο νεαρός γυρνούσε το κεφάλι του σαν το ένστικτο του ήξερε και τον ενημέρωνε για το ότι βρίσκεται κάπου εκεί κοντά η κοπέλα του και τελικά κατάφερνε να την πετύχει με τη πρώτη ματιά σχεδόν. Χαμογελούσε πονηρά και πήγαινε αθόρυβα στο δέντρο όπου κρυβόταν η αγάπη του και την ακουμπούσε αιφνιδιάζοντας την. 'Μα τόσο καλά την καταλάβαινε και την έβρισκε ακόμα και στις κρυψώνες της.' απορούσε η κοπέλα.
Η Νταίζη ήταν πολύ χαρούμενη και πίστευε ότι θα ζούσε συνεχώς τούτο το συναίσθημα με την ανίδεη αθωότητα της άπειρης εφηβείας που τη χαρακτήριζε. Έλαμπε από ευτυχία και περνούσαν ευτυχισμένες μέρες οι ερωτευμένοι νέοι μαζί, όλα ήταν όμορφα κάποτε... κάποτε γιατί μετά άλλαξαν τα πράγματα προς το χειρότερο.
[...]
Περπατούσαν μια βροχερή συννεφιασμένη μέρα οι τρεις φίλες σε ένα χωμάτινο μονοπάτι, μέχρι που διάλεξαν να καθίσουν σε ένα πέτρινο κιόσκι. Η συζήτηση τους επικεντρωνόταν στο κύριο θέμα των σπουδών και των ονείρων τους.
« Το σχολείο μας έτσι στενόχωρο και παλαιοζωικό που είναι χρειάζεται αλλαγές. Γι' αυτό θα γίνω μεγάλη και τρανή πολιτικός μηχανικός . Θα χτίσω με τους βοηθούς μου αρχιτέκτονες και μηχανικούς, ένα καινούριο πολύ καλύτερο σχολείο για να παραδοθεί στις επόμενες γενιές. Θα υπερηφανεύονται για εκείνο. Αν περιμένουμε από τη κοινότητα του δήμου να κάνει κάτι σωθήκαμε » μιλούσε μέσα από τη δύναμη της ψυχής της η Αντιόπη.
« Μαζί σου φιλενάδα. Θα μας κάνεις πολύ ιλαρούς και ικανοποιημένους όλους » συμφωνούσε η Νταίζη.
«Εγώ θα περάσω στο τμήμα φυσικής. Δεν υπάρχουν δουλειές εδώ για εμάς τους νέους στο χωριό. Καλό είναι να το πάρουμε χαμπάρι και να μην ξαναγυρίσουμε στη Μαλαινερσία αν δεν έχουμε σοβαρό λόγο » τόνιζε με έμφαση η Εβίτα. «Τι λες εσύ, Νταίζη;»
«Θα κάνω τα πάντα για να φύγω απ' το χωριό. Με τις εξετάσεις ευελπιστώ και στοχεύω να περάσω Νομική » δήλωνε αποφασιστικά η Νταίζη. Μαύρα σύννεφα απλώθηκαν πάνω στα μάτια της ξαφνού και πήρε μια περίεργη έκφραση.
«Τι έπαθες γιατί σκοτείνιασες και εσύ τώρα μαζί με τον ουρανό;» ξαφνιάστηκε η Αντιόπη.
«Αν με αφήσει ο πατέρας μου... θα δούμε. Που δεν θα με αφήσει κατά πάσα πιθανότητα ».
«Και αν δεν περάσεις τι θα κάνεις; Θα μείνεις αναγκαστικά στο χωριό για πάντα; »
«Δεν υπάρχει περίπτωση, θα ξαναδώσω όσες φορές χρειαστεί μέχρι να πετύχω » έλεγε κατηγορηματικά η Νταίζη.
«Έλα μην της λες τέτοια Αντιόπη, είμαι σίγουρη η φίλη μας θα είναι από τα πρώτα ονόματα που θα φιγουράρουν στη λίστα με τους επιτυχόντες των εξετάσεων στη νομική Άνφηνας ».
«Μπράβο καλά θα κάνεις. Για πες τώρα με τον Χρυσάνθη πως πάει; Είχαμε πιο εξελιγμένες καταστάσεις... το προχωρήσαμε το θέμα;» ρώτησε με πονηρή έκφραση σκέρτσου η Αντιόπη μιας και της άρεσαν τα ερωτικά θέματα.
«Όχι βρε κορίτσια είπαμε, είμαι τολμηρή δοκίμασα πολλά πράγματα στη μέχρι τώρα ζωή μου αλλά αυτό... το κρεβάτι δεν θέλω να το δοκιμάσω ακόμη » ζάρωνε από δισταγμό η Νταίζη.
«Καλά λέει Αντιόπη άστην όποτε είναι έτοιμος ο καθένας δεν χρειάζεται πίεση » την υποστήριζε η Εβίτα.
« Είμαι τόσο ερωτευμένη κορίτσια, νιώθω ευτυχισμένη δεν φαντάζεστε σε τι βαθμό. Όμως δεν είμαι σίγουρη αν θα μπορέσει να με ακολουθήσει το αγόρι μου στην πρωτεύουσα. Έχει μείνει πίσω στο διάβασμα και φοβάμαι πως θα χρειαστεί να δώσει του χρόνου εξετάσεις αντί για φέτος αφού δεν τηρούσε ένα τακτικό πρόγραμμα μελέτης » συλλογιζόταν προβληματισμένη η Νταίζη.
« Κακό του κεφαλιού του τότε, ας μην περάσει. Μας έκλεψε τη φίλη μας και θα του ευχηθώ κιόλας να πετύχει στις εξετάσεις; Δεν σφάξανε » αγανακτούσε η Εβίτα δήθεν τσαντισμένη. Η αλήθεια είναι πως από τότε που η Νταίζη βρήκε αγόρι άρχισε να παραμελεί τις φίλες της όμως σε καμία περίπτωση δεν έπαψε να τις θεωρεί σημαντικές στη ζωή της.
« Κορίτσια, σας αγαπώ και το ξέρετε, με συγχωρείτε που χάθηκα το τελευταίο διάστημα όμως όταν βιώσετε και εσείς αυτό το μαγευτικό συναίσθημα θα με καταλάβετε και θα δείτε πως έχω εν μέρη δίκιο » τους έλεγε στοργικά όταν αγκαλιάζονταν οι τρεις τους.
Ο Ξανίμανδρος κάλεσε στο σπίτι του τους οικογενειακούς του φίλους και έτυχε να έρθουν οι γονείς του ίδιου με αποτέλεσμα η Νταίζη να στρώσει τραπέζι για περισσότερα άτομα και να υπερβεί τις δυνάμεις στην μαγειρική. Είχε αγχωθεί λίγο, γι' αυτό ζήτησε τη βοήθεια της γειτόνισσας της οποίας το σπίτι ήταν λίγα μέτρα παραπέρα από το δικό της. Χρυσή κυρία καθώς προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τη Νταίζη σε όλη την προετοιμασία των κυρίως γευμάτων αλλά σαλάτων και επιδορπίων.
« Σας ευχαριστώ κυρία Νέλλη και θα σας χρωστάω χάρη » της είπε η κοπέλα σκουπίζοντας τον ιδρώτα που έσταζε στην ποδιά της, όσο οι ατμοί που ανέδιδαν οι κατσαρόλες γίνονταν εντονότεροι.
« Δεν μου χρωστάς τίποτα κορίτσι μου, μια οικογένεια είμαστε στο χωριό αυτό αν δεν βοηθήσουμε αλλήλους, όποτε προκύπτουν ανάγκες αλίμονο μας ».
Η Νταίζη πρόσφερε στη γυναίκα μια πορτοκαλάδα, κέικ ανάμεικτο με βανίλια, σοκολάτα και φρούτα που έφτιαξε η ίδια και κάθισαν στην κουζίνα να ξεκουραστούν μετά από τρεις ώρες ορθοστασίας. « Παιδί μου δεν είναι όλοι πρόθυμοι και δεν αφήνουν στην άκρη τον εγωισμό τους όταν πρόκειται για σημαντικά ζητήματα. Μη κοιτάς που την αξία της αλληλοβοήθειας την έχουμε δεδομένη στα χωριά...αν πας οπουδήποτε αλλού θα δεις ότι δεν θα τη βρεις εύκολα φτάνοντας στο σημείο να νοσταλγήσεις το τόπο σου. Ούτε την εύμορφη γαλήνη και ηρεμία θα συναντήσεις εύκολα ».
« Τι θέλετε να πείτε;» ξαφνιάστηκε η νεαρή δικαίως.
« Πως στις μεγαλουπόλεις τα πράγματα είναι διαφορετικά...ζόρικα και να μην αναφέρω σκληρά. Η κόρη μου κατοικεί σε μεγαλούπολη εικοσιπέντε χρόνια τώρα και παρόλο που έχει συναντήσει διάφορες δύσκολες καταστάσεις δεν θέλησε ούτε μια φορά να γυρίσει στο πατρικό της. Καλά κάνει βέβαια που έμαθε ανεξάρτητη να παίρνει τη ζωή στα χέρια της, αλλά εγώ την προειδοποίησα πολλάκις να έχει το νου της...δεν με άκουσε ποτέ. Πάντα ξεροκέφαλη, ευκολόπιστη και πεισματάρα.
Μέσα σε αυτά τα χρόνια έμπλεξε με ναρκωτικά, συμμορίες που τη διέφθειραν και έγιναν η αιτία να χάσει παραλίγο τις σπουδές της, παντρεύτηκε έναν δάσκαλο δίχως να εκτιμήσει την αγάπη του μέχρι που ο καημένος αρρώστησε από καρκίνο και πέθανε. Αυτός αγνός, αισθαντικός, καλοκάγαθος προσπάθησε να τη φέρει στον ίσιο δρόμο. Η δε κόρη μου ερωτοχτυπημένη με ένα πρεζόνι που της ρήμαζε τη ψυχολογία και δεν τη βοήθησε ούτε της στάθηκε ποτέ όποτε τον είχε ανάγκη, κατάλαβε το τραγικό λάθος της όταν ήταν πλέον αργά δυστυχώς » εξιστορούσε με καημό η κυρία Νέλλη.
"Τώρα στα σαραντατρία της ερωτεύτηκε πάλι και παντρεύτηκε, μου λέει-όποτε επικοινωνούμε μέσω τηλεφώνου-ότι πήρε ένα καλό παιδί. Για να δούμε, αν είναι έτσι θα το διαπιστώσω μόνο όταν έρθει για επίσκεψη εδώ ή άμα τύχει να ανέβω εγώ στην Άνφηνα " .
« Δεν ήξερα ότι η κόρη σας ζει μακριά από εδώ. Βέβαια δεν έτυχε ποτέ να την γνωρίσω καθώς δεν έμενε ήδη μαζί σας την εποχή που εγώ ήμουν τοσοδούλικο πλασματάκι ».
« Όταν κανονίσω να πάω στην Άνφηνα με το λεωφορείο θα σου πω και εσένα να έρθεις μαζί. Θα γνωρίσεις τη κόρη μου η οποία θα σε συμπαθήσει σίγουρα, εσύ Νταίζη ξέρεις να κερδίζεις τις συμπάθειες ».
« Αλήθεια, θέλετε να πάμε μαζί μέχρι τη μεγαλούπολη; Πολύ χαίρομαι » αναφώνησε χαρούμενη. Και πράγματι χαιρόταν η Νταίζη και θα φρόντιζε να λάβει υπόψιν της για το μέλλον να συνεχίσει τη φιλία της με την καλόψυχη αλτρουίστρια κυρία Νέλλη. Έβλεπε στο πρόσωπο της έναν σημαντικό σύμμαχο και ένιωθε πως μπορούσε να της εμπιστευτεί τα πάντα για τα προσωπικά της και τις φοβίες της.
Λίγες ώρες αργότερα οι οικογένειες και οι παππούδες της Νταίζης κουβέντιαζαν ανέμελοι μαζεμένοι όλοι μαζί στο σαλόνι του φτωχικού αφότου ολοκλήρωσαν το μεσημεριανό γεύμα. Η οικογενειακή φίλη του Ξανίμανδρου ρώτησε την Νταίζη κάποια στιγμή:« τι σκοπεύεις να κάνεις μόλις τελειώσεις το λύκειο κορίτσι μου; Τι θα σπουδάσεις;»
« Νομική » απάντησε η κοπέλα που προσπαθούσε εκείνη τη στιγμή να τσιμπήσει με το πιρούνι ένα μικρό κεφτεδάκι από το πιάτο της. Τσιμπολογούσε ακόμα καθώς είχε να φάει από το μεσημεριανό.
Δεν είχε πολύ διάθεση να συμμετέχει στις κουβέντες των μεγάλων αλλά έκρυβε καλά τα συναισθήματα αδιαφορίας και αμηχανίας. Σκεφτόταν όλη την ώρα πότε θα νυχτώσει ώστε να συναντηθεί με το αγόρι της στα κρυφά, πίσω από τα χαλάσματα ενός σπιτιού λίγα μέτρα από το σπίτι της που πλέον έστεκε ως ερείπιο. Αδημονούσε για εκείνη την ώρα όπως και για το πότε θα μιλούσε στον πατέρα της για τον δεσμό της. Τα λόγια της γιαγιάς της την έβγαλαν από την ονειρεμένη πλάνη.
Σήκωσε το βλέμμα της προβληματισμένη και απογοητευμένη όταν την άκουσε να λέει: « Η εγγονή μου δεν χρειάζεται να βιάζεται, έχει χρόνο ακόμα να σκεφτεί τι θα κάνει σε οκτώ μήνες μόλις τελειώσει το λύκειο. Θα νοικοκυρευτεί μόλις βρει κάποιον συμπαθητικό νέο ή μεγαλύτερο της και θα κοιτάξει το θέμα των σπουδών μεταγενέστερα. Και αν δεν φύγει από το χωριό τι; Δεν χάθηκε ο κόσμος. Δεν είναι σημαντικό να σπουδάζουν όλα τα κορίτσια ». Όμως η Νταίζη είχε μεγάλα όνειρα, στόχευε να φύγει από το χωριό για πάντα, δεν ήθελε να συνεχίσει να ζει στη μικρή κοινωνία με την οπισθοδρομικότητα και τις αναχρονιστικές πεποιθήσεις.
Ήταν φυσικό που τα λόγια της γιαγιάς της δεν της άρεσαν καθόλου και το έδειξε με το βλέμμα της, όταν βρέθηκαν στη κουζίνα οι δύο τους λίγο αργότερα. « Έλα μη το παίρνεις στραβά κορίτσι μου, ξέρεις ότι σε αγαπώ και κατά βάθος έχω δίκιο, δεν σου χρειάζονται οι σπουδές » προσπάθησε να ηρεμήσει την Νταίζη διακρίνοντας το κατσουφιασμένο και συνοφρυωμένο κοίταγμα της. Μάταιος κόπος.
[....]
Στο σχολείο του χωριού ένα μικρό πέτρινο κτίριο, παρακολουθούσαν μαθήματα μόλις τριάντα μαθητές. Ο καθηγητής έβαλε διαγώνισμα στο μάθημα της λογοτεχνίας εκείνη τη μέρα στο τμήμα της Νταίζης και ευτυχώς οι ερωτήσεις ήταν σαφείς ως προς τις απαντήσεις τις οποίες καλούνταν να δώσουν οι διαβασμένοι.
Όταν ήρθε το σχόλασμα η Αντιόπη ρώτησε τη Νταίζη τι θα έκανε το μεσημέρι. Εκείνη σημείωνε στο τετράδιο της τα βασικά για το μάθημα και ταυτόχρονα απάντησε πως είχε κανονίσει με τον Χρυσάνθη. « Νταίζη, δεν φαντάζομαι να ξέχασες ότι πρέπει να προσέχεις πολύ με τα ραντεβού σου ε;»
«Τι εννοείς;» ρώτησε εκείνη με τα μάτια της να αλληθωρίζουν από έντονη απορία και περιέργεια για το τι θα ακούσει.
« Κάθε μέρα σχεδόν μαζί με το αγόρι σου βγαίνεις, θα ξεχαστείτε κάποια στιγμή και τότε θα γίνει το μοιραίο... να πέσετε πάνω στον μπαμπά σου ή κάποιον χωριανό που θα μαρτυρήσει για το δεσμό σας. Φοβάμαι μήπως το πάθετε όπως συνέβη σε μια ξαδέρφη μου. Αποκαλύφθηκε ο δεσμός της με τον αγαπημένο της αλλά ο πατέρας της κοπέλας και όλη η οικογένεια δεν ενέκρινε τον νεαρό βέβαια-σιγά μην τον δέχονταν- και την πάντρεψαν με το ζόρι με αυτόν που διάλεξαν εκείνοι. Έτσι γίνεται στα χωριά μας και δεν άλλαξε η παράδοση δυστυχώς ».
« Κρίμα. Μην ανησυχείς Αντιόπη μου ξέρω να προσέχω εγώ καλά άσχετα αν δεν φαίνεται πάντα. Ας τολμήσει να το κάνει αυτό το ακραίο ο μπαμπάς μου, το να επιβάλλει τον σύζυγο που θα πάρω και θα σου πω εγώ. Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι » δήλωσε γενναία η Νταίζη αν και ήταν βέβαιη πως δεν θα βίωνε ποτέ κάτι τέτοιο ανάλογο που έγινε στην άλλη δύσμοιρη κοπέλα. Έβαλε τα βιβλία και τα τετράδια στη σχολική της τσάντα και αποχώρησε τάχιστα όταν είδε στο παράθυρο του διαδρόμου του σχολείου το αγόρι της να την κοιτάζει ανυπόμονα κάνοντας της νόημα να βγει έξω .
Νταίζη και Χρυσάνθης έφτασαν στο γνωστό σημείο όπου έδιναν ραντεβού συνήθως -με εξαίρεση τη σημερινή μέρα που ο Χρυσάνθης την περίμενε έξω από το κτίριο του σχολείου- γελώντας συνωμοτικά καθώς πάσχιζαν να διατηρήσουν κρυφό το δεσμό από όσους περισσότερους γινόταν παρότι τους κούραζε αυτή η κατάσταση.
Την επόμενη μέρα η νεαρή περπατούσε με τις φίλες της και ξαφνού η Εβίτα τη ρωτά: «θα έρθεις μαζί μας στο υπαίθριο πάρτι που οργανώνουν οι συμμαθητές μας τη Παρασκευή στο λιβάδι;»
« Δεν νομίζω ».
« Έλα τώρα γιατί, θα περάσουμε όμορφα » κάνει παραπονιάρικα η φίλη της.
« Ε δεν μπορώ βρε Εβίτα δεν με αφήνει ο μπαμπάς. Μόνο για πολύ λίγο θα βγω να δω τον καλό μου στο δάσος ».
« Πως τα καταφέρνεις, έχεις διάβασμα, δουλειές, φίλες και αγόρι...σε όλα καλείσαι να δώσεις χρόνο. Και όμως τα προλαβαίνεις μια χαρά » απορούσε θαυμασμένη η Αντιόπη.
« Ότι καλύτερο μπορώ κάνω κορίτσια, σας υπόσχομαι ότι μόλις βρίσκω χρόνο θα πηγαίνω μαζί σας σε όλα τα πάρτι-τα έτσι κ αλλιώς δυσεύρετα του τόπου μας » χαμογέλασε η Νταίζη χαιρέτησε τις κοπέλες και χάθηκε από το οπτικό τους πεδίο με ταχύτητα λεοπάρδαλης για να μην αργήσει στο σπίτι, όπου έπρεπε να γράψει εργασία στην ιστορία, στην γλώσσα και στη λογοτεχνία και να βρει χρόνο για ένα σύντομο ραντεβού με το αγόρι της αργά το απόγευμα.
Η Αντιόπη και η Εβίτα ήταν μεταξύ των προσκεκλημένων καλεσμένων του πάρτι των συμμαθητών τους στην φύση. Ένας πάγκος με χυμούς, ποτά, και μαγειρευτά φαγητά στήθηκε στη μέση του λιβαδιού, τα παιδιά διαφόρων ηλικιών από δεκατέσσερα έως δεκαοκτώ κατασκεύαζαν και πετούσαν χαρμόσυνους χαρταετούς με την ελπίδα και την αισιοδοξία των νιάτων τους τυπωμένες στα πρόσωπα τους. Οι χαρταετοί χάνονταν και κατέληξαν να γίνουν κουκίδες στον καταγάλανο ουρανό.
Με το που έδυε ο ήλιος, τα φαναράκια που είχαν στήσει σε μερικά κλαδιά και ένα σχοινί που ένωνε δύο απέναντι δέντρα θα άναβαν και θα δημιουργούσαν ωραία ατμόσφαιρα λόγω των πολυποίκιλων χρωμάτων τους. Οι φίλες της Νταίζης ήδη έβαζαν χυμό και κόκα κόλα στα ποτήρια τους και μουρμούριζαν κρατώντας απόσταση για λίγο από τους υπόλοιπους νέους μέχρι που οι ξέφρενοι χαιρετισμοί και τα συναισθήματα ενθουσιασμού τους εντυπωσίασαν και τις έκαναν να στραφούν στην ομήγυρη.
Δεν φαντάστηκαν αυτό που θα δουν. Ο Χρύσανθος και η Νταίζη ντυμένοι με τα καλά τους, ο Χρύσανθος με ένα κοστούμι για πρώτη και μοναδική φορά έμοιαζε διαφορετικός από τον γιο του βοσκού που έβλεπαν και γνώριζαν όλοι στο τόπο και η Νταίζη με ένα ραμμένο φόρεμα στο χρώμα του φουντουκιού μέχρι τα πόδια.
« Νταίζη, φιλική μας διακείμενη. Δεν το συνειδητοποιούμε πως ήρθες » έτρεξαν προς το μέρος της και της έκαναν μια μεγάλη αγκαλιά όσο ποτέ άλλοτε.
« Θέλαμε με τον Χρύσανθο απόψε να κάνουμε κάτι διαφορετικό και είπαμε να προλάβουμε τουλάχιστον το απογευματινό πάρτι όλων σας.
Τι ωραία που είστε εδώ. Ανάψατε και κρεμασμένα φαναράκια πολύχρωμα » έκανε παρατήρηση του σκηνικού από όλες τις πλευρές η Νταίζη προσεκτικά, και εξέφρασε φανερά το ενδιαφέρον και την επιδοκιμασία για το ντεκόρ που φρόντισε η παρέα τόσο επιμελημένα και σε κλίμα αγαπημένης συνεργασίας.
« Βρε από το πρωί είστε μαζί;» ρώτησε πονηρά η Εβίτα. Η Νταίζη της ανταπέδωσε το πονηρό χαμόγελο και τους εξήγησε πως έχει.
« Όχι πολύ νωρίς, από τις δώδεκα. Τη μισή μέρα εξασφάλισα χάρη στο κόλπο και το ψέμα που επινόησα για να πω στον μπαμπά μου. Εκείνος βέβαια είχε να κάνει δρομολόγιο, έφυγε το μεσημέρι από το σπίτι οπότε θα μπορούσε να πετύχει το ψέμα μου έτσι και αλλιώς χάρη στην απουσία του...»
« Ευχαριστούμε και χαιρόμαστε που ήρθες Νταιζούλα » της έλεγε η Αντιόπη.
« Ευκαιρία να γνωρίσει μερικά παιδιά ο Χρύσανθος καθώς δεν είναι κάτοικος του χωριού μας και μάλιστα είδαμε τυχαία έναν καλό μου γνωστό από το σχολείο που είχε γενέθλια πρόσφατα και θα του κάνουμε από κοινού δώρο με τον Χρυσάνθη μια φυσαρμόνικα που θα φτιάξει με τα παραγωγικά εφευρετικά του χέρια ».
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro