Άτιτλο κεφάλαιο 16
Η Μίρκα επικεντρώθηκε και έδωσε βάση στα μαθήματα βοτανολογίας. Έκρινε και αποφάσισε πως έτσι θα της έκανε καλό και θα της έπαιρνε ακόμα περισσότερο τη θλίψη μακριά για όλα όσα είχε περάσει τελευταία και την πόνεσαν. Ένας συμφοιτητής της ο Κίμωνας, τη πρόσεχε καιρό τώρα και ένα μολύβι έγινε η αιτία να την προσέξει ακόμα περισσότερο.
Την ημέρα μιας διάλεξης ο νεαρός έψαχνε κοιτώντας γύρω του το μολύβι του αφού διαπίστωσε ότι το είχε χάσει και ήταν κρίσιμο να το βρει παρολ΄ αυτά για να καταγράψει σημειώσεις του μαθήματος εκείνη τη στιγμή. Η Μίρκα όπως έστρεψε στιγμιαία το κεφάλι της, αντιλήφθηκε την ταραχή του και του έδωσε το δικό της κομψό μολύβι.
Ο Κίμωνας ήταν συμπαθής και καθόλα αδιάφορος νέος. Καστανομάλλης με μελιά μάτια. Άρχισαν να επικοινωνούν τακτικά, επειδή ένιωσαν πως συμπάθησαν ο ένας τον άλλον ύστερα από μια ειλικρινής κουβέντα στο κυλικείο της σχολής και μάλιστα άρχισαν να βγαίνουν ραντεβού.
Ύστερα από ένα ραντεβού τους, αφού τη συνόδευσε μέχρι έξω από την αυλή του σπιτιού της, ο Κίμωνας πήγε να τη φιλήσει και εκείνη αποτραβήχτηκε τιναγμένα και ταραγμένα. Του ζήτησε να μην τη ξαναπλησιάσει και πως δεν ήταν έτοιμη καθόλου για ένα ξεκίνημα σχέσης εφόσον αυτό είχε κατά πάσα πιθανότητα εκείνος στο μυαλό του. Έτσι ο Κίμωνας δέχτηκε το αίτημα της και παραιτήθηκε από την προσπάθεια να την κερδίσει λίγο απογοητευμένος.
Η Μίρκα του είχε πει τότε χαρακτηριστικά «Πως πίστευες οτι μπορούσα να αφήσω ένα σημείο της καρδιάς μου να σε δεχτεί και να σε αγαπήσει; Δεν μπορώ να το κάνω. Ακομα δεν έχω συνέλθει απ το προηγούμενο ερωτα μου, είναι μπερδεμένη η κατάσταση Κιμωνα. Σε παρακαλώ μην συνεχίζεις ».
Τον λυπήθηκε, όμως ο Κίμωνας αποχώρησε διακριτικά και αθόρυβα απ τη ζωή της και δεν έμαθε ποτέ ξανά γι αυτόν ούτε άκουσε. Μόνο ευχήθηκε μέσα της να είναι καλά εκεί όπου βρίσκεται και να έχει βρει την ευτυχία δίπλα σε μια άλλη γυναίκα, που θα του επέτρεπε να της αγγίζει τη καρδιά και να την αγαπά .
Πιστεύετε η Μίρκα καλό θα ήταν να δοκιμάσει έναν καινούριο έρωτα όπως της προσφέρθηκε ευγενικά από τον Κίμωνα ή να ξαναγυρίσει στον Δομένικο τον οποίο αγαπά ακόμα;
[....]
Ο Ηρακλής εντυπωσιάστηκε από την Σεσίλια άσχετα αν κατάλαβε τον χαρακτήρα της γρήγορα και τον ψυχογράφησε: για ''βασίλισσα'' πρόκειται και όχι όποια άλλη συνηθισμένη γυναίκα. Την κοίταξε από κοντά και έμεινε κολλημένο το βλέμμα του πάνω της. Δήλωνε έντονο θαυμασμό και διάθεση κατάκτησης της.
Η κοπέλα ήταν πάντα περιποιημένη, κομψή, αέρινη. Κυκλοφορούσε με ανοιχτόχρωμες φούστες και φορέματα-μάλλον τα προτιμούσε περισσότερο από τα παντελόνια- στα χρώματα της άνοιξης. Είχε μια αριστοκρατική ομορφιά και αυτό φαινόταν όχι μόνο στα άρτια χαρακτηριστικά του προσώπου της όπως τα κόκκινα ζωηρά μαλλιά, τα μάγουλα και τον λαιμό της σαν κύκνο άλλα και στις κινήσεις του σώματος της. Εξέπεμπε αύρα κοπέλας που είχε την ικανότητα και θέληση να ανυψωθεί στην εξουσία.
« Το ξέρεις ότι είσαι πανέμορφη, κατέχεις μεγαλύτερο μέρος της αριστοκρατικής ομορφιάς περισσότερο κ απ ένα 'βασιλικό' άνθος όπως η ορτανσία και η ντάλια; Δηλώνω γοητευμένος από την παρουσία σας» τη ρώτησε μια μέρα σε μία από τις επισκέψεις του στο θέατρο όπου η Σεσίλια έπαιζε.
'Μα τα ήθελε και τόσο εύκολα μοίραζε τα κομπλιμέντα φλερτ δεξιά κ αριστερά, σε οποιαδήποτε κοπέλα γνώριζε στο δρόμο του;' αναρωτήθηκε από μέσα της η Σεσίλια. Γύρισε το βλέμμα της για να μην δει το κοκκίνισμα που ήδη ξεκίνησε να απλώνεται στα μάγουλα της.
« Συγνώμη, ήρθες εδώ να με δεις, για να μου εκφράσεις μόνο αυτό το κομπλιμέντο; Τόσα χιλιόμετρα έκανες για τον συγκεκριμένο ανούσιο λόγο;» τον ρωτούσε ήρεμα αλλά έβραζε από σύγχυση εντός της.
« Όχι μόνο αυτό...για να σε γνωρίσω καλύτερα μέσα από τη κουβέντα μας. Είμαι σίγουρος για την εξαίσια προσωπικότητα σου όσο και αν το μυστήριο με το οποίο την περιβάλλεις σε κάνει να έχεις την ιδιότητα της περίπλοκης και ακατανόητης» ήρθε η έκρηξη μέσα από τα λόγια του όμως εκείνος όταν τα εξέφρασε ήταν πλήρως ανέμελος και ατάραχος.
Η Σεσίλια έμεινε έκπληκτη. 'Δεν θα σταματούσε με τίποτα;' ρώτησε τον εαυτό της εσωτερικά. Ήθελε να φύγει από το θέατρο μιας και είχε σχολάσει και ο συγκεκριμένος γόης νεαρός την εμπόδιζε... 'κοίτα να δεις που έμπλεξα' είπε στον εαυτό της 'να βρω έναν τρόπο άμεσα να ξεμπλέξω'.
Δεν χρειάστηκε να βάλει το μυαλό της να σκαρφιστεί κάτι πολύ, επειδή ήρθαν κοντά της δύο συμπρωταγωνιστές της και της ζήτησαν να πάει μαζί τους στα παρασκήνια για να δουν τα καινούρια κοστούμια που επιλέχθηκαν για το έργο και να αποφασίσουν ποια θα φορούσαν οι ίδιοι εν τέλη καθώς ήταν σημαντικό να καταλήξουν σε μερικά ενδύματα από ολόκληρη τη ποικιλία.
« Όπως βλέπεις Ηρακλή πρέπει να φύγω. Αντίο » ακολούθησε τους συνεργάτες της και τους ψιθύρισε χαμηλόφωνα: « με σώσατε σας ευχαριστώ »
« Από ποιο πράγμα καλέ; » ρώτησε απορημένος ο ένας, αρχάριος ηθοποιός και συνομήλικος της Σεσίλια αλλά πολύ ζωηρός, φιλομαθής και πρόθυμος να παίξει επιτυχημένα όποιον ρόλο του ανέθεταν. Ήταν πλακατζής και όλοι τον τραβούσαν στη παρέα τους. Ακόμα και η Σεσίλια μερικές φορές, καθώς περνούσε πολλές ώρες στο θέατρο και ήθελε δεν ήθελε, δημιουργούσε φιλίες με ορισμένους, είτε αρχάριους είτε πεπειραμένους ηθοποιούς.
« Τίποτα...αφήστε » απάντησε με αινιγματικό ύφος και ο νεαρός έστρεψε να δει τον Ηρακλή πίσω από τη πλάτη του. Διέκρινε το παραπονεμένο βλέμμα του προς την Σεσίλια, το οποίο όμως ταυτόχρονα δεν έδειχνε καμία θέληση να τα παρατήσει στο θέμα της πολιορκίας του. Τότε αμέσως κατάλαβε τι γινόταν με τη φίλη του, και χαμογέλασε. Θα περνούσε έναν ευχάριστο γολγοθά με τον νεαρό που την κοιτούσε έντονα.
[...]
Η Νταίζη γύρισε στη Ανφήνα και κανόνισε να βρεθεί με τις φίλες που της είχαν λείψει τρομερά όλο αυτό το διάστημα. Όρισαν τόπο συνάντησης ένα γραφικό πάρκο και με το που βρέθηκαν από κοντά σχημάτισαν μια αγκαλιά εκδήλωσης της βαθιάς, παντοτινής και αγαπητής φιλίας τους. Βουρκωμένες ήταν όταν μοιράστηκαν τα πρώτα τους λόγια και φάνηκε στα μάτια τους η ισχυρή αγάπη που έτρεφαν όλες μαζί.
« Δεν μπορείτε να αντιληφθείτε πόσο μου λείψατε και πως νιώθω που σας βλέπω » τους χαμογέλασε η Νταίζη.
Πήγαν να καθίσουν σε μια σικ καφετέρια της πλατείας, με θέα το ιστορικό μουσείο της πόλης από απέναντι αφού είχαν βολτάρει στο πολύβουο κέντρο και σε κοσμοπλημμυρισμένα σοκάκια, κάτι που είχαν να κάνουν καιρό και απολάμβαναν να κάνουν οι τρεις μαζί.
« Σας αρέσει εδώ;» τις ρώτησε η Νταίζη που η ίδια κανόνισε και οργάνωσε όλο το ξεχωριστό πρόγραμμα της βόλτας και της περιήγησης τους.
« Κορίτσια σε ένα χρόνο θα βρισκόμαστε να πίνουμε σοκολάτα σε ένα καφέ του εξωτερικού. Φανταστείτε το καθώς όλες θα κερδίζουμε από ένα μισθό θα μπορούμε να πραγματοποιήσουμε το πρώτο μας ταξίδι εκτός χώρας » τις έβαλε σε διαδικασία να φανταστούν ως μια καταπληκτική εικόνα από τώρα η Νταίζη.
« Θα πάμε στα καλύτερα μέρη του εξωτερικού: στις τρεις πιο βασιλικές και εντυπωσιακές χώρες που θα επιλέξει η κάθε μία από εμάς με βάση τα γούστα μας και για να είμαστε δίκαιες. Θαύμα και όνειρο μαγικό δεν νομίζετε;»
« Το οποίο όνειρο θα γίνει πραγματικότητα » τη διόρθωσε η Σεσίλια.
« Προς το παρόν θα το αναλογιζόμαστε σαν όνειρο, αλλά με τις βέβαιες δυνάμεις των πράξεων μας του χρόνου μπορούμε να το κάνουμε να γίνει γεγονός » συμφώνησε η Μίρκα. Τα κορίτσια συνέχισαν να μιλάνε για λίγο και να πίνουν ζεστά σοκολατούχα ροφήματα.
Μια βδομάδα αργότερα η Νταίζη δεν μπορούσε και δεν της έκανε καρδιά να φύγει αν δεν παρακολουθούσε μια πρόβα της κολλητής της φίλης. Η Σεσίλια θα πρωταγωνιστούσε σε μία νέα παράσταση και θα έπαιζε το ρόλο μιας πριγκίπισσας της βικτοριανής εποχής.
Όταν υποδυόταν ένα ρόλο κατακτούσε τους δασκάλους υποκριτικής με τις ερμηνείες της και έτσι και τώρα πέτυχε το ίδιο και με τις φίλες της. « Δεν είναι απίστευτη;» ρωτούσε η Νταίζη με μαγεμένη έκφραση στο πρόσωπο της τη Μίρκα στο κάθισμα δίπλα της.
« Απλά καταπληκτική! Δεν βρίσκω λόγια να εκφράσω το θαυμασμό μου για το μεγαλείο της καλλιτέχνιδας φίλης μας».
Μόλις τελείωσε η πρόβα οι φίλες της την πλησίασαν για να της δώσουν τα συγχαρητήρια τους.
« Σας ευχαριστώ που ήρθατε να με υποστηρίξετε και να θαυμάσετε το ταλέντο μου » εκφράστηκε με υπερηφάνεια, έπαρση η Σεσίλια φουσκώνοντας σαν παγώνι. Έβγαινε στη σκηνή η Σεσίλια και μάγευε το κοινό-που τη παρακολουθούσε από την αρχή μέχρι τη λήξη της παράστασης-ανεξαρτήτως ηλικίας, ενήλικες μικρά νήπια. Όλοι τη λάτρευαν και της εξέφραζαν την επευφημία τους στο τέλος με φωναχτά χειροκροτήματα.
Μάλιστα μερικοί με δάκρυα στα μάτια την παρακολουθούσαν και αποχωρούσαν από το θέατρο φορτισμένοι συναισθηματικά, διότι η κοπέλα κατάφερνε να μιλήσει στις καρδιές τους με το πηγαίο ταλέντο της. Γινόταν πιστευτή και πειστική σε κάθε της ρόλο και ως αποτέλεσμα οι θεατές έμεναν ευχαριστημένοι.
Κατά τη διάρκεια του παιξίματος της, έμπαινε τόσο βαθιά στο πετσί του ρόλου και αυτό ήταν ικανό να προκαλέσει συναισθήματα στο κοινό. Τους έκανε να νιώθουν ότι το κορίτσι αυτό ήταν ειλικρινές με την τόσο καλή εκφραστικότητα συναισθημάτων της και ότι θα της ταίριαζε κάθε ρόλος ακόμα και ο φαινομενικά πολύπλοκος και ασύνδετος.
[....]
Η Νταίζη μερικές μέρες μετά την επιστροφή της στο χωριό, συναντήθηκε με τον Βελισάριο κοντά σε έναν ανεμόμυλο του κέντρου του χωριού και αποφάσισε να συμφωνήσει με τη πρόταση σου για ξενάγηση στα μέρη της δουλειάς του: ένα οινοποιείο που διέθετε πλήρως εξοπλισμένους χώρους και υπηρεσίες. Ο πιο αγαπημένος του χώρος όπου περνούσε το περισσότερο καιρό της κάθε μέρας του εκτός από τα Σαββατοκύριακα.
« Λοιπόν Βελισάριε ήρθε η ώρα που θα φύγω, έχω κάποιες υποχρεώσεις που δεν πρέπει να αναβάλλω για αργότερα »
« Περίμενε λίγο, ούτε μία ώρα δεν πέρασε από την περιήγηση που κάνουμε στο οινοποιείο και βιάζεσαι να φύγεις;»
« Προέκυψε κάτι βασικό, τι να σου κάνω » ανασήκωσε η Νταίζη τους ώμους της δήθεν απολογητικά. Όχι όμως ότι την ένοιαζε και πολύ.
« Δεν καταδέχεσαι να συζητάς και να κάνεις παρέα μαζί μου, επειδή είσαι από τη πρωτεύουσα ;» η ερώτηση του που ήρθε αμέσως μετά την ξάφνιασε.
«Καμία σχέση, λάθος αυτό που ξεστόμισες. Είμαι και εγώ γέννημα χωριού, απλός ενός διαφορετικού λίγο πιο πέρα από το δικό σας»
« Σοβαρά ποιανού;»
« Το χωριό βρίσκεται κοντά από εδώ σχετικά. Για τη Μαλαιρενσία μιλάω »
« Απίστευτο, δεν το περίμενα με τίποτα. Κάτι στο τρόπο σου μου έδινε την εντύπωση ότι έχεις καταγωγή από τη πόλη και λιγότερο από χωριό. Ίσως να σου ταιριάζει κιόλας περισσότερο το στυλ της πόλης και να μην το ήξερες » έκανε τη παρατήρηση του κεφάτα.
Η Νταίζη εξεπλάγην αλλά βρήκε ενδιαφέρον το σχόλιο του και του έδινε λίγο δίκαιο. Πάντα διέφερε από την νοοτροπία των συγχωριανών της μιας και έτρεφε όνειρα και επιδιώξεις υψηλού επιπέδου.
Το τελευταίο διάστημα η κοπέλα μελετούσε πολύ προσεκτικά και τακτικά τα βιβλία της νομικής καθώς είχε δώσει όρκο στον εαυτό της κ είχε βάλει σκοπό ζωής να γίνει η καλύτερη δικηγόρος. Να βοηθήσει ολες τις γυναίκες της χώρας της και του πλανήτη αν γινόταν. Η αποχή της από τα μαθήματα με φυσική παρουσία στη σχολή, δεν την εμπόδιζε να διαβάζει με πρόγραμμα καθημερινά κάποιες ώρες ώστε να μην μένει πίσω, ούτε να προκύπτουν κενά.
Όταν θα επέστρεφε μόνιμα στη πρωτεύουσα στόχευε να δώσει τις τελικές εξετάσεις αμέσως, εκτός και αν οι δόκτορες της της κανόνιζαν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα μαθημάτων ειδικά για τις εξετάσεις πτυχίου. Έτσι έκανε το συγκεκριμένο βράδυ, έπιασε το διάβασμα από νωρίς το απόγευμα μέχρι τις έντεκα. Στο έτος που έφτασε πλέον, κατείχε άριστα τις γνώσεις στα βασικά μαθήματα όπως συνταγματικό, διεθνές δίκαιο τα οποία της προκαλούσαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και επιπλέον διάφορα.
Όμως ήθελε να είναι το ίδιο επιτυχημένη και στην ώρα της πρακτικής εξάσκησης όταν θα ερχόταν για να δείξει και να εφαρμόσει όλα αυτά που έμαθε στα χρόνια της σχολής. Δεν κατάλαβε καν πότε άρχισε να της έρχεται η ανάγκη για ύπνο. Τα μάτια της όμως που πονούσαν της έδιναν το σήμα ότι θα έπρεπε να ετοιμάζεται σιγά σιγά.
Ο Βελισάριος τη παρατηρούσε κρυφά έξω από το παράθυρο της ενώ εκείνη αποκοιμιόταν βαθιά και ονειρικά σαν πουλάκι στο πουπουλένιο ορθοπεδικό μαξιλάρι της. Τράβηξε το παράθυρο λίγο προς τα πάνω από το σημείο που ήταν-η Νταίζη το είχε αφήσει καταλάθος μισάνοιχτο-και εισήλθε μέσα. Πλησίασε το κρεβάτι της κοπέλας και της χάιδεψε ίσα ίσα το μάγουλο. Τη καληνύχτισε από μέσα του καθώς και ο παραμικρός ψίθυρος θα την φόβιζε και θα την ξύπναγε.
Ενόσω απομακρυνόταν από το σπίτι της κοπέλας διασχίζοντας το μονοπάτι μέσα από το λιβάδι με τα καλαμπόκια έφερνε στη μνήμη του τις πρόσφατες επικοινωνίες τους. Πριν μια βδομάδα είχε κάνει φιλική επίσκεψη στο σπίτι της και πέρασαν σχετικά ευχάριστα, παρακολουθώντας ταινία και παίζοντας σκάκι και επιτραπέζια. Μέχρι που μια αναφορά του την έκανε να θιχτεί και να στεναχωρηθεί...
Την ώρα που σηκωνόταν από τη καρέκλα του τραπεζιού πάνω στο οποίο έπαιζαν monopoly, της έλεγε: « Δεν σου είπα το καλύτερο Νταίζη. Υπάρχει ένα καταπληκτικό μέρος σε απόσταση όχι πολύ μακριά από εδώ. Μπορείς να διακρίνεις μια φανταστική ομορφιά του τοπίου λίγο διαφορετική και ανώτερη από το δικό μου χωριό. Θα σε πάρω ένα μεσημέρι με το αυτοκίνητο να πάμε μαζί προς τα εκεί »
« Ποιο μέρος είναι αυτό;»
« Λέγεται Οριστράνα »
Η Νταίζη έμεινε άφωνη. Τον κοιτούσε με βλέμμα απλανές και διάπλατο ανοιχτά προτού τον ρωτήσει πονεμένη: « γιατί το ανέφερες αυτό; Δεν έπρεπε να ακούσω αυτή τη πληροφορία. Μπορούσες να τη κρατήσεις για τον εαυτό σου » και μετακινηθεί στον πάνω όροφο για το δωμάτιο της.
« Έθιξα κάποιες πληγές σου, συγνώμη » της ζήτησε απολογητικά ο Βελισάριος που την ακολούθησε και τα βήματα του αντηχούσαν στη ξύλινη σκάλα ανάστατα και λυπημένα θαρρείς.
Έμεινε στο διάδρομο να την κοιτάζει απλώς ενω εκείνη έκλαιγε στο δωμάτιο της και είχε ξεχάσει να κλείσει τελείως τη πόρτα οπότε φαινόταν λίγο η ίδια και ο χώρος της. Μόλις ηρέμησε κάπως, πλησίασε στο άνοιγμα της πόρτας και του εξήγησε το λόγο της ψυχικής αναστάτωσης της. Έτσι λοιπόν εκείνο το βράδυ ο Βελισάριος έμαθε και πλέον ήξερε για τον πρώτο έρωτα της κοπέλας που είχε καταγωγή από την Οριστράνα και η αναφορά του ονόματος του χωριού αυτού έγινε η αιτία της λύπης της Νταίζης καθώς τη τελευταία φορά που είδε την Οριστράνα ήταν για να...αποχαιρετήσει οριστικά τον Χρυσάνθη.
Ο Βελισάριος την ευσπλαχνίστηκε ενόσω η κοπέλα του διηγούταν την ιστορία της. Επίσης αισθάνθηκε αποφασισμένος και πρόθυμος ακόμα πιο πολύ να την κάνει να γίνει χαρούμενη και ευτυχισμένη ξανά, επειδή είχε αρχίσει να γίνεται ερωτευμένος με τον κλειστό αλλά καλόκαρδο χαρακτήρα εκείνης.
Το άλλο πρωί η Νταίζη τεντώθηκε, σηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα το χώρο της όταν ξαφνικά η ματιά της έπεσε πάνω σε ένα άσπρο-κόκκινο ρόδο. Το πήρε στα χέρια της και το μύρισε για να αισθανθεί την φρεσκάδα του κάλλους του. Κάποιος της το είχε προσφέρει την ώρα που εκείνη βρισκόταν παραδομένη στην αγκαλιά του ύπνου.
« Τι ωραίο που κάποιος με εσώκλειε στη σκέψη του » είπε την ώρα που μύριζε το τριαντάφυλλο και παρατηρούσε το μίσχος του.
Οι γονείς της Χλόης ήρθαν να τη δουν στο διαμέρισμα της και θα έμεναν μαζί της για σύντομο καιρό. « Για τέσσερις πέντε μέρες ήρθαμε να σε δούμε Χλόη μου, δεν σου ζητάμε να μας κρατήσεις επ αόριστον στο σπίτι σου. Μας έλειψες και θέλουμε να περάσουμε τη περίοδο της διαμονής οικογενειακώς » της μιλούσε με γλύκα η μαμά της.
Όσο διάστημα οι γονείς της ζούσαν μαζί της η Χλόη είχε κατσουφιασμένο ύφος και τους συμπεριφερόταν σαν να τους έκανε χάρη που τους φιλοξενούσε τις ελάχιστες μέρες που της ζήτησαν. Τους έβλεπε σαν βάρος που τους δέχτηκε για λίγες μέρες στο σπίτι της και αυτό το βάρος της δημιουργούσε απώθηση.
Από τότε που ενηλικιώθηκε εκείνη τη νύχτα φάνηκε ότι κάτι κακό και περίεργο συμβαίνει μαζί της: μιας η Χλόη έκλεινε τα δέκατα όγδοα γενέθλια της, η μαμά της της έδειξε τη τούρτα βανίλιας με φράουλες βερίκοκα στη βάση που είχε δημιουργήσει η ίδια για το χατίρι της. Όμως η αντίδραση της Χλόης τους εξέπληξε δυσάρεστα.
« Έφτιαξα τούρτα με τη γεύση που θέλεις και είναι του γούστου σου »
« Δεν ζήτησα τη συγκεκριμένη τούρτα. Ανεβαίνω στο δωμάτιο μου γιατί έχω πολλά σημαντικά πράγματα να κάνω » τους απάντησε κοφτά και ψυχρά. Σαν αιχμηρή ύαινα έμοιαζε τώρα στην ενηλικίωση της...οι γονείς της απορούσαν και στεναχωριόνταν: που είχε εξαφανιστεί το χαριτωμένο ευγενές κορίτσι όταν υπήρξε παιδάκι;
Τα αναπάντεχα για την κοπέλα χτυπήματα της ζωής δεν άργησαν...
«Δεν μπορώ να σου πληρώνω τα βασιλικά, ακριβά καπρίτσια σου. Αυτά περίμενες πως θα λαμβάνεις; Όχι λυπάμαι κόρη μου όπως έστρωσες θα μάθεις ». Η Χλόη κατάλαβε πως με αυτή την εξέλιξη δεν θα μπορούσε να κάνει τη ζωή που συνήθιζε σπατάλες, έξοδα κλπ. Τα έξοδα του κόστους ζωής στην μεγαλούπολη ήταν τεράστια και τα χρήματα που κέρδιζε μόνη της, δεν της έφταναν όσο και αν τα υπολόγιζε.
« Μπαμπά είναι δυνατόν να κάνεις κάτι τέτοιο; Δεν κοιτάζω μόνο τα καπρίτσια. Πριν λίγο καιρό έφυγα από μια δουλειά και τώρα θα με αναγκάσεις να βγω στο ψάξιμο για εύρεση εργασίας πιο σύντομα από ότι προτιμούσα ».
« Εφόσον θα το χρειαστείς θα το κάνεις. Προφανώς στις παλιές δουλειές, πήγαινες για τη πλάκα σου ή τα χρήματα που έβγαζες δεν τα χρησιμοποιούσες σε σωστά πράγματα της καθημερινότητας παρά μόνο σε αλόγιστα έξοδα και διασκεδάσεις. Σε βόλευε το ότι πλήρωνα το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων σου εγώ ο ίδιος ». Η Χλόη δεν είπε τίποτα περαιτέρω μόνο του έδειξε με το βλέμμα της εκτός από την αντίδραση της πως θα του κρατάει θυμό για αρκετό διάστημα και θα είναι εναντίον του.
Πήγε να δει μια φίλη της στο φοιτητικό της διαμέρισμα και της ζήτησε τη χάρη που θα την έβγαζε από το δύσκολο αδιέξοδο.
« Δάνεισε μου ένα ιδανικό ποσό για δύο μήνες και θα στο επιστρέψω με το που πιάσω καινούρια δουλειά. Σε παρακαλώ ».
« Εντάξει δέχομαι. Είμαστε φίλες από το πανεπιστήμιο και έμαθα να σε βοηθώ πάντα στα δύσκολα » της απάντησε έπειτα από μια σιωπή συλλογισμού και δυσκολίας να αποφασίσει.
Η Χλόη δεν φαίνεται διατεθειμένη να φτιάξει τις σχέσεις με τους δικούς της..
[...]
Η Σεσίλια προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει στον Ηρακλή την διαρκή άρνηση της να βγει ραντεβού μαζί του.
« Δεν είσαι από τα άτομα που με ενδιαφέρουν. Απλά στο λέω και εσύ δεν κάνεις τίποτα για να το καταλάβεις »
Ο Ηρακλής αγνόησε τα υπόλοιπα επιχειρήματα της και στάθηκε στη πρώτη της πρόταση. « Γιατί δεν με αφήνεις να γίνω τότε; Δοκίμασε να μου δώσεις μια ευκαιρία και θα δεις ότι δεν θα το μετανιώσεις »
« Εγώ σε συμβουλεύω να με αφήσεις και να βρεις κάτι άλλο πιο ενδιαφέρον, για να ασχοληθείς από το να τρέχεις πίσω μου ».
« Δεν θα σε αφήσω, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση » έπιασε τον αγκώνα της στα χέρια του λίγο πιο σφιχτά και τραχιά από ότι το ήθελε. Η Σεσίλια ταράχτηκε και του το έδειξε με το έκπληκτο και τρεμάμενο βλέμμα της.
Του ζήτησε να της αφήσει το χέρι και εκείνος το έκανε με συνοπτικές διαδικασίες. Τα τραχύ και σκληρώδη έντονα μάτια του της έφεραν άθελα της την εικόνα του αλλουνού, του πρώτου αγοριού που της ξύπνησε τα ρομαντικά συναισθήματα-και που αποδείχτηκε κάθαρμα- αλλά παραμερίστηκαν και κρύφτηκαν κάπου στο συρτάρι του μυαλού.
« Τι έπαθες γιατί βυθίστηκες στο σκοτάδι ή κάπου πέρα μακριά, σε άλλο περιβάλλον του μυαλού σου έτσι απρόσμενα;»
« Δεν έχω κάτι. Τίποτα δεν έπαθα, απλώς θυμήθηκα ένα πρόσωπο από το παρελθόν » βιάστηκε να εξηγήσει και πέρασε από μπροστά του ταχέως για να μην δει αυτός τη σκοτοδίνη και λύπη που πάλευε μέσα της.
''Κοίτα να δεις, τελικά η βασίλισσα της σκηνής έχει ευαισθησίες παρότι το παίζει ψηλομύτα και σνομπ '' σκέφτηκε ενδόμυχα ο Ηρακλής και πολύ του άρεσε αυτή η καινούρια ανακάλυψη.
Προσπαθούσε να τη βρει αλλά δε μπορούσε με τίποτα. Δεν ήταν δυνατόν να εξαφανίστηκε τόσο εύκολα η Νταίζη συλλογίστηκε βαριά προβληματισμένος ο Ανδριανός.
Μέχρι που το σύμπαν κανόνισε να φέρει στη καθημερινότητα της Νταίζης τον μισητό και κακό πρώην άντρα της. Η νεαρή περπατούσε ξέγνοιαστη κοντά στη πλατεία του χωριού παρέα με τον Βελισάριο αφοσιωμένοι πλήρως στην κουβέντα τους.
Ο Ανδριανός τους είδε και σκιάχτηκε τόσο που κοίταξε να χωθεί πίσω απ δέντρα στο χωράφι παρά την μεγάλη απόσταση που τους χώριζε και ούτως ή άλλως ήταν αδύνατον για τους νέους να τον δουν.
« Δεν φτάνει που μετακόμισε σε νέο μέρος. Κάνει τη ζωούλα της με τον καινούριο εραστή η παλιοπόρνη! Καλά την έβριζε και κατηγορούσε η μαμά μου κάποτε. Άμα σε πιάσω στα χέρια μου. Θα δεις και θα παραδείς!» μουρμούρισε γεμάτος σατανική και φθονερή κακία.
Η Νταίζη οδηγούσε με το αυτοκίνητο της και γύριζε στη Καρντιβάνα εκείνο το απόγευμα, όταν πρόσεξε στο καθρεφτάκι του αμαξιού ένα αμάξι να την ακολουθεί σταθερά από πίσω. Στιγμιαία ξαφνιάστηκε αλλά άμεσα αναγνώρισε τον κάτοχο του αμαξιού: τον Ανδριανό! Την κυνηγούσε σε όλο τον αυτοκινητόδρομο και τον ευνοούσε το γεγονός ότι δεν κινούνταν κανένα άλλο αμάξι με κατεύθυνση την Καρντιβάνα.
Προσπάθησε να έρθει στην ίδια γραμμή με το αμάξι της ώστε να το εμβολίσει προκαλώντας του γρατσουνιά και αναγκάζοντας τη Νταίζη να βρεθεί στο έλεος του. Η Νταίζη όμως ανέπτυξε τη ταχύτητα και έφτασε σε ένα σημείο ιδανικό για να παρατήσει το αμάξι αναγκαστικά και έτρεξε όσο πιο πολύ μπορούσε.
Ο Ανδριανός βγήκε επίσης από το δικό του αμάξι και κάποια στιγμή στη διάρκεια του κυνηγητού κατάφερε να πιάσει τους ώμους της κοπέλας γυρίζοντας την προς το μέρος του. Η κοπέλα τρομαγμένη 'μαχόταν' μαζί του. « Κατάφερα να σε βρω παλιογυναίκα. Για πολύ καιρό με παίδεψες αλλά τα κατάφερα »
« Γιατί δεν με αφήνεις ήσυχη; Θέλω να ζήσω ήρεμη και όχι ταραγμένη και θλιμμένη όπως όταν συζούσαμε στην ίδια στέγη » του είπε προτού τον χτυπήσει στο πόδι με μια κλωτσιά και πετύχει με αυτό τον τρόπο να διαφύγει.
Η Νταίζη έφτασε μέχρι το οινοποιείο όπου δούλευε ο Βελισάριος γιατί δεν είχε που αλλού να πάει και να μοιραστεί την επώδυνη κατάσταση που αντιμετώπιζε.
Τον βρήκε να επιβλέπει ένα μηχάνημα της βιοτεχνίας παραγωγής, έτρεξε με ταχύτητα στη μεριά του και του εξήγησε το πρόβλημα της. Ο νεαρός σάστισε αλλά όντας πιο ψύχραιμος της πρότεινε μια λύση: « Θα σε φυλάξω στο σπίτι μου για όσο καιρό θελήσεις. Μπορείς να έρθεις να μείνεις από απόψε κιόλας »
« Τι; Είσαι σίγουρος πως είναι ιδανική λύση;»
« Ναι Νταίζη, είσαι πανικόβλητη και δεν μπορείς να ηρεμήσεις ούτε έχεις κάποιον άλλον να σου συστήσει λογική και καλύτερη πρόταση. Το σπίτι μου βρίσκεται λίγο πιο έξω από τη κεντρική αγορά του χωριού, συγκεκριμένα σε ένα ύψωμα όπου κατοικούν ελάχιστοι άνθρωποι. Δεν θα σε εντοπίσει εύκολα κανένας ανεπιθύμητος και επικίνδυνος εκεί. Μην το σκέφτεσαι πολύ ».
« Έχεις δίκιο. Το θέμα μου είναι να κρυφτώ σε ένα μέρος της κοινότητας σου όπου θα είναι ιδανικό και δύσκολο για να κινήσει υποψίες στον πρώην μου πως υπάρχει η πιθανότητα να διαμένω εκεί. Οπότε θα μετακομίσω για λίγες μέρες στο σπίτι σου. Θα πάω να ετοιμάσω μερικά πράγματα μου στο σπίτι και θα σε περιμένω να έρθεις να με πάρεις κατά τις επτάμισι το απόγευμα »
« Θα έρθω με το αυτοκίνητο μου μιας και η διαδρομή των σπιτιών μας είναι απομακρυσμένη και μακρινή. Σύμφωνοι;»
« Σύμφωνοι, σε ευχαριστώ πολύ Βελισάριε » του απάντησε η κοπέλα αγχωμένα και έφυγε σαν σφαίρα για να μην καθυστερήσει λεπτό από το να φτάσει στην κατοικία της.
Το σπίτι του Βελισάριου που βρισκόταν στο βάθος ενός πέτρινου μονοπατιού, φάνταζε υπέροχο στα μάτια της. Βουκαμβίλιες το σκέπαζαν σχεδόν και στην αυλή διακρίνονταν σκουροπράσινες και κοκκινωπές κληματαριές. Το εσωτερικό του σπιτιού ανέδιδε παραδοσιακή ατμόσφαιρα :Οι τοίχοι στολίζονταν απ πινακωτές με ζωγραφισμένα πιάτα, υφαντά ήταν απλωμένα στους καναπέδες -φτιαγμένα από τη μητέρα του νεαρού-και μπρούτζινες κατασκευές χειροποίητων αντικειμένων. Η Νταίζη ένιωσε πολύ όμορφα από την εικόνα του σπιτιού και την ευχάριστη φιλοξενία.
Γύρισαν ξανά στο οίκημα της Νταίζης η οποία έκρινε πως αρκετές ήταν οι πέντε μέρες που έμενε στο σπίτι του Βελισάριου. Ο κίνδυνος είχε περάσει και η ίδια θα μάθαινε να προσέχει περισσότερο πια.
Ο Βελισάριος όταν την άφησε έξω από τη πόρτα του σπιτιού της, δε μπορούσε να μην της χαρίσει το στοργικό και γλυκό χαμόγελο του. Τη κοίταξε με προσοχή για παραπάνω από ένα συνηθισμένο λεπτό και της είπε « Θα κρατήσω φυλαγμένη μια θέση για σένα στη καρδιά μου απόψε »
« Υπερβολές Βελισάριε, γιατί να κρατήσεις κάτι τέτοιο;»
« Απλώς γιατί έχω ανάγκη να αισθάνομαι έτσι απόψε. Ίσως με τον τρόπο αυτό να σου μεταδώσω το αίσθημα ασφάλειας και προστασίας. Τίποτα παραπάνω »
« Εντάξει αν είναι έτσι...μου φαίνεται παράξενο ολίγον, αλλά σε ευχαριστώ που το θέλεις με τόση στοργική επιθυμία »
Ήταν το τελευταίο χαμόγελο της Νταίζης μετά τη καληνύχτα που του ανταπέδωσε λεκτικά, ένα σήμα που συμβόλιζε την αρχή μιας επερχόμενης ελπίδας για την μεταστροφή της σχέσης τους; διερωτήθηκε από μέσα του ο Βελισάριος.
Ο Ανδριανός ξύπνησε με άγριες διαθέσεις το πρωινό και αφού ενημερώθηκε από έναν φίλο σύμμαχο του στις κομπίνες του σχετικά με το τι έκανε στη καθημερινότητα της η Νταίζη και ποιον συναντούσε, αποφάσισε να δράσει χρησιμοποιώντας το τελευταίο του χαρτί: την απειλή της ζωής της.
«Παππού δώσε μου τη καραμπίνα σου » του ζήτησε ο Ανδριανός μόλις μπήκε στην αυλή του σπιτιού του επιτακτικά. Ο ηλικιωμένος τον κοιτούσε με αλαφιασμένα μάτια και δεν ήξερε γιατί του ζητούσε κάτι τέτοιο.
Ο νέος άντρας θύμωσε με την αργοπορία και άγνοια του παππού του, καθώς δεν γνώριζε τίποτα για τη ζωή του. Ο ηλικιωμένος μόνο μοιραζόταν το φτωχό 'καλύβι' του με τον εγγονό του γιατί τον λυπόταν για τη κατάσταση του όταν βγήκε από τη φυλακή και δεν είχε μέρος για να μείνει.
Η Νταίζη κατάλαβε πως ήρθε η στιγμή να αντιμετωπίσει τον μισητό πρώην άντρα της και έτσι όταν τον είδε μπροστά της. Εκείνος πετάχτηκε στο δρόμο της επίτηδες με σκοπό να τη τρομάξει. Αυτή δεν έτρεξε για να γλιτώσει μακριά του. Στάθηκε σαν δυνατός βράχος εκεί στο χωράφι και τον κοίταζε με επίμονο, σταθερό, θανατηφόρο και αλύγιστο βλέμμα.
« Παλιάνθρωπε ελεεινέ. Τι νομίζεις ότι θα πετύχεις με το να με καταδιώκεις παντού και να μην με αφήσεις να ζήσω ; Θέλεις να με αναγκάσεις να γυρίσω σε εσένα; Αφού ακόμα και με τη βία να με αρπάξεις ποτέ δεν θα γίνω πραγματικά δική σου σύζυγος. Δεν θα σε φροντίζω, δεν θα αφοσιωθώ και το κυριότερο δεν θα σε αγαπήσω ποτέ όπως δεν έκανα ούτε μια φορά το χρονικό διάστημα που υπήρξαμε παντρεμένοι ».
« Δεν θα έχεις να κάνεις για πολύ ακόμα με αυτή τη δοκιμασία που σου θέτω Νταίζη. Επειδή σκέφτηκα και διάλεξα να θέσω το τελικό σημείου του κύκλου σου εδώ στο συγκεκριμένο λιβάδι » της αποκρίθηκε με μίσος και έστρεψε τη καραμπίνα που είχε περασμένη στον ώμο του...
Ο παππούς με κόπο σύρθηκε μέχρι τα λιβάδια. Έπρεπε να αποτρέψει την ανοησία του εγγονού του και φυσικά να τον επιπλήξει αυστηρά για την τρέλα που πήγαινε να κάνει. Με ζόρικη δυσκολία για τα γέρικα κόκαλα του έφτασε μέχρι το σημείο της δραματικής σύγκρουσης του εγγονού του με τη Νταίζη και τον Βελισάριο.
Είδε τον Ανδριανό να στρέφει τη καραμπίνα προς το μέρος δύο ατόμων ενός νέου άντρα και μιας εξίσου νέας κοπέλας. Αναγνώρισε την Νταίζη και κατάλαβε πως έπρεπε να κάνει τα πάντα για να σταματήσει το κακό.
« Ανδριανέ, σταμάτα τώρα!» του φώναξε αλλά δυστυχώς η γέρικη φωνή του είχε χάσει τη χροιά της δύναμης που διέθετε κάποτε και ο Ανδριανός ούτε που τον άκουσε έτσι όπως επικεντρωμένος ήταν να εκτελέσει το έγκλημα που σχεδίαζε να κάνει εδώ και ποιος ξέρει πόσο καιρό.
Η Νταίζη ένιωθε πότε γενναία και πότε αποκαρδιωμένη μπροστά στην απειλή του όπλου ενώ ο Βελισάριος έπαιρνε θέση μπροστά της για να τη προστατέψει. Κανείς από τους δύο δεν ήθελε να συμβεί το μοιραίο κακό όμως ο Βελισάριος εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα ήταν έτοιμος για το οτιδήποτε όπως να θυσιαστεί...
« Δεν θα πατήσεις τη σκανδάλη. Έτσι και τολμήσεις να το κάνεις φρόντισε να χτυπήσεις εμένα και όχι τη Νταίζη. Αν και η πράξη σου τούτη θα σε καταδικάσει στην ισόβια φυλάκιση, προτιμώ να γίνω εγώ το θύμα σου, όχι μια αθώα κοπέλα που δεν σου έκανε τίποτα » κάλυψε ακόμα περισσότερο με το σώμα του ο ερωτευμένος νέος τη Νταίζη.
Ο παππούς του Ανδριανού τελικά λιποθύμησε αφού φώναξε για τελευταία φορά το όνομα του πιο έξαλλα από ποτέ. Μόνο τότε ο Ανδριανός τον κατάλαβε....όμως είχε πάρει την απόφαση του και θα σκότωνε τους δύο εραστές.
Η βάρβαρη πράξη του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ επειδή δέχτηκε μια σφαίρα ξυστά πίσω από τη πλάτη του, αντιλήφθηκε το σήμα της απειλής των οργάνων και άρχισε να τρέχει για να μην τον πιάσουν. Οι ένστολοι τον καταδίωξαν με μανία και του την έφεραν κυριολεκτικά όταν κατάφεραν να τον παγιδεύσουν από όλες τις μεριές μέσα στο ξέφωτο.
Λίγα λεπτά μετά, τον κρατούσαν με χειροπέδες σφιχτά και άγαρμπα και τον έσερναν μέχρι το αστυνομικό τμήμα που τύχαινε να βρίσκεται μερικά λεπτά με τα πόδια από το λιβάδι.
Ο Βελισάριος είχε πάρει στην αγκαλιά του τη Νταίζη και πάλευε να την ηρεμήσει: «Πάει πέρασε Νταίζη μου. Ησύχασαν τα πράγματα καθως ο άντρας δεν θα σε ενοχλήσει ποτέ του. Είναι αδύνατον, αφού τον συνέλαβαν » της ψιθύρισε καλόκαρδα ενώ η Νταίζη έκλαιγε με αναφιλητά στον ώμο του καθώς ήθελε να ξεσπάσει κάπως την συσσωρευμένη υπερένταση και όλα τα αισθήματα αγωνίας που έζησε. Δεν ήξερε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση αλλά τελικά τα καταφέραν αισίως δίχως κανένα απρόβλεπτο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro