16. Ο Θάνατος σου , η Ζωή μου
Η Ρουσλάνα φόρεσε μια ροζ πλισέ φούστα και μια λευκή μπλούζα με ανοιχτό ντεκολτέ. Το στήθος ήξερε πως ερέθιζε τον Νίκο ,κάτι που θα το χρησιμοποιούσε υπέρ της . Έβαψε τα χείλη της κόκκινα και χαμογέλασε καθώς ένιωθε το παγωμένο άγγιγμα του γυαλιού μέσα από τις μακριές κάλτσες της . Απόψε , θα έδινε την μεγαλύτερη παράσταση της ζωής της .
Κοίταξε για λίγο τις κοπέλες στο δωμάτιο της . Η Βουλγάρα καθόταν στο κρεβάτι προσπαθώντας να γράψει ένα γράμμα στην κόρη της ενώ φίλησε με ευλάβεια το πρόσωπο της στην παλιά φωτογραφία . Τώρα θα είχαν μεγαλώσει τα μαλλάκια της , θα είχε ψηλώσει , θα την αναζητούσε γιατί σαν την μητρική αγκαλιά δεν έχει όσο καλά και αν σου φέρονται οι συγγενείς . Τουλάχιστον , την είχε αφήσει σε καλά και έμπιστα χέρια έτσι τουλάχιστον σκεφτόταν πως αν πάθει κάτι ,δεν θα έμενε στον δρόμο . Από την άλλη μεριά , η μικροκαμωμένη ξανθιά είχε μελαγχολήσει από τον θάνατο της Μένιας και όλο κοιτούσε την άδεια μεριά της ,εκεί όπου δεν υπήρχε ούτε καν το κρεβάτι της αφού είχε πεταχτεί και αυτό μαζί με τα ματωμένα σεντόνια . Κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν υπήρχε ούτε κάτι να την θυμίζει εκτός μόνο από την σκέψη της . Η Ρουσλάνα κοίταξε με προσοχή τα πρόσωπα τους αποτυπώνοντας κάθε τους λεπτομέρεια. Διάβασε την λύπη , την παραίτηση , την αγωνία στα μάτια τους . Αυτή ήταν πια η οικογένεια της. Ήταν εκείνες που τις περιποιούνταν τα τραύματα της όταν είχε πρωτοέρθει , που της έδιναν συμβουλές για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται , που είχαν κλέψει φάρμακα για χάρη της , που της έδιναν κουράγιο να συνεχίσει . Της φέρονταν σαν να ήταν η μικρότερη τους αδελφή και είχε να το λέει ότι οι πουτάνες είχαν μπέσα τελικά . Αν κατάφερνε να βγει ζωντανή , θα έμενε στην Ελλάδα για χάρη τους . Για να τις βοηθήσει όπως την βοηθούσαν αυτές πάντα. Λέξη δεν είπε για το σχέδιο της . Μόνο με ψηλά το κεφάλι έφυγε και πήγε να ξαπλώσει στο δωμάτιο όπου της είχε δώσει διαταγή να τον περιμένει.
Με το που ξάπλωσε , εμφανίστηκε εκείνος . Χωρίς να χάσει χρόνο πήγε από επάνω της .
<<Λοιπόν πώς είναι η μικρή μου πουτάνα σήμερα ?Πήγες στο σχολείο?>> η φωνή του έσταζε ειρωνεία και δηλητήριο . Η Ρουσλάνα έκανε έναν μορφασμό , χαμογελώντας σαρδόνια. Με τρόμο ο Νίκος συνειδητοποίησε πως η γυναίκα άκουγε κανονικότατα. Με τον πανικό να κάνει κατάληψη στο διεστραμμένο του μυαλό , έβαλε τα χέρια του στον λαιμό της ξεκινώντας αργά και βασανιστικά να την στραγγαλίζει.
<<Μπορείς και ακούς έτσι δεν είναι ? Μίλα που να σε πάρει ο διάβολος ! Άκουγες τόσα χρόνια τα σχέδια μας , τις κινήσεις μας , τα πάντα ! >>τσίριζε τρομοκρατημένος μα το χέρι της Ρουσλάνας του έκοψε το λογύδριο μια και καλή . Όσο εκείνος μιλούσε , είχε καταφέρει να αρπάξει το κομμάτι του γυαλιού που είχε γλιστρήσει στο στρώμα . Του το έμπηξε με μανία μέσα στο στόμα του . Αίμα ξεκίνησε να πέφτει λερώνοντας τα ρούχα της , το σεντόνι , τα πάντα . Απόλαυσε κάθε στιγμή της ήττας του , κάθε ουρλιαχτό πόνου του . Ήταν η τιμωρία του για όσα είχε κάνει ο ίδιος χρόνια τώρα σε γυναίκες κάθε ηλικίας που είχαν περάσει από τα κρεβάτια της ντροπής . Το μυαλό της είχε θολώσει , δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί πως θα στερούσε από ένα παιδί τον πατέρα του . Σκεφτόταν μόνο τον θάνατο του που θα της έδινε την ευκαιρία να δραπετεύσει . Βγάζοντας τον από την μέση , η Θεοδώρα θα έμενε μόνη ,χωρίς κανένα σύμμαχο . Πράγμα που τη βόλευε απίστευτα καθώς είχε πολλά ράμματα και για την δική της γούνα .
Όμως ο Νίκος δεν θα την άφηνε έτσι εύκολα . Έπεσαν κάτω μαζί στο πάτωμα . Προσπάθησε να την πλακώσει με το σώμα του , να την πιέσει για να της προκαλέσει ασφυξία μα η Ρουσλάνα κατάφερε να ξεφύγει χτυπώντας τον δυνατά στο ευαίσθητο του σημείο . Το μάτι της με κόπο έπιασε το όπλο που κρεμόταν από την ζώνη του που ήταν κρεμασμένη στην άκρη του κρεβατιού . Μέγα λάθος για εκείνον. Καθώς την έσερνε πάνω στο πάτωμα , εκείνη το απασφάλισε και γυρίζοντας , τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στο μέτωπο , στην κοιλιά , παντού . Σηκώθηκε με κόπο όρθια με τα πόδια της να τρέμουν . Με τρόμο , κοίταξε τα χέρια της μαζί με την λευκή της μπλούζα που είχαν γίνει κόκκινα από το αίμα. Αγκάλιασε τον εαυτό της κρατώντας το πρόσωπο της ανέκφραστο . Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει . Είχε γίνει δολοφόνος , είχε μετατραπεί σε ένα ζώο που σκότωσε για να μην σκοτωθεί . Όλα της τα είχαν πάρει . Όμως , βαθιά μέσα στη κατακρεουργημένη καρδιά που ένιωθε τους χτύπους της πιο έντονα από ποτέ επιβεβαιώνοντας της πως ήταν ζωντανή , είχε διατηρήσει κάτι δικό της μα όνομα δεν ήταν δυνατό να του δώσει εκείνη την στιγμή .
Οι μπράβοι είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς όπως και οι γυναίκες . Όλοι έτρεξαν τρέχοντας να δουν τι συνέβαινε. Βρέθηκαν μπροστά στο θέαμα που τους έκοψε την ανάσα. Βρήκαν την Ρουσλάνα μέσα στο αίμα , να κρατά ένα όπλο στο χέρι της. Όμως , με το που είδε τους μπράβους το βλέμμα της σκοτείνιασε. Ύψωσε το όπλο και με τις σφαίρες που είχαν απομείνει , σκότωσε τον έναν. Ο άλλος της επιτέθηκε με ουρλιαχτά ρίχνοντας την πάνω στο κρεβάτι . Της έριχνε μανιασμένα χαστούκια κάνοντας την μύτη της να ανοίξει .
Το μυαλό της ξανθιάς κοπέλας λειτουργούσε με χίλιες στροφές. Με το που είδε την φίλη της σε μειονεκτική θέση , όρμηξε επάνω στον φρουρό γδέρνοντας με τα νύχια της το πρόσωπο της .Τα αδύνατα της πόδια ήταν τυλιγμένα γύρω από την μέση του , πράγμα που εκμεταλλεύτηκε ο ψηλός φρουρός για να την κοπανήσει με δύναμη στον τοίχο. Η κοπέλα έπεσε κάτω και θα την αποτελείωνε αν η Βουλγάρα δεν ορμούσε με ένα σεντόνι που το τύλιξε γύρω από το πρόσωπο του . Η Ρουσλάνα έβηχε προσπαθώντας να βρει ξανά τον ρυθμό αναπνοής της ενώ η ξανθιά ήταν πεσμένη κάτω , αδύναμη ψηλαφίζοντας το κεφάλι της για τυχόν αίμα . Οι τρεις γυναίκες έπιασαν από μια άκρη και τραβούσαν με όλη τους την δύναμη . Ο φρουρός έκανε σπασμωδικές κινήσεις με τα χέρια του όμως μετά από λίγα λεπτά σταμάτησε να κουνιέται .
Οι γυναίκες έκλαιγαν από ανακούφιση. Αγκαλιάστηκαν με δύναμη αφήνοντας τα δάκρυα τους ελεύθερα . Έτρεξαν να πλυθούν στο επάνω πάτωμα για πρώτη φορά με ζεστό νερό σε ένα κανονικό μπάνιο . Η Βουλγάρα όμως είχε τύψεις για αυτό που έκανε. Κατέβασε την κουρτίνα από το μπάνιο κάνοντας την θηλιά την πέρασε γύρω από το λαιμό της . Όσο και αν χτυπούσαν αλαφιασμένες ,οι δυο τους απέξω δεν ακουγόταν η φωνή της. Έτσι , μπήκαν μέσα αντικρίζοντας το φρικτό θέαμα μιας ψυχής που δεν άντεξε την κακοποίηση ούτε το βάρος ενός φόνου επιλέγοντας να θυσιάσει την ζωή της.
Οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους . Τέσσερις είχαν ξεκινήσει , δυο είχαν μείνει . Τα δάχτυλα τους πλέχτηκαν μεταξύ τους ενωμένα σε μια κοινή υπόσχεση. Πως καμία δε θα άφηνε μόνη της ξανά τη άλλη . Άλλωστε είχαν και ακόμη μια που ήταν απαραίτητο να εξοντώσουν. Και αυτή δεν ήταν άλλη από την Θεοδώρα η οποία έλειπε σε ένα ταξίδι , το τελευταίο της ζωής της . Η Ρουσλάνα δε θα άφηνε ξανά κανέναν να λερώσει τα χέρια του με αίμα . Μόνη της το είχε ξεκινήσει και αυτή ήταν που θα έδινε το τέλος.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro