Μπιντί, 2 χρόνων
Η φράση ««μετά κόπων και βασάνων»» είναι η κατάλληλη για να περιγράψει την προσπάθεια και την αγωνία των ζευγαριών τα οποία θέλουν να υιοθετήσουν παιδιά από την Αιθιοπία. Η διαδικασία ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη με την Έλλη και τον Μενέλαο να τρέχουν σε δικηγόρους, να ετοιμάζουν ένα σωρό χαρτιά, να δίνουν χρήματα, να κάνουν ένα σωρό ιατρικές εξετάσεις, να ταξιδεύουν σε άλλη χώρα. Ο λόγος αυτής της απόφασης ήταν ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τους, δεν τα κατάφεραν να ολοκληρώσουν την ευτυχία τους με την γέννηση ενός παιδιού. Έτσι, αφού είχαν την ευκαιρία και την οικονομική δυνατότητα αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα παιδι από εκείνη την πολυβασανισμένη χώρα.
Βρίσκονταν σε ένα ξενοδοχείο της Αιθιοπίας περιμένοντας με ανυπομονησία με άλλους ανθρώπους να φθάσουν τα παιδιά από ένα ορφανοτροφείο μαζί με τις νταντάδες τους οι οποίες θα επέβλεπαν την όλη διαδικασία. Οι δικηγόροι της κάθε οικογένειας βρίσκονταν εκεί.
Τους ενημέρωσαν ότι τα παιδιά ήταν ενημερωμένα για τις υιοθεσίες αφού τους είχε γίνει σαφές ότι θα είχαν ένα καινούργιο μπαμπά και μια καινούργια μαμά και ένα όμορφο σπίτι κάπου μακριά. Επίσης, το όνομα των παιδιών υπήρχε στα χαρτιά τους και στα νέα χαρτιά που θα φτιάχνονταν όταν γινόταν και το δεύτερο δικαστήριο μπορούσε να δοθεί και το ελληνικό όνομα. Το δεύτερο δικαστήριο θα γίνονταν σε άλλος δύο μήνες, θα τους καλούσε να έρθουν ξανά και θα έπαιρναν οριστικά τα παιδιά. Κάποιοι ανησύχησαν όμως τους διαβεβαίωσε ότι ήταν τυπικές οι ενέργειες.
Η νευρικότητα της Ελλης ήταν τόση που μόλις και μετά βίας αντάλλαξε κάποιες τυπικές κουβέντες με τους παρευρισκόμενους. Μέχρι που η στιγμή της λύτρωσης έφθασε καθώς ένα βανάκι σταμάτησε μπροστά από την είσοδο με διαφορετικά ζευγάρια μάτια να καρφώνονται στην τζαμαρία. Ανάμεσα στα πέντε παιδάκια, είχε ξεχωρίσει ήδη την κόρη της. Ήταν ένα πανέμορφο μικρό κοριτσάκι με κρυστάλλινα όμορφα μάτια και μαύρα μπουκλωτά μαλλιά. Τα παιδιά ήταν επιμελώς ντυμένα και περιποιημένα ωστόσο τους έλειπε ένα βασικό πράγμα :το χαμόγελο από τα χείλη τους.
Μια τροφός τους πλησίασε και μιλώντας σε άπταιστα αγγλικά τους είπε :
««Καλησπέρα σας. Αυτή εδώ είναι η Μπιντί, είναι δύο χρόνων ορφανή από γονείς. Μένει στο ίδρυμα μισό χρόνο τώρα. Είναι το παιδί που εγκρίθηκε για εσάς! Μπορείτε να την ταΐσετε και να παίξετε μαζί της»» τους ενημέρωσε.
Τα παιδιά είχαν διαφορετικές αντιδράσεις. Άλλα έκλαιγαν, άλλα είχαν ξεθαρρέψει ανοίγοντας τις σακούλες με τα παιχνίδια ενώ άλλα στέκονταν ακίνητα παρατηρώντας τους. Η Μπιντί άνοιξε τα μικροσκοπικά χεράκια της αγκαλιαζοντας την Έλλη και τον Νίκο φέρνοντας δάκρυα ευτυχίας στα μάτια τους.
««Είσαι πολύ όμορφη! Γειά σου αγάπη μου! Εγώ είμαι ο μπαμπάς σου »» της είπε ο Νίκος σηκώνοντας την στα χέρια του. Ήταν πανάλαφρη και ήταν λογικό. Ήταν φανερά υποσιτισμένη έτσι της έδωσε ένα πακέτο που περιείχε διάφορα γλυκά.
Εκείνη άρχισε να σκίζει το περιτύλιγμα και όταν είδε το γλύκισμα που είχε το χρώμα του δέρματος της ξεφωνισε με χαρά :
««Σοκολάντε, Σοκολάντε!»». Έσπασε την μισή ενώ την υπόλοιπη την έδωσε σε ένα αγοράκι τριών χρόνων. Την καταβρόχθισε εν ριπή οφθαλμού πασαλείβοντας τα ρούχα της και το πρόσωπό της. Ο δικηγόρος τους συμβούλεψε να μην δίνουν γλυκά στα παιδιά καθώς δεν ήταν συνηθισμένα στην κατανάλωση ζάχαρης ενώ υπήρχε κίνδυνος να τα πιάσει το στομάχι τους. Ο Νίκος αμέσως έκρυψε την σακούλα βγάζοντας ένα ξύλινο παιχνίδι το οποίο έκανε ήχους, τραβώντας την προσοχή της μικρής.
Η Έλλη έβγαλε αμέσως ένα μπουκαλάκι νερό δίνοντας το στην μικρή. Εκείνη το περιεργάστηκε, το κούνησε πάνω κάτω και τελικά το πέταξε βάζοντας τα κλάματα. Το κοριτσάκι δεν είχε ξαναδεί νερό σε μπουκάλι ούτε ήξερε πώς να πιει από αυτό. Η Έλλη το έβαλε σε ένα ποτήρι και έτσι ήπιε κανονικά.
Έτσι, πέρασαν οι υπόλοιπες 5 ημέρες μέχρι την στιγμή που έφθασε η μέρα που θα γυρνούσαν στην Ελλάδα. Η Έλλη και ο Νίκος έφυγαν χαρούμενοι κάνοντας ένα σωρό σχέδια για την ευλογημένη ώρα που η μικρή θα ερχόταν στο σπίτι τους....
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro