Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Άτιτλο κεφάλαιο 18

Εκείνη την ηλιογέννητη ημέρα, η Νταίζη διάλεξε να ασχοληθεί με τη φροντίδα της εικόνας του κήπου της επιμελημένα.  Πότισε τα μαρουλόφυλλα, τις ντομάτες και τα λουλούδια που είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν. Έπειτα τοποθέτησε νέους σπόρους στο χώμα, με σκοπό την καλλιέργεια ωπόρων. Ήθελε ο κήπος της να αντιπροσωπεύει την εικόνα αναγεννημένου παραδείσου. Τα λουλούδια της έδιναν δύναμη ψυχής, ελπίδας και επιπλέον της θύμιζαν τα αγαπημένα της πρόσωπα όπως ο Χρυσάνθης, οι φίλες της και η κυρία Νέλλη... με αυτό το τρόπο δεν αισθανόταν τόσο την απουσία τους. Ο θάνατος του Χρυσάνθη την είχε τσακίσει κάποτε, αλλά στεναχωριόταν λιγότερο μέρα με την μέρα και μάθαινε να μην την αγγίζει η υπερβολική θλίψη της απώλειας του. Έπρεπε να προχωρήσει την ζωή της, να συνεχίζει να παλεύει για τα αγαπημένα της όνειρα και να μην επιτρέψει σε κανέναν να προσπαθήσει να της στερήσει την ελευθερία της. Το όφειλε στην μνήμη του πρώτου της έρωτα.

Είχε μια ελπίδα πως τα περισσότερα αρνητικά γεγονότα στη ζωή της είχαν εξαλειφθεί. Όμως ακόμα και τούτη την φορά διαψεύστηκε. 

    Ξύπνησε το απόγευμα ύστερα από έναν μικρής διάρκειας μεσημεριανό ύπνο. Ένιωθε το εσωτερικό της βαθιά λυπημένο σαν να βίωνε μια πονεμένη τρικυμία. Καθώς φόρεσε το μάλλινο κασκόλ της, το λινό φόρεμα της και τις μπότες της προχώρησε για την έξοδο του σπιτιού καθώς κάτι της έλεγε πως η αλλόκοτη διάθεση της σχετίζονταν με την άφιξη κάποιου προσώπου. Πράγματι, η φιγούρα του απόκοσμου και δυσάρεστου επισκέπτη την διατάραξε. Ο πατέρας της την περίμενε στην αυλή του σπιτιού της σκυθρωπός και αμέτοχος. Εκείνη έκανε το βήμα να τον πλησιάσει, έχοντας μια μικρή περιέργεια και κατακλυσμένη δίνη συναισθημάτων έντασης και πικρίας.

« Το ήξερα ότι θα έπαιρνες τη σωστή απόφαση μετά από συνετή σκέψη ».

« Για ποια απόφαση μιλάς μπαμπά;» τον ρώτησε φανερά απορημένη η Νταίζη.

« Μα για την απόφαση να γυρίσεις στο χωριό, στο σπίτι μας ώστε να ετοιμάσουμε τον γάμο σου με τον Καλλικράτη, εκείνον που γνώρισες πρόσφατα. Έτσι δεν θα υπάρχει λόγος και δεν θα χρειάζεσαι να ζεις στη μεγαλούπολη εφόσον θα είσαι παντρεμένη σύζυγος. Και σχετικά με το ποιόν του, μην ανησυχείς, ο Καλλικράτης δεν είναι απότομος αγροίκος όπως ο πρώην σου. Τουναντίον είναι πολιτισμένος, αξιοπρεπής και κατάγεται από μεγαλούπολη. Σε αυτή τη φάση της επιθυμίας για αλλαγή της ζωής του διάλεξε να μετακομίσει στο χωριό μας και δεν σχεδιάζει να το εγκαταλείψει σύντομα. Προτιμά το συγκεκριμένο μέρος, λόγω του ήσυχου βίου»

Η Νταιζη χαμογέλασε ειρωνικά κ σαρκαστικά λέγοντας του: « Όχι μπαμπά λάθος πληροφορήθηκες. Δεν σκοπεύω να γυρίσω στο χωριό μας. Και πως μπορείς να νόμιζες ότι θα δεχόμουν να αποκατασταθώ ξανά ύστερα από το τρομακτικό και άσχημο πλήγμα του γάμου-δυστυχίας που είχα δοκιμάσει με τον Ανδριανό; Απορώ γιατί το σκεφτόσουν καν σαν ιδέα ».

Πράγματι,  ο Καλλικράτης ένας νέος άντρας που διορίστηκε στο χωριό της Νταίζης ως δάσκαλος δημοτικού είχε νοικιάσει ένα σπίτι λίγα βήματα πιο πέρα από το πατρικό της κοπέλας και έτυχε να γνωριστούν σε μία από τις επισκέψεις της το τελευταίο διάστημα. Ο πατέρας της της τόνισε πως είχε μεγάλη σημασία για τον ίδιο, να έρχεται στο χωριό όποτε μπορούσε για να να προσέχει τη σοβαρά-σε ένα ατύχημα στις γεωργικές εργασίες- τραυματισμένη γιαγιά της. Η Νταίζη δεν το έκανε με τη καρδιά της και κάποιες φορές λυπόταν που αναγκαζόταν να αφήνει το διάβασμα και τις υποχρεώσεις της για χάρη της συγκεκριμένης γυναίκας. Δεν ήταν ότι δεν την αγαπούσε- ίσα-ίσα κάποτε οι σχέσεις τους ήταν πολύ καλές- όμως  η νεαρή στο μεγάλωμα της άρχισε να αντιλαμβάνεται και να καταλαβαίνει πράγματα που δεν της ήταν εμφανείς. 

 Την πλήγωσε το γεγονός ότι η γιαγιά της δεν την υποστήριξε στις επιθυμίες και στα όνειρα της να φύγει από το χωριό κάποτε. Τουναντίον ευχαριστιόταν πολύ για τον γάμο της εγγονής της με τον Ανδριανό και μάλιστα την πίεσε στις γαμήλιες ετοιμασίες σε σημείο που η Νταίζη ένιωθε έναν δυσάρεστο ασφυκτικό κλοιό και την αίσθηση ότι δεν λάμβανε κανείς από την οικογένεια υπόψη την προσωπική της ευτυχία. Επίσης, δεν την βοήθησε διόλου όταν θέλησε να χωρίσει τον σύζυγο της, με αποτέλεσμα να πάρει μόνη τη ζωή στα χέρια της με πρώτο βασικό βήμα την καταγγελία του Ανδριανού στην αστυνομία και ύστερα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν.

Κάποιο απόγευμα από εκείνα που η Νταίζη βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της, έτυχε να ακούσει από τα χείλη της μια λέξη την οποία δεν περίμενε καθόλου: τη συγγνώμη. Η καταπονημένη και κουρασμένη-από το κρυολόγημα-ηλικιωμένη παραδέχτηκε πως δεν έπρεπε να συμφωνήσει να πραγματοποιηθεί ο γάμος της εγγονής της και κατά επέκταση να την πιέσει να το δεχτεί και να υποκύψει στο επιβεβλημένο πρέπον.

«Ακόμα και αυτή κατάλαβε τα λάθη της. Μόνο ο μπαμπάς μου παραμένει πιστός στις ηλίθιες απόψεις του » σκεφτόταν η κοπέλα.

Μπορεί πράγματι να συμπάθησε τον Καλλικράτη... όμως το ότι αντάλλαξαν ορισμένες φιλικές κουβέντες δεν σήμαινε τίποτα για την ίδια μιας και δεν επιθυμούσε να εμβαθύνει σε κάποιον δεσμό την συγκεκριμένη περίοδο.


Ο πατέρας της ήθελε να την κρατήσει στο χωριό με τον καινούριο γάμο στον οποίο θα την ανάγκαζε για δεύτερη φορά. Πίστευε πως με εκείνον τον τρόπο θα πετύχαινε τον στόχο του, αλλά να που έσφαλλε. Η κόρη του δεν θα υποτασσόταν σε καμία περίπτωση, διότι έγινε πιο ανεξάρτητη και δυνατή σε σύγκριση με λίγα χρόνια πριν. Δυσαρεστημένος και κατσουφιασμένος, της χάρισε το βλέμμα του οριστικού αποχαιρετισμού και έφυγε από τον κήπο. Δεν θα έλειπε στη Νταίζη, αφού μαζί του ποτέ δεν αισθάνθηκε το δέσιμο και την αγάπη που άξιζε να λαμβάνει μια κόρη από τον μπαμπά της. Ούτε τον παππού και την γιαγιά της ήθελε να ξαναδεί, επειδή δεν την υποστήριξαν όταν έπρεπε και δεν τη βοήθησαν να γλιτώσει  από την μανία του πρώην συζύγου της. Έπρεπε παλεύοντας μόνη της να κατακτήσει αυτόν τον στόχο.





           [...]

Τρία χρόνια πριν,

Ο  αστυνομικός Δονάτος είχε να αντιμετωπίσει την δυσκολότερη υπόθεση στο επάγγελμα του: το θέμα του βιασμού της Σεσίλιας. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο στη ζωή του αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί το πολύπλοκο του πράγματος.  Οι νεαροί εγκληματίες είχαν καλύψει τα ίχνη τους  σαν σαίνια- επαγγελματίες, τόσο καλά που φαινόταν να εξαφανίστηκαν όχι απλώς από τη χώρα αλλά και το πρόσωπο της γης. Κανένας από τους κατοίκους της  Παβλόμα δεν γνώριζε, ούτε άκουσε τίποτα για τη παρέα των βιαστών και όσες προσπάθειες και αν έκανε η αστυνομία με ορισμένα στοιχεία και έρευνες σε ύποπτα καταφύγια δεν κατόρθωσε να αποδώσει καρπούς. Ένα ήταν βέβαιο: Οι γονείς των κακοποιών είχαν διαφύγει στο εξωτερικό και έκρυβαν αποτελεσματικά τα ίχνη τους μαζί με τα παιδιά τους.


Σήμερα καθισμένος στη καρέκλα του γραφείου του, αναλογιζόταν πόση δύναμη και πυγμή κουβαλούσε για να αφιερώνει χρόνο στην υπόθεση διερευνώντας. Οι υπόλοιποι συνάδελφοι του προσπαθήσαν να τον πείσουν να κλείσει το φάκελο αυτού του εγκλήματος, όμως ο Δονάτος αρνήθηκε με σθένος καθώς δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του και στην δύστυχη Σεσίλια να μείνει η υπόθεση της ανεξιχνίαστη και φυσικά ατιμώρητοι οι απάνθρωποι που της διέλυσαν τη ζωή, πριν καιρό μια εποχή όπου εκείνη απολάμβανε την ξέγνοιαστη αθώα εφηβική της ηλικία. 

« Τίποτα μου λέτε; Ύστερα από τρία χρόνια, τρία χρόνια ψυχικού πόνου για εμένα και ακόμα δεν τους έχετε βρει;» ρώτησε η Σεσίλια με αγανακτισμένη και ταραγμένη χροιά φωνής.

« Δεσποινίς, το ξέρω και σας καταλαβαίνω αλλά ειλικρινά παλεύω με όλες μου τις αντοχές για να εντοπίσουμε τους εξαφανισμένους καταζητούμενους. Πιστεύω πως δεν θα είναι μια ζωή τόσο ζόρικο και ανέφικτο να τους βρούμε. Ένα πιο αποτελεσματικό ψάξιμο στα σωστά σημεία και πιο συχνές έρευνες στο εξωτερικό καθώς δεν αποκλείεται να έχουν καταφύγει εκεί όλο αυτόν τον καιρό που καταζητούνται μάταια εδώ. Θα ξεκινήσει να γίνεται σύντομα η συγκεκριμένη ενέργεια ». Η κοπέλα όμως βυθίστηκε στις σκέψεις της... δεν μπορούσε να συμμεριστεί την πίστη και την προθυμία σε συνδυασμό με το σθένος που εξέφραζε ο αστυνομικός.

«Μπορείτε να κλείσετε την υπόθεση. Είναι μάταιο να αναζητάτε άλλο, από τη στιγμή που δεν τους βρίσκετε» του δήλωσε με στενάχωρο βλέμμα παραίτησης η Σεσίλια και βγήκε από το γραφείο του. Εκείνος σαστισμένος δεν πρόλαβε ούτε να ανοίξει το στόμα του καλά καλά για να την σταματήσει ή να την χαιρετήσει έστω.

Ο Ισίδωρος την περίμενε υπομονετικά στο πάρκο απέναντι από το αστυνομικό τμήμα. Το κορίτσι πήγε αμέσως προς το μέρος του για να τον ενημερώσει για την κουβέντα της με τον αστυνόμο.

« Καλή μου, ηρέμησε και ας κοιτάξουμε να σκεφτούμε λογικά...»

« Με ποιο τρόπο να ηρεμήσω; Μπορεί να μην μου το είπε ξεκάθαρα, αλλά εγώ συμπέρανα πως καλό θα ήταν να μην περιμένω σύντομα νεότερα ξανά. Μαζί με την δήλωση του χάθηκαν, μη σου πω καταστράφηκαν οι τελευταίες ελπίδες μου » του μιλούσε η Σεσίλια σε απόγνωση.

« Δεν μπορεί ο αστυνομικός να έχει χάσει την πίστη στις δικές του ικανότητες και να μην μπορεί να σου μεταδώσει αισιοδοξία. Μάλλον δεν κατάλαβες καλά. Μπορεί να μην τους βρήκαν ακόμα δυστυχώς , αλλά είμαι σίγουρος ότι άδικα χάνεις τις ελπίδες σου...»

Η Σεσίλια έγνεψε καταφατικά πως συμφωνεί και σκούπισε τα δάκρυα της.



    [...]


Η Νταιζη είχε αρχίσει να γίνεται πιο ανοιχτή και να πιάνει φιλίες με μερικές κοπέλες του χωριού. Όχι πολύ στενά καρδιακές βέβαια... αλλά ακόμα και αυτό αποτελούσε μια καλή αρχή για την κοινωνικοποίηση της. Μάλιστα η τακτική τους επικοινωνία   Μια τοπική γιορτή διοργανώθηκε στο μικρό χωριό και όλοι οι καλεσμένοι που συγκεντρώθηκαν ξεπερνούσαν τον αριθμό του πληθυσμού της κοινότητας. Οι κάτοικοι τόσο του ίδιου όσο και των υπολοίπων χωριών του νομού, συμμετείχαν ενθουσιασμένοι στο γλέντι δημιουργώντας ένα κλίμα ευφορίας και ζωηράδας.  Όμως μια πιεστική πρόταση από τη πλευρά των κοριτσιών που έκαναν παρέα με τη  Νταίζη, στάθηκε ως αφορμή  για εκείνη να μετανιώσει που τους ανοίχτηκε...

« Γιατί δεν δημιουργείς δεσμό με τον Βελισάριο; Τι σου λείπει; Ίσα ίσα εκείνος σε θεωρεί ανώτερη του και πολύ καλλιεργημένη, επειδή πέρασες κάποιο χρονικό διάστημα στη πόλη, σπουδάζοντας μια ανώτερη επιστήμη κάτι που δεν τολμάει και δεν μπορεί να κάνει κανένας μας εδώ στο συγκεκριμένο μικρό τόπο. Παράλληλα ασχολείσαι με διάφορα είδη τεχνών, συναναστρέφεσαι επίδοξους ζωγράφους, ποιητές, συγγραφείς. Σε θαυμάζει για αυτά όπως και όλοι μας...Μόνος του είναι και ευκαιρία να εκμεταλλευτείτε αυτή σας τη μοναξιά » της είπε  την γνώμη της η μία κοπέλα και οι άλλες συμπλήρωναν...

«Μην μου ξανα αναφέρετε σας παρακαλώ το συγκεκριμένο θέμα » τους ζήτησε επιτακτικώς σοβαρά και σηκώθηκε από τη καρέκλα με σκοπό να απομακρυνθεί από τη παρέα τους.

«Γιατί κάνεις έτσι, μια κουβέντα είπαμε» πήγε να την ηρεμήσει μια από τις χωριατοπούλες. Η Νταίζη όμως ενοχλήθηκε μαζί τους. Δεν επιθυμούσε να ακούει τις απόψεις τους για τα θέματα των σχέσεων και ειδικά να της προξενεύουν ανοιχτά τον Βελισάριο. Μέγγενη στον λαιμό της φαινόταν αυτό, σαν να ήθελαν να την πιέσουν να προχωρήσει σε μια απόφαση για την οποία δεν ήταν σίγουρη. Αρκετά οι άνθρωποι γύρω της την φόρτωναν και της επιβάλλονταν κάποτε προκειμένου να κάνει ότι επιθυμούσαν.  Από εδώ και πέρα, ήθελε να αποφασίζει η ίδια για το τι θα έκανε στη ζωή της : το που θα εργαζόταν, ποιον και αν θα παντρευόταν. Αν και  έβραζε από  ενόχληση εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε να αρνείται πια στον εαυτό της το ότι άρχιζε να νιώθει πράγματα για τον Βελισάριο κάθε φορά και πιο πολύ...




Δεν το σκεφτόταν πολύ...ή μάλλον σκέφτηκε το ενδεχόμενο της απόρριψης από τη μεριά της Νταίζης, όμως ήταν αποφασισμένος να θέσει την πρόταση του ούτως ή αλλως, οπότε καμία ανασφάλεια δεν θα τον σταματούσε. Ένα ροκ φεστιβάλ θα λάμβανε χώρα σε μία μεγαλούπολη του νομού και ο Βελισάριος ανυπομονούσε να το παρακολουθήσει, καθώς θα τραγουδούσαν αγαπημένοι του καλλιτέχνες. Ωστόσο επιθυμούσε να το παρακολουθήσει έχοντας μια παρέα, ακόμα και αν ήταν η Νταίζη το μοναδικό άτομο.

«Με ενδιαφέρει  κάτι τέτοιο, μιας και λατρεύω το είδος της συγκεκριμένης μουσικής. Θα με ενθουσίαζε πολύ η ιδέα να ακούσω ροκ μουσική. Πότε και ποια ώρα θα πρέπει να βρισκόμαστε εκεί;»

«Αύριο στις επτά. Θα ξεκινήσει  το απόγευμα και θα τελειώσει το βράδυ κατά τις έντεκα ».

«Αύριο είπες; Θα δω αν μπορέσω, διότι έχω κανονίσει μια δουλειά ».

«Μην κάνεις βήματα πίσω τώρα και παίρνεις μαζί και τις υποσχέσεις σου. Πριν δεν έλεγες ότι αγαπάς την ροκ μουσική; Παραλίγο να υποσχόσουν πως θα έρθεις » την έκρινε δήθεν μαλώνοντας την ο νεαρός.

Η Νταίζη ήθελε να κερδίσει χρόνο, γι' αυτό απαντούσε έτσι. Είχε τις πονηριές της εξάλλου. Στην πραγματικότητα  ήθελε πολύ να πάει μαζί με τον Βελισάριο στο φεστιβάλ. Είχε καιρό να θελήσει να κάνει κάτι στη ζωή της με τόση σιγουριά, αδημονία και επίγνωση των όσων πιθανόν να ακολουθούσαν...

Γι' αυτό κατέληξε στο να δεχτεί την πρόταση του και πήρε τα μέτρα της ώστε να μην μείνει τίποτα για την τελευταία στιγμή. Είχε σχεδιάσει τέλεια το πρόγραμμα της: μόλις ολοκλήρωσε τις πρωινές εργασίες, βρήκε χρόνο να χαλαρώσει με το διάβασμα ενός βιβλίου, να φάει το μεσημεριανό και να κοιμηθεί για μισή ώρα. Με το που ξύπνησε, ξεκίνησε να ετοιμάζεται με τα σικάτα ρούχα της να χτενίζεται και να μακιγιάρεται ελαφρώς. Οι ετοιμασίες της πήραν δύο ώρες και έτσι μπορούσε να κοιτάζει ανακουφισμένη το είδωλο της στον καθρέφτη, επειδή υπολόγισε σωστά τον χρόνο της.

Εμφανίστηκε μπροστά του ντυμένη με μπλε σκούρα τζιν ζακέτα, μία μαύρη καλλίγραμμη μπλούζα και άσπρη φούστα. Στην αντίποδα ο Βελισάριος ήρθε ντυμένος με μια τζιν ζακέτα με γούνα και μαύρο παντελόνι. Της έκανε κομπλιμέντα και της πρόσφερε το χέρι του για να ξεκινήσουν να πηγαίνουν στο φεστιβάλ. Θα πήγαιναν ευχαρίστως με τα πόδια αν η εκδήλωση πραγματοποιούνταν στο χωριό τους, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να πάνε με το αυτοκίνητο του Βελισάριου.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια χωρίς να μιλούν και τελικά πλησίασαν τόσο που φιλήθηκαν, με παράφορη ένταση. «Σε αγαπώ μικρή μου Νταιζη » της μίλησε πολύ σιγανά εώς ψιθυριστά και αισθησιακά ο Βελισάριος πιάνοντας της το μάγουλο. Η κοπέλα ανατρίχιασε και ένιωσε πως ταξίδεψε στην εποχή των πρώτων ερωτικών στιγμών της με τον Χρυσάνθη.



                     [...]

Κάποιοι άνθρωποι προτιμούν να παραμείνουν με τα αρνητικά στοιχεία του εαυτού τους, πιστεύοντας πως έχουν δίκιο και δεν έχουν λόγο να αλλάξουν. Ειδικά αν θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά τους τους ευνοούν σε κάτι...

Η Χλόη είχε φτάσει στο σημείο μηδέν μετά την πρόσφατη αφαίρεση του διπλώματος της για υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Έπρεπε να βρει τρόπο να συνεχίσει να πληρώνει το διαμέρισμα της για να μην αναγκαστεί να φύγει. Και βρήκε το κατάλληλο μέσο στο πρόσωπο ενός ανυποψίαστου θύματος... της αδελφής του καινούριου αγοριού της.   Κατάφερνε να παίρνει αυτό που θέλει, που δεν ήταν άλλο από επιταγές, χρήματα για το ενοίκιο της. Είχε τον τρόπο της με τους ανθρώπους, ήξερε πως να τους χειρίζεται για να παίρνει οτιδήποτε επιθυμούσε δόλια. Επιστράτευε το πιο ευγενικό και γλυκό της ύφος, προκειμένου να τους πείθει να της ικανοποιούν το χατίρι.   Μια πλούσια κληρονόμος και όμως διέφερε τόσο ο χαρακτήρας και η στάση ζωής της από την ίδια. Πόσο αφελής και χαζοβιόλα  σκεφτόταν η Χλόη και γελούσε μέσα της. 

Μάλιστα για να το πετύχει έστησε ολόκληρο επιτυχημένο θέατρο μπροστά της. Έκανε πως κλαίει οδυνηρά σαν να βίωνε το χειρότερο πένθος της ζωής της.

« Δεν μπορώ να πληρώσω τρία νοίκια και κινδυνεύω να μείνω στο δρόμο. Θα με πετάξουν έξω οι ιδιοκτήτες, έτσι άφησαν να εννοηθεί με ευγενικό πλάγιο τρόπο στην τελευταία μας κουβέντα. Εγώ κάποτε ήμουν μια πριγκίπισσα όπως εσύ που πατούσα γερά στα πόδια μου με αυτοπεποίθηση, δύναμη και περηφάνια. Είχα το ίδιο επίπεδο ζωής, 

Ο αγαπημένος της όταν έμαθε την αλήθεια, την χώρισε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο  προδομένος ξεγελάστηκε από την αγάπη. Πως έπεσε στην παγίδα εκείνος και η κακόμοιρη αδελφούλα του; 










[...]

Το σημερινό απόγευμα ήταν ιδιαίτερο αφού λάμβανε χώρα ένα σπουδαίο και εξαίρετο γεγονός, μια έκθεση σε γκαλερί τέχνης. Η Νταίζη ήθελε να τιμήσει με τη παρουσία της έναν καλλιτέχνη φίλο της και την παρέα του. Οι τρεις ζωγράφοι θα παρουσίαζαν τα εξαίρετα έργα τους. 


Η έκθεση στέφθηκε με  απόλυτη και ευτυχέστερη επιτυχία. Ο Δομένικος και η Μίρκα εμφανίστηκαν στα μισά της εκδήλωσης και αποτελούσαν το ομορφότερο και πιο λαμπερό ζευγάρι στο χώρο εκείνον.

«Συγγνώμη μια ξαφνική μπόρα στο ρεύμα της λεωφόρου, από όπου ερχόμασταν έγινε αιτία να προκληθεί συμφόρηση στους δρόμους » απολογήθηκε λίγο ενοχικά ο Δομένικος.

Ένα αινιγματικό γέλιο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Μίρκας.

«Τι συμβαίνει γιατί γελάς εσύ έτσι ξαφνικά;» την ρώτησε η Σεσίλια ξαφνιασμένη καθώς το γέλιο της φίλης της της διέγειρε τη περιέργεια.

«Στρέψου και κοίτα ποιος είναι πίσω σου» την ενθάρρυνε η Μίρκα.

Η Σεσίλια στηρίχτηκε στο μπράτσο της Νταίζης, ενώ ο Δομένικος και η Μίρκα έφυγαν διακριτικά από δίπλα τους για να τους αφήσουν λίγο μόνους. Η Σεσίλια βρέθηκε μαζί με τον Ηρακλή. Στην  ίδια δυσμενή δύσκολη θέση...μόνη της απέναντι του. Ξανά. Ανήμπορη να μην δεχτεί τις φιλοφρονήσεις, τις διαθέσεις και επιθυμίες πολιορκίας του και δεν ήξερε τι άλλο. Δεν ήταν έτοιμη για κάποιο θαρραλέο βήμα φλερτ πάντως. Ούτε να δεχτεί από έναν άντρα, ούτε να κάνει η ίδια προς εκείνον.





Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro