20. Μπιντί
Η Μπιντί είχε πια μεγαλώσει. Είχε γίνει μια όμορφη κοπέλα στα 17 της με μελαμψή επιδερμίδα, μαλλιά σαν τον έβενο που χύνονταν στην λεπτή της πλάτη και μάτια ζωηρά, τσακίρικα που έβραζαν από δύναμη και ζωή. Πλέον, είχε μάθει να αδιαφορεί ακούγοντας λόγια που έσταζαν φαρμάκι ακόμη και από τους συνομηλίκους της και ήταν καλύτερα έτσι. Ήξερε όλη της την ιστορία και αγαπούσε σαν αληθινούς γονείς το ζευγάρι που την είχε μεγαλώσει. Ή μάλλον ήταν οι γονείς της. Αγάπησε την Ελλάδα καθώς σε εκείνη την χώρα ανατράφηκε, έπαιξε, έκανε φίλους, εκείνην την γλώσσα μιλούσε και πλέον δεν υπήρχε λόγος για να γυρίσει πίσω στην Αφρική.
Ήταν ο αγιασμός του σχολείου της. Η Μπιντί περπατούσε μαζί με την φίλη της στο πεζοδρόμιο μιλώντας περί ανέμων και υδάτων όταν περιπαιχτικά σφυρίγματα ακούστηκαν κάπου πίσω τους και μια άδεια χάρτινη συσκευασία εκτοξεύτηκε στον ώμο της κοπέλας σαν σημάδι περιφρόνησης. Τα δύο κορίτσια γύρισαν αντικρίζοντας με μεγάλη αηδία τους συνηθισμένους αλήτες του σχολείου να γελούν με το κατόρθωμα τους. Όλοι γελούσαν κάνοντας της διάφορες χειρονομίες όταν κατάλαβαν πως τους κοιτούσε, όλοι εκτός από έναν. Ένα αγόρι που έκρυβε το πρόσωπο του με μια μαύρη κουκούλα έχοντας στραμμένο το βλέμμα του στην γη σαν να σκεφτόταν έντονα κάτι.
Η Μπιντί γύρισε την πλάτη για να φύγει. Δεν σκόπευε να δαπανήσει τον πολύτιμο χρόνο της με αυτούς ούτε να τους δώσει σημασία. Όλοι αυτοί που κοροϊδεύουν και γενικά κάνουν την ζωή δύσκολη σε άλλους έχουν θέματα με τον εαυτό τους της είχε πει κάποτε ο Νίκος και όντως τα λόγια του επιβεβαιώνονταν με τον χειρότερο τρόπο.
Ειλικρινά, ήταν μια τόσο όμορφη ημέρα με έναν ήλιο να λάμπει σε έναν καθαρό ουρανό που δεν άξιζε να την χαλάσει για αυτούς τους αχρείους.
Γύρισε την πλάτη της για να απομακρυνθεί όταν άκουσε την οργισμένη φωνή της Νίκης να απευθύνεται στην κλίκα των πέντε ατόμων με μια φωνή στεντόρεια που έκανε το αίμα τους να παγώσει
««Είστε τελείως ζώα ρε? Γιατί πετάξατε σκουπίδι στη φίλη μου έτσι κάνετε και στο σπίτι σας? Ή μάλλον στον στάβλο?»» Η τσουχτερή της γλώσσα έκανε τα γέλια τους να κοπούν μαχαίρι. Ωστόσο, το αγόρι που άκουγε στο όνομα Γιάννης Αλεξίου σήκωσε επάνω στην Μπιντί το βλέμμα του, ένα βλέμμα που την τρόμαξε και την γοήτευσε συνάμα καθώς είχε όμορφα μαύρα μάτια που ωστόσο έκρυβαν θλίψη ανάμεικτη με παράπονο. Σαν να βγήκε από το λήθαργο του, πλησίασε απειλητικά προς το μέρος της γενναίας κοπέλας κοιτώντας την αυστηρά με σφιγμένες τις γωνίες του προσώπου του. Ήταν άλλωστε ο αρχηγός της παρέας και δεν δεχόταν κανέναν να ξεφτιλίζει τους φίλους του.
««Γιατί βρίζεις ρε μάγκα?»» ρώτησε ήρεμα.
««Γιατί οι φίλοι σου κάνουν δύσκολη την ζωή της Μπιντί. Εχθές της ζητούσαν να πάει μαζί τους για σεξ καθώς όπως λένε οι σιχαμένοι οι μαύρες διακρίνονται για το γλυκό πράγμα τους. Αν ξανακούσω να προσβάλλετε την Μπιντί, θα γίνει χαμός το κατάλαβες?»» ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση άρπαξε την φίλη της από το χέρι για να καθίσουν σε ένα ξύλινο παγκάκι.
««Δεν χρειαζόταν να το κάνεις όλο αυτό. Αληθεια, δεν με νοιάζουν τα σχόλια τους όσο σεξιστικά και αν είναι πίστεψε με»» είπε χαμηλόφωνα η Μπιντί αγγίζοντας απαλά τον ώμο της φίλης της.
««Κοριτσάκι μου, το ξέρω αλλά δεν δέχομαι να προσβάλλουν κάποιον μπροστά μου και μάλιστα τόσο προκλητικά. Θα το έκανα για τον καθένα αν και εσύ είσαι πολλά σκαλιά πιο πάνω από τους υπόλοιπους. Είσαι η καλύτερη φίλη που θα μπορούσα να έχω και με έχεις στηρίξει πάρα πολύ όλο αυτόν τον καιρό.»» είπε η καστανόξανθη νεαρή κοιτώντας με βουρκωμένα μάτια την Μπιντί. Η αλήθεια ήταν πως η Μπιντί μαζί με τους γονείς της την είχαν στηρίξει πάρα πολύ την περίοδο που χώριζαν οι γονείς της. Κοιμόταν συχνά αγκαλιά οι δύο τους στο ίδιο κρεβάτι επειδή στο μυαλό της Νίκης έπαιζε σαν ταινία η στιγμή που ο αλκοολικός πατέρας της μάλωνε με την κυρά Σοφία την μητέρα της. Τα βαριά του λόγια συνοδεύτηκαν και από ένα γυάλινο μπουκάλι που πέταξε επάνω στην πλάτη της συζύγου του καθώς εκείνη γύριζε την πλάτη της για να φύγει από το σαλόνι. Σε όλο αυτό μάρτυρας ήταν και η Νίκη η οποία τηλεφώνησε κρυμμένη στην ντουλάπα του δωματίου της στον θείο της τον Χρήστο ενημερώνοντας τον για τα γεγονότα και παρακαλώντας τον να έρθει για να γλιτώσουν μητέρα και κόρη. Ευτυχώς, η μητέρα της ήταν πια ελεύθερη να ξαναφτιάξει την ζωή της μετά από το διαζύγιο και την σωτήρια παρέμβαση των ανθρώπων που αγαπούσε όσο τίποτε στον κόσμο.
««Α και Μπιντί για να μην το ξεχάσω....»» είπε η Νίκη αλλάζοντας τελείως θέμα και ύφος.
««Έχω δει πώς σε κοιτά ο Γιάννης και πώς τον κοιτάς και εσύ και πίστεψε με το ξέρω αυτό το βλέμμα. Του αρέσεις και σου αρέσει όμως μείνε μακριά του σε παρακαλώ»»
Ο τόνος της προκάλεσε τρόμο στην Μπιντί που ζήτησε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τον Γιάννη.
««Ο Γιάννης είναι παιδί από χωρισμένους γονείς. Πάντα η γειτονιά του έδινε να φάει γιατί η μητέρα του γύριζε όλη την ημέρα σαν αδέσποτο σκυλί. Πατέρας δεν υπάρχει, χάθηκε, πέθανε, τον παράτησε, δεν ξέρω γιατί. Δουλεύει μπάρμαν σε ένα κακόφημο μαγαζί ενώ φήμες λένε ότι έχει μπλέξει με ναρκωτικά. Όπως βλέπεις, δεν έχει και τα καλύτερα παιδιά για παρέα»»
««Μήπως είσαι υπερβολική Νίκη? Τόσα χρόνια ο Γιάννης ποτέ δεν έχει δώσει δικαίωμα για να τον κατηγορήσω για κάτι τόσο σοβαρό όπως την χρήση ναρκωτικών. Άλλωστε, αν ήταν χρήστης θα φαινόταν από παντού,θα ούρλιαζε από την εμφάνιση ότι είναι μπλεγμένος. Μήπως του ρίχνουν ευθύνες και κατηγορίες άδικα όπως σε εμένα και στη μητέρα μου επειδή είμαι παιδί με διαφορετικό χρώμα δέρματος?»» αναρωτήθηκε αφήνοντας την φίλη της αποστομωμένη για τα καλά από την ώριμη σκέψη της.
Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν. Τα στερεότυπα για κοινωνικές ομάδες πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν και χρειάζεται συλλογική προσπάθεια για να πάνε εκεί από όπου ήρθαν, στη άβυσσο δηλαδή. Όμως, ούτε η Μπιντί ούτε ο Γιάννης δεν θα έκαναν ούτε βήμα παραπάνω για να έρθουν κοντά, να γνωριστούν. Άλλωστε, δεν είχε και καμιά σημασία τώρα πια. Ήταν απλά δύο καλοί συμμαθητές, γνωστοί θα μπορούσε να πει κανείς και θα συνέχιζαν να είναι. Έτσι, ήταν το καλύτερο για όλους να γίνει...
Και εδώ ολοκληρώνεται και η ιστορία της Μπιντί μας! Δυστυχώς, δεν αλλάζουν όλα με τον έρωτα ειδικά αν υπάρχουν στο νου των ανθρώπων αντιλήψεις που δεν είναι σωστες! Η Μπιντί και ο Γιάννης πήραν ξεχωριστούς δρόμους στην ζωή τους. Η Μπιντί έγινε παιδίατρος και ταξίδεψε στην πατρίδα της, την Αφρική για να προσφέρει εθελοντική βοήθεια στα παιδάκια που είχαν ανάγκη από ιατρική περίθαλψη ενώ ο Γιάννης λίγες ημέρες μετά τη ν αποφοίτηση του από το λύκειο, σκοτώθηκε με το μηχανάκι του στον δρόμο από υπερβολική ταχύτητα και κατανάλωση αλκοόλ...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro