12. Σαν Μία Γροθιά
Η Ειρήνη πρόσφερε καφέ στον Στέφανο αφήνοντας του ένα φιλί στο μέτωπο. Η Αμαρυλλίς παρακολουθούσε με συγκίνηση αυτήν την στιγμή τρυφερότητας και χαιρόταν που τουλάχιστον μια στις δύο ήταν ευτυχισμένη. Με την βοήθεια του καφέ προσπάθησε να θυμηθεί παρόμοιες στιγμές της με τον Πάρη και με τρόμο συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε καμία. Πάντα βιαζόταν να πάει στην δουλειά του παίρνοντας ένα τοστ για τον δρόμο παρά τις επίμονες παρακλήσεις της να μείνει να απολαύσουν έστω ένα πρωινό παρέα ενώ σχεδόν πάντα γυρνούσε στο σπίτι τους με δώρα για εκείνη από πανάκριβα καταστήματα. Ποτέ του δεν την γνώρισε έστω και σε έναν συνάδελφο του και σπάνια έβγαιναν για να απολαύσουν ένα ποτό σαν να ήθελε να την κρύψει από τα βλέμματα του κόσμου, σαν να φοβόταν μήπως του την κλέψουν. Ένιωσε σαν να δέχτηκε ψυχρολουσία με το στομάχι της να δένεται κόμπος από την στενοχώρια. Όσο και αν ήθελε να τον ξεριζώσει από την καρδιά της, αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει από την μία ημέρα στην άλλη. Όλα ήθελαν τον χρόνο τους. Το βλέμμα της ήταν απλανές και κοιτούσε σε ένα συγκεκριμένο σημείο του τοίχου απέναντι κάνοντας την Ειρήνη να την αγγίξει απαλά στον ώμο για να μην την τρομάξει. Η Αμαρρυλίς σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια της στην αδελφή της και η Ειρήνη ξέρωντας από σιωπηλές επιθυμίες σηκώθηκε από την θέση της παίρνοντας την μία σφιχτή αγκαλιά. Ο Στέφανος παρακολουθούσε τον πόνο της νεαρής γυναίκας και την υποστηρικτική συμπεριφορά της κοπέλας του . Οι γροθιές του είχαν σφιχτεί από τον θυμό που ένιωθε να βράζει μέσα του για το θέαμα μπροστά του ενώ το πρόσωπο του μαρτυρούσε τον προβληματισμό του για την τύχη της κοπέλας που αισθανόταν σαν αδελφή του. Σκεφτόταν τρόπους που θα μπορούσε να την βοηθήσει όταν στο μυαλό του ήρθε και κάθισε το όνομα ενός φίλου του από τα παλιά :του Γιάννη. Ο Γιάννης ήταν αστυνομικός από εκείνους που βοηθούσαν όπου μπορούσαν τιμώντας τους όρκους τους με τον καλύτερο τρόπο. Στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν πρόσφατα του είχε εκμηστηρευτεί την φρίκη του από την διαφθορά που έβλεπε να υπάρχει στο επάγγελμα του. Αστυνομικοί που θεωρούνταν υπηρέτες του νόμου και της τάξης και που η συμπεριφορά τους όφειλε να είναι άρτια προέβαιναν σε απαράδεκτες ενέργειες . Ο Γιάννης είχε αναφέρει πολλούς στους ανώτερους του πετυχαίνοντας να απομακρυνθούν επικίνδυνα άτομα από το τμήμα όπως ας πούμε ένας συνάδελφος του ο οποίος είχε πιαστεί επανειλημμένα να πίνει ασύστολα σε ένα κεντρικό μαγαζί εν ώρα υπηρεσίας. Ο Γιάννης ήταν οικογενειάρχης και δήλωνε ευτυχισμένος με την επιλογή του να κάνει οικογένεια, πράγμα που φρόντιζαν να του υπενθυμίζουν τα δύο δίδυμα κοριτσάκια του που πρόσφατα είχαν έρθει στην ζωή. Όμως, για να γίνει όλο αυτό έπρεπε να ρωτήσει την Αμαρρυλίς.
««Συγγνώμη για το ξέσπασμα μου μα με έπιασε το παράπονο βλέποντας σας τόσο αγαπημένους. Σας εύχομαι να είστε πάντα τόσο ευτυχισμένοι. Με έπιασαν τα κλάματα γιατί όσο πίσω και αν πάω με το μυαλό μου,ποτέ ο Πάρης δεν ήταν τόσο τρυφερός.»» είπε με σβησμένη φωνή φυσώντας με δύναμη της μύτη της σε ένα χαρτομάντιλο. Η Ειρήνη ανασηκωσε τα φρύδια της παραξενεμένη ενώ ο Στέφανος έγειρε μπροστά, στάση που υποδήλωνε το ενδιαφέρον του.
««Τι εννοείς? Αμι, το ξέρω ότι σου είναι δύσκολο μα πρέπει να μας μιλήσεις. Μόνο άμα ξέρουμε όλο το ιστορικό της σχέσης σας θα μπορέσουμε να σε βοηθήσουμε»» πρόφερε συμπονετικά ο Στέφανος.
Η Αμαρρυλίς έμεινε σιωπηλή για μερικά λεπτά. Πήρε μια βαθιά ανάσα σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει ενώ ήπιε μια γουλιά από το νερό της καθώς τον λαιμό της τον ένιωθε στεγνό ξαφνικά. Έβαλε τις σκέψεις της σε σειρά και ξεκίνησε για πρώτη φορά να μιλά .
««Ο Παρης ποτέ δεν ήταν τόσο δοτικός στην καθημερινότητα μας. Πάντα βιαζόταν να φύγει για το λογιστικό γραφείο και με άφηνε ώρες μόνη μου. Απαιτούσε να κάνουμε έρωτα κάθε βράδυ ενώ οπότε αρνιομουν εξαφανιζόταν για ημέρες .Μου αγόραζε πάντα δώρα, κοσμήματα και ρούχα σαν να ήθελε να εξιλεωθεί που δεν περνούσε χρόνο μαζί μου. Όμως, μια διψασμένη καρδιά δεν γεμίζει με τα χρήματα. Τι ζήτησα και εγώ? Ένα χάδι, μία αγκαλιά, μία λέξη, κάτι τέλος πάντων που να υποδηλώνει ότι νοιάζεται για εμένα, ότι με αγαπά. Όμως, μάλλον ζήτησα πολλά. Ποτέ δεν κάθισε να απολαύσουμε ένα πρωινό μαζί παρέα ή να βγούμε βόλτα μαζί,ποτέ του δεν με σύστησε σε κάποιον φίλο ή συνάδελφο του. Μόνο για καφέ ή ποτό, βγαίναμε από το σπίτι μα όσο περνούσε ο καιρός τόσο μειώνονταν οι έξοδοι μας »»
««Σε είχε χτυπήσει ξανά?»» ρώτησε η Ειρήνη. Ο τρόμος ήταν ευδιάκριτος στον τόνο της φωνής της. Ποιος ξέρει πόσο καιρό η αδελφή της ήταν εγκλωβισμένη με έναν άνδρα που ήταν ανίκανος να της ανταποδώσει την αγάπη μαζί με την αφοσίωση της . Η ζωή είναι δούναι και λαβείν. Ό, τι σπέρνεις, αυτό θερίζεις. Η Αμι της ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα, ανεξάρτητη και δυναμική μα τώρα έβλεπε μπροστά της μια φιγούρα η οποία καθόταν ζαρωμένη στην καρέκλα της, αδύναμη να στείλει στον διάβολο τον δυνάστη της. Έπρεπε να την βοηθήσει να επανέλθει καθώς η ψυχική της υγεία ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη . Φοβόταν μην κάνει καμία τρέλα.
Η Αμαρρυλίς κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
««Θυμάστε τότε που δούλευα σε ένα μαγαζί με ρούχα επειδή δεν έβρισκα δουλειά ως δασκάλα?»» ρώτησε ξαφνικά το ζευγάρι.
Η Ειρήνη το θυμόταν σαν να είχε γίνει εχθές. Η Αμαρρυλίς δούλευε για λίγους μήνες σε ένα κατάστημα με ρούχα ως ταμίας. Απολάμβανε να βλέπει τα χρώματα και τον κόσμο. Δεν κατάλαβε ποτέ γιατί την παράτησε μα τώρα θα μάθαινε την αιτία μαζί με την σκληρή αλήθεια.
«« Εκείνη την ημέρα έφτιαχνα την βιτρίνα και ζήτησα βοήθεια από τον υπεύθυνο καθώς δυσκολευόμουν να διακοσμήσω την κούκλα. Εκείνος σας το ορκίζομαι πως δεν με πλησίασε πρόστυχα και ξεκίνησε να με βοηθά. Ήξερε πως είχα σχέση και ήταν διακριτικός. Όμως, για κακή μου τύχη έτυχε να περνά ο Πάρης και βλέποντας μας νόμιζε ότι εγώ τριβόμουν στον εργοδότη μου. Όταν μπήκα στο σπίτι, τον βρήκα να κάθεται στο σαλόνι χωρίς ίχνος φωτός με συντροφιά ένα μπουκάλι ουίσκι και το τασάκι που ήταν γεμάτο με τσιγάρα. ««Γιατί άργησες?» με ρώτησε χωρίς να στρέψει το βλέμμα του επάνω μου. ««Είχα υπερωρία αγάπη μου. Στο είχα πει νομίζω, το ξέχασες?»» τον ρώτησα ήρεμα γυρίζοντας για να αφήσω την τσάντα μου στο τραπεζάκι. Εκείνος με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε πάνω στο σώμα του. Η ανάσα του βρόμαγε αλκοόλ . ««Τα μαγαζιά έχουν ωράριο. Τι διάολο υπερωρία ήταν αυτή?»» ρώτησε με θυμό. Τα χέρια του με έσφιγγαν σαν μέγγενη και εγώ προσπαθούσα μάταια να ξεφύγω μα ήταν πιο δυνατός. ««Εφτιαχνα την βιτρίνα»» απάντησα ξέπνοη κοιτώντας τον ευθεια στα μάτια. ««Με τον μαλάκα? Σας είδα που τριβοσασταν, δεν λέω»» πέταξε ειρωνικά. Έφαγα τρία χαστούκια συνολικά. Με έπιασε από τα μαλλιά και με κόλλησε στον τοίχο ενώ άκουγα το φερμουάρ του να ξεκουμπώνει. Καταλαβαίνοντας τις προθέσεις του, τον παρακάλεσα να σταματήσει, να με αφήσει ήσυχη. Το γέλιο του μου έκοψε την ανάσα και ένιωσα το πέος του να εισχωρεί μέσα μου με δύναμη σαν να ήθελε να με τιμωρήσει για κάτι που μόνο στην φαντασία του ήταν. Με βίασε και μετά ατάραχος πήγε και κοιμήθηκε στο υπνοδωμάτιο μας»». Η Ειρήνη έβαλε σοκαρισμένη τα χέρια της μπροστά από το ορθάνοιχτο στομα της από το σοκ. Ο Στέφανος ξεκίνησε να κλαίει έχοντας το πρόσωπο του μέσα στις παλάμες του. Δεν χωρούσε στο μυαλό τους το μέγεθος της ψυχικής οδυνης που πρέπει να ένιωσε το κορίτσι που τώρα καθόταν απέναντι τους, ντροπιασμένη που είχε εμπιστευτεί κάτι τόσο προσωπικό.
««Από τότε, τα ξεσπάσματα οργής του επάνω μου ήταν συχνά. Με ανάγκασε να παραιτηθώ από την δουλειά μου και έμεινα μόνη μου στο σπίτι να προσπαθώ να μην τρελαθώ. Καθάριζα τα ήδη καθαρά πράγματα για να έχω το μυαλό μου απασχολημένο με κάτι ενώ περνούσα πολλές ώρες στην κουζίνα. Μέχρι που μπούχτισα. Του ζήτησα διαζύγιο εχθές και αυτός ήταν ο λόγος που με χτυπούσε με τόση μανία. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε...»» είπε η Αμαρρυλίς και έπιασε το μέτωπο της, κουρασμένη.
««Έπρεπε να μας το είχες πει, κοριτσάκι μου. Θα σε βοηθούσαμε να ξεφύγεις από αυτό τον αλήτη. Άδικα υπέφερες ...»» συμπέρανε η Ειρήνη ξεκινώντας να μαζεύει τα λερωμένα πιάτα του πρωινού. Ούτως ή άλλως όρεξη δεν είχε κανένας.
««Η Ειρήνη έχει δίκιο. Έπρεπε να μας είχες ενημερώσει. Να ξέρεις, πως αν μας το έλεγες πιο νωρίς θα είχες γλιτώσει πολύ πόνο. Όμως, σε καταλαβαίνω. Ντρεπόσουν και φοβόσουν για αυτό προτίμησες να σιωπήσεις. Όμως, δες πού σε οδήγησε... ακούστηκε η στιβαρή φωνή του Στεφάνου δείχνοντας της τις μελανιές της.
««Μην στενοχωριέσαι άλλο για αυτόν. Φεύγω αμέσως για το σπίτι του Γιάννη. Είναι αστυνομικός και έχει οικογένεια. Να δεις που θα μας φανείς χρήσιμος. Τα μάτια σας ανοιχτά και δεκατέσσερα, δεν ξέρουμε τι μπορεί να κάνει ο ψυχάκιας»» μουρμούρισε ενώ σηκώθηκε από το τραπέζι για να πάει να ετοιμαστεί.
Η Αμαρρυλίς σκούπιζε το ξύλινο τραπέζι όταν άκουσε το χαρακτηριστικό φρενάρισμα του αυτοκινήτου του Πάρη. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον περιποιημένο του εαυτό. Φορούσε ένα τσαλακωμένο πουκάμισο και ένα σκούρο μπλε παντελόνι. Σαν τρελός ξεκίνησε να χτυπά τα κουδούνια φωνάζοντας το όνομα της Αμαρυλλίς . Το σώμα της ξεκίνησε να τρέμει, δεν ήθελε με τίποτα να ξαναγυρίσει κοντά του ούτε επιθυμούσε να ανοίξουν.
Η Ειρήνη τρελαμένη από οργή άνοιξε το παράθυρο.
««Πες στην Αμαρρυλίς να κατέβει!»» ούρλιαξε κλοτσώντας τα λάστιχα του αυτοκινήτου του.
«« Φύγε από εδώ πέρα τώρα αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία»» τσίριξε. Οι φωνές είχαν σηκώσει την γειτονιά στο πόδι και όλοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα για την συνέχεια.
««Και τι θα πεις στην αστυνομία? Ότι σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι?»»
««Ζητάς τα ρέστα κιόλας? Βρε αι στον διάβολο, τομάρι!»»
««Δεν φεύγω από εδώ εάν δεν μιλήσω με την Αμαρρυλίς»» επέμεινε εκείνος. Δεν μπορούσε να δεχθεί με τίποτε την απόρριψη της. Αλλά όταν χάνεις κάτι, εκτιμάς την αξία του.
««Θα σε αναγκάσω εγώ να φύγεις, κοπρόσκυλο!»» πρόφερε ο Στέφανος. Οι κοπέλες βλέποντας τον να πλησιάζει με μια μικρή λεκάνη γεμάτη με παγωμένο νερό, παραμέρισαν αφήνοντας του χώρο. Ο Στέφανος άδειασε όλο το περιεχόμενο της σε έναν σαστισμένο Πάρη ο οποίος έγινε ρεζίλι δημοσίως.
««Και τώρα στρίβε!»» φώναξε ο Στέφανος κλείνοντας το παράθυρο. Ο Πάρης έφυγε και μια ανακούφιση κατέλαβε την ψυχή της Αμαρρυλίς μαζί με ένα γέλιο από την εικόνα του βρεγμένου Πάρη να υποχωρεί. Το γέλιο της ήταν μεταδοτικό και σύντομα και οι τρεις γελούσαν αγνοώντας την φράση που υποστήριζε ότι μετά από πολύ γέλιο, ακολουθεί πολύ κλάμα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro