19. Black out
««Βάιολετ μου έκανες εμετό ψυχή μου?»» ρώτησε ανήσυχη η μητέρα της παρατηρώντας την χλωμή και ταλαιπωρημένη όψη της κόρης της που τίποτε δεν θύμιζε το κοριτσάκι που ήταν πάντοτε.
Η Βάιολετ ήταν καθισμένη στο τραπέζι με τους γονείς της για να πάρουν πρωινό που όπως υποστήριζε ο πατέρας της ««ήταν το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας»». Μπροστά της ήταν ακουμπισμένο ένα μπολ με δημητριακά. Στην όψη και μόνο του φαγητού, μία φριχτή αναγούλα της ήρθε οδηγώντας την για άλλη μια φορά στην λεκάνη του μπάνιου. Η μητέρα της έντρομη παράτησε τον καφέ και την κουβέντα με τον σύζυγο της τρέχοντας για να την βοηθήσει. Σήκωσε ψηλά τα μαλλιά της όση ώρα αδειαζε το περιεχόμενο του στομαχιού της κάνοντας το μπάνιο να μυρίζει απαίσια από τον εμετό. Η Βάιολετ σκούπισε το στόμα της με ένα κομμάτι χαρτιού και ξεπλύθηκε με νερό της βρύσης πιάνοντας την πρησμένη της κοιλιά.
««Δεν γίνεται να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση παιδί μου. Από εδώ και στο εξής, θα αναλάβω να σου ετοιμάζω ειδικά γεύματα διατροφής για να παίρνεις ενέργεια.»» Η μητέρα της προφανώς είχε αντιληφθεί την απουσία πολλών πραγμάτων από τα ντουλάπια της κουζίνας μα λέξη δεν έβγαλε από το στόμα της φοβούμενη μήπως αυτό επηρέαζε την μικρή της που εδώ και λίγες ημέρες δεν μιλιόταν.
««Μαμά σε λίγα λεπτά έχω ραντεβού με την μαντάμ Μαρί. Άφησε με πρέπει να ετοιμαστώ»» πρόφερε εκείνη ξεψυχισμένα. Ωστόσο, στα τρία βήματα που έκανε για να βγει από το μπάνιο, ένιωσε μια ζάλη να της κάνει επίθεση κάνοντας τα ήδη τρεμάμενα πόδια της να λυγίσουν ρίχνοντας το βάρος της στην τρομοκρατημένη γυναίκα που πάλεψε να την συνεφέρει.
««Μα αγάπη μου δεν είσαι καλά. Μήπως θα ήταν καλύτερα να ξεκουραστείς?»»
««Όχι αν δεν πάω θα χάσω την δουλειά με τα καλλυντικά. Είμαι μια χαρά»» επέμενε εκείνη και πήγε στο δωμάτιο της. Κοιτάχτηκε στο μεγάλο καθρέφτη του δωματίου της και η εικόνα που αντίκρισε την τρόμαξε.
Το πρόσωπο της ήταν χλωμό ενώ κάτω από τα μάτια της είχαν σχηματιστεί δυσοίωνοι μαύροι κύκλοι. Τα χείλη της ήταν σκασμένα και αφυδατωμένα ενώ η κοιλιά της ήταν ελαφρώς πρησμένη. Κοίταξε την δικαστή της , την ζυγαριά και την κλότσησε να μπει κάτω από το κρεβάτι. Οι κρίσεις που την έπιαναν είχαν πολλαπλασιαστεί κάνοντας την να θορυβηθεί από την μανία της για ζάχαρη. Όταν την έπιαναν, ήταν σαν ένα μαύρο πανί να είχε πέσει μπροστά από το μυαλό της μπλοκάροντας οποιαδήποτε σκέψη εκτός από την εύρεση φαγητού. Ντρεπόταν να το παραδεχτεί πως ήταν άρρωστη, πως η συμπεριφορά της είχε διώξει την φίλη της από το πλευρό της.
Έβαψε το πρόσωπο της προσπαθώντας σκληρά να εξαφανίσει την ταλαιπωρία. Πρόσθεσε λίγο ρουζ στα ρουφηγμένα της μάγουλα, ίσως για να δείχνει υγιής και έβαψε τα χείλη με μια απαλή απόχρωση του ροζ. Φόρεσε ένα μπλε τζιν και μια φαρδιά μπλούζα, πήρε το κινητό της, χαιρέτησε τους γονείς της και έφυγε με προορισμό το πρακτορείο της μαντάμ.
Έφθασε και περίμενε με καρδιοχτύπι στην αίθουσα της αναμονής. Τον λαιμό της τον ένιωθε ξερό από την αγωνία και στιγμή δεν την άγγιζε το κρύο αεράκι που τρύπωνε από ένα παράθυρο. Η γραμματέας ασχολιόταν αδιάφορα με τον υπολογιστή της, όταν άνοιξε η πόρτα φανερώντας την επιβλητική παρουσία της Μαρί η οποία έκανε ένα νεύμα στην νεαρή κοπέλα. Την τρόμαξε η ψυχρότητα και η οργή με την οποία την κοιτούσε σαν να είχε κάνει κάτι κακό.
««Τελικά την πήρα την δουλειά μαντάμ Μαρί?»» ρώτησε με λαχτάρα τολμώντας να υψώσει το παρακλητικό της βλέμμα προς το γυάλινο της Μαρί. Εκείνη χαμογέλασε ειρωνικά και έβγαλε το συμβόλαιο τους από ένα συρτάρι κουνώντας το επιδεικτικά μπροστά της.
««Το θυμάσαι αυτό το συμβόλαιο καλή μου?Τώρα πια είναι παρελθόν!»» είπε ειρωνικά αρχίζοντας να σκίζει το χαρτί απολαμβάνοντας το κλάμα της νεαρής κοπέλας που έβλεπε τα όνειρα της να γκρεμίζονται σαν κάστρο που το παρέσυρε το κύμα της θάλασσας.
««Ο πελάτης μας αρνήθηκε την δουλειά με τα καλλυντικά και τώρα με έκανες να τρέχω και να μην φτάνω από την ανικανότητα σου να ράψεις το καταραμένο σου στόμα!»» ούρλιαξε πετώντας το σκισμένο χαρτί προς το αδύνατο σώμα της Βάιολετ.
««Είσαι ο πιο κακός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Έκανα τα πάντα για να αδυνατίσω και άλλο. Στην τελική μήπως είπατε κάτι εσείς που δεν έπρεπε?»» ρώτησε σβησμένα η Βάιολετ έχοντας σηκωθεί από την θέση, προσβεβλημένη από την στάση της μεγαλύτερης γυναίκας η οποία κάγχασε ακούγοντας τα λόγια της.
««Βρε αι στον διάβολο που θα με ρωτήσεις και τι λέω στο δικό μου γραφείο! Συμβουλές εγώ από όρκες δεν θέλω!»» ούρλιαξε.
Η Βάιολετ θες από την νηστεία που είχε επιβάλλει στον εαυτό της για να χάσει παραπάνω κιλά, θες από την πίεση και το άγχος, θες από την στενοχώρια κατέρρευσε στην καρέκλα με τα μάτια της να είναι ερμητοκά κλειστά και τα χέρια να κρέμονται άνευρα από τα πλαϊνά της καρέκλας.
Η μαντάμ Μαρί τρομοκρατήθηκε από αυτό και έσπευσε στο πλευρό της δίνοντας της απαλά χαστούκια στο πρόσωπο.
««Βάιολετ άσε τα κόλπα και ξύπνα... Βάιολετ..»» Η Μαρί έψαξε το κινητό της το οποίο δεν είχε κωδικό. Πληκτρολόγησε το νούμερο των γονιών της ενημερώνοντας τους για την λιποθυμία της κόρης τους.
Αμέσως μετά, τηλεφώνησε για να έρθει ασθενοφόρο το οποίο θα μετέφερε την κοπέλα στο νοσοκομείο για μια σειρά από εξετάσεις. Η ίδια δεν νοιαζόταν για την υγεία της αλλά έτρεμε μήπως είχε μπλεξίματα. Και είχε δίκιο όπως αποδείχθηκε λίγες ημέρες μετά...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro