11. Οριστικό Τέλος
Η Ιουλία είχε πλαντάξει στο κλάμα καθώς εξιστορούσε για πρώτη φορά στους γονείς της τα βάσανα που είχε περάσει από τα χέρια της πεθεράς της. Ευτυχώς, το μωράκι είχε κοιμηθεί χορτασμένο από γάλα και κανακέματα από την γιαγιά και το παππού που είχε καιρό να δει. Η μητέρα της την αγκάλιαζε παρηγορητικά και ο πατέρας της έβραζε από θυμό. Δεν άντεχε να βλέπει το κορίτσι του να κλαίει.
««Εγώ εκεί μέσα δεν ξαναγυρίζω»» έλεγε αποφασιστικά η Ιουλία σκουπιζοντας τα δακρυσμένα της μάτια.
««Σταμάτα σε παρακαλώ να κλαις αγάπη μου θα σου κοπεί το γάλα. Έννοια σου και δεν θα αφήσουμε εμείς να επιστρέψεις εκεί μέσα»»
Η μητέρα της τής έλεγε κουνώντας την απαλά όπως όταν ήταν μικρή.
Ο πατέρας της είχε κοκκινίσει από θυμό. Χωρίς να ελέγχει τον ίδιο του τον εαυτό, έφυγε λέγοντας μια δικαιολογία. Η Ιουλία πήγε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο. Το νερό έρεε επάνω της σαν χάδι και χωρίς να το καταλάβει έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Επιτέλους, μπορούσε να κάνει όση ώρα μπάνιο ήθελε χωρίς να ακούει πόσο σπαταλούσε το νερό όπως συχνά πυκνά της έλεγε η Λουτσία. Η νεαρή γυναίκα κοιμήθηκε αμέσως μετά που στέγνωσε τα μαλλιά της. Και για πρώτη φορά, ήταν ένας ύπνος που δεν ταραχτηκε από τσιρίδες.
Ο Φελίπε ήταν έξαλλος με την μητέρα του και την συμπεριφορά της.
««Καλά δεν ντρέπεσαι λίγο ρε? Πώς μπόρεσες και της φέρθηκες έτσι?»» φώναξε έξαλλος προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του για να μην την χτυπήσει.
««Σιγά την γυναίκα βρε αγόρι μου. Και πρόσεξε πως μιλάς γιατί μην ξεχνάς πως είμαι εγώ που σε γέννησα και σε μεγάλωσα όταν ο πατέρας σου μπεκρόπινε και έπαιρνε όλα μας τα χρήματα για να τα τρώει με τις πουτάνες. Φράγκο δεν είχε αφήσει. Μόνη μου σας ανέστησα και μαζί τάιζα και εκείνη την ξεπλυμένη και εσένα και το μπάσταρδο της. Σε έχει τυφλώσει ο έρωτας,αγόρι μου και δεν βλέπεις ότι μυρίστηκε χρήμα για αυτό κόλλησε σε εσένα.»» έλεγε η γριά ατάραχη, καθισμένη στον καναπέ.
Ο Φελίπε δεν πίστευε στα λόγια της μητέρας του. Χωρίς να της πει τίποτα άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του σε ένα σάκο. Θα πήγαινε να βρει την γυναίκα και το παιδί του για να δει τι θα κάνουν και ό, τι ήθελε εκείνη θα έπραττε. Η Λουτσια τον ακολούθησε και του έπιασε τα χέρια για να τον σταματήσει. Εκείνος πήρε το χέρι της και της το κοπάνησε στην ντουλάπα.
««Πού θα πας αγόρι μου?»» ρώτησε ενώ άρχισε να κλαίει.
««Θα πάω να βρω την γυναίκα και το παιδί μου. Τώρα κατάλαβα γιατί σε εγκατέλειψαν όλοι ακόμη και ο πατέρας. Γιατί είσαι σκληρή και αυταρχική γυναίκα, ποτέ δεν χαμογέλασες ούτε στο εγγόνι σου και ποιος δεν χαμογελά στην θέα ενός βρέφους? Μόνο σκατόψυχοι άνθρωποι σαν εσένα»» έφτυσε και άνοιξε την πόρτα φεύγοντας για το σπίτι της Ιουλίας.
Η Λουτσία έμεινε μόνη της να κλαίει πραγματικά για πρώτη φορά στην ζωή της. Είχε χάσει τον γιο, την νύφη μαζί με το εγγόνι της μέσα σε λίγες ώρες και όλους από την ασχήμια του χαρακτήρα της. Όμως, που να ήξερε ότι σε λίγα λεπτά θα ακολουθούσε κάτι που θα την έκανε να νιώσει στο πετσί της τι εστί ντροπή...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro