6.Το εγκλωβισμένο καναρίνι
Η Σουχρίν κρατώντας το μπράτσο του πλέον άνδρα της εισήλθε στο καινούργιο της σπίτι. Ήταν μεγάλο και πανέμορφο, φτιαγμένο από μάρμαρο με ένα πλακόστρωτο μονοπάτι να τους οδηγεί στην είσοδο του σπιτιού όπου τους περίμεναν οι δύο μικρότερες αδελφές του Ντεβντάντ για να τηρήσουν το παραδοσιακό έθιμο της Ινδίας :να ζητήσουν χρήματα από το νεόνυμφο ζευγάρι για να τους αφήσει να περάσουν μέσα. Αυτό το έθιμο έδινε μια παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα, σε αντίθεση με άλλα έθιμα που η Σουχρίν θα ερχόταν σε επαφή μαζί τους.
Η ίδια φορούσε την παραδοσιακή κόκκινη φορεσιά που συνηθίζεται να φορούν οι γυναίκες που παντρεύονται με το πέπλο να σκεπάζει τα πλούσια χυτά μαλλιά της. Κοίταξε για λίγο τον νεαρό άνδρα δίπλα της. Ήταν όμορφος και ευκατάστατος. Το λευκό τουρμπάνι και η χαρά που ήταν διάχυτη στο πρόσωπο του θα μπορούσε να μαγέψει. Έμοιαζε με πρίγκιπα. Η κάθε μία θα ήθελε να τον έχει κύριο του οίκου και του κορμιού της. Όχι όμως εκείνη. Εκείνη είχε άλλα όνειρα. Ηθελε να σπουδάσει και να γνωρίσει τους τόπους όπου οι γυναίκες κυκλοφορούσαν ελεύθερες πλάι στους άνδρες τους. Αντί αυτού, κατέληξε σύζυγος του γιου που ανήκε στην ανώτερη ιεραρχικά κάστα της χώρας της. Κοίταξε τα βραχιόλια που κοσμούσαν τους καρπούς της, δώρα του θειου της που υποτίθεται έφεραν καλή τύχη στο ζευγάρι. Μακάρι να ήταν τυχεροί όντως.
Το σπίτι ήταν γεμάτο παράθυρα, πλημμυρισμένο από το φως του ήλιου. Μέσα στο δωμάτιο όμως τους περίμενε η μητέρα του Ντεβντάντ. Εκείνος της φίλησε το χέρι και στάθηκε απέναντι της έχοντας περασμένο το χέρι του γύρω από την μέση της Σουχρίν. Η ματιά της Νιρούν τρύπησε σαν κοφτερή λεπίδα θαρρείς την ψυχή της μικρής κοπέλας. Ένιωθε να την απογυμνώνει καθώς την κοιτούσε εξεταστικά από πάνω σχηματίζοντας μια έκφραση απαξίωσης στο πρόσωπο της.
««Γιε μου φεύγεις για 5 λεπτά? Θέλω να μείνω μόνη με την νύφη μου. »» πρόφερε με την ειρωνεία να γίνεται ευδιάκριτη στον τόνο της φωνής της. Ο Ντέβνταντ έγνεψε και απομακρύνθηκε κλείνοντας απαλά την σκαλιστή ξύλινη πόρτα πίσω του.
Η Νιρούν πλησίασε σε απόσταση αναπνοής την Σουχρίν. Χωρίς προειδοποίηση, έπιασε το στήθος της κανοντας την να αποτραβηχτεί ξαφνιασμένη. Εκείνη χαμογέλασε και χούφτωσε τα οπίσθια της για να διαπιστώσει πόσο μαλακά ήταν. Η Νιρούν της πέταξε την μαντίλα και τραβώντας την από τα μαλλιά, της έφερε ένα μαχαίρι στο λαιμό. Η Σουχρίν τρόμαξε.
Η ψιθυριστή της φωνή ακούστηκε :
««Είσαι η ιδανική για τον γιο μου, μικρή μου.
Εύχομαι μόνο να είσαι παρθένα και να μην λες ψέματα. Ο γιος μου έχει πληγωθεί πολύ από πόρνες της τάξης σου οπότε εύχομαι να λες αλήθεια. Αν όχι, θα σε στείλω στον τάφο»» την απείλησε ενώ την πέταξε βίαια επάνω στο κρεβάτι.
««Ξάπλωσε και μην κουνηθείς. Θα φωνάξω τον γιο μου για να τελέσεις τα συζυγικά σου καθήκοντα. Αρκετά τράβηξε αυτό το πανηγύρι »» αποφάσισε και έφυγε.
Η Σουχρίν άκουσε βήματα να κατευθύνονται στο κρεβάτι και κάποιον να γονατίζει και να της ανοίγει τα πόδια. Ύψωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Ντεβντάντ, ολόγυμνο ο οποίος μόλις την παρατήρησε της έριξε ένα δυνατό χαστούκι.
««Δεν θα με κοιτάς όταν σου κάνω έρωτα κατάλαβες? Τα μάτια σου στο ταβάνι»» διέταξε. Εκείνος εισχώρησε το πέος του μέσα της με δύναμη κάνοντας την να ουρλιάξει. Οι πρώτες σταγόνες αίματος λέρωσαν τα κατάλευκα σεντόνια. Τρεις φορές της έκανε το ίδιο με ολοένα και αυξανόμενη ένταση, αδιαφορώντας για το αν εκείνη το ευχαριστιόταν. Όταν ολοκληρώθηκε η πράξη, κοίταξε με ικανοποίηση το καταματωμένο σεντόνι και την εξαντλημένη Σουχρίν που δεν είχε το κουράγιο ούτε να κρατήσει τα βλέφαρα της ανοιχτά.
Εκείνος ντύθηκε και τράβηξε τα σεντόνια για να τα δείξει στα μέλη του συμβουλίου με υπερηφάνεια για την γυναίκα του. Η μητέρα του μπήκε μέσα στην κρεβατοκάμαρα αθόρυβα και βρήκε την νύφη της ξαπλωμένη με κλειστά τα μάτια. Η Νιρούν έσυρε αργά το χέρι της πάνω στο γυμνό κορμί της θαυμάζοντας το για να καταλήξει στο αιδοίο της το οποίο χάιδεψε. Η Σουχρίν αν και ήταν ξύπνια καμία κίνηση δεν έκανε.
««Καλά τα κατάφερες. Τώρα το μόνο που μένει είναι να βγουν από αυτό, υγιή και όμορφα παιδιά.»» είπε και αποχώρησε.
Μόνο τότε άφησε η μικρή τα δάκρυα της να κυλήσουν και τα χείλη να λένε κατάρες για την μαύρη της μοίρα και την ομορφιά της. Χίλιες φορες να είχε καμπούρα παρά να υποστεί έναν αναγκαστικό γάμο, με μια στρίγγλα πεθερά και έναν περιγυρο που μόνο απαιτήσεις θα είχε από εκείνη. Και όλα αυτά τα υπέμενε για να μην κακοπάθει η οικογένεια της και να έχουν χρήματα, πολλά χρήματα ενώ εκείνη θα ήταν φυλακισμένη σαν ένα καναρίνι σε ένα χρυσό κλουβί. Άδικη ζωή...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro