Αμαρρυλίς, 29 χρόνων
Η Αμαρρυλίς έκλεισε προσεκτικά το μικρό της τετράδιο ενώ πίεσε το καπάκι του στυλού όπου έγραφε για να κλείσει και τα ακούμπησε πάνω στο κομοδίνο της όταν άκουσε τον ήχο των κλειδιών του άνδρα της να γυρνάνε στην πόρτα ανοίγοντας την. Αμέσως, έτρεξε να τον προυπαντήσει προκειμένου να συζητήσουν κάτι πολύ σοβαρό που αφορούσε τους δύο τους.
Η Αμαρρυλίς είχε τελειώσει δασκάλα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης στην Αθήνα, ωστόσο ο άνδρας της ο Πάρης δεν της επέτρεπε να ασκήσει το επάγγελμα της ισχυριζόμενος πως αρκούσαν τα χρήματα που έβγαζε ο ίδιος ως λογιστής σε μια γνωστή εταιρεία.
Οι δύο τους γνωρίστηκαν σε ένα κλαμπ στην Αθήνα από μια παρέα κοινών γνωστών. Ο Πάρης ήταν και εκείνος φοιτητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η ίδια καταγόταν από ένα χωριό κοντά στα Γιάννενα και δεν είχε ιδέα για τα κακώς κείμενα, τους κινδύνους και τις παγίδες μιας τόσο μεγάλης πόλης καθώς και για τους χαρακτήρες των ανθρώπων που μπορούν να σε ξεγελάσουν με το χειρότερο τρόπο.
Όμως, για το δεκαοχτάχρονο τότε μυαλό της ήταν η ιδανική ευκαιρία για να γλιτώσει από τις αγροτικές δουλειές του πατέρα της και την ανιαρή ζωή στην επαρχία. Την μητέρα της την θυμόταν πάντα με ένα χαρτί και ένα μεγάλο βιβλίο που έγραφε τα μεροκάματα των εργατών καθώς και την φούρια της να προλάβει να κάνει το νοικοκυριό της πριν γυρίσει ο οξύθυμος πατέρας της στο σπίτι βρίζοντας την αν το φαγητό δεν ήταν έτοιμο, αν δεν είχε πλύνει τα ρούχα που χρειαζόταν, ξεσπώντας τα νεύρα του όταν κάτι δεν πήγαινε καλά στην δουλειά του. Απλή γυναίκα η κυρία Ελπινίκη, ταπεινή ανεχόταν τις βαρβαρότητες του γιατί δεν ήθελε να διαλύσει το σπίτι της και έπειτα πού θα πήγαινε μονάχη της με τρία παιδιά?
Ο Νίκος και η Μαρκέλλα, τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της έπιασαν δουλειά από μικροί σε καφετέριες και μπαρ στις πόλεις που σπούδαζαν, ο ένας στην Φλώρινα και η άλλη στην Αλεξανδρούπολη . Σπάνια επισκέπτοταν το πατρικό τους ωστόσο διατηρούσαν τηλεφωνική επαφή με την μικρότερη αδελφή τους. Ο Νίκος είχε σπουδάσει μηχανικός και μετά που πήρε το πτυχίο του, μετανάστευσε στην Αγγλία σε αναζήτηση καλύτερων οικονομικών ευκαιριών. Από την άλλη μεριά, η Μαρκέλλα 36 χρόνων είχε βρει το ταίρι της στην Αλεξανδρούπολη ενώ τώρα περίμενε το πρώτο της παιδί το οποίο θα έφερνε την απόλυτυχη ευτυχία σε μια υγιή σχέση αγάπης με τον Πέτρο.
Μόνο η Αμαρρυλίς έμεινε παραπονεμένη. Ονειρευόταν να γράψει το πιο όμορφο παιδικό παραμύθι. Ο Πάρης όμως μετά από ένα διάστημα 2 χρόνων άρχισε να αλλάζει προς το χειρότερο αφού ήθελε συνέχεια να επιβάλλει τις απόψεις του στην ίδια του την γυναίκα που κάποτε ορκιζόταν ότι θα αγαπούσε μια ζωή. Επίσης, έριχνε όλο του το βάρος στην δουλειά του ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να πάει στο γραφείο κάθε φορά που επιχειρούσε να του μιλήσει σοβαρά.
Αυτή την φορά όμως δεν θα γινόταν το δικό του. Θα τα έπαιζε όλα για όλα σε μια παρτίδα που έμοιαζε χαμένη. Ήταν νέα, δικαιούταν να φτιάξει την ζωή της. Τόσες επαγγελματικές ευκαιρίες είχαν πάει χαμένες, τόσα χρόνια είχε περάσει να τον στηρίζει και να τον αγαπά χωρίς να λαμβάνει καμία ανταπόκριση από πλευράς του.
««Πάρη, κάτσε κάτω λίγο να μιλήσουμε»» αναφώνησε με επιβλητικό τρόπο.
««Τι θες πάλι?»» ρώτησε βαριεστημένος κοιτώντας την πλάγια καταπνίγοντας ένα χασμουρητό.
««Να μιλήσουμε για αυτά που με ταλαιπωρούν τόσα χρόνια. Και όλα έχουν πηγή τους εσένα!»» του φώναζε ενώ χτύπησε με δύναμη το χέρι της στο τραπέζι.
««Για ηρέμησε λίγο εσύ που κάθεσαι όλη την μέρα και δεν κάνεις τίποτα! Θα σηκωθούν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι. Ορίστε μας!»» μίλησε κοιτώντας την ειρωνικά στα μάτια.
««Εσύ μου απαγόρεψες να δουλεύω αν θυμάσαι! Για αυτό όλα τα ρούχα σου είναι καθαρά και σιδερωμένα, το φαγητό στο τραπέζι και το σπίτι πεντακάθαρο! Γιατί κάθομαι έτσι?»» είπε πιο ήρεμα ενώ το βλέμμα της αν ήταν σφαίρα θα τον σκότωνε.
««Τι στο διάβολο θέλεις ρε μαλακισμένη? Άσε με να χαλαρώσω!»» ούρλιαξε εξαγριωμένος ενώ την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής.
««Θέλω να μου δώσεις διαζύγιο! Αυτός ο γάμος έχει γίνει φυλακή δεν αντέχω άλλο!»» τσίριξε ενώ προσπάθησε να τον προσπεράσει.
Ο Πάρης δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και πιάνοντας την από τα μαλλιά της χτύπησε το κεφάλι πάνω στο τραπέζι πολλές φορές αφήνοντας την ημιλιπόθυμη. Οι απελπισμένες κραυγές της ακούστηκαν σε όλο το τετράγωνο ενώ τα χέρια της μάταια έσπρωχναν τα μπράτσα τους. Ο Πάρης την πέταξε κάτω με δύναμη γυρνώντας την ανάσκελα δίνοντας της χαστούκια. Εντέλει, την παράτησε κάτω στο πάτωμα να προσπαθεί να συνέλθει από την βίαιη επίθεση ενώ ο ίδιος αποχώρησε φορώντας καθαρά ρούχα και μην ρίχνοντας της ούτε μια ματιά....
Συνεχίζεται
Στην φωτογραφία η Αμαρυλλίς
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro