Ιουλία, 28 χρόνων
Αφιερωμένο στην Marypap15
Η Ιουλία άκουγε για ακόμη μια φορά την ακατάληπτη μουρμούρα της πεθεράς της στο τηλέφωνο όσον αφορά την ίδια.
««Η νύφη μου? Ανεπρόκοπη που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να ζωγραφίζει καραγκιοζάκια! Όλη την ημέρα γυρίζει από δω και από εκεί! Και ο γιος μου άλλο ζώον από εκεί που δεν την διώχνει από δω μέσα να ξεβρομισει η Ιταλία»» πρόφερε με κακία φροντίζοντας να είναι πάντα κοντά στο δωμάτιο που βρισκόταν κλεισμένη τις περισσότερες ώρες εκείνη αγκαλιά με το μικρό της γιο.
Μοναδική της παρηγοριά ήταν το μικρό αγόρι το οποίο της έδειχνε την αγάπη του πότε με φαφούτικα χαμόγελα, πότε σφιγγοντας της το χεράκι καθώς τον θήλαζε, πότε κοιτώντας την στα μάτια. Είχε κληρονομήσει τα μέλια μάτια του πατέρα του και τα καστανά χρώματα της μητέρας του. Αναρωτιόταν όμως πώς γίνεται τόσο όμορφο πλάσμα να μην εισπράττει στάλα αγάπης και αφοσίωσης από την γιαγιά του.
Η κυρά Λουτσία ήταν σκληρή και ανεύθυνη γυναίκα. Μια φορά της είχε αφήσει τον Ματίας για να πάνε μια βόλτα με τον Φελίπε, τον άνδρα της. Όταν γύρισαν , βρήκαν τον μικρούλη να έχει λιώσει από κλάμα ενώ εκείνη κοιμόταν μακάρια. Η Ιουλία πανικόβλητη άρπαξε το μωρό δίνοντας του αμέσως το στήθος της το οποίο άρπαξε με μανία ρουφώντας πεινασμένα το γάλα. Ο άνδρας της κατσάδιασε πολύ άσχημα τη μάνα του. Από τότε, την κοιτούσε με μισό μάτι ενώ δεν ήθελε καμία επαφή ούτε καν οπτική με το μωρό της. Επίσης, υποτιμούσε την δουλειά της. Η Ιουλία ήταν ζωγράφος και ετοιμαζόταν να παρουσιάσει την δική της έκθεση σύντομα. Δεν είχε να ντραπεί ούτε να απολογηθεί για κάτι αφού η δουλειά ήταν τίμια και της αρεσκείας της.
Ο Φελίπε έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι καθώς διέθετε δικό του συνεργείο αυτοκινήτων. Έτσι, δεν είχε πλήρη γνώση για τα γεγονότα όταν απουσίαζε από το σπίτι. Η Λουτσια εκμεταλλευτηκε αυτήν την ευκαιρία που της δόθηκε για να βασανίζει κυρίως ψυχολογικά την Ιουλία μπας και ξεκουμπιστεί μια ώρα αρχύτερα.
Η άγρια φωνή της πεθεράς διέκοψε τις τρυφερές στιγμές που περνούσε με τον μπέμπη της.
««Άιντε μωρή τεμπέλα κουνήσου! Τι κάνεις μέσα κλεισμένη τόση ώρα?»» ρώτησε μόλις εμφανίστηκε αλαφιασμένη στην πόρτα.
««Καθόμουν με το μωρό!»» απάντησε κοφτά η νύφη θέλοντας να αποφύγει τις πολλές κουβέντες.
««Σιγά το μπάσταρδο! Κουνήσου και πάνε να σηκώσεις τα χάλια!»» διέταξε με αυταρχικό ύφος. Το πρόσωπο της Ιουλίας άλλαξε χίλια χρώματα από τον θυμό. Μπορούσε να αντέξει πολλά πράγματα αλλά όχι να αποκαλούν έτσι το παιδί της,τον καρπό της αληθινής τους αγάπης με τον Φελίπε.
Ένα δυνατό χαστούκι έπεσε στο γερασμένο μάγουλο της Λουτσίας η οποία άναυδη κοίταξε την νύφη της.
««Δεν θα ξαναμιλήσεις έτσι για το παιδί μου κατάλαβες? Ποτέ!»» της ούρλιαξε. Εκείνη από την έκπληξη δεν μπορούσε να κάνει μήτε μισό βήμα πίσω. Η Ιουλία έτρεξε να ηρεμήσει το μωρό.
««Θα το μετανιώσεις αυτό που έκανες! Εγώ θα σε κάνω να το μετανιώσεις!»» αποκρίθηκε με σκοτεινό τόνο η γριά. Η Ιουλία δεν ήθελε και πολύ για να λυθεί η γλώσσα της :
««Βρε αι στο διάβολο οχιά! Που θα με απειλείσεις κιόλας με το ένα πόδι στο τάφο! Ζώον!»» φώναξε γδέρνοντας τον λαιμό της ενώ μάζευε τα ρούχα του μικρού σε ένα σάκο. Έτσι όπως ήταν με δάκρυα στα μάτια, με ένα μικρό μωράκι στην αγκαλιά και ένα σάκο, αναμαλλιασμένη, ντυμένη μόνο με την λευκή της ρόμπα και ξυπόλυτη πήρε το δρόμο για το πατρικό της σπίτι.
Πήρε τηλέφωνο τον πατέρα της να έρθει να την πάρει με το αυτοκίνητο του ενώ περίμενε υπομονετικά με τους περαστικούς πότε να γελάνε μαζί της, πότε να την προσπερνούν αδιάφορα και πότε να της ρίχνουν μερικές περίεργες ματιές. Ευτυχώς, ο πατέρας της έφθασε γρήγορα ενώ βλέποντας την κατάσταση της κόρης του δεν μίλησε. Θα τα έλεγαν όλα στο σπίτι τους εκεί όπου πάντα η Ιουλια αισθανόταν αγάπη και ασφάλεια...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro