4. Απαγωγή
Η Λετίσια περπατούσε με μεγάλη προσοχή στους δρόμους του Μεξικού ενώ έριχνε ανήσυχες ματιές πάνω από τον ώμο της. Νόμιζε πως κάποιος την παρακολουθούσε όπως το γεράκι που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να ορμήξει στο θήραμα του. Καθώς περνούσε από τους διάφορους πρόχειρους πάγκους χαιρετούσε τους μικροπωλητές οι οποίοι της χαμογελούσαν. Πολλές φορές εκείνη και η παρέα της έφτιαχναν σάντουιτς και τα πουλούσαν στους περαστικούς οι οποίοι έδειχναν να τα εκτιμούν ιδιαίτερα. Βέβαια, οι χαρούμενες ομιλίες μαζί με την γλυκιά βαβούρα διακοπτόταν απότομα από ξαφνικές εφόδους αστυνομίας οι οποίοι συλλάμβαναν σωρηδόν κόσμο, χτυπούσαν και πετούσαν τα πράγματα τους στο χώμα.
Έστριψε σε ένα σοκάκι για να φθάσει πιο γρήγορα στο σπίτι της Μάργκαρετ όταν ένιωσε ένα χέρι να της βάζει κάτι στην μύτη κρατώντας το κεφάλι της σταθερά για να μην ξεφύγει. Η ουσία αυτή που δεν ήταν άλλη από χλωροφόρμιο την οδήγησε απευθείας σε βαθύ ύπνο.
Ξύπνησε και ένιωθε το κεφάλι της να πάει να σπάσει. Προσπάθησε να σηκωθεί όμως συνειδητοποίησε πως ήταν δεμένη χειροπόδαρα σε μια καρέκλα. Τα μέλη της είχαν μουδιάσει από το σφίξιμο του χοντρού σκοινιού και κάθε απόπειρα για να ξεφύγει από τα δεσμά της προκαλούσε περισσότερο πόνο . Έτσι, τα παράτησε και προσπάθησε να καταλάβει που στο καλό βρισκόταν. Στο λιγοστό φως της λάμπας, διέκρινε ένα γραφείο πάνω στο οποίο υπήρχαν όπλα και διάφορα χαρτιά. Ήταν αρκετά μεγάλο και τακτοποιημένο. Η πόρτα μπροστά της άνοιξε και αντίκρισε τον ένστολο άνδρα ο οποίος την είχε παρενοχλήσει λίγες ώρες πριν. Εκείνος, χαμογελώντας στραβά την πλησίασε και γονάτισε μπροστά της.
««Βρε βρε για δες τι έχουμε εδώ.... Μια θρασύτατη μικρή η οποία χτύπησε αστυνομικό στην μέση του δρόμου.»» η φωνή του ακούστηκε σαν συριγμός φιδιού και το χέρι του κινήθηκε προς τα γυμνά στήθη της Λετίσια. Μόνο τότε εκείνη κατάλαβε πως ήταν ολόγυμνη,εκτεθειμένη στην λαίμαργη ματιά του άνδρα.
««Ο οποίος την χούφτωσε μπροστά σε όλους»» συμπλήρωσε ειρωνικά η Λετίσια. Εκείνος γέλασε τσιμπώντας δυνατά την ρώγα της κάνοντας την να βγάλει μια κραυγή.
«« Πώς σε λένε?»» ρώτησε ενώ το χέρι του εξερευνούσε το αδύνατο κορμί της. Αργά, εισχώρησε ένα δάχτυλο στον κόλπο της μικρής κοπέλας με εκείνη να σφίγγει τα μάτια της σε μια προσπάθεια να αντέξει την ανεπιθύμητη αυτή κίνηση.
««Λετίσια»»
««Γκαμπίνο μωρό μου. Είδες πόσο καλά τα πάμε άμα θες?»» είπε πονηρά φιλώντας τα χείλη της με πάθος. Εκείνη δεν ανταπέδωσε το φιλί, μόνο τον κοίταξε ψυχρά.
««Πάλι καλά που το ξέρω για να σε καταγγείλω όταν με το καλό βγω από εδώ»».
Η πρόταση της τον έκανε να γελάσει και με αργές κινήσεις ξεκίνησε να βγάζει τα ρούχα του. Έβγαλε έναν σουγιά κόβοντας της την φυλακή της. Η Λετίσια ένιωσε το παγωμένο μέταλλο να πιέζει την πλάτη της.
««Αν κάνεις ένα βήμα παραπάνω, θα σκοτώσω και εσένα και την κωλόγρια που έχεις για μάνα κατάλαβες?»» αναφώνησε άγρια.
Ο Γκαμπίνο μάζεψε ο, τι υπήρχε πάνω στο γραφείο τοποθετώντας τα με προσοχή στη ντουλάπα.
««Ξάπλωσε επάνω στο τραπέζι και άσε τα ποδαράκια σου τελείως ανοιχτά»» της έδωσε εντολή και εκείνη πειθήνια την εκτέλεσε. Ο Γκαμπίνο έβγαλε φωτογραφία το γυμνό της κορμί και την έστειλε σε έναν φίλο του.
««Φέρε και τους άλλους. Αυτή η μικρή είναι σκέτη κόλαση συμφωνείς?»»
Ο Γκαμπίνο άρχισε να σπρώχνει τον εαυτό του μέσα της με την Λετίσια να μην το απολαμβάνει και να του ζητά με λυγμούς να σταματήσει επειδή την πονούσε η πράξη που δεν έκρυβε ίχνος έρωτα. Ο Γκαμπίνο της έριξε μια δυνατή σφαλιάρα η οποία ήταν αρκετή για να κλείσει το στομα της. Τον άφησε να ολοκληρώσει τον βιασμό της αφού η οποία προσπάθεια να ξεφύγει θα του προκαλούσε θυμό. Ο Γκαμπίνο τελείωσε μέσα της και η μικρή κοπέλα ένιωσε ένα υγρό να κυλάει μέσα της καίγοντας της τα σωθικά.
Με γρήγορες κινήσεις, φόρεσε την στολή του έχοντας στο πρόσωπο του ένα διαβολικό χαμόγελο ικανοποίησης. Μόνο όταν άκουσε την πόρτα να κλειδώνει, επέτρεψε στα δάκρυα που καταπίεζε τόση ώρα να μουσκέψουν τα ροδαλά της μάγουλα. Αναρωτήθηκε μέχρι πού μπορεί να φθάσει η αρρώστια του μυαλού ενός βιαστή και καταράστηκε την τύχη της που θα το ανακάλυπτε η ίδια.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro